Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἡ φιλανθρωπία ἀποτελεῖ σημεῖο προσεγγίσεως τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ μας, ποὺ εἶναι εὔσπλαγχνος, φιλάνθρωπος, παντελεήμων, πανοικτίρμων, πανευΐλατος. Ἡ βάση της εἶναι καθαρὰ πνευματική. Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς μας, ὁ γλυκύτατος καὶ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς μας πέρασε ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωή Του «εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος» (Πράξ. ι΄ 38). Δὲν ἡσύχαζε ὅταν κάποιος ἄλλος ἀνησυχοῦσε. Δὲν χαιρόταν ὅταν κάποιος ἦταν θλιμμένος. Δὲν ἔνοιωθε ὑγιὴς ὅταν κάποιος ἀσθενοῦσε. Τὴν ἴδια γραμμὴ ἀπαράλακτα ἀκολουθοῦσε,- καὶ πῶς ἦταν δυνατὸ νὰ διαφοροποιεῖται; – καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος στοὺς Κορινθίους ἔγραφε: «Τίς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι; (Β΄ Κορ. ια΄ 29);».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς προτρέπει νὰ ὠφελοῦμε κάθε συνάνθρωπό μας, ὅπως ἐπιζητοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό μας νὰ μᾶς ὠφελήσει, νὰ τὸν εὐεργετοῦμε, ὅπως ἐμεῖς ζητοῦμε τὴ Θεία εὐεργεσία. Μόνο ἀνάλγητοι ἄνθρωποι σπαταλοῦν χρήματα καὶ χρόνο στὴν αὐτοϊκανοποίησή τους, ὅταν γνωρίζουν ὅτι πλῆθος ἀπὸ ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας ὑποφέρει. Καὶ πραγματικὸς Χριστιανὸς ἀνάλγητος δὲν ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ποιητής μας Ἀχιλλέας Παράσχος γράφει: «Ὅποιος τὰ πλούτη του σκορπᾶ ἀπ’ τοὺς φτωχοὺς τὰ κλέβει». Δὲν σημαίνει ὅτι δὲν εἶμαι κλέφτης ὅταν δὲν ἁπλώνω τὰ χέρια μου νὰ πάρω κάτι ποὺ δὲν μοῦ ἀνήκει. Κλέβω ὅταν σπαταλῶ αὐτὰ ποὺ μοῦ περισσεύουν, ὅταν αὐτὰ εἶναι ἀναγκαῖα καὶ ἀπαραίτητα στοὺς πλησίον μου. Δὲν μοῦ ἀνήκουν τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά! Ὁ Θεὸς μὲ κατέστησε διαχειριστὴ τους καὶ μὲ παρακολουθεῖ, ἂν τὰ διαχειρίζομαι σωστά, ὄχι πρὸς ἴδιο μόνο ὄφελος καὶ συμφέρον, ἀλλὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν γύρω μας. Ὁ πλοῦτος μας ὅταν εἶναι προϊὸν ἔντιμης προσπάθειας εἶναι εὐλογημένος. Εὐλογεῖται περισσότερο ὅταν τὸν σκορποῦμε σὲ ἐλεημοσύνες καὶ εὐεργεσίες τῶν συνανθρώπων μας. Ὅταν ὅμως μᾶς καθιστᾶ ἀνάλγητους καὶ σκληρόκαρδους τότε ὄχι μόνο δὲν εὐλογεῖται, ἀλλὰ μᾶς ὁδηγεῖ καὶ ἀπ’ εὐθείας στὴν κόλαση. Ὁ πλούσιος Ἀβραὰμ γιὰ νὰ εἶναι ἐλεήμων βρίσκεται στὸν Παράδεισο. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς, ὁ ἀνάλγητος μπροστὰ στη φτώχεια τοῦ Λαζάρου, κέρδισε τὴν αἰώνια κόλαση. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος ποὺ μᾶς σώζει ἢ μᾶς καταδικάζει, ἀλλὰ ἡ καλὴ ἢ κακὴ χρήση του.
Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία ἀποτελεῖ πράξη ζωῆς. Δὲν μποροῦμε τὴ μία ἡμέρα νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες καὶ τὴν ἄλλη ὄχι. Εὐαισθησία καὶ σκληροκαρδία δὲν συνταιριάζουν στὸ ἴδιο πρόσωπο. Δὲν μποροῦμε ἄλλες στιγμὲς νὰ συμπονοῦμε καὶ ἄλλες νὰ ἀποστρεφόμαστε τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας. Ὁ Χριστιανὸς ἀκολουθεῖ μόνιμα τὸ δρόμο τῆς συμπάθειας, τὸ δρόμο τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ἀκολουθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ πιστεύει στὴν αὐταγάπη ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας. Δὲν ἔχουμε πάντοτε τὴν ἴδια ἱκανότητα δοσίματος. Ἄλλοτε περισσότερο καὶ ἄλλοτε λιγώτερο. Τὴν πρόθεσή μας θέλει ὁ γλυκύτατος Ἰησοῦς μας καὶ αὐτὴν ἐπαινεῖ. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἐπαίνεσε τὸ δεκάλεπτο τῆς χήρας, ποὺ ἀποτελοῦσε προϊὸν ὑστερήματος, περισσότερο ἀπὸ τὶς δωρεὲς ποὺ εἶναι προϊόντα πλεονάζοντος πλούτου.
Καὶ τὸ δόσιμο τὸ εὐλογημένο μᾶς στεφανώνει, ὅταν γίνεται μὲ διάκριση καὶ προσοχή. Δίνουμε χωρὶς νὰ ταπεινώνουμε. Δίνουμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταπόδομα. Δίνουμε σεβόμενοι τὶς εὐαισθησίες τοῦ ἄλλου, τὴν ἀξιοπρέπειά του, τὴ θέση του στὴν κοινωνία. Δὲν λέμε μὲ ἐγωϊσμό «πᾶρε φτωχέ» πετώντάς του τὴν ἐλεημοσύνη μας, ἀλλὰ μὲ ταπεινὸ φρόνημα ἀκουμπᾶμε τὸ χέρι του λέγοντας: «Ἀδελφέ μου, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας πᾶρε αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος γιὰ τὶς ἀνάγκες σου. Σήμερα εἶσαι ἐσὺ σὲ δύσκολη θέση αὔριο ἴσως εἶμαι ἐγώ». Δὲν γνωρίζουμε τί ἐπιτρέπει ὁ Κύριος! Καὶ τὴν ἐλεημοσύνη μας αὐτὴ νὰ τὴν κρύβουμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τὴ βροῦμε κάποτε ἀποταμιευμένη στὰ θησαυροφυλάκια τοῦ οὐρανοῦ. Ἄλλωστε δὲν μᾶς εἶπε ὁ Κύριός μας ὅταν δίνουμε «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερὰ τί ποιεῖ ἡ δεξιά» (Ματθ. στ΄ 3)!