π. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ
Ποιμαντική προσέγγιση
της παραθρησκευτικότητας
Ένα ζήτημα, όπου το χάσμα των γενεών εμπλέκει τον ποιμένα περισσότερο ίσως από όλα τα αλλά φαινόμενα, που το χαρακτηρίζουν, είναι αυτό της νεανικής θρησκευτικότητας.
Οι ειδικοί στα θέματα των αναπτυξιακών διαδικασιών της εφηβείας υπενθυμίζουν ότι η θρησκευτικότητα της πρώιμης εφηβείας δεν προεξοφλεί τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα, καθώς στην πορεία από την εξάρτηση στην αυτονόμηση κυριαρχεί η αντιδραστικότητα, η οποία οδηγεί τον νέο να «επικεντρώνει την προσοχή του όχι στην ορθότητα ή μη του περιεχομένου της διαφωνίας, αλλά στη διαδικασία που θα του επιτρέψη να μην αισθάνεται πως υπακούει, αλλά ότι αυτενεργεί»490. Επομένως, ο ιερέας δεν χρειάζεται να συμμερίζεται απόλυτα τις ανησυχίες των γονέων και να δικαιώνει τη βεβαιότητά τους ότι οι έφηβοι της οικογένειας, που άρχισαν να αντιδρούν στην οικογενειακή θρησκευτικότητα, έχουν αναγκαστικά προδιαγράφει την οριστική τους απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Βεβαίως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι μπορεί να ισχύει και το αντίθετο, δηλαδή ότι η χωρίς καμμία αντίδραση συμμόρφωση του εφήβου στις θρησκευτικές συνήθειες της οικογένειας ενδέχεται να αποτελεί λόγο ανησυχίας, παρά εφησυχασμού.
Ένας από τους σοβαρότερους κινδύνους όσον αφορά στην εξέλιξη της θρησκευτικότητας, ο οποίος ελλοχεύει κατά την πορεία προς τη ενηλικίωση αλλά και κατά τη μέση ηλικία, και χρήζει ιδιαίτερης ποιμαντικής μέριμνας, είναι η απεμπόληση της παραδεδομένης πίστεως και η ένταξη σε παραθρησκευτικές οργανώσεις ή «σέκτες»491.
Συνηθέστεροι παράγοντες, που σχετίζονται με την ένταξη σε περιθωριακές θρησκευτικές κινήσεις, θεωρούνται τα αισθήματα μοναξιάς492, απόρριψης και αποξένωσης και η αίσθηση απώλειας νοήματος της ζωής493.
Αν και τέτοια προβλήματα είναι δυνατό να παρουσιαστούν σε κάθε περίοδο του βίου, η εφηβική και η μέση ηλικία είναι πιο ευαίσθητες· αυτές οι δυσκολίες παρουσιάζονται συχνότερα, κατά την πορεία προς την ενηλικίωση η κατά τη μέση ηλικία, ακριβώς επειδή προκύπτει η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των υπαρξιακών αναζητήσεων.
Εάν συντρέξουν επιπλέον συντελεστές, όπως δυσάρεστες προσωπικές ή οικογενειακές καταστάσεις, επιθυμίες αναθεωρήσεως των παραδεδομένων αξιών και υποκείμενη ψυχοπαθολογία494 αφενός, και η προβολή από εκπροσώπους των παραθρησκειών της «ευτυχίας», που συνεπάγεται η ένταξη σ’ αυτές, αφετέρου, τότε ο δρόμος για την προσέλκυση σε κάποια σέκτα είναι ανοικτός.
Η ένταξη σε τέτοιες οργανώσεις είναι συνήθως αποτέλεσμα της αναζήτησης διεξόδου σε τρία, τουλάχιστον, βασικά ψυχολογικά αιτήματα, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο τόσο των αναταραχών της εφηβικής και μετεφηβικής περιόδου όσο και των αναστατώσεων, που συνεπάγεται η κρίση της μέσης ηλικίας. Αυτές οι αναζητήσεις συνοψίζονται:
α) Στην ανάγκη ένταξης σε ένα πλαίσιο, όπου το υποκείμενο νιώθει ξεχωριστό, σημαντικό και απαραίτητο.
β) Στην ανάγκη να πιστεύει κάποιος κάπου και να κινείται στο πλαίσιο ενός συστήματος αρχών και αξιών, που δημιουργεί αίσθηση οργάνωσης και εξομάλυνσης των εσωτερικών συγκρούσεων, και προσφέρει υπαρξιακό νόημα στην καθημερινότητα.
γ) Στην ανάγκη να τονωθεί η κλονισμένη αυτοπεποίθηση.
Παρά την ποικιλία και τις σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων παραθρησκειών, όπως για παράδειγμα η θετική η αρνητική σχέση τους με τη βία η τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών, καθώς και οι χρησιμοποιούμενες μέθοδοι προσηλυτισμού, οι απαιτήσεις για αφοσίωση και υπακοή κ.α., υπάρχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά, που εμφανίζονται σχεδόν σε όλες. Πρόκειται για βασικά δομικά τους στοιχεία, ο πρωτογονισμός των οποίων εντυπωσιάζει, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κάποιος την ασυμβατότητά τους με το μορφωτικό επίπεδο των ανθρώπων, που εμπλέκονται σε αυτές.
Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής495:
α) Ως ιδρυτής της οργάνωσης παρουσιάζεται κάποιος «χαρισματικός» ηγέτης496 (ο οποίος στην περίοδο της εφηβικής κρίσης μπορεί να λειτουργήσει ως συμβολικό παντοδύναμο γονεϊκό υποκατάστατο497).
β) Αν και οι εκπρόσωποί τους συνήθως αρνούνται ότι οι σέκτες αποτελούν υποκατάστατα θρησκειών, σχεδόν πάντοτε συμπεριλαμβάνονται στον τρόπο λειτουργίας τους κάποιου είδους τελετουργίες, μυστικιστικές θεωρίες, επιστημονικοφανή η ιδιόρρυθμα «θεολογικά» συγγράμματα, αυστηροί ρυθμιστικοί κανόνες της ζωής των μελών τους, κάποιο είδος ιεραρχίας, διάφορες μορφές ιδιότυπου ασκητισμού, λατρευτικοί χώροι και πολύ αναπτυγμένες τεχνικές ενίσχυσης των οικονομικών τους πόρων. Σημειωτέον ότι τα τελευταία χρόνια τέτοιες οργανώσεις παρουσιάζονται με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα, δραστηριοποιούμενες με διάφορα προσωπεία, όπως της προσφοράς «εναλλακτικών» θεραπειών, διαφόρων ινστιτούτων «υγιεινής» διατροφής, συλλόγων «φιλοσοφικών» η «ψυχολογικών» ερευνητικών ομάδων κ.λπ.498
γ) Όλες υπόσχονται, άμεσα η έμμεσα, ένα είδος ατομικής σωτηρίας, ενώ παρουσιάζονται να έχουν απλές και εύκολες απαντήσεις στα περίπλοκα φαινόμενα του σύγχρονου κόσμου και στα υπαρξιακά διλήμματα του σύγχρονου ανθρώπου. Η κεντρική ιδέα των προσηλυτιστικών τους επιχειρημάτων είναι ότι η ένταξη σε αυτές θα κάνει τη ζωή ασφαλέστερη και ανετότερη499.
Η μεγάλη δυσκολία της ποιμαντικής προσέγγισης των προσηλυτισθέντων έγκειται στο ότι, στα πρώτα στάδια της ένταξης σε μια τέτοια σέκτα, το νεοπροσήλυτο μέλος αισθάνεται ότι έχει ανυψωθεί πνευματικά, έχει απελευθερωθεί από τα οικογενειακά ή τα ψυχολογικά του δεσμά, νιώθει ευφορία, ενώ όλους τους άλλους τους θεωρεί τυφλούς και αξιολύπητους, πορευόμενους σε λάθος δρόμο. Η ένταξη σε μια σέκτα δημιουργεί την ψευδαίσθηση στο υποκείμενο ότι έχει ανακαλύψει το «μυστικό», που δίνει αξία στην ύπαρξή του, ενώ όλοι οι άλλοι, και κυρίως οι γονείς, οι ιερείς η οι δάσκαλοι, είναι κάλπικοι, ανειλικρινείς, υπόδουλοι της παλαιάς» θρησκείας τους, που είναι υποδεέστερη «σε σύγκριση με την “καινούργια”, “μοναδική” αλήθεια, που ο νεοφώτιστος μόλις “ανακάλυψε”»500.
Γνωρίζοντας όλα αυτά γίνεται κατανοητό, γιατί μερικοί από τους χειρισμούς, που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση αυτών των επιπλοκών, οι οποίες μπορούν να παρουσιαστούν στο πλαίσιο των ψυχολογικών δυναμικών, που διέπουν το χάσμα των γενεών, οδηγούν σε αποτελέσματα αντίθετα των προσδοκωμένων.
Η αδιάκριτη και επιθετική αντιμετώπιση, η οποία στρέφεται εναντίον των θυμάτων παρά της πλάνης τους, και ο τρόπος, με τον οποίο επιχειρείται η βίαιη απαγόρευση συμμετοχής στις καινούργιες «ανακαλύψεις», προκαλούν στον εμπλεχθέντα νέο μεγαλύτερη μυθοποίηση, αίσθημα ήρωα η πάσχοντος δικαίου, και επιβεβαιώνουν τις διδασκαλίες της σέκτας περί των διώξεων, που θα υποστούν οι «φωτισμένοι» χάριν της υπηρεσίας της «αλήθειας», που θίγει τα συμφέροντα του «κατεστημένου»501. Η ορθόδοξη ποιμαντική αναμέτρηση με αυτό το περίπλοκο πρόβλημα οφείλει να έχει άλλο ήθος και τρόπους502. Τόσο η γονεϊκή όσο και η ποιμαντική αντιμετώπιση, που δεν λαμβάνει υπόψη της τα δεδομένα, που σκιαγραφήθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους υπάρχει κίνδυνος αντί να προσεγγίσει το αποστασιοποιημένο άτομο, να διευρύνει το χάσμα και να ωθήσει σε μεγαλύτερο βάθος τη ρήξη. Αλλά και οι επεμβάσεις, που θα βοηθήσουν στην επιστροφή του προσωρινά αποστασιοποιημένου μέλους της οικογένειας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μακροχρόνια θα αποτύχουν, εάν σταματήσουν στο επίπεδο απλώς της απομάκρυνσης του θύματος από τη σέκτα.
Η επιστροφή στην Εκκλησία των ατόμων, που ενεπλάκησαν σε παραθρησκευτικές οργανώσεις ή «καταστροφικές λατρείες»503, συνοδεύεται αναπόφευκτα από έντονες συναισθηματικές και ψυχολογικές επιβαρύνσεις. Η ενοχή και η ντροπή, απότοκες των αισθημάτων προδοσίας, ιεροσυλίας ή αμαρτωλότητας, κατακλύζουν τον ψυχισμό του «ανανήψαντος», ενώ σε μερικές περιπτώσεις ο φόβος έρχεται να συμπληρώσει τη δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που αυτός αντιμετωπίζει.
Ο φόβος μπορεί να έχει υποκειμενικό υπόβαθρο τροφοδοτούμενος από την ανησυχία του επιστρέψαντος μήπως οι ψυχολογικές δυσκολίες ή τα πρακτικά προβλήματα που τον οδήγησαν στους κόλπους της σέκτας, επανακάμψουν δριμύτερα. Ενδέχεται, όμως, να πρόκειται για αντικειμενικό φόβο, όταν ο ανανήψας γνωρίζει ότι η οργάνωση συνηθίζει να προστατεύει τα μυστικά της με βίαιους η εγκληματικούς τρόπους504.
Συγχρόνως με την υποδοχή και την αποδοχή του «αποστάτη» χρειάζεται να ληφθεί μέριμνα για συγκροτημένη και εξειδικευμένη πνευματική και ψυχολογική υποστήριξη, ώστε να γίνει σωστά η επεξεργασία των μελαγχολικών συναισθημάτων, που προξενεί η αίσθηση της αποτυχημένης και λανθασμένης επιλογής και των συνεπειών της, αλλά και να αποφευχθεί ο πειρασμός του πισωγυρίσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ορισμένες χώρες ήδη λειτουργούν ειδικά προγράμματα «απεξάρτησης» («deprogramming») πρώην μελών παραθρησκευτικών ομάδων505, κατ’ αναλογία με αυτά, που απευθύνονται σε εξαρτημένους από ναρκωτικές ουσίες 506.
Η ταξινόμηση των παρεμβάσεων, που προτείναμε γενικά για το ποιμαντικό έργο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην περίπτωση της συστηματοποίησης των ποιμαντικών δραστηριοτήτων, που έχουν στόχο την αντιμετώπιση της λαίλαπας των παραθρησκεκών. Έτσι, η στρατηγική εναντίον της παραθρησκευτικότητας είναι δυνατόν να οργανωθεί σε τρεις άξονες:
α) Πρόληψη: Κύριος στόχος των προληπτικών δραστηριοτήτων είναι η αποτροπή όλων εκείνων των παραγόντων, που ωθούν προς την ένταξη σε παραθρησκευτικές ομάδες. Λαμβανομένου υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση το ενδιαφέρον μας εστιάζεται κυρίως στο νεανικό πληθυσμό αλλά και στα άτομα της μέσης ηλικίας, πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά για τους τρόπους, με τους οποίους προβάλλονται και κατανοούνται τα ουσιώδη της πίστεως, και πως λειτουργεί η σχέση του πιστού με την Εκκλησία. Είναι θεμελιώδες ποιμαντικό καθήκον να δημιουργούνται, κυρίως σε ενοριακό επίπεδο, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις, για να βρίσκουν στέγη, κατανόηση και ικανοποίηση οι ανάγκες των επιρρεπών ατόμων, ώστε να προλαμβάνεται η καταφυγή τους σε περιθωριακές λύσεις. Και, βέβαια, στο πλαίσιο της ποιμαντικής του χάσματος των γενεών, η Εκκλησία πρέπει να σταθεί πιο κοντά και πιο άμεσα στη δοκιμαζόμενη σύγχρονη οικογένεια.
β) Θεραπεία: Η αδιάλειπτη προσευχή της Εκκλησίας για την «επαναγωγή των πεπλανημενών»507 χρειάζεται να εμπνέει και τις ανάλογες προσπάθειες για αποκατάσταση των διαρρηγμένων οικογενειακών και διαπροσωπικών σχέσεων και τη διατήρηση ανοικτών καναλιών επικοινωνίας μεταξύ των «αντιπάλων» και, κυρίως, με τα «αποσχισθέντα» μέλη.
γ) Αποκατάσταση: Βασικός στόχος αυτού του επιπέδου παρέμβασης είναι η διοργάνωση ποιμαντικών δραστηριοτήτων με σκοπό την αντιμετώπιση των πρακτικών και ψυχολογικών προβλημάτων, που σκιαγραφήσαμε στις προηγούμενες παραγράφους, την αποκατάσταση της οικογενειακής ενότητας και την επανένταξη των «επαναγομένων» στην Εκκλησιαστική κοινότητα.
Υπογραμμίζουμε ότι φυσικός χώρος για την υλοποίηση όλων αυτών των δραστηριοτήτων είναι η ενορία, η οποία πρέπει να λειτουργεί ως παιδαγωγούσα κοινότητα, όπου η πίστη διδάσκεται έμπρακτα και βιωματικά, ο πιστός εξασφαλίζει την αίσθηση ότι ανήκει σε μια ευρύτερη και ζωντανή κοινωνία προσώπων και όχι σε μια ιδεολογική και απρόσωπη κοινωνική ομάδα, ο νέος βρίσκει στέγη και καταφυγή στις ανησυχίες και απαντήσεις στα υπαρξιακά του ερωτήματα και η οικογένεια αισθάνεται μέλος μιας ευρύτερης οικογένειας508.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να εξασφαλίζονται η πρόληψη, η θεραπεία, η επανένταξη και η αποκατάσταση, καθώς η ενορία ως ευχαριστιακή κοινότητα509 λειτουργεί με την υποχρέωση των μελών της να βαστάζουν «αλλήλων τα βάρη»510. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επειδή δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ελαττώματα, δεν βοηθά η σχολαστική επίκριση των παραπτωμάτων των άλλων, αλλά η αλληλοσυμπλήρωση και η αλληλοδιόρθωση των μελών της Εκκλησίας511.
ΓΟΝΙΜΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ – σελ.258-267
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ