ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Προσευχές που συλλέχθηκαν από τις θείες Γραφές, οι περισσότερες μάλιστα από τον άγιο Εφραίμ, γι’ αυτούς που θέλουν να πολεμήσουν την προαίρεσή τους, που είναι προσκολλημένη στα πάθη και τις ηδονές |
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
Οἴμοι, ἐν ποίᾳ καταγνώσει ἕστηκα, ἐν ποίᾳ αἰσχύνῃ κατάκειμαι!
Αλίμονο21, σε τι κατάκριση βρίσκομαι, σε τι ντροπή είμαι πεσμένος! Δεν είναι τα κρυφά μου έργα όπως τα φανερά. Ενώ μιλώ για την απάθεια, η ενασχόληση με τα αισχρά πάθη υπάρχει μέσα μου μέρα και νύχτα. Ενώ δείχνω ενδιαφέρον για την αγνότητα, φέρνω στο νου μου λόγια για την ασέλγεια. Αλίμονο, ποιος έλεγχος με περιμένει! Αληθινά, έχω εξωτερική εμφάνιση ευσέβειας, και όχι τη δύναμή της22. Με τι πρόσωπο παρουσιάζομαι στον Κύριο τον Θεό, που γνωρίζει τα κρυφά της καρδιάς μου; Επειδή είμαι ένοχος για τόσα κακά, με κυριεύει φόβος την ώρα που στέκομαι στην προσευχή, μήπως πέσει φωτιά από τον ουρανό και με κάψει, όπως κάποτε αυτούς που πρόσφεραν στην έρημο ξένη φωτιά, βγήκε φωτιά σταλμένη από τον Κύριο23 και τους κατέκαυσε.
Τι λοιπόν να περιμένω εγώ, που έχω πολύ και ατέλειωτο βάρος από αμαρτίες; Έχει πωρωθεί η καρδιά μου, έχει διαστραφεί ο ευσεβής λογισμός μου, σκοτίσθηκε ο νους μου. Διαρκώς επιστρέφω, όπως το σκυλί στα ξεράσματά του24. Δεν έχω παρρησία στον Θεό, που ερευνά καρδιές και σκέψεις25, δεν είναι ο νους μου καθαρός, δεν έχω δάκρυα στην προσευχή μου. Και αν ακόμη στενάξω, ψυχραίνω το πρόσωπό μου, το οποίο ντροπιάσθηκε. Θα χτυπήσω το στήθος μου, που είναι το κατοικητήριο των παθών, που είναι το εργαστήριο των πονηρών λογισμών.
Δόξα σοι, μόνε μακρόθυμε, δόξα σοι, μόνε αγαθέ, δόξα σοι, ευεργέτη των ψυχών και των σωμάτων μας. Είναι μεγάλη η ευσπλαχνία σου, Κύριε, για μας τους αμαρτωλούς. Μη με απορρίψεις μαζί μ’ αυτούς που σου λένε, «Κύριε, Κύριε», και δεν κάνουν το θέλημά σου26, με τις μεσιτείες της πανάχραντης Δέσποινάς μας Θεοτόκου, με τις μεσιτείες όλων αυτών που ευαρέστησαν ενώπιόν σου. Διότι εσύ, Κύριε, γνωρίζεις τα πάθη που είναι κρυμμένα μέσα μου, εσύ γνωρίζεις καλά τα τραύματα της ψυχής μου. Θεράπευσέ με, Κύριε, και θα θεραπευθώ27. Διότι, αν εσύ, Κύριε, δεν κτίσεις το σπίτι της ψυχής, ανώφελα κοπιάζουν οι κτίστες28. Διότι προετοιμάζομαι29 να αντισταθώ στα πάθη, και κατά τη σύγκρουση μ’ αυτά η δολιότητα του Δράκοντα παραλύει τη δύναμη της ψυχής μου με τη φιληδονία, και χωρίς να υπάρχει κάποιος που με αναγκάζει, πιάνομαι από αυτά σαν αιχμάλωτος. Δείχνω προθυμία να απομακρύνω από τη φωτιά αυτόν που κατακαίεται, αλλά η οσμή της φωτιάς, καθώς ακόμη είμαι νέος, με σέρνει και μένα στη φωτιά. Επίσης τρέχω με ορμή να σώσω αυτόν που καταποντίζεται, όμως από απειρία καταποντίζομαι μαζί του. Ταλαιπωρώ τον άρρωστο, επειδή ο ίδιος είμαι τυφλός. Θέλω να γίνω εγώ ο άθλιος γιατρός των παθών30, ενώ αιχμαλωτίζομαι ο ίδιος άπ’ αυτά.
Φώτισε, Κύριε, τα μάτια της καρδιάς μου, για να διακρίνω τα πλήθη των παθών μου. Η χάρη σου, Δέσποτα, ας πέσει σαν προστατευτική σκιά επάνω μου, και ας φωτίσει τη σκοτισμένη διάνοιά μου, και αντί για την άγνοιά μου, ας βάλει μέσα μου ένοικο τη θεία γνώση, διότι κανένα πράγμα δεν είναι αδύνατο για σένα31. Εσύ, Κύριε, την αδιάβατη θάλασσα την πρόσφερες ευκολοδιάβατη κάποτε στο λαό σου32. Εσύ από τον απόκρημνο βράχο πρόσφερες νερό σ’ αυτούς, όταν διψούσαν33. Μόνο εσύ αυτόν που έπεσε στα χέρια των ληστών, τον έσωσες34 με την αγαθότητά σου. Δείξε την ευσπλαχνία σου, Κύριε, χάρη στην πολλή σου αγαθότητα, σ’ εμένα, που έπεσα στα χέρια των ληστών και δέθηκα σαν δέσμιος από την ανοησία μου. Κανείς άλλος δεν είναι αυτός που μπορεί να θεραπεύσει τον πόνο της ψυχής μου, παρά μόνο εσύ, Κύριε, που γνωρίζεις καλά τα βάθη της καρδιάς μου. Όσες φορές πήρα ο ταλαίπωρος για τον εαυτό μου αποφάσεις, και έκτισα τείχη ανάμεσα σ’ εμένα και στην αισχρή αμαρτία μου, και ανάμεσα στους εχθρούς που ρίχνουν εναντίον μου, για να με πολεμήσουν, ο νους μου κατάργησε τις αποφάσεις, και τα τείχη καταστράφηκαν από τα θεμέλια, επειδή οι αποφάσεις μου δεν εξασφαλίζονταν από το φόβο μήπως χάσω το καλύτερο, και διότι τα τείχη δε θεμελιώνονταν πάνω σε ειλικρινή μετάνοια.
Ποιος δε θα κλάψει για μένα, επειδή για ασήμαντη ηδονή καταφρόνησα την ατέλειωτη φωτιά, και δεν επιδίωξα την αιώνια βασιλεία; Υποδούλωσα ο άθλιος στα πάθη την αξία της ψυχής μου. Κατάντησα σαν κτήνος, και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω στον εύσπλαχνο Κύριο. Στολίσθηκα κάποτε με τα χαρίσματα που δημιουργούν πλούτο, τώρα όμως αγάπησα τη φτώχεια των παθών. Αποξενώθηκα από τις αρετές, αποδημώντας μακριά, στη χώρα της κακίας. Είμαι μισοπεθαμένος, έχοντας ένα ελάχιστο απομεινάρι ζωής.
Κλάψτε35, όσιοι και δίκαιοι, εμένα που μέσα στα πάθη και τις αμαρτίες με συνέλαβε η μητέρα μου36, κλάψτε οι εργάτες της εγκράτειας εμένα τον γαστρίμαργο και φιλήδονο· κλάψτε, εσείς που ελεηθήκατε και φανήκατε ευγνώμονες, εμένα που ελεήθηκα και δυσαρέστησα· κλάψτε, εσείς που αγαπήσατε τα αγαθά και μισήσατε τα πονηρά, εμένα που αγάπησα τα πονηρά και μίσησα τα αγαθά· κλάψτε, εσείς που έχετε ενάρετη ζωή, εμένα που είμαι κατά την εξωτερική εμφάνιση ενάρετος, στα έργα μου όμως είμαι εμπαθής και αδιάφορος· κλάψτε, εσείς που είστε ευάρεστοι στον Θεό, εμένα τον ανθρωπάρεσκο· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την τέλεια αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, εμένα που αγαπώ με τα λόγια, αλλά με τα έργα μου είμαι μακριά από την αγάπη· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την υπομονή και κάνετε καρπό, εμένα τον ανυπόμονο και άκαρπο· κλάψτε, εσείς που ανεπαίσχυντα προσεύχεσθε στον Θεό, εμένα που ντρέπομαι να ατενίσω στο ύψος του ουρανού· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την πραότητα, εμένα που αποξενώθηκα άπ’ αυτή· κλάψτε, εσείς οι σπλαχνικοί, εμένα τον άσπλαχνο· κλάψτε, εσείς οι ταπεινόφρονες, εμένα τον υψηλόφρονα και υπερήφανο· κλάψτε, εσείς που αποκτήσατε την ακτημοσύνη των Αποστόλων, εμένα που μαζεύω με μανία τα γήινα και φορτώνομαι μ’ αυτά· κλάψτε, εσείς οι πιστοί και σταθεροί προς τον Κύριο κατά την καρδιά, εμένα τον δίγνωμο και σαθρό και αποτυχημένο· κλάψτε, εσείς που αγαπήσατε το πένθος και μισήσατε το γέλιο, εμένα που αγάπησα το γέλιο και μίσησα το πένθος· κλάψτε, εσείς που έχετε στο νού σας τη μετά θάνατον κρίση, εμένα που ομολογώ ότι την έχω στη μνήμη, αλλά όμως κάνω τα αντίθετα· κλάψτε, εσείς οι κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, εμένα που είμαι άξιος της γέεννας του πυρός.
Δεηθείτε, Άγιοι του Θεού, για μια ψυχή που κλυδωνίζεται· βοηθήστε, Άγιοι του Θεού, σ’ αυτά που μπορείτε. Διότι ξέρω ότι, αν παρακαλέσετε τον φιλάνθρωπο Θεό, όλα θα συγχωρεθούν σ’ εμάς από το πέλαγος της καλοσύνης του. Και όπως ο Θεός είναι φιλάνθρωπος, έτσι και σεις μην αδιαφορήσετε να απαιτείτε να εκπληρώσει τη δέηση εμένα του αμαρτωλού, διότι δεν έχω παρρησία εξαιτίας των πολλών μου αμαρτημάτων. Είναι έργο σας, Άγιοι του Θεού, να μεσιτεύετε για τους αμαρτωλούς, και έργο του Θεού είναι να ελεεί τους απελπισμένους. Παρακαλέστε, Άγιοι του Θεού, το Βασιλιά για τον αιχμάλωτο· παρακαλέστε το Βοσκό για το πρόβατο· παρακαλέστε τη Ζωή για τον νεκρό· για να στείλει τη χάρη του, και να στηρίξει την αστάθεια της άθλιας ψυχής μου.
Πέφτω και γονατίζω στην ευσπλαχνία της αγαθότητάς σου, Δέσποτα των απάντων. Δέξου την παράκληση ανθρώπου αμαρτωλού· γλύκανε μια ψυχή που πικράθηκε από την αμαρτία· πρόσφερε σ’ εμένα που διψώ από την πηγή της ζωής, και οδήγησέ με στο δρόμο της· βάλε με μέσα στη βασιλική πύλη, όπως ένας δεσπότης τον δούλο του, για να ελευθερωθώ από τη δουλεία των αισχρών παθών, διότι η καρδιά μου σφίγγεται σαν με σιδερένια αλυσίδα. Ας με προλάβει η ευσπλαχνία σου, Κύριε, δια μέσου της παράκλησής των Αγίων σου, προτού να συρθώ μαζί μ’ αυτούς που κάνουν την ανομία. Εκεί θα αποκαλυφθούν αυτά που έπραξα στο σκοτάδι, και αυτά που έπραξα στα φανερά.
Αλίμονο, ποια ντροπή θα με κυριεύσει, όταν θα με δουν να καταδικασθώ αυτοί που νομίζουν ότι τώρα είμαι άμεμπτος! Εγκατέλειψα την πνευματική εργασία ο άθλιος και υποδουλώθηκα στα πάθη!
Αλίμονο, ψυχή! Γιατί αμαυρώνεται από το ζόφο των παθών μου ο ήλιος! Γιατί ξοδεύεται η ζωή στο θάνατο! Γιατί δεν εξαφανίζεται ο ζόφος με την παρουσία της ακτίνας! Γιατί προτιμούμε τη φθορά αντί για την αφθαρσία! Γιατί παρασυρόμαστε, ψυχή, προς τη γη με τα πάθη! Αχρηστεύαμε τη θεοΰφαντη ενδυμασία και την κάναμε ανάξια του βασιλικού γάμου. Με τη θέλησή μας πουληθήκαμε στις αμαρτίες. Υποδουλωθήκαμε στον εχθρό της ζωής μας.
Τι θα πεις στον Κριτή εκείνη τη φοβερή και φρικτή μέρα; Πείνασα ή δίψασα ή γυμνήτευσα ή ταπεινώθηκα για σένα; Ή σε αγάπησα με όλη μου την ψυχή; Φανερά κράζει διαρκώς ο Διδάσκαλος. Δέξου εσύ που είσαι σε εξουσία το χαλινάρι, εσύ που είσαι σε δουλεία την ισότητα, ο φτωχός τον ασφαλή πλούτο. Γιατί δε δέχεσαι την ελευθερία, αλλά τη δυσκολία; Γιατί περιμένεις τον καιρό, και όχι το λογισμό; Γιατί τον επίβουλο φίλο, και όχι τον σωτήριο πόθο; Γιατί δε βοηθούμε τη φύση, εφόσον έχουμε καιρό; Όσο ακόμη είσαι κύριος των λογισμών όσο ακόμη δεν είναι άρρωστο το σώμα και η διάνοια· όσο το δικό σου αγαθό δεν εξαρτάται από άλλα πράγματα· όσο το δώρο είναι φανερό σ’ εσένα, και όχι αβέβαιο, και η χάρη αγγίζει το εσωτερικό σου· όσο τα δάκρυά σου είναι για σένα μηνύματα του θανάτου· πρόλαβε, στάσου με γενναιότητα ενάντια στα πάθη μαζί με τους συμμάχους σου στην παράταξη του Θεού· θριάμβευσε ενάντια στον Γολιάθ, για να μην προλάβει ο ληστής, για να μην προηγηθεί στην αρπαγή ο φονιάς, για να μη σε κλείσει έξω από τη βασιλεία κάποιος από τους εκβιαστές και τους κλέφτες. Πρέπει να φοβόμαστε και να προσέχουμε με όλη μας την προσοχή, μήπως φανούμε ψεύτες της υπόσχεσής μας. Διότι αν τις υποσχέσεις μας προς τους ανθρώπους τις επικυρώνει ο Θεός με το να τον επικαλεσθούμε ως εγγυητή, πόσος είναι ο κίνδυνος να βρεθούμε να είμαστε παραβάτες στις θείες συμφωνίες που κάναμε μ’ αυτόν, και να είμαστε υπόδικοι στην αλήθεια όχι μόνο για τα άλλα αμαρτήματα, αλλά και για το ίδιο το ψέμα, και μάλιστα ενώ δεν υπάρχει δεύτερη αναγέννηση, ούτε δεύτερη ανάπλαση, ούτε δεύτερη αποκατάσταση στην αρχαία κατάσταση. Είναι φοβερό να περάσει η πανήγυρη, και τότε να επιζητούμε την πραμάτεια. Είναι φοβερό πράγμα η μεταμέλεια, και το να αντιληφθούμε τότε τη ζημία, διότι δεν υπάρχει απαλλαγή από τη ζημία ύστερα από την αναχώρησή μας από αυτή τη ζωή, και ύστερα από τον πικρό αποκλεισμό, γι’ αυτά που έχει πράξει ο καθένας από μας.
Στενάζω όπως ο τελώνης, χύνω δάκρυα όπως η πόρνη, φωνάζω όπως ο ληστής, κραυγάζω όπως ο άσωτος γιός, σ’ εσένα, φιλάνθρωπε Χριστέ, Σωτήρα του κόσμου, αληθινό φως. Στήριξε την παραλυμένη από τη μέθη των ηδονών ψυχή μου, που έχασε τη δύναμή της. Θεράπευσε τις πληγές της, και τις παρεκτροπές του νου μου. Πλύνε την εντελώς με το τίμιο αίμα σου, επειδή έχει γίνει κατάμαυρη από το ρύπο της αμαρτίας. Τώρα είναι ο κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, τώρα είναι η μέρα της σωτηρίας37. Με τη μεγάλη σου ευσπλαχνία κάνε με να επιστρέφω, μόνε μακρόθυμε, και σώσε με από κάθε φιλήδονη απόλαυση. Ας μη με κατακάψει εντελώς η κάμινος των παθών, αλλά με τη δροσιά της ευσπλαχνίας σου εξασθένισέ την.
Αλίμονο μου, διότι μου χάρισες, Κύριε, φωτισμό γνώσης, αλλά εγώ τον αρνούμαι! Αλίμονο μου, διότι πάντοτε ασθενούσα και ασθενώ, αλλά αδιάκοπα με επισκέπτεται η χάρη σου και με θεραπεύει, και κάθε στιγμή αρνιόμουν και αρνιέμαι τη δωρεά των θεραπειών της. Με πόσες δωρεές με γέμισες εμένα τον αμαρτωλό, Δέσποτα, και συνεχώς μου χαρίζεις, εγώ όμως ο ταλαίπωρος είμαι αχάριστος ως προς τη διάθεση. Πάντοτε γλυκαίνομαι από τη χάρη σου, πάντοτε φωτίζομαι, συνεχώς στηρίζομαι, αλλά πάντοτε την αρνιέμαι και επιστρέφω πάλι στη σκληρότητα του εαυτού μου.
Μου υπενθυμίζεις, Υπεράγαθε, το θάνατο, τις αιώνιες τιμωρίες, και με ελκύεις πάντοτε στη ζωή, για να σωθώ, εγώ όμως επιμένω συνεχώς στην πονηριά. Γι’ αυτό το λόγο δεν έχω εκεί καμιά απολογία. Χτυπώ, για να μου ανοιχθεί η πόρτα του ελέους σου, Κύριε. Επιμένω να παρακαλώ, για να πετύχω το αίτημά μου. Ως αδιάντροπος ζητώ να ελεηθώ. Μακροθύμησε σ’ εμένα τον διεστραμμένο. Σώσε με από τις αμαρτίες που με περικυκλώνουν, και αφού γίνω καλά, θα σηκωθώ από το κρεβάτι της φθοροποιού αμαρτίας. Ελευθέρωσέ με από κάθε πονηρό έργο, προτού να με προφθάσει ο θάνατος· για να βρω χάρη μπροστά σου κατά την ώρα του θανάτου και του χωρισμού· διότι στον Άδη, ποιος θα εξομολογηθεί σ’ εσένα38; Λεύκανε το χιτώνα μου που σπιλώθηκε, προτού να έρθει για μένα το φοβερό πρόσταγμα, και να με βρει απροετοίμαστο και ντροπιασμένο. Γλύτωσε μια θλιμμένη ψυχή από το στόμα του λιονταριού, και σώσε την με τη χάρη και την ευσπλαχνία σου, με τις πρεσβείες της πανάχραντης Δέσποινάς μας Θεοτόκου και όλων των Αγίων σου· διότι είσαι ευλογητός, στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν
Οἴμοι, ἐν ποίᾳ καταγνώσει ἕστηκα, ἐν ποίᾳ αἰσχύνῃ κατάκειμαι!
Οὐκ ἔστι τὸ κρυπτόμενόν μου ὡς τὸ φαινόμενον.
Περὶ ἀπαθείας διαλεγομένῳ, ἡ τῶν αἰσχρῶν παθῶν μελέτη ἐν ἐμοὶ ὑπάρχει ἡμέρας καὶ νυκτός.
Περὶ ἁγνείας προϊέμενος, λόγους περὶ ἀσελγείας διενθυμοῦμαι.
Οἴμοι, οἵα ἐξέτασίς μοι ἀπόκειται!
Ἀληθῶς σχῆμα εὐσεβείας περίκειμαι, καὶ οὐ τὴν δύναμιν.
Ἐν ποίῳ προσώπῳ προσέρχομαι Κυρίῳ τῷ Θεῷ τῷ γινώσκοντι τὰ κρυπτὰ τῆς καρδίας μου;
Τοσούτοις κακοῖς ὑπεύθυνος ὑπάρχων, δειλιῶ ἱστάμενος ἐν προσευχῇ, μὴ καταβῇ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἐκφλέξῃ με, ὥσπερ ποτὲ τοὺς προσενεγκόντας ἐν ἐρήμῳ (πῦρ ἀλλότριον, ἐξελθὸν) πῦρ παρὰ Κυρίου κατέκαυσεν αὐτούς.
Τί οὖν ἐγὼ προσδοκήσω, πολὺ ἄπειρον βάρος ἁμαρτιῶν περικείμενος;
Πεπώρωταί μου ἡ καρδία, ἠλλοίωταί μου ὁ εὐσεβὴς λογισμός, ἐσκοτίσθη μου ἡ διάνοια.
Ἀεὶ ἐπιστρέφω ὡς κύων ἐπὶ τὸν ἴδιον ἔμετον.
Οὐκ ἔστι μοι παρρησία πρὸς τὸν ἐτάζοντα καρδίας καὶ νεφρούς·
οὐκ ἔστι μοι ἡ διάνοια καθαρά·
οὐκ ἔστι μοι δάκρυον ἐν προσευχῇ.
Κἂν στενάξω, ψύγω μου τὸ πρόσωπον τὸ ἐν αἰσχύνῃ γεγονός.
Κρούσω μου τὸ στῆθος, τὸ τῶν παθῶν οἰκητήριον, τὸ τῶν πονηρῶν λογισμῶν ἐργαστήριον.
∆όξα σοι, μόνε μακρόθυμε, δόξα σοι, μόνε ἀγαθέ, δόξα σοι, εὐεργέτα τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν.
Μεγάλοι σου οἱ οἰκτιρμοὶ ἐπὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡμᾶς, Κύριε.
Μή με ἀπορίψῃς μετὰ τῶν λεγόντων σοι, Κύριε, Κύριε, καὶ μὴ ποιούντων τὸ θέλημά σου·
πρεσβείαις τῆς παναχράντου ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου·
πρεσβείαις πάντων τῶν εὐαρεστησάντων ἐνώπιόν σου.
Σὺ γὰρ γινώσκεις, Κύριε, τὰ ἐν ἐμοὶ κεκρυμμένα πάθη·
σὺ ἐπίστασαι τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς μου.
Ἴασαί με, Κύριε, (καὶ) ἰαθήσομαι.
Εἰ μὴ γὰρ σύ, Κύριε, οἰκοδομήσῃς οἶκον ψυχῆς, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες.
Παρασκευάζομαι γὰρ πρὸς ἀντίστασιν τῶν παθῶν, ἐν τῷ συμβάλλειν πρὸς αὐτά, καὶ ἡ κακοτεχνία τοῦ ∆ράκοντος ἐκλύει μου τὸν τόνον τῆς ψυχῆς διὰ τῆς ἡδονῆς·
καὶ μὴ ὄντος τινὸς τοῦ βιάζοντος, ὥσπερ αἰχμάλωτος αἴρομαι ὑπ’ αὐτῶν.
Προθυμοῦμαι ἀποσπᾶσαι τὸν κατακαιόμενον, καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ πυρός, ἔτι νεάζοντός μου, ἐφέλκει με πρὸς τὸ πῦρ.
Πάλιν ὁρμῶ τοῦ σῶσαι τὸν καταποντιζόμενον, καὶ ἀπὸ ἀπειρίας σὺν αὐτῷ καταποντίζομαι.
Ἐπιπλήττω τὸν κάμνοντα, τυφλὸς ὢν αὐτός.
Ἰατρὸς θέλω γενέσθαι ὁ ἄθλιος τῶν παθῶν, αὐτὸς ἐγὼ ὑπ’ αὐτῶν αἰχμαλωτιζόμενος.
Φώτισον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας μου, ὅπως ἐπιγνώσομαι τὰ πλήθη τῶν παθῶν μου.
Ἡ χάρις σου ἐπισκιάσῃ ἐπ’ ἐμέ, ∆έσποτα, καὶ φωτίσῃ μου τὴν ἐσκοτισμένην διάνοιαν, καὶ ἐπὶ τῇ ἀγνωσίᾳ μου γνῶσιν θείαν ἐνοικήσῃ μοι·
ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ σοὶ πᾶν ῥῆμα.
Αὐτός, Κύριε, τὴν ἄβατον θάλασσαν εὐδιάβατον παρέσχες τῷ λαῷ σου ποτέ.
Αὐτὸς ἐκ πέτρας ἀκροτόμου ὕδωρ αὐτοῖς παρέσχες διψῶσιν.
Αὐτὸς μόνος τὸν ἐμπεσόντα εἰς τοὺς λῃστὰς τῇ ἀγαθότητί σου διέσωσας.
Σπλαγχνίσθητι ἐπ’ ἐμοί, Κύριε, διὰ τὴν πολλήν σου ἀγαθότητα, τῷ περιπεσόντι εἰς τοὺς λῃστὰς καὶ δεθέντι ὡς δεσμίῳ ὑπὸ κακοφροσύνης.
Οὐδεὶς ὁ δυνάμενος ἰάσασθαί μου τὸ ἄλγος τῆς ψυχῆς, εἰ μὴ σύ, Κύριε, ὁ ἐπιστάμενος τὰ βάθη τῆς καρδίας μου.
Ὁσάκις ἐθέμην ὁ τάλας ἐν ἐμαυτῷ ὅρους, καὶ τείχη ἀνῳκοδόμησα μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῆς ἀνόμου ἁμαρτίας, καὶ τῶν ἐναντίων ἐξεναντίας βαλόντων εἰς πόλεμον, ἡ διάνοια τοὺς ὅρους παρέβη, καὶ τὰ τείχη κατεσκάφη, διὰ τὸ τοὺς ὅρους μὴ ἔχειν ἀσφάλειαν φόβῳ τοῦ κρείττονος, καὶ διὰ τὸ μὴ τὰ τείχη θεμελιοῦσθαι ἐπὶ εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Τίς οὐ μὴ κλαύσῃ ἐπ’ ἐμοί, ὅτι διὰ μικρὰν ἡδονὴν τοῦ ἀτελευτήτου πυρὸς κατεφρόνησα, καὶ τῆς αἰωνίου βασιλείας οὐκ ἀντεποιησάμην;
Ἐδούλωσα τοῖς πάθεσιν ὁ ἄθλιος τὸ τῆς ψυχῆς μου ἀξίωμα.
Κτηνώδης ἐγενόμην, καὶ οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον Κύριον.
Ἐκοσμήθην ποτὲ πλουτοποιοῖς χαρίσμασι, νῦν δὲ τὴν πενίαν τῶν παθῶν ἠγάπησα.
Ξένος ἐγενόμην τῶν ἀρετῶν, εἰς χώραν κακίας ἀποδημήσας μακράν.
Ἡμίθνητός εἰμι, βραχύτατον ἔχων ζωῆς λείψανον.
Κλαύσατέ με, ὅσιοι καὶ δίκαιοι, τὸν ἐν πάθεσι καὶ ἁμαρτίαις συλληφθέντα·
κλαύσατέ με οἱ τῆς ἐγκρατείας ἐργάται τὸν γαστρίμαργον καὶ φιλήδονον·
κλαύσατέ με οἱ ἐλεηθέντες καὶ ἐπιγνώμονες, τὸν ἐλεηθέντα καὶ παραπικράναντα·
κλαύσατέ με οἱ ἀγαπήσαντες τὰ ἀγαθὰ καὶ μισήσαντες τὰ πονηρά, τὸν ἀγαπήσαντα τὰ πονηρὰ καὶ μισήσαντα τὰ ἀγαθά·
κλαύσατέ με οἱ βίον ἐνάρετον κεκτημένοι, τὸν ἐν σχήματι ἐνάρετον, τοῖς δὲ ἔργοις ἐμπαθῆ καὶ ἀδιάφορον·
κλαύσατέ με οἱ Θεῷ εὐάρεστοι τὸν ἀνθρωπάρεσκον·
κλαύσατέ με οἱ τὴν τελείαν ἀγάπην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν πλησίον ἔχοντες, τὸν λόγοις μὲν ἀγαπῶντα, ἔργοις δὲ πόρρω ἀπέχοντα·
κλαύσατέ με οἱ τὴν ὑπομονὴν κεκτημένοι καὶ καρποφοροῦντες, τὸν ἀνυπομόνητον καὶ ἄκαρπον·
κλαύσατέ με οἱ ἀνεπαισχύντως τῷ Θεῷ προσευχόμενοι, τὸν αἰσχυνόμενον ἀτενίσαι εἰς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ·
κλαύσατέ με οἱ τὴν πρᾳότητα κεκτημένοι, τὸν ταύτης ἀλλότριον·
(κλαύσατέ με οἱ ἐλεήμονες τὸν ἀνελεήμονα·) κλαύσατέ με οἱ ταπεινόφρονες, τὸν ὑψηλόφρονα καὶ ὑπερήφανον·
κλαύσατέ με οἱ τὴν ἀκτημοσύνην τῶν Ἀποστόλων κτησάμενοι, τὸν ὑλομανοῦντα καὶ φορτιζόμενον·
κλαύσατέ με οἱ πιστοὶ καὶ ἑδραῖοι τῇ καρδίᾳ πρὸς τὸν Κύριον, τὸν δίψυχον καὶ σαθρὸν καὶ ἀδόκιμον·
κλαύσατέ με οἱ τὸ πένθος ἀγαπήσαντες καὶ τὸν γέλωτα μισήσαντες, τὸν ἀγαπήσαντα τὸν γέλωτα καὶ μισήσαντα τὸ πένθος·
κλαύσατέ με οἱ ἔχοντες ἐν νῷ τὴν μετὰ θάνατον κρίσιν, τὸν ὁμολογοῦντα μεμνῆσθαι, καὶ τὰ ἐναντία πράττοντα·
κλαύσατέ με οἱ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τὸν γεέννης τοῦ πυρὸς ἄξιον.
∆εήθητε, Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, ὑπὲρ ψυχῆς κλυδωνιζομένης·
ἐν οἷς δύνασθε, Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, βοηθήσατε.
Οἶδα γὰρ ὅτι ἐὰν δεηθῆτε τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, πάντα συγχωρηθήσεται ἡμῖν τῷ πελάγει τῆς αὑτοῦ χρηστότητος.
Καὶ ὥσπερ ὁ Θεὸς ἐστὶ φιλάνθρωπος, οὕτω καὶ ὑμεῖς μὴ ὑπερίδητε ἀξιούμενοι τὴν δέησιν ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὅτι οὐκ ἔχω παρρησίαν διὰ τὰ πολλά μου ἁμαρτήματα.
Ἔργον ὑμῖν ἐστίν, Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, πρεσβεύειν ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν, Θεοῦ δὲ ἔργον ἐστὶ τοὺς ἀπεγνωσμένους ἐλεεῖν.
∆εήθητε, Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, τοῦ βασιλέως περὶ αἰχμαλώτου·
δεήθητε τοῦ ποιμένος περὶ τοῦ προβάτου·
δεήθητε τῆς ζωῆς περὶ τοῦ νεκροῦ·
ὅπως ἀποστείλῃ αὐτοῦ τὴν χάριν, καὶ στηρίξῃ τὸ εὐόλισθον τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς.
Προσπίπτω τοῖς οἰκτιρμοῖς τῆς σῆς ἀγαθότητος, ∆έσποτα τῶν ἁπάντων.
∆έξαι παράκλησιν ἁμαρτωλοῦ·
γλύκανον ψυχὴν πικρανθεῖσαν ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας·
μετάδος διψῶντι ἐκ τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς, καὶ ὁδήγησόν με ἐν τῇ ὁδῷ αὐτῆς·
εἰσάγαγέ με εἰς τὴν βασιλικὴν πύλην, ὡς ∆εσπότης τὸν ἴδιον δοῦλον, ὅπως ἐλευθερωθῶ τῆς δουλείας τῶν ἀτίμων παθῶν, ὅτι συνέχεταί μου ἡ καρδία ὡς ἐν ἁλύσει σιδηρᾷ.
Προφθασάτωσάν με οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, διὰ τῆς παρακλήσεως τῶν Ἁγίων σου, πρὶν ἑλκυσθῶ ἅμα τοῖς ἐργαζομένοις τὴν ἀνομίαν.
Ἐκεῖ ἀποκαλυφθήσονται τὰ ἐν τῷ σκότει καὶ τὰ ἐν τῷ φανερῷ πεπραγμένα μοι.
Οἴμοι, ποία αἰσχύνη με καταλήψεται, ὅταν ἴδωσί με καταδικασθέντα οἱ δοκοῦντες με νῦν ἄμεμπτον εἶναι!
Τὴν πνευματικὴν ἐργασίαν καταλιπὼν ὁ ἄθλιος, τοῖς πάθεσιν ὑπετάγην!
Οἴμοι, ψυχή!
Τί ἀμαυροῦται τῷ ζόφῳ τῶν παθῶν μου ὁ ἥλιος!
Τί ἐνδαπανᾶται ἡ ζωὴ τῷ θανάτῳ!
Τί οὐκ ἀφανίζεται τῇ παρουσίᾳ τῆς ἀκτῖνος ὁ ζόφος!
Τί τὴν φθορὰν τῆς ἀφθαρσίας προκρίνομεν!
Τί πρὸς γῆν τοῖς πάθεσι, ψυχή, συμφερόμεθα!
Τὸ θεότευκτον ἄμφιον ἠχρειώσαμεν, καὶ ἀνάξιον τοῦ βασιλικοῦ γάμου ἐποιήσαμεν.
Ἑκουσίως ταῖς ἁμαρτίαις ἐπράθημεν.
Τῷ ἐχθρῷ τῆς ζωῆς ἡμῶν κατεδουλώθημεν.
Τί ἐρεῖς τῷ Κριτῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ φοβερᾷ καὶ φρικτῇ;
Ἐπείνασα διὰ σέ, ἢ ἐδίψησα, ἢ ἐγυμνήτευσα, ἢ ἐταπεινώθην;
Ἢ ἠγάπησά σε ὅλῃ μου τῇ ψυχῇ;
Παρρησίᾳ διηνεκῶς βοᾷ ὁ ∆ιδάσκαλος.
∆έξαι ὁ ἐν ἐξουσίᾳ τὸν χαλινόν, ὁ ἐν δουλείᾳ τὴν ἰσοτιμίαν, ὁ πένης τὸν ἄσυλον πλοῦτον.
Τί μὴ τὴν ἐλευθερίαν, ἀλλὰ τὴν στενοχωρίαν;
Τί καιρὸν ἀναμένεις, ἀλλ’ οὐ λογισμόν;
Τί φίλον ἐπίβουλον, ἀλλ’ οὐ πόθον σωτήριον;
Τί μὴ βοηθοῦμεν τῇ φύσει καιρὸν ἔχοντες;
Ἕως ἔτι τῶν λογισμῶν κύριος εἶ·
ἕως οὔπω νοσεῖ τὸ σῶμα καὶ ἡ διάνοια·
ἕως οὐκ ἐπ’ ἄλλοις κεῖται τὸ σὸν ἀγαθόν·
ἕως δῆλόν σοι τὸ δῶρον, ἀλλ’ οὐκ ἀμφίβολον, καὶ τοῦ βάθους ἡ χάρις ἐφάπτεται·
ἕως οὗ δάκρυα περὶ σὲ τῆς ἐξόδου μηνύματα·
πρόφθασον, στῆθι γενναίως κατὰ τῶν παθῶν μετὰ τῆς συμμαχίας εἰς Θεοῦ παράταξιν·
ἀρίστευσον κατὰ τοῦ Γολιάθ, μὴ λῃστὴς προλάβῃ, μὴ φονεὺς προαρπάσῃ, μή τις τῶν βιαστῶν καὶ ἁρπακτῶν τῆς βασιλείας σὲ ἀποκλείσῃ.
Φοβητέον καὶ πάσῃ φυλακῇ τηρητέον, μὴ ψεῦσται τῆς ὁμολογίας ἡμῶν φαινώμεθα.
Εἰ γὰρ τὰς πρὸς ἀνθρώπους ὁμολογίας ἐμπεδοῖ Θεὸς μέσος παραληφθείς, πόσος ὁ κίνδυνος ὧν (πρὸς αὐτὸν ἐθέμεθα θείων συνθηκῶν, τούτων) παραβάτας εὑρίσκεσθαι, καὶ μὴ μόνον τῶν ἄλλων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ψεύδους ὑποδίκους εἶναι τῇ ἀληθείᾳ, καὶ ταῦτα οὐκ οὔσης δευτέρας ἀναγεννήσεως, οὐδὲ ἀναπλάσεως, οὐδὲ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀποκαταστάσεως.
∆εινὸν παρελθεῖν τὴν πανήγυριν, καὶ τηνικαῦτα τὴν πραγματείαν ζητεῖν.
∆εινὸν ὑστεροβουλία, καὶ τηνικαῦτα τῆς ζημίας αἰσθάνεσθαι, ὅτι οὐκ ἔστι λύσις ζημίας μετὰ τὴν ἐντεῦθεν ἐκδημίαν καὶ τὸν πικρὸν συγκλεισμὸν τῶν ἑκάστῳ βεβιωμένων.
Ὡς ὁ τελώνης στενάζω, ὡς ἡ πόρνη δακρύω, ὡς ὁ λῃστὴς ἀναβοῶ, ὡς ὁ ἄσωτος υἱὸς κραυγάζω πρὸς σέ, φιλάνθρωπε Χριστέ, Σωτὴρ τοῦ κόσμου, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.
Στήριξον ἐξασθενήσασαν τὴν παρειμένην ψυχήν μου τῇ μέθῃ τῶν ἡδονῶν.
Θεράπευσον τὰ ἕλκη ταύτης, καὶ ἐκτροπὰς τοῦ νοός μου.
Ἀπόπλυνον αὐτὴν μεμελανωμένην τῷ λύθρῳ τῆς ἁμαρτίας, τῷ σῷ τιμίῳ αἵματι.
Νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, νῦν ἡμέρα σωτηρίας.
Ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου ἐπίτρεψόν με, μόνε μακρόθυμε, καὶ ῥῦσαί με ἀπὸ πάσης ἐνηδόνου τρυφῆς.
Μὴ εἰς τέλος καταφλέξῃ με ἡ κάμινος τῶν παθῶν, ἀλλὰ τῇ δρόσῳ τοῦ ἐλέους σου καταμάρανον αὐτήν.
Οὐαί μοι, ὅτι ἐδωρήσω μοι, Κύριε, φωτισμὸν γνώσεως, κἀγὼ αὐτὸν ἀθετῶ!
Οὐαί μοι, ὅτι πάντοτε ἠσθένησα καὶ ἀσθενῶ, καὶ ἀδιαλείπτως ἐπισκέπτεταί με ἡ χάρις σου καὶ ἰᾶταί με, καὶ καθ’ ὥραν ἠθέτησα καὶ ἀθετῶ τὴν δωρεὰν τῶν ἰαμάτων αὐτῆς!
Ὅσων δωρεῶν ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν ἐπλήρωσας, ∆έσποτα, καὶ ἀεὶ δωρῇ, ἐγὼ δὲ ὁ τάλας εἰμὶ ἀγνώμων τῇ προαιρέσει!
Πάντοτε γλυκαίνομαι ὑπὸ τῆς χάριτός σου, πάντοτε φωτίζομαι, συνεχῶς στηρίζομαι, καὶ πάντοτε (αὐτὴν) ἀθετῶ καὶ εἰς τὴν πικρότητα ἐμαυτοῦ πάλιν μεταβάλλομαι.
Ὑπομιμνῄσκεις με, Ὑπεράγαθε, τὸν θάνατον, τὰς αἰωνίους τιμωρίας, καὶ ἕλκεις με πάντοτε εἰς τὴν ζωήν, ἵνα σωθῶ, ἐγὼ δὲ τῇ μοχθηρίᾳ ἀεὶ ἐπιμένω.
Χάριν τούτων οὐκ ἔχω οὐδεμίαν ἀπολογίαν ἐκεῖ.
Κρούω, ἵνα ἀνοιγῇ μοι ἡ θύρα τοῦ ἐλέους σου, Κύριε.
Ἐπιμένω δεόμενος, ὅπως ἐπιτύχω τοῦ αἰτήματος.
Ὡς ἀναιδὴς ἐλεηθῆναι ζητῶ.
Μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ τῷ σκολιῷ.
Ῥῦσαί με τῶν περιεχουσῶν με ἁμαρτιῶν, καὶ ὑγιὴς γενόμενος ἐγερθῶ τῆς κλίνης τῆς φθοροποιοῦ ἁμαρτίας.
Ἐλευθέρωσόν με ἀπὸ παντὸς ἔργου πονηροῦ, πρὶν καταλάβῃ με τὸ τέλος·
(ὅπως εὕρω χάριν ἐνώπιόν σου ἐν τῇ ὥρᾳ τοῦ θανάτου καὶ χωρισμοῦ·) ἐν γὰρ τῷ ᾅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
Λεύκανον τὸν σπιλωθέντα μοι χιτῶνα πρὸ τοῦ ἐλθεῖν μοι τὸ πρόσταγμα τὸ φοβερόν, καὶ λαβεῖν με ἀνέτοιμον καὶ ᾐσχυμμένον.
Ῥῦσαι ψυχὴν τεθλιμμένην ἐκ στόματος λέοντος, καὶ σῶσον αὐτὴν χάριτι καὶ οἰκτιρμοῖς, πρεσβείαις τῆς παναχράντου ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων·
ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ ΤΟΜΟΣ 6
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ : ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ