Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης κ. Ἰωήλ
Ἐπανειλημμένα ἀναφέρει ἡ Ἐκκλησία μας, πώς ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ προστασία τοῦ κόσμου, ἡ καταφυγή τῶν ἀνθρώπων, ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ παραμυθία τῶν θλιβομένων. Μάλιστα κατά τήν περίοδο τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπισήμως κάθε Παρασκευή ἀπευθύνει τούς Χαιρετισμούς στό πρόσωπό της ἤ πάντοτε μέσα στή νηστεία αὐτή γιορτάζουμε τόν Εὐαγγελισμό της. Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς Παναγίας εἶναι τά πνευματικά γλέντια τῶν χριστιανῶν.
Μπορεῖ οἱ ἡμέρες αὐτές νά ἔχουν μιά σκυθρωπότητα καί νά περισσεύει σ᾽ αὐτές τό στοιχεῖο τῆς χαρμολύπης, ἀλλά σοφώτατα οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔβαλαν τίς ἀκολουθίες αὐτές τῆς Θεοτόκου ὡς νησίδες χαρᾶς, γιά νά ἐμψυχώσουν στόν ἀγώνα τους τούς χριστιανούς, ἀλλά καί γιά νά πάρουν θάρρος στίς διάφορες δυσκολίες πού συναντοῦν στήν περίοδο τῆς νηστείας καί νά μήν ἀποκάμνουν. Σύν τοῖς ἄλλοις ὅλες οἱ γιορτές τῆς Θεοτόκου δίνουν πολλή χάρη στούς ἀνθρώπους, πού ζητοῦν τή βοήθειά της. Ἄς δοῦμε, λοιπόν, πῶς μποροῦμε νά οἰκειοποιηθοῦμε τήν παραμυθία τῆς Θεοτόκου. Κατ᾽ ἀρχήν νά ἐξηγήσουμε τί σημαίνει ἡ λέξη παραμυθία.
Ἡ πρώτη της ἔννοια εἶναι προτροπή, παραίνεση, καί ἡ δεύτερη εἶναι καταπράυνση, παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση. Ἡ Θεοτόκος πράγματι εἶναι ἡ παρηγοριά καί τό θάρρος τῶν χριστιανῶν. Ἕνας ξένος Ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁ Εὐδοκίμωφ, γράφει: «Ἐάν τό Ἅγιο Πνεῦμα προσωποποιεῖ τή θεία ἁγιότητα, ἡ Παρθένος προσωποποιεῖ τήν ἀνθρώπινη ἁγιότητα». Ἐπίσης «ἡ εὐλάβεια καί ἡ τιμή στό πρόσωπο τῆς Παναγίας μητέρας τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε ἀπό τήν ἀρχή βαθύ καί πηγαῖο συναίσθημα στίς καρδιές τῶν χριστιανῶν.
Ἡ μαρτυρία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὅτι «οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει σύν γυναιξί καί Μαρίᾳ τῇ μητρί τοῦ Ἰησοῦ», δέν ἀποτελεῖ ἀναγραφή ἁπλῶς ἑνός ἱστορικοῦ γεγονότος, ἀλλ᾽ εἶναι ἐκδήλωση ἰδιαιτέρας τιμῆς καί σεβασμοῦ τοῦ ἱεροῦ συγγραφέως ἀναφέροντος ὀνομαστί μετά τῶν Ἀποστόλων τήν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ», τονίζει ὁ σοφός Ἐπίσκοπος Κοζάνης Διονύσιος.
Ἡ Ἐκκλησία μας χωρίς ποτέ νά θεοποιήσει τήν Παναγία, ἀπένειμε σ᾽ αὐτήν τήν προσήκουσα καί ὀφειλομένη τιμή πρός τήν «εὐλογημένην ἐν γυναιξίν», τήν ὁποία «πάλαι προκατήγγειλε τῶν Προφητῶν ὁ σύλλογος». Ἐπίσης ἡ Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς ἔδωσε τήν προσωνυμία «ΘΕΟΤΟΚΟΣ» καί δογμάτισε: «ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι ἐξ αὐτῆς καί ἐνανθρωπῆσαι». Οἱ Πατέρες τοποθετοῦν τήν ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας στόν Παράδεισο. Ὁ Θεός «περιεπάτει ἐν τῷ παραδείσῳ τό δειλινόν», γιά νά μιλήσει μέ τόν ἄνθρωπο. Τό οὐσιῶδες τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ἔτσι στήν κοινωνία μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων καί μεσουρανεῖ στό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως, στήν κοινωνία ὁλόκληρου τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου, ὑποστατικά στό πρόσωπο τοῦ Λόγου.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τό ἐκφράζει. Σχεδόν πάντοτε εἰκονογραφεῖται μαζί μέ τόν Ἰησοῦ. Σπάνιες εἶναι οἱ ἐξαιρέσεις πού ἐξεικονίζεται μόνη της, ὅπως π.χ. ἡ Παναγία ἡ δεομένη ἤ στήν εἰκόνα πού ἐμφανίζεται νά εἶναι ἡ σκέπη τοῦ κόσμου. Ἡ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δείχνει τόν μανικό Ἡ παραμυθία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ 8 ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί ὅλο τό πάθος τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό του. Ἡ Θεοτόκος κράτησε στά σπλάγχνα της τόν Θεό Λόγο, ἑνώθηκε ὁ δημιουργός μέ τό δημιούργημα, ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο.
Ἄς δοῦμε τώρα, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ παραμυθία καί τό στήριγμα τῶν χριστιανῶν. α. Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 11ο κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του μᾶς πληροφορεῖ πώς μιά γυναίκα ἀκούγοντας τόν Χριστό νά ὁμιλεῖ, ἐνθουσιάσθηκε καί εἶπε: «μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας. Αὐτός δέ εἶπεν. Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φ υ λ ά σ σ ο ν τ ε ς αὐτόν».
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σχολιάζοντας τά λόγια αὐτά τῆς ἄγνωστης αὐτῆς γυναίκας παρατηρεῖ: «ἐάν ἡ γυναίκα αὐτή τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἄκουσε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, αἰσθάνθηκε τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ε ὐ γ ν ω μ ο σ ύ ν η της στή μάνα πού γέννησε τόν Κύριο, δηλαδή εὐχαρίστησε τήν Παναγία μας, πού ἔγινε αἰτία νά γεννηθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τότε ἐμεῖς πού ἔχουμε γραμμένα ὅλα τά λόγια τῆς αἰωνίου ζωῆς κι ὄχι μόνον τά λόγια, ἀλλά ἔχουμε καί τά θαύματα καί τά παθήματα τοῦ Υἱοῦ της καί τήν δι᾽ αὐτῶν ἀνάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τήν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό «καί τήν διά τούτων ἐπηγγελμένην ἡμῖν ζωήν ἀθάνατον καί σωτηρίαν ἀμεταποίητον», πῶς νά μήν ἀνυμνήσουμε καί νά μή μακαρίσουμε ἀδιάκοπα τήν μητέρα τοῦ χορηγοῦ τῆς σωτηρίας μας, τοῦ δοτῆρος τῆς ζωῆς, καί πῶς νά μή γιορτάσουμε καί τή σύλληψη καί τή γέννηση καί τήν εἴσοδό της στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἀλλά κι ὅλες τίς γιορτές της»; Μιά γυναίκα ἄκουσε τά λόγια τοῦ Κυρίου καί μακάρισε τή μητέρα του.
Ἐμεῖς πού ἔχουμε ὅλα τά ἀγαθά τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλουμε νά τήν εὐγνωμονοῦμε αἰώνια καί νά τή δοξάζουμε καί νά ἀντλοῦμε δύναμη ἀπ᾽ αὐτήν στίς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς μας. Αὐτή στάθηκε στό μέσο τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου «καί τόν μέν Θεόν ἐποίησεν υἱόν ἀνθρώπου, υἱούς δέ Θεοῦ τούς ἀνθρώπους ἀπειργάσατο», δηλαδή ἔκανε τόν Θεό υἱό ἀνθρώπου, ἐνῶ τούς ἀνθρώπους υἱούς τοῦ Θεοῦ.
β. Οἱ θεόπνευστοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνδέουν τή χαρά τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὅταν ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ γιά νά τῆς μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας μας, τήν προσφώνησε: «Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ, εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν». Στόν Εὐαγγελισμό, γιά νά χρησιμοποιήσουμε τά λόγια τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Κρήτης, ὁ Γαβρι- 9 ήλ «καταστέλλει τόν φόβον, προμηνύει τήν χάριν, ἑρμηνεύει τήν κύησιν, προφητεύει τόν τόκον, ὀνοματογραφεῖ τοῦ τικτομένου τήν κλῆσιν». Ὁ ἴδιος ἅγιος τό γεγονός τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τό ἐγκωμιάζει μέ τούς πιό χαρούμενους χαρακτηρισμούς. Γι᾽ αὐτό τό γεγονός χορεύουν οἱ ἄγγελοι καί συγχωρεύουν οἱ ἄνθρωποι.
Ὁ Εὐαγγελισμός περιέχει μηνύματα χαρμόσυνα τῆς παγκοσμίου σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος τήν Παναγία μέ τή λέξη «Χαῖρε», γιά νά ξαναβρεῖ τή χαρά τό ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τό ὄργανο τῆς χαρᾶς, μέ τό ὁποῖο λύθηκε ἡ καταδίκη τῆς κατάρας καί ἀντεισήχθη τῆς χαρᾶς τό δικαίωμα. Βλέπουμε πώς ἡ πνευματική χαρά τῶν ἀνθρώπων συνδέεται στενά μέ τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ὑπῆρχαν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, πού ὀνόμαζαν τήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο «ἡ πάντων χαρά».
Καί μέσα στή Σαρακοστή πολλές φορές στίς θεομητορικές ἀκολουθίες προσφωνοῦμε τήν ἁγία Παρθένο μέ χαρούμενους χαιρετισμούς. Π.χ. «Χαῖρε δι᾽ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει», «Χαῖρε πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη», «Χαῖρε κρατήρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν», «Χαῖρε ζωή μυστικῆς εὐωχίας» κ.ἄ. Ἡ Παναγία μας εἶναι τῶν θλιβομένων παραμυθία, τῶν πονεμένων ἀνθρώπων ἡ χαρά, εἶναι τῶν δικαίων ἡ ἀγαλλίαση, εἶναι τό χαρούμενο τραγούδι τῶν πτωχῶν καί τῶν καταφρονεμένων, ἡ ἀκαταίσχυντη ἐλπίδα ὅλων μας.
γ. Ἐντύπωση προκαλεῖ καί ἡ παρέμβαση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στόν γάμο τῆς Κανᾶ. «Λέγει ἡ μήτηρ αὐτοῦ τοῖς διακόνοις, Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε». Ὁ Κύριος παρεβίασε τό πρόγραμμά του πρός χάρη τῆς μητέρας του. Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ πώς δέν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του νά κάνει θαύματα, «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου». Ἐν τούτοις ἔκανε «τήν ἀρχήν τῶν σημείων» ὑπακούοντας στήν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του. Σεβόταν τή μητέρα του καί τόν ἐπίσης θετό πατέρα του καί «ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς». Ἀκόμη ὁ Εὐθύμιος ὁ Ζιγαβηνός θά πεῖ: «ἐπήκουσε δέ αὐτῆς τιμῶν ὡς μητέρα».
Ἡ Ἐκκλησία μας γενικά, ἀλλά καί κάθε πιστός μεμονωμένος, αἰσθάνεται τήν Παναγία σάν ἰσχυρά μεσίτριαν πρός τόν Υἱό της ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί συνεχῶς τήν παρακαλεῖ νά πρεσβεύει γιά μᾶς. «Καί σέ μεσίτριαν ἔχω πρός τόν Φιλάνθρωπον Θεόν, μή μοῦ ἐλέγξῃ τάς πράξεις ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων, παρακαλῶ σε Παρθένε, βοήθησόν μοι ἐν τάχει». δ. Ἄλλο σημεῖο, πού μποροῦμε νά παρακολουθήσουμε στό βίο τῆς Θεοτόκου εἶναι καί τό ἀκόλουθο. Ἡ Παναγία ἀκολουθοῦσε τόν Υἱό της παντοῦ. Μαζί πῆγαν στά Ἱεροσόλυμα. Μαζί ἔζησαν πολλά χρόνια, ὥστε νά τόν φωνάζουν παιδί τῆς Μαρίας, «οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ…;». Ἀλλοῦ πάλι τή βλέπουμε νά τόν ἀναζητεῖ μέσα στό πλῆθος, «ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ἑστήκασιν ζητοῦντές σε ἰδεῖν».
Πρό παντός ὅμως δέν τόν ἐγκατέλειψε στόν καιρό τοῦ πάθους του, «εἱστήκεισαν δέ παρά τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καί ἡ ἀδελφή τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καί Μαρία ἡ Μαγδαληνή». Ὁ Κύριος δέν ντρεπόταν, πού εἶχε μητέρα μιά ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ἐάν ἐπρόκειτο νά τήν ἀρνηθεῖ ἤ νά ντρέπεται γι᾽ αὐτήν, δέν θά γεννιόταν ἀπ᾽ αὐτήν. Τόσο πολύ τήν τιμοῦσε, ὥστε αὐτούς πού ἄκουγαν τόν λόγο του καί τόν φύλασσαν στήν καρδιά τους, τούς ἔκανε συγγενεῖς του. Τούς ἔβαζε στήν τάξη τῆς μητέρας του.
«Ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν». Ἄνοιξε ὁ Κύριος ἕνα πλατύ δρόμο, ὅπου ὅλοι μποροῦμε νά γίνουμε συγγενεῖς του, καί ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἀπεργάζεται μέ τόν λόγο του καί τή χάρη του τήν καρδιά μας καί τήν κάνει «γεννῶσαν μητέρα».
(ἀπό τό βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ. Ἰωήλ Φραγκάκου: «Ἡ Θεόπαις Μαριάμ»)