Πρωτοπρ. Κυριάκου Τσουρού
Γραμματέως της Σ. Ε. επί των αιρέσεων.
ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΑ
1. Το γραφείο του Εφημερίου στην Ενορία επισκέπτεται συχνά πλέον το πρόβλημα των νεοφανών αιρέσεων και της παραθρησκείας. Γονείς θυμάτων και σπανιώτερα θύματα των αιρέσεων ζητούν από τον ποιμένα της Εκκλησίας πληροφορίες, διαφώτιση, βοήθεια ή και διάλογο. Είναι ενδεχόμενο ο ιερεύς να βρεθεί μπροστά σε περιπτώσεις γάμων ή βαπτίσεων ή άλλων εκκλησιαστικών τελετών, τις οποίες ζητούν οπαδοί νεοφανών αιρέσεων ή σε περιπτώσεις, στις οποίες θέλουν να συμμετάσχουν μερικές φορές ως ανάδοχοι ή παράνυμφοι μέλη ή ακόμη και εκπρόσωποι ή αρχηγοί παραθρησκευτικών ομάδων.
Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι Ενορίες, κυρίως των μεγαλουπόλεων, που «φιλοξενούν» στα όριά τους έδρες ή και «ευκτήριους οίκους» διαφόρων αιρέσεων ή παραθρησκευτικών ομάδων. Βεβαίως, είναι υπερπολλαπλάσιος ο αριθμός των περιστατικών που απευθύνονται στους αρμοδίους φορείς της Εκκλησίας και ειδικά στο γραφείο της Σ. Ε. επί των αιρέσεων, το οποίο κατακλύζεται κυριολεκτικά καθημερινώς με πληθώρα περιπτώσεων, προσπαθώντας πάντοτε να ανταπεξέλθει θετικώς. Αρκετές περιπτώσεις απευθύνονται και στην συνεργαζομένη με την Εκκλησία, «Πανελλήνια Ένωση Γονέων για την Προστασία της Οικογενείας και του Ατόμου».
2. Εξ άλλου, γίνονται οσημέραι πιεστικότερες οι συστάσεις ή και οι απαιτήσεις, θα έλεγα, των πιστών για την παρουσία μας σε διάφορες εκπομπές σε κανάλια και ριαδιοφωνικούς σταθμούς, εκπομπές που συνήθως οργανώνονται από δημοσιογράφους με την συμμετοχή εκπροσώπων των αιρέσεων ή δηθεν ειδικών και οι οποίες έχουν συνήθως σκοπό, όχι την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος ή έστω την αντικειμενική ενημέρωση του κοινού, αλλά την αύξηση της ακροαματικότητας του σταθμού. Δεν γενικοποιούμε, βεβαίως, την διαπίστωση αυτή, όμως, δυστυχώς, είμαστε υποχρεωμένοι να την επισημάνουμε μια και σε πολλές περιπτώσεις συμμετοχής μας σε τέτοιες εκπομπές διαπιστώσαμε μετά βεβαιότητος αυτόν τον στόχο.
Στις συστάσεις και πιέσεις αυτές του Πληρώματος της Εκκλησίας προς την Σ. Ε. επαναλαμβάνεται στερεότυπα το ερώτημα: «γιατί η Εκκλησία δεν βγαίνει στα κανάλια σε διάλογο με τις ομάδες αυτές;». Ενίοτε μάλιστα προβάλλεται το παράδειγμα απολογητών πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι, ως λέγουν, ευρέθησαν συχνά σε διάλογο με εκπροσώπους των αιρέσεων.
Ασφαλώς, σ’ αυτό το αίτημα διαφαίνεται η αγωνία των πιστών για την επικρατούσα κατάσταση και τον κίνδυνο διαβρώσεως του Ορθοδόξου φρονήματος. Όμως, διαπιστώνεται συγχρόνως, άφ’ ενός μεν, η έλλειψη διακρίσεως των καιρών και των συνθηκών και, άφ’ ετέρου, η άγνοια των προβλημάτων τα οποία δημιουργούνται και των κινδύνων τους οποίους εγκυμονεί ένα τέτοιο επιχείρημα συμμετοχής μας σε παρόμοιες εκπομπές. Έτσι, προκύπτει το θέμα της δυνατότητος και των πλαισίων ενός ποιμαντικού διαλόγου με τις νεοφανείς αιρέσεις και την παραθρησκεία, ως ενός τρόπου αντιμετωπίσεως του συγχρόνου προβλήματος.
3. Προτού όμως προχωρήσουμε, εν είδει εισαγωγικής ενημερώσεως, πρέπει να πούμε ότι το αίτημα ενός διαλόγου μεταξύ των θρησκειών ή των νεοφανών ομάδων ανάγει τις αρχές του στο έτος 1893, όταν, με πρωτοβουλία της λεγομένης «Νέας Εκκλησίας» ή «Εκκλησίας της Νέας Ιερουσαλήμ», συνεκλήθη στο Σικάγο το λεγόμενο «Πρώτο Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου». Βασικοί φορείς του ήσαν τέσσερεις οργανώσεις: «Ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος για Θρησκευτική Ελευθερία» (International Association for Religious Freedom ARF), «Ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος των Θρησκειών» (World Congress of FaithsWCF), «Ο Ναός της Κατανόησης» (Temple of Understanding) και «Το Παγκόσμιο Συνέδριο των Θρησκειών για την Ειρήνη» (World Conference on Religion and Peace WCRP).
Σ’ αυτό το «Κοινοβούλιο», το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως η «αφετηρία της ιεραποστολικής εκστρατείας τού Ινδουισμού-Βουδισμού για την πνευματική άλωση της Δύσεως», συμμετείχαν, μεταξύ των άλλων και οι Anagarika Dharmapala (ιδρυτής βουδιστικής εταιρείας) και Σουάμι Vivekananda (Ραμακρίσνα), οι οποίοι και δραστηριοποιήθηκαν στην συνέχεια στις ΗΠΑ και ίδρυσαν πληθώρα ινδουιστικών και βουδιστικών οργανώσεων. (Βλ. περισσότερα: Αντ. Αλεβιζοπούλου, «Αντιμετώπιση των αιρέσεων. Προβληματική και στρατηγική», σ. 179 εξ.)
Είναι γνωστός ο νεοεποχίτικος χαρακτήρας των συντελεστών του «Κοινοβουλίου» αυτού, του 1893, όπως επίσης είναι γνωστοί και οι λόγοι του Σουάμι Βιβεκανάντα προς τους φοιτητές του Μαντράς των Ινδιών, ότι: «Αυτό είναι το μεγάλο ιδανικό που βρίσκεται μπροστά μας, και ο καθένας πρέπει γι’αυτό να οπλιστεί η άλωση τού κόσμου από την Ινδία τίποτε το λιγότερο από αυτό, και όλοι εμείς πρέπει να οπλιστούμε και να τεντώσουμε γι’αυτό το σκοπό κάθε νεύρο… Σήκω Ινδία και κυρίευσε τον κόσμο με την πνευματικότητά σου…». (π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σ. 181)
Ακολούθησε, μετά από εκατό έτη, το «Β’ Κοινοβούλιο των Θρησκειών του Κόσμου» και πάλι στο Σικάγο (28.8-5.9.1993). Στους χορηγούς του εντάσσονται, μεταξύ των άλλων, και οι αποκρυφιστικές οργανώσεις Brahma Kumaris, Hindu Temple, Μπαχάι, Θεοσοφική Εταιρεία και Συνομοσπονδία Ζωροαστρικών Οργανώσεων, συμμετείχε δε και ο Sri Chinmoy, ο οποίος ισχυρίζεται, ότι είναι ενσάρκωση του Θεού. Το παράξενο είναι ότι σ’ αυτό το «Κοινοβούλιο» συμμετείχαν και παράγοντες του Χριστιανικού κόσμου. (Παρά λίγο να συμμετάσχη και Ορθόδοξος επίσκοπος).
Το «Κοινοβούλιο» αυτό αναφέρει μεταξύ των σκοπών του: «να δοθεί η δυνατότητα στις διάφορες θρησκείες να γιορτάσουν τη διαφορότητά τους σε πνεύμα αρμονίας και κατανοήσεως… με λατρευτικές εκδηλώσεις, διαλογιστικές ενορατικές τελετές, διαλογισμό, αγρυπνίες, θεωρία…». Επίσης διακηρύσσει ότι με τον διαθρησκειακό διάλογο, όπως βεβαίως αυτό τον εννοεί, (δηλαδή με στόχο την υπέρβαση των θρησκευτικών διαφορών και άρα την αναίρεση των επί μέρους θρησκειών, με καθαρά συγκρητιστικό χαρακτήρα) θα αποκτηθεί η εμπειρία «των ωδινών τού τοκετού μιας νέας εποχής» και ότι θα επιτευχθεί η «σύνδεση των πιστών, που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα και τη γη μας στη νέα εποχή της συμφιλίωσης και της ελπίδος». Όπως συμπεραίνει ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: «Όλα αυτά αποδεικνύουν πως η όλη προσπάθεια αποβλέπει στη διάβρωση όλων των θρησκειών και στην επιβολή τού «δόγματος» της θρησκείας της «Νέας Εποχής», ότι αυτή συνιστά υπέρβαση όλων των πίστεων και των λατρειών και ανταποκρίνεται απόλυτα στο ανώτερο εξελικτικό επίπεδο της «Νέας Εποχής». (π. Αντ. Αλεβιζοπούλου, αυτόθι, σ. 184)
Είναι αυτονόητο ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να αποδεχθή ένα τέτοιο διάλογο, ο οποίος έχει στόχο του τον «εορτασμό της διαφορότητος», θέτοντας υπό αμφισβήτηση ή συζήτηση το μοναδικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού και το εν τω Θείω Αυτού Προσώπω πλήρωμα της Θείας Αποκαλύψεως.
Ασφαλώς, όπως παρατηρεί ο π. Αντώνιος, «υπάρχουν περιπτώσεις που ένας διάλογος είναι απαραίτητος, επί παραδείγματι για πρακτικά θέματα, όταν οι χριστιανοί ζουν σε θρησκευτικά πολυμορφικές κοινωνίες, τέτοια ζητήματα αναφέρονται στην ειρηνική συμβίωση, στην κοινή ευθύνη για τη συντήρηση τού κόσμου, για την προστασία τού περιβάλλοντος κ.ο.κ.».
Πιθανώς, ένας τέτοιος διάλογος είναι ενδεχόμενο να οδηγήσει και σε θέματα που έχουν σχέση με την περί ανθρώπου και κόσμου αντίληψη και άρα που άπτονται θεολογικών θέσεων. Όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που ο διάλογος είναι μια αναγκαιότητα, καθαρό και καθοδηγητικό πρότυπο για τον Ορθόδοξο χριστιανό αποτελεί το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου και των λοιπών Αποστόλων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον ποιμαντικό διάλογο με ιεραποστολικό σκοπό για την μετάδοση της πίστεως και του μηνύματος της σωτηρίας εν Χριστώ. Έτσι, και μέσα σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο διαθρησκειακό διάλογο, στα πλαίσια του οποίου είναι αδύνατη κάθε θεολογική συζήτηση, μεταφέρεται το μήνυμα της Εκκλησίας καθαρό και ασυμβίβαστο για τη σωτηρία του κόσμου.
4. Και φθάσαμε στο κεντρικό ερώτημα του προβληματισμού μας: Είναι δυνατός ο διάλογος με την παραθρησκεία; Και πιο συγκεκριμένα: Είναι δυνατός ένας ποιμαντικός διάλογος σε επίπεδο Ενορίας ή Μητροπόλεως ή και Ιεράς Συνόδου με την παραθρησκεία;
Προτού επιχειρήσουμε μια προσεκτική διατύπωση της συσσωρευμένης από πολυετή ενασχόληση με το πρόβλημα εμπειρίας μας, είναι αναγκαίο να κάνουμε μια πολύ σημαντική, κατά την γνώμη μου, επισήμανση:
Μιλώντας για διάλογο με την παραθρησκεία δεν εννοούμε ασφαλώς ούτε αποκλείομε τον ποιμαντικό διάλογο με ένα θύμα της παραθρησκείας ή την οικογένειά του. Αυτό θα ήταν άρνηση της ίδιας της αποστολής μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Τι υμίν δοκεί; εάν γένηταί τινι ανθρώπω εκατόν πρόβατα και πλανηθή εν εξ αυτών, ουχί άφείς τα ενενήκοντα εννέα επί τα όρη, πορευθείς ζητεί το πλανώμενον… ούτως ουκ εστί θέλημα έμπροσθεν τού πατρός υμών τού εν ουρανοίς ίνα απόληται εις των μικρών τούτων» (Ματθ. ιη’ 12). Εξ άλλου «ο Σατανάς ο πλανών την οικουμένην» (Αποκ. ιβ’ 9) «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’ 9).
Ένας τέτοιος, λοιπόν, διάλογος είναι επιβεβλημένος, αρκεί ο ποιμένας να είναι σε θέση να τον διεξαγάγη σωστά (κι εδώ υπάρχει πρόβλημα). Άρνηση ενός τέτοιου διαλόγου θα την παραλληλίζαμε με την άρνηση του γιατρού να θεραπεύση τον ασθενή, έστω και σε στάδιο «πρώτων βοηθειών». Γι’ αυτό όμως το καίριο έργο του ποιμένος δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ περισσότερο.(Οποίος επιθυμεί μπορεί να βρή περισσότερα στο εξαίρετο σχετικό βιβλίο τού π. Αντ. Αλεβιζοπούλου «Αντιμετώπιση των αιρέσεων. Προβληματική και στρατηγική».)
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν είναι δυνατός ένας διάλογος με την ίδια την οργανωμένη παραθρησκεία και τους εκπροσώπους της.
Σπεύδω να πω εξ αρχής, ευθέως και χωρίς δισταγμούς και επιφυλάξεις, ότι ο διάλογος με την οργανωμένη παραθρησκεία δεν είναι δυνατός, αντιθέτως είναι και επικίνδυνος. Θα μπορούσε να είναι ανεκτός μόνον επιλεκτικά σε έκτακτες περιπτώσεις. Και τότε πάλι μόνον από καλά καταρτισμένα πρόσωπα, με βαθειά γνώση της Ορθοδόξου Πίστεως και αντικειμενική ενημέρωση επί των θέσεων των πολυποίκιλων και πολυώνυμων παραθρησκευτικών ομάδων, με προσευχή και μεγάλη προσοχή, χωρίς έπαρση και επιδεικτικό πνεύμα η μισαλλοδοξία, με βήματα σωφροσύνης, ως επί παγίδων βαδίζοντες, «έτοιμοι αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραότητος και φόβου» (Α’ Πέτρ. γ’ 15).
Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε εν συντομία και να δικαιολογήσουμε την θέση μας αυτή.
α) Πρωτίστως, πρέπει να έχωμε ύπ’ όψη ότι οι περισσότερες παραθρησκευτικές ομάδες της «Νέας Εποχής» επιζητούν επιμόνως τον διάλογο. Και τούτο διότι με τον τρόπο αυτό νομίζουν ότι επιτυγχάνουν δια της πλαγίας οδού την αναγνώρισή τους, καθόσον ομιλούν ίσοι προς ίσους. Άλλωστε βοηθούνται προς τούτο και από πολλούς δημοσιογράφους οι οποίοι, εν ονόματι δήθεν της αντικειμενικότητος, τους προσκαλούν για να ακουστεί και «η άλλη πλευρά». Έτσι επιτυγχάνουν οι ομάδες αυτές την δημόσια προβολή τους και ενίοτε και την θετική αξιολόγησή τους.
β) Οι διάφορες νεοφανείς παραθρησκευτικές ομάδες δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν προσωπεία, διπλή γλώσσα και ανέντιμους τρόπους δραστηριότητος. Έτσι εξαπατούν τους καλοπροαίρετους και ανύποπτους πολίτες και γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνες για το κοινωνικό σύνολο, την οικογένεια και το άτομο. Είναι σύνηθες φαινόμενο να παρουσιάζονται ως σωματεία – ομάδες κοινωνικής προσφοράς (π.χ. Σαηεντολογία, Νέα Ακρόπολις, Χάρε Κρίσνα, Αρμονική Ζωή κ.α).
Προκειμένου να δημιουργήσουν ευκαιρίες επαφής και διαλόγου πραγματοποιούν ειδικές εκδηλώσεις ή συνέδρια σε πλατείες ή σε άλλους δημόσιους χώρους, στις οποίες μιλούν συχνά για ανθρώπινα δικαιώματα, ή αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. Σαηεντολογία, για τα ναρκωτικά) για «να συσκοτίσουν τις ολοκληρωτικές και μη ανεκτικές φασιστικές δομές και πρακτικές τους».
Ο Κ W. Haack, γνωστός Γερμανός Λουθηρανός εμπειρογνώμων επί των αιρέσεων, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Είναι ανόητο να κάνουμε διάλογο όταν δεν γνωρίζουμε τον άλλο, όταν με παιδική αφέλεια εξομοιώνουμε τον άλλο με τον εαυτό μας χωρίς να τον γνωρίζουμε. Είναι ανοησία να πιστεύει κανείς ότι ο άλλος έχει τους ίδιους σκοπούς, τις ίδιες κατηγορίες σκέψης και εννοεί τα ίδια πράγματα, όταν χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις. Διάλογος είναι δυνατός και αναγκαίος μόνο όταν υπάρχει διαλεγόμενος. Διαφορετικά γίνεται κανείς αντίπαλος ή αντικείμενο προσηλυτισμού».
γ) Η εμφάνιση Ορθοδόξων κληρικών και λαϊκών θεολόγων σε διαύλους ή άλλες συζητήσεις μαζί με εκπροσώπους παραθρησκευτικών ομάδων ενέχει ακόμη τον κίνδυνο της προκλήσεως συγχύσεως μεταξύ των Ορθοδόξων πιστών με συνέπεια την εξαπάτησή τους κατά την προσηλυτιστική διαδικασία από προπαγανδιστές των ομάδων αυτών.
Δεδομένου μάλιστα ότι ο σύγχρονος άνθρωπος αρέσκεται στην «σύνθεση» και στην ανεκτική συμπεριφορά, είναι πολύ εύκολο να δημιουργηθεί τέτοια σύγχυση μεταξύ των Ορθοδόξων, ώστε να παρατηρείται όχι σπάνια το φαινόμενο Ορθόδοξος χριστιανός να εκκλησιάζεται και να μεταλαμβάνει των αχράντων μυστηρίων και συγχρόνως να μετέχει σε μυήσεις και τεχνικές γκουρουϊστικών ομάδων. Ή να πιστεύει αλλοπρόσαλλα, όπως του λένε, ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε μεν και αναγνωρίζεται ως ο αβατάρ της εποχής των Ιχθύων, όμως σήμερα ο ζων διδάσκαλος και αβατάρ-Χριστός της «Νέας Εποχής» (Σάϊ Μπάμπα ή Μούν κ. α.) βρίσκεται σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο και άρα η διδασκαλία του δεν είναι μεν αντίθετη με εκείνη του Ιησού Χριστού είναι όμως ανώτερη και τελειότερη. Τα επόμενα βήματα είναι η προσχώρησή του στην σέκτα, η πλήρης ταύτισή του μ’ αυτήν και η απόρριψη της Ορθοδόξου Πίστεως.
δ) Σε πολλές τηλεοπτικές εμφανίσεις προσκαλούνται ένας Ορθόδοξος και περισσότεροι εκπρόσωποι παραθρησκευτικών ομάδων. Αποτέλεσμα είναι να διεξάγεται ένας πολυμέτωπος και άνισος αγώνας ενάντια σε ποικίλες επιθέσεις και επιβουλές, με ποικιλία θεμάτων, συνήθως ασυμβίβαστων μεταξύ τους προς δημιουργία εντυπώσεων. Αντιθέτως, οι επιτιθέμενοι συγκροτούν συνήθως ενιαίο μέτωπο κατά της Ορθόδοξης πλευράς, με την ποικιλία δε των θεμάτων και των παρεκκλίσεων κατά την συζήτηση το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ελλειπής και άρα επικίνδυνη συζήτηση επί εκάστου θέματος και η δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων και συγχύσεως στους τηλεθεατές. Το κλίμα αυτό υποστηρίζεται και από μερικούς δημοσιογράφους, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό δημιουργούν προϋποθέσεις και θέματα για να στήσουν και άλλες εκπομπές του είδους αυτού, οι οποίες συνήθως έχουν ακροαματικότητα, επειδή προκαλούν την περιέργεια του κοινού.
ε) Σε δύσκολες στιγμές, όταν ο αιρετικός συζητητής αισθάνεται πιεζόμενος και εκτεθειμένος, δεν διστάζει να εξαπολύη συκοφαντικές εκφράσεις κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας ή συγκεκριμένων εκπροσώπων της ή και του συμμετέχοντος Ορθοδόξου συνομιλητού του. Ακόμη, να ρίπτη λάσπη, να ειρωνεύεται ή να επιδιώκει να ενσπείρει στους τηλεθεατές ακροατές την αμφισβήτηση ή τον κλωνισμό τους στην Ορθόδοξη πίστη με αλλοιώσεις, ανακρίβειες ή την μεταφορά ελλιπών και διαστρεβλωμένων πληροφοριών.
στ) Δεν λείπουν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οπαδός της παραθρησκευτικης ομάδος ή της αίρέσεως επιδιώκει να εμπλέξει και να παγιδεύσει τον Ορθόδοξο συνομιλητή του σε εκφράσεις και χαρακτηρισμούς που μπορούν να στοιχειωθετήσουν ποινικά αδικήματα (π. χ. συκοφαντική δυσφήμιση, εξύβριση, ζημία κ. α.) ώστε να τον απειλήση στη συνέχεια με μηνύσεις και αγωγές ή και να τον οδηγήση σε δικαστικές περιπέτειες. Στην περίπτωση αυτή επιδιώκεται, όχι μόνον η καταρράκωση του κύρους της Εκκλησίας αλλά και ο εκφοβισμός όσων ομιλούν και ασχολούνται με την δραστηριότητα των ομάδων αυτών ή η πρόκληση βλάβης ή ζημίας σ’ αυτούς, ώστε να αφεθούν ανενόχλητες οι αιρέσεις και οι παραθρησκευτικές ομάδες στο διαβρωτικό έργο τους.
ζ) Τελικός στόχος των εκπροσώπων των διαφόρων παραθρησκευτικών συζητητών είναι η αλίευση οπαδών και η διαφήμιση των δήθεν «επιστημονικών» ή «λογικών» ή «θαυματουργικών και υπερφυσικών» δοξασιών και ικανοτήτων τους, επιδιώκοντας να προκαλέσουν την περιέργεια και την επιθυμία να δοκιμάσει κανείς το «κάτι άλλο», μια και αυτό δεν είναι, όπως διακηρύσσουν, παρά μια εναλλακτική ή παρόμοια ή και καλύτερη προσφορά λύσης και ελπίδας με εκείνη που προσφέρει μέχρι σήμερα ο Χριστός της παλαιάς εποχής των Ιχθύων, βεβαίως με όχι ευκαταφρόνητο αντίτιμο. Έτσι, οι εξωχριστιανικές τάσεις και κοσμοθεωρίες παρουσιάζονται σαν μια «συνταγή σωτηρίας» εκτός του Ιησού Χριστού, παρόμοια, ισότιμη, ανάλογη ή και τελειότερη εκείνης που προσφέρει ο Ιησούς Χριστός.
Και όμως, ουδεμία σχέση, σύγκριση ή ταύτιση μπορεί να υπάρχει μεταξύ του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού και του «ευαγγελίου» της «Νέας Εποχής του Υδροχόου». Δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο στην περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου πίστη και διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της «Νέας Εποχής». Η οντολογική διαφορά μεταξύ κτιστού και άκτιστου είναι ξένη για την «Νέα Εποχή», όπου τα πάντα είναι «θεός» «Εν Όλον», «Εν το Παν» και άρα ο άνθρωπος, ως «κατ’ ουσίαν θεός», οφείλει να οδηγηθεί δια της γνώσεως και όχι δια της πίστεως.
Αν είναι προβληματικό να βρεθεί σε δημόσιο διάλογο ο Ορθόδοξος με έναν Πεντηκοστιανό ή άλλο νεοπροτεστάντη, που εν πάση περιπτώσει, έστω και με εσφαλμένο τρόπο, αναγνωρίζει και ομολογεί τον Ιησού Χριστό ως «μόνο Λυτρωτή και Σωτήρα του», πόσο δυσχερές και ανώφελο πρέπει να θεωρηθεί το να συνομιλεί κανείς δημοσίως με έναν οπαδό ενός σύγχρονου ζωντανού «χριστού», ο οποίος επιδιώκει, ως «αντίχριστος», να οικειοποιηθεί όλες τις ιδιότητες και τις εξουσίες της πρώτης και δευτέρας Παρουσίας του Μόνου και Αληθινού Μεσσίου Ιησού Χριστού;
Δεν πρέπει ακόμη να παραλείψωμε να επισημάνουμε τον προβληματισμό που προκύπτει από ένα δημόσιο διάλογο με τα νεοφανή ρεύματα του νεοπαγανισμού, τα οποία χαρακτηρίζονται για την σκληρότητα των προθέσεων τους και την εμπαθή συμπεριφορά τους έναντι της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας. Η Εκκλησία μας στην συνάντησή της μ’ αυτά τα ρεύματα όχι μόνον τίποτε το κοινόν δεν έχει να συζητήσει, αλλά συναντά και μια απερίγραπτα εχθρική και αδίστακτη αντιμετώπιση, συνοδευόμενη από βαθύ μίσος, ύβρεις, απειλές και ενίοτε αχαρακτήριστη συμπεριφορά.
Μόνον, λοιπόν, εξ ανάγκης, και επιλεκτικούς και κατόπιν βαθειάς και εξειδικευμένης καταρτίσεως, αλλά και πολλής προσοχής, θα ήταν ανεκτός ένας δημόσιος διάλογος με τις ομάδες της παραθρησκείας. Και πάλι τότε η παρουσία και η συμμετοχή μας ως Ορθοδόξων πρέπει να περιορίζεται σε σαφή και κατανοητή διατύπωση και έκφραση της Ορθοδόξου Πίστεως και των θέσεων της Εκκλησίας μας και να μην επεκτείνεται σε βαθειές «θεολογικές» αντιπαραθέσεις και πόλεμο χωρίων της Αγίας Γραφής ή πατερικών κειμένων κ.λ.π. Πολύ περισσότερο να μην εξελίσσεται σε διαπληκτισμούς και εκτοξεύσεις επιθετικών προσδιορισμών και χαρακτηρισμών, που μπορεί να δημιουργήσουν απωθητική αντίδραση εκ μέρους των θεατών και να βλάψουν το κύρος και την εικόνα της Εκκλησίας μας, προσάπτοντάς της κατηγορίες μισαλλοδοξίας και φανατισμού.
5. Θα ολοκληρώσωμε την παρούσα μελέτη μας με το εξής τελικό ερώτημα:
Ποια θα μπορούσαν να είναι τα πλαίσια ένας ενδεχομένου ποιμαντικού διαλόγου με τα θύματα της παραθρησκείας;
Το ερώτημα τούτο είναι αναγκαίο και σημαντικώτατο καθόσον, όπως και πιο πάνω είπαμε, ο ποιμένας συναντά το πρόβλημα μέσα στην ενορία του, στο γραφείο του, στις οικογένειες, στην εξομολόγηση ή σε άλλες ευκαιρίες. Η ενασχόλησή του, λοιπόν, μ’ αυτό είναι, όχι μόνον αναπόφευκτη αλλά και απαραίτητη, εντασσομένη στα βασικά καθήκοντα του ποιμένος, ο οποίος είναι ταγμένος, μεταξύ των άλλων, να περιφρουρεί το ποίμνιο από την λύμη των αιρέσεων.
Είναι εξ αλλού αυτονόητο ότι ο διάλογος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απολογητικής της Εκκλησίας, ιδιαίτερα σήμερα, ασκούμενος βεβαίως, με βάση το πνεύμα της Αγίας Γραφής, με ακλόνητη πίστη στην μοναδικότητα του προσώπου του Ιησού Χριστού και υπό το φως της αγιοπατερικής παραδόσεως.
Σ’ ένα τέτοιο διάλογο, που αποβλέπει στην απελευθέρωση και στην ελευθερία ενός θύματος από τα δίκτυα της παραθρησκείας ο ποιμένας οφείλει πρωτίστως να έχει πλήρη κατάρτιση και βαθειά συναίσθηση της σοβαρότητος του θέματος. Δεν απαλλάσσεται ο ποιμένας με την δικαιολογία του «δεν ξέρω ή δεν μπορώ». Δεν υπάρχουν αρμόδιοι Ιερείς για την αντιμετώπιση των αιρέσεων και αναρμόδιοι. Ο κάθε Ιερεύς είναι ένας ποιμένας, όργανο της χάριτος του Χριστού και «οικονόμος των μυστηρίων του Θεού» και «στόμα Χριστού», το οποίο χρησιμοποιεί ο Ίδιος ο Χριστός για να αγιάσει και να σώσει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τον αμαρτωλό και τον απωλολότα. Με υπευθυνότητα, λοιπόν, και φόβο Θεου οφείλει να αναλάβη την ποιμαντική του ευθύνη, που του δόθηκε μαζύ με την ιερωσύνη και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτή.
Ακόμη, «Πριν μπούμε σ’ ένα τέτοιο ποιμαντικό απολογητικό διάλογο είναι ανάγκη να λάβουμε σοβαρά ύπ’ όψη μας πως καλούμεθα σε μια πραγματική ‘πάλη’ και πως αύτη η πάλη αφορά ‘τον κοσμοκράτορα του σκότους του αιώνος τούτου τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις’, που χρησιμοποιούν συχνά τεχνάσματα απάτης. Δεν πρέπει να αγνοούμε το δαιμονικό στοιχείο, που εκφράζεται μ’ αυτό το πνεύμα της απάτης, συνηθισμένο σε πολλές νέες αιρέσεις και παραθρησκευτικές ομάδες. Με την ‘πανοπλία του Θεού’ πρέπει να αρχίσουμε αυτόν τον αγώνα με ένα και μοναδικό σκοπό: Να καλέσουμε τους ανθρώπους να συμφιλιωθούν με τον Θεό˙ όχι να αναζητήσουμε ‘κοινά σημεία’, θεμελιωμένα στην αυτόνομη προσπάθεια του ανθρώπου για ‘θεογνωσία’ ή για ‘αυτοπραγμάτωση’.»
Πρέπει, εξ αλλού, να υπογραμμίσουμε ότι στόχος του ποιμαντικού διαλόγου πρέπει να είναι, όχι μόνον η επιστροφή του πλανημένου, αλλά κυρίως η πλήρης και σωστή επανένταξή του μέσα στην ενοριακή κοινότητα, στην κοινωνία των αδελφών. Δεν πρέπει να λησμονούμε ποτέ ότι μια από τις βασικές αιτίες προσχωρήσεως στις αιρέσεις είναι η ανάγκη του ανθρώπου να γίνεται αποδεκτός, να εντάσσεται σε ομάδες όπου να μπορεί να μιλά και να τον ακούνε (δηλαδή να κάνει διάλογο). Εκεί αισθάνεται μέσα σε ομάδα ομοϊδεατών, που τον αγκαλιάζουν, εφαρμόζοντας «βομβαρδισμό αγάπης» με το ενδιαφέρον τους ή και την αγάπη τους, όπως αυτός νομίζει, ενώ στην πραγματικότητα αστυνομεύουν κάθε πτυχή της προσωπικής ζωής του. Πως θα πεισθεί το θύμα να εγκαταλείψει αυτή την κατάσταση (έστω και ψεύτικη πολλές φορές) εάν δεν βρει κάτι ανάλογο (και μάλιστα γνήσιο) μέσα στην ενορία, όπου πρέπει να γίνει αγαπητός και σεβαστός;
Σε αντίθετη περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος της επιστροφής στο παλαιόν «εξέραμα». Γι’ αυτό η ενορία είναι ανάγκη να λειτουργεί σαν μια μεγάλη οικογένεια, με συνεργάτες που να ενημερώνουν τον εφημέριο για τα προβλήματα των ενοριτών. Ακόμη η θεία λατρεία και η ευχαριστιακή σύναξη δεν πρέπει να είναι ιδιωτική υπόθεση, όπου ο καθένας έρχεται να πάρει ο,τι θέλει και να φύγει βιαστικά όποτε θέλει, αλλά αληθινή κοινωνία αδελφών που αποσκοπούν να γίνουν «εις εν Χριστώ».
Γι’ αυτό το λόγο, το γραφείο του Εφημερίου δεν μπορεί να είναι μόνον τόπος διεκπεραιώσεως θρησκευτικών υποθέσεων ή κοινωνικών εκδηλώσεων, αλλά σημείον αναφοράς της ενοριακής ζωής, όπου οποίος εισέρχεται θα συναντά την αγάπη, την ζεστασιά, την πατρότητα, την ευγένεια, την λεπτότητα, την διακριτικότητα, την ανιδιοτέλεια, την στερεά και βέβαιη βάση της πίστεως και της ελπίδος. Τότε δεν θα ζητήση πουθενά άλλου τίποτε άπ’ όλα αυτά ή, αν είναι ένα θύμα της πλάνης που επιστρέφει, θα βρει στην ενορία την ανάπαυση, που κυρίως του έλειπε μέσα στις σκοτεινές και απάνθρωπες «ατραπούς» της εκμετάλλευσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όπου πορευόταν, μέσα στο χάος των αιρέσεων και των παραθρησκευτικών ομάδων, και δεν θα θελήση να επιστρέψει ποτέ σ’ αυτές. Η υποδοχή του και η αποδοχή του στην ενορία του από τον καλό ποιμένα του δεν πρέπει να είναι μια γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά μια στοργική πατρική αγκαλιά που θα δεχθή τον αδελφό τον «εμπεσόντα εις τους ληστάς» για να τον περιθάλψη και να τον αποκαταστήσει σε υιό του Ουρανίου Πατρός, με την προσφορά της απροϋπόθετης αγάπης του Χριστού.
Και τότε είναι η ώρα του υπεύθυνου ποιμαντικού διαλόγου μεταξύ του ποιμένος πατρός και του θύματος της πλάνης. Πρώτο μας μέλημα σ’ αυτόν τον διάλογο είναι ο διαχωρισμός τού θύματος από την πλάνη. Κι’ έπειτα, μια σειρά επίπονων προσπαθειών, που ξεκινά από την πλήρη ενημέρωσή μας πάνω στον χαρακτήρα της συγκεκριμένης ομάδος στην οποία είχε εμπλακεί το θύμα και, περνώντας μέσα από την αναίρεση της πλάνης, οδηγεί στην οικοδομή στην Ορθόδοξη Πίστη. Σ’ όλη αυτή την πορεία ο διάλογος διεξάγεται με νηφαλιότητα, με αγάπη, χωρίς ανακρίβειες και χαρακτηρισμούς κατά της ομάδος ή οποία ήταν μόλις προ ολίγου ακόμη η «κιβωτός της σωτηρίας» για τον συνομιλητή μας. Κι’ ακόμη χρειάζεται πολλή υπομονή, γιατί το πρώην θύμα είχε μάθει σε άλλο τρόπο σκέψεως (ελεγχόμενο «έλεγχος του νου»), σε άλλη σχέση με τον γκουρού (εξάρτιση), σε άλλη γλώσσα (ξύλινη και τεχνητή), γι’ αυτό και η απεξάρτισή του είναι δύσκολη υπόθεση, που έχει απόλυτη ανάγκη και του θείου φωτισμού.
Και πάνω άπ’ όλα ο διάλογος πρέπει να αποκαλύπτει όλο και περισσότερο το πρόσωπο και την απέραντη αγάπη του Ιησού Χριστού «Όστις θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».(Α’ Τιμ. β’4).
6. Συμπεράσματα:
Θα μπορούσαμε να κατακλείσουμε τη σειρά των σκέψεων μας πάνω στο θέμα μας, «Πλαίσια του ποιμαντικού διαλόγου με την παραθρησκεία», με τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) Ένας δημόσιος ποιμαντικός διάλογος με την οργανωμένη παραθρησκεία διεξάγεται επί ολισθηρού και επικίνδυνου εδάφους. Είναι αποδεκτός μόνον σε περιπτώσεις ανάγκης και πρέπει να διεξάγεται μετά πολλής προσοχής και φειδούς. Σ’ αυτή την περίπτωση να ελέγχεται ο κίνδυνος κάθε μορφής συγχύσεως, συγκρητισμού ή βλάβης, που μπορεί να προκληθεί στο σώμα της Εκκλησίας, στα πρόσωπα που εμπλέκονται και στους ακροατές ή τηλεθεατές, που συνήθως είναι απληροφόρητοι.
β) Εξ’ αλλού, ο ποιμαντικός διάλογος με τα θύματα των παραθρησκευτικών ομάδων ή τους επιστρέφοντες εκ της πλάνης είναι βασικό καθήκον κάθε ποιμένος. Για το έργο αυτό ο ποιμένας οφείλει να καταρτίζεται ο ίδιος στην Πίστη, να αγρυπνεί, να είναι ενημερωμένος, όπου βεβαίως αυτό είναι δυνατόν (δεν αγνοούμε την επικρατούσα κατάσταση στην ύπαιθρο) και τουλάχιστον πρόθυμος να ενδιαφερθεί έστω σε πρώτη φάση, για τον τρόπο βοηθείας του θύματος.
γ) Ο δρόμος της επιστροφής και της ελευθερίας για τα θύματα των αιρέσεων είναι δύσκολος, επίπονος και μακρύς. Η Χάρις όμως του Χριστού είναι πανίσχυρη και κανέναν δεν απορρίπτει. Βασική βέβαια προϋπόθεση είναι η δική μας συνεργασία και η καλή πρόθεση του θύματος.
δ) Η επιτυχία στον ποιμαντικό διάλογο με τα θύματα της παραθρησκείας δεν τελειώνει με την επιστροφή του θύματος αλλά με τη σωστή επανένταξή του και την οικοδομή του στο Σώμα της Εκκλησίας. Εκεί μόνον μπορεί να στερεωθεί στην πίστη ζώντας μεταξύ αδελφών τη σωστή μυστηριακή ζωή και ατενίζοντας σε ζωντανά φωτεινά παραδείγματα πρότυπα ζωής.
ε) Ο ποιμαντικός διάλογος μπορεί να λειτουργήσει σωστικά, όχι μόνον σαν κύριος θεραπευτικός τρόπος στη συνάντηση του ποιμένος με τα θύματα των ποικιλωνύμων αιρετικών και παραθρησκευτικών ομάδων, αλλά και προληπτικά με την ενημέρωση του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, για την προστασία και περιφρούρησή του από τους «βαρείς λύκους», οι οποίοι «εν ενδύμασι προβάτων» αποσπούν τους ανύποπτους «λαλούντες διεστραμμένα» (Πράξ. κ’29. Ματθ. ζ’15. Πράξ. κ’30).
Λίγες μέρες πριν την κοίμησή του (3.5.1996) ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος υπαγόρευσε το ακόλουθο βαρυσήμαντο κείμενο που απευθύνεται προς κάθε ποιμένα:
«Το να θελήσει ένας ποιμένας να αφαιρέσει από οποιονδήποτε το στοιχείο της ελπίδος και να τον διαγράψει από το βιβλίο της Ζωής είναι το μεγαλύτερο έγκλημα που θα μπορούσε να διαπράξει εναντίον του αδελφού. Γι’ αυτό και ο ποιμένας έχει καθήκον να συμπαρασταθεί σε οποιονδήποτε του το ζητήσει και έχει ανάγκη της πνευματικής του προσφοράς. Συνεπώς η απολογητική της Εκκλησίας μας καθίσταται αναγκαία σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη βούληση του καθενός και βέβαια με διάκριση και σεβασμό στην προσωπική Ελευθερία και την τελική επιλογή τον. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ λεπτό ποιμαντικό πρόβλημα το οποίο κατ’ ουδένα τρόπο πρέπει να παρακαμφθεί».
Ας είναι η αναφορά αυτή ένα μνημόσυνο στον πρωτεργάτη του σύγχρονου αντιαιρετικού ποιμαντικού έργου της Εκκλησίας μας.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό ΔΙΑΛΟΓΟΣ τεύχη 50-51
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ