Σίμων Καράς
ΠΕΡΙ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗΝ
ΥΠΟ τον όρον «Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική» νοούνται αι συνθέσεις των δοκίμων εκκλησιαστικών ποιητών και μελοποιών της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, μέχρι και των αρχών της ΙΘ’ εκατονταετηρίδος.
Άλλα δι’ όνομα του Θεού ποιος εκ των προτεινόντων την διόρθωσιν της βυζαντινής ψαλμωδίας τεχνιτών, έστω όχι των προτεινόντων τον εξευρωπαϊσμόν της ή τας μελωδίας τας «λιτάς», εμελέτησε ποτέ και ηρεύνησε τον πλούτον αυτής της μουσικής, της ανατολίτικης, της αράπικης, τούρκικης, βαρβάρου, όπως την αποκαλεί και την καταδικάζει; Ποιος εμελέτησε τους νόμους τους μελωδικούς και αρμονικούς που την διέπουν; Ποιος εδοκίμασεν εμπράκτως της ερεύνης του τα πορίσματα; Και κυρίως ποιος επρόσεξε την σχέσιν της ιεράς αυτής μουσικής προς την εν τω έθνει υφισταμένην μουσικήν παράδοσιν, το άσμα δηλαδή το κοσμικόν, το τραγούδι του ελληνικού λαού;
Διότι τότε, ούτε περί ασμάτων θα εγράφομεν «λιτών», ακαθορίστου περιεχομένου, υπό τα οποία δύνανται να νοηθώσι τόσον ο «αμανές», τον οποίον καταδικάζει ο περί «λιτών» γράφων, όσον και η απαίσια καντάδα, ο τύραννος της ελληνικής ακοής, αλλά θα ωμιλούσαμεν περί των α’ ή β’ βυζαντινών συνθέσεων συγκεκριμένως, ούτε δια την δυτικήν αρμονίαν θα ωμιλούσαμεν ως δια κάτι ελληνικόν, ζητούντες να ορίσωμεν ως μουσικήν του έθνους, ό,τι αρέσκει εις την μη εκκλησιαζομένην συνήθως μειοψηφίαν των Αθηνών, διότι το βίωμα της εκτός αλλά και εντός των Αθηνών ελληνικής μελωδίας και αρμονίας ήθελε μας διαψεύσει εκτός εάν «ώτα έχοντες ουκ ενωτιζόμεθα» κατά το ψαλμικόν, δυστύχημα ανεπανόρθωτον δι’ ον τινα επιθυμεί να γράψη τουλάχιστον μουσικήν κριτικήν.
Τα ιδιαίτερα μελικά και αρμονικά ταύτα στοιχεία της Βυζαντινής μουσικής κοντά και εις την λοιπήν μουσικήν παράδοσιν του έθνους—το τραγούδι μας το εθνικό—και τα οποία της δίδουν τον ιδιότυπον βυζαντινόν δήλον ότι ελληνικόν της χαρακτήρα, είναι εκείνα ακριβώς τα οποία ομού με τον πλούτον των μέχρις ημών διασωθεισών υπερόχων συνθέσεων των παλαιών εκκλησιαστικών μελοποιών, την καθιστώσι τέχνην υψηλήν και ιεράν τέχνην δυναμένην να ίσταται επαξίως και να συμπαραστατή εις την τράπεζαν των μυστηρίων της χριστιανικής πίστεως, να στολίζη τας θείας τελετάς, ν’ αναπλάττη ψυχάς και να ευφραίνη καρδίας, διδάσκουσα και τέρπουσα άμα τα πλήθη των πιστών.
Και ταύτα τα γνωρίσματα της μουσικής τέχνης των ορθοδόξων, ουδαμόθεν ετέρωθεν διατρέχουσι κίνδυνον ανεπανόρθωτου καταστροφής, ει μη από τους τεχνίτας τους κακούς και τους αδαείς τους λόγοις μεν εκκλησιαστικούς μουσικούς, έργοις δε προχείρους αυτοσχεδιαστάς και καταστροφείς μιας των ιερωτέρων γνωρισμάτων και παραδόσεων του ορθοδόξου ημών Γένους, τεχνίτας των οποίων αι μεν γνώσεις ομοιάζουσι με μωσαϊκόν ποικίλων συστημάτων και ιδιωμάτων μουσικών, η δε αντίληψις περί της φύσεως και υποστάσεως της ιεράς μουσικής, όσον και της φωνητικής αυτής παραδόσεως ποικίλλουν αναλόγως του μουσικού περιβάλλοντος εις το οποίον ανεπτύχθη — έλαβε δηλαδή την στοιχειώδη μουσικήν κατάρτισιν — έκαστος εξ αυτών. Και επί τοσούτον, ώστε να χάνουν πλέον και οι όροι και αι λέξεις την σημασίαν των, όταν γίνεται λόγος περί εκκλησιαστικής μουσικής.
Συμβαίνει δηλαδή ώστε να ομιλούν τινες περί βυζαντινής μουσικής και να εννοούν υπ’ αυτήν τας τετράφωνους συνθέσεις του Χαβιαρά και του Ραδχάτιγγερ ή του Πράγιερ και του Νικολαΐδη ή του Σακελλαρίδη, δοθέντος μάλιστα ότι πάντες ούτοι οι μουσικοί παραχαράκται και άλλοι ακόμη, εβεβαίουν εις τας εκδόσεις των κανταδοποιήσεών των, ότι εφύλαξαν πιστώς το βυζαντινόν μέλος. Ομιλούν άλλοι περί φωνητικής παραδόσεως της βυζαντινής μουσικής, και δεν γνωρίζουν να εκτελέσουν πιστώς και ομοιομόρφως τα διαστήματα και τα στενογραφικά σημαδόφωνά της.
Ομιλούν περί φωνητικής παραδόσεως και ψάλλουν με φωνήν αλόγιστον και ξηράν επί τόνων και ημιτόνων ευρωπαϊκών, όπως τους την παρεσκεύασε δια της ασκήσεως και της « τ ο π ο θ ε τ ή σ ε ω ς» ο διδάσκαλος που εις κάποιο από τα πολυώνυμα μουσικά ιδρύματα της πρωτευούσης διορθώνει επί του πιάνου τας φωνάς των μελλόντων βυζαντινών ιεροψαλτών.
Ομιλούν περί φωνητικής παραδόσεως της βυζαντινής μουσικής και δεν ημπορούν ν’ αναγνώσουν ή ν’ απαγγείλουν εμμελώς τας δεήσεις και τα κείμενα των γραφικών περικοπών της εκκλησίας μας δηλαδή ν’ απαγγείλουν ρωμαίικα, τουτέστιν ορθόδοξα ελληνικά. Απαγγέλλουν ξηρά, άνοστα, χωρίς μελωδικότητα, με προφοράν ξενότροπου και μελοδραματικήν παρά τους στοιχειώδεις κανόνας της ελληνικής προσωδίας μετεωρίζοντάς τας άτονους συλλαβάς άνωθεν των τονιζόμενων.
Ομιλούν περί παραδόσεως της βυζαντινής μουσικής και συνθέτουν μελωδίαν της ταβέρνας ή καντσονέττες ιταλοβενετικές, κάτωθι των οποίων χρεμετίζουν εις ακαθορίστους τονικότητας αι φωναί των μπάσων και βαρυτόνων του μελοδράματος.
Ομιλούν περί παραδόσεως της βυζαντινής μουσικής και καυχώνται ότι ηδυνήθησαν τώρα στα γεράματα (;) να κάμουν κοντραπούντο !! εις την βυζαντινήν ψαλμωδίαν (μήπως και αυτό το είχαν οι βυζαντινοί πρόγονοι ημών;).
Ομιλούν — τέλος — διάφοροι φιλόμουσοι λόγιοι περί τέχνης, ιστορίας κτλ. και ευρίσκουν ότι η μουσική των βυζαντινών, αλλά και των αρχαίων έτι ήτο, ή πρέπει τουλάχιστον να ήτο πολυγωνική «τετραφωνία» ή ότι η μουσική που ψάλλομεν είναι τούρκικη, αράπικη, ανατολίτικη — και ουδέν τούτου αναληθέστερον — άρα περιφρονητέα ως βάρβαρος, διότι ακριβώς είναι ελληνική και δεν προέρχεται από την Δύσιν.
Ας αφίσωμεν πλέον τας γνώμας των συγχρόνων μουσικών νεοσσών περί του πως πρέπει να γίνουν οι μουσικοί χοροί πως πρέπει να λάβουν μέρος εις αυτούς κατ’ αυτόν ή εκείνον τον τρόπον αι γυναίκες ή τα παιδία και τα όμοια πράγματα που αποδεικνύουν ότι οι γράφοντες ή δεν είναι μουσικοί εξ επαγγέλματος ή αν ασχολώνται με την μουσικήν δεν εφρόντισαν τας σοφάς ιδέας των να τας θέσουν εις έμπρακτον εφαρμογήν.
Υπ’ αυτούς τους όρους η συζήτησις δεν ημπορεί να έχη κανένα σοβαρόν αποτέλεσμα, έστω και αν διεξάγεται ενίοτε από κατά πάντα σοβαρούς και αξιοσεβάστους κατά τ’ άλλα λογάδας του Γένους διότι κατ’ αρχήν αναγνωρίζουν τινές εξ αυτών και θα παραδέχωνται και οι λοιποί ότι δεν είναι ειδικοί περί τα μουσικά και μάλιστα τ’ αφορώντα την ελληνικήν μουσικήν, αλλά φιλόμουσοι μάλλον. Ως εκ τούτου η συζήτησις δεν στρέφεται περί την ουσίαν και την μορφολογίαν της βυζαντινής μουσικής τέχνης, ούτε καλά – καλά και περί την ακριβολογίαν της ιστορικής και τεχνικής ανελίξεώς της αλλά περιορίζεται περί την διατύπωσιν των προσωπικών αντιλήψεων και προτιμήσεων εκάστου των συζητούντων εις τούτο ή εκείνο το είδος μουσικής το οποίον αναλόγως της μουσικής του παιδεύσεως ικανοποιεί το μουσικόν αυτού αισθητήριον.
Αλλ’ εν τοιαύτη περιπτώσει, δικαιούται κανείς να ερωτήση αν οι συζητούντες συμφωνούν τουλάχιστον επί του θέματος επί του οποίου διεξάγεται η αρθρογραφία. Πρόκειται δηλαδή να εξετασθή :
α) Ποιον είδος μουσικής εκ των ποικίλων υφισταμένων πρέπει ν’ ακούηται εις την εκκλησίαν με μόνον σκοπόν να ικανοποιώνται τα γούστα των εκκλησιαζομένων, ασχέτως δήλον ότι προς τους δια του τελετουργικού της θείας λατρείας επιδιωκομένους πνευματικούς και ηθοπλαστικούς σκοπούς; Και τούτο σημαίνει άρνησιν της υπάρξεως μουσικής εκκλησιαστικής, της βυζαντινής μουσικής περί της οποίας εν τούτοις γίνεται λόγος.
Ή β) Ποία εκ των υφισταμένων αιρέσεων και παρδαλοτήτων εκκλησιαστικής μουσικής — αι οποίαι πάσαι βεβαιούσι τους ακροατάς των ότι 100% τουλάχιστον κατάγονται εκ του Βυζαντίου — μας αρέσει ενός εκάστου, λόγω παιδεύσεως, δια την εκκλησία και τούτο δεν διαφέρει εις μέθοδον και ουσίαν του πρώτου.
Ή τέλος γ) Ποία είναι η γνήσια μουσική της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία δικαιούται να φέρη το όνομα «βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική» και της εντός της ελληνικής παραδόσεως, παρά δοκίμων εκκλησιαστικών μελοποιών συντελεθεμένη και προς τους θείους ύμνους συνυφασμένη, κατόπιν μακράς αιωνίου χρήσεως και συνήθειας είναι αρμοδία δια τον ιερόν χώρον της ορθοδόξου χριστιανικής λατρείας και προσευχής και ικανή να παράγη εις την ψυχήν, ουχί βεβαίως του κατά κόσμον αλλά κατά Χριστόν ορθοδόξως ζώντος Έλληνος την ψυχήν χριστιανού τα αισθήματα συντριβής και κατανύξεως, πίστεως και ελπίδος, ψυχικής εξάρσεως και αγαλλιάσεως πνευματικής άτινα βοηθούσης της ποιήσεως (υποτίθεται ότι οι Έλληνες αντιλαμβάνονται την γλώσσαν την ελληνικήν) και των τελετουργικών τύπων, του θείου λόγου της βυζαντινής, ήτοι ελληνικής αγιογραφίας (και ουχί της παπικής την οποίαν προπαγανδίζουν ασεβώς τινά των ενταύθα χριστιανών σωματείων) και του σεμνού περιβάλλοντος των ιερών ναών, επιδιώκει η κοινή προσευχή και λατρεία;
Αν μεν περί των δύο πρώτων υποθέσεων πρόκειται, η συζήτησις αποβαίνει ματαία διότι όσοι Έλληνες, τόσαι η περισσότεραι μουσικαί προτιμήσεις και όπως και άλλοτε ετόνισα, δεν είναι έργον σοφών ανδρών να κατευθύνουν την πνευματικήν ζωήν του έθνους σύμφωνα με τα εφήμερα «γούστα», αλλά κατά τον ορθόν καλόν λόγον και εν σχέσει προς τον χαρακτήρα και τας ιστορικάς και πνευματικάς παραδόσεις του έθνους.
Αλλ’ ούτε και κατά βάσιν, από της απόψεως μόνον του καλού, λύεται το ζήτημα, με το να καταδικάζη τις τούτο το είδος μουσικής ή να εξαίρη την φωνήν τούτου η εκείνου του εκτελεστού, τα οποία έτερος θεωρεί απεχθή.
Η μουσική, όπως και κάθε τέχνη, έχει ουσιώδη χαρακτηριστικά γνωρίσματα και κανόνας. Εφ’ όσον υπάρχουσι τεχνίται αληθινοί και πιστοί εκτελεσταί, μένει αναλλοίωτος κατά βάσιν και ομοιόμορφος. Και εις όλην αυτήν την βασικήν ομοιομορφίαν δεν παίζουν ουσιώδη ρόλον τα ιδιαίτερα προσόντα, τούτου ή εκείνου του διδασκάλου ή εκτελεστού.
Ο μόνος κίνδυνος αλλοιώσεως της τέχνης προέρχεται από την έλλειψιν αληθινών και πιστών εκτελεστών και διδασκάλων της βυζαντινής ψαλμωδίας ενώ κατακλυζόμεθα από πλήθος πτυχιούχων κανταδοποιών και παραφθορέων της μουσικής μας παραδόσεως, οίτινες επινεύσει εκκλησιαστική ή κρατική, καταλαμβάνουσιν οσημέραι τας θέσεις των εκλειπόντων βυζαντινών ιεροψαλτών. Ιδού το κύριον αίτιον της εν τη ημετέρα εκκλησία μουσικής κακοδαιμονίας, πράγμα εις το οποίον ως μη ειδικοί, δεν φαίνεται να έδωσαν την δέουσαν σημασίαν, οι περί βυζαντινής μουσικής και γράφοντες και συζητούντες ανωφελώς.
Η βυζαντινή μουσική — όπως και το εθνικό τραγούδι — έχει ίδιον σύστημα μουσικών κλιμάκων, ίδιους νόμους και κανόνας, ίδιους τρόπους μελοποιίας, ιδίαν αρμονίαν και ιδίαν γραφήν ήτις πιστώς πάντα ταύτα παριστά.
Και άμποτε ο Θεός να φωτίση τους γράφοντας και συζητούντας να μη επιρίπτωσι τας αμαρτίας και τας ανικανότητας των κατά ποικίλα συστήματα εκφραζομένων ιεροψαλτών επί της ράχεως της βυζαντινής μουσικής, η οποία δια της παραδόσεως και του πλήθους των καλλιτεχνημάτων της θέλει σελαγίζει εσαεί εις το πνευματικόν στερέωμα της Ορθοδοξίας.
«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ-Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ Β’ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΙΒΩΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΟΥΛΗΚΙΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΤΡΩΝΕ (ΠΕΡΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ)