ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
Προσευχές που συλλέχθηκαν από τις θείες Γραφές, οι περισσότερες μάλιστα από τον άγιο Εφραίμ, γι’ αυτούς που θέλουν να πολεμήσουν την προαίρεσή τους, που είναι προσκολλημένη στα πάθη και τις ηδονές |
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ
ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ
Συνέλθετέ μοι, Ὅσιοι καὶ ∆ίκαιοι,
οἱ καλῶς τὸν ἀγῶνα ἀγωνισάμενοι·
Ο πόνος39πού αισθάνομαι με αναγκάζει να μιλώ στον Θεό, η αναξιότητά μου όμως μου επιβάλλει να σιωπώ. Οι πόνοι της καρδιάς μου με αναγκάζουν να φωνάξω, οι αμαρτίες μου όμως μου επιβάλλουν να μένω άφωνος. Η ψυχή μου πονεί και τα μάτια μου ποθούν τα δάκρυα. Αμάρτησες, ψυχή, μετανόησε. Να, οι μέρες μας περνούν σαν σκιά. Πρόκειται να διέλθεις φοβερούς και φρικτούς τόπους, ψυχή μου, μετά από λίγο. Μην αναβάλλεις, από μέρα σε μέρα, να επιστρέφεις στον Κύριο40.
Έλα41 σε κατάνυξη, ψυχή μου, έλα σε κατάνυξη για όλα τα αγαθά που πήρες από τον Θεό και δεν τα φύλαξες. Έλα σε κατάνυξη για όλα όσα έπραξες, και ο Θεός μακροθυμεί για χάρη σου, για να μην παραδοθείς στο εξώτερο σκοτάδι, μπροστά στο φοβερό δικαστικό βήμα του Χριστού.
Αλίμονο σ’ εμένα τον αμαρτωλό, διότι λέρωσα και συνεχώς λερώνω την καθαρότητα της καρδιάς μου εξαιτίας της χαυνότητάς μου! Η αμέλεια και η οκνηρία μου ντρόπιασαν την παρρησία της καρδιάς μου, και η πονηρή επιθυμία με προστάζει, σαν αφέντης το δούλο του, και εγώ αμέσως με φόβο υπακούω, σαν νήπιο. Με ξεγελά, και εγώ νιώθω ευχαρίστηση.
Αλίμονο, Κύριε, διότι η χάρη σου διαρκώς με ελκύει στη ζωή, εγώ όμως προτιμώ περισσότερο το θάνατο. Φροντίζεις να γίνω ισότιμος με τους Αγγέλους, εγώ όμως με την πονηριά μου μικρύνω τον εαυτό μου. Πλήθυναν οι αμαρτίες μου, Κύριε, και συνεχώς πληθύνουν, και ο αριθμός τους δεν έχει τελειωμό. Και ποιος θα πενθήσει για μένα, ή ποιος θα παρακαλέσει; Μόνο εσύ ο ίδιος, Σωτήρα μου, παρακαλούμενος από την αγαθότητά σου, ρίξε με ευσπλαχνία το βλέμμα σου επάνω σ’ εμένα τον απελπισμένο. Πως θα σε παρακαλέσω, Δέσποτα, εφόσον γέμισα το στόμα μου με κακολογία; Ή πως θα σε υμνήσω, εφόσον η συνείδησή μου έχει μολυνθεί; Ή πως θα σε αγαπήσω, εφόσον είμαι γεμάτος από τα πάθη; Ή πως θα κατοικήσει μέσα μου η αλήθεια, εφόσον εξαθλίωσα τον εαυτό μου με το ψεύδος; Ή πως θα ζητήσω τη βοήθειά σου, εφόσον δε φύλαξα τις εντολές σου;
Διότι, αφού γνώρισα καλά την αλήθεια, έγινα φιλόνεικος42, επιθετικός, εριστικός στις ασήμαντες αναθέσεις διακονημάτων, φθονερός και σκληρός στους γείτονες, άνθρωπος που τρέφομαι με κακές σκέψεις, άσπλαχνος στους φτωχούς, οργίλος, αντιρρησίας, φιλόνεικος, οκνηρός, θυμώδης, άνθρωπος που επιζητεί τα ωραία ενδύματα. Ακόμη43 και τώρα μάλιστα βρίσκομαι περισσότερο μέσα στους ακάθαρτους λογισμούς, στις φιλονεικίες, στη φιλαυτία, στη γαστριμαργία, στη φιληδονία, στην κενοδοξία, στην υπερηφάνεια, στη μοχθηρία, στην κακολογία, στη λαθροφαγία, στην ανυπακοή, στη φιλονεικία, στις προσβολές. Ενώ δεν είμαι τίποτε, θεωρώ τον εαυτό μου ότι είναι κάτι σπουδαίο. Ενώ συνεχώς λέω ψέματα, αγανακτώ με τους ψεύτες. Ενώ μολύνω το ναό του Θεού με τους πορνικούς λογισμούς, βγάζω καταδικαστική απόφαση εναντίον των πόρνων. Κρίνω αυτούς που κάνουν σφάλματα, ενώ ο ίδιος είμαι γεμάτος σφάλματα. Κρίνω τους λοίδορους και τους κλέφτες, ενώ ο ίδιος είμαι κλέφτης και λοίδορος. Προχωρώ χαρούμενος, ενώ είμαι ολόκληρος ακάθαρτος. Στις λατρευτικές συνάξεις και στα τραπέζια θέλω να στέκομαι πρώτος, ενώ πρέπει να με φτύνουν. Αντικρύζω μοναχούς και κάνω τον σοβαρό. Αντικρύζω μοναχούς και αλαζονεύομαι. Στις γυναίκες επιθυμώ να φανώ θελκτικός, και στους πλούσιους ευσεβής, και στους ξένους σκυθρωπός, και στους γνωστούς μου συνετός και φρόνιμος, και στους φρόνιμους ανώτερος από αυτούς, και στους ευσεβείς όσο πιο τέλειος μπορώ· τους ανόητους μάλιστα τους περιφρονώ σαν κτήνη. Αν μου φερθούν περιφρονητικά, αντιστέκομαι· αν με τιμήσουν, εκδηλώνω την αποστροφή μου. Αν μου ζητήσουν αυτό που χρωστώ σύμφωνα με το δίκαιο, πηγαίνω στα δικαστήρια, και αυτούς που λένε την αλήθεια τους θεωρώ σαν εχθρούς. Όταν με ελέγχουν, οργίζομαι, και όταν δεν με κολακεύουν, αισθάνομαι αηδία. Δε θέλω να τιμήσω τον άξιο, αλλά αν και είμαι ανάξιος, απαιτώ τιμές. Δε θέλω να κουρασθώ, αλλά αν κάποιος δεν με υπηρετεί, οργίζομαι μ’ αυτόν. Δε θέλω να συνεργασθώ μ’ αυτούς που εργάζονται, αλλά αν κάποιος δε με βοηθά, τον κατακρίνω, ως υπερήφανο. Στις δυσκολίες δείχνω αδιαφορία για τον αδελφό αν όμως είναι υγιής, ζητώ τη βοήθειά του. Όταν ασθενεί κάποιος, τον αποφεύγω, αλλά όταν ασθενώ εγώ, θέλω να μου δείχνουν αγάπη. Περιφρονώ τους μεγαλύτερους, και τους μικρότερους τους παραβλέπω. Αν συγκρατήσω τον εαυτό μου από την ανόητη επιθυμία, υπερηφανεύομαι. Αν καταφέρω να αγρυπνώ, παγιδεύομαι από την ανυπακοή και την αντιλογία. Αν συγκρατήσω τον εαυτό μου από τα φαγητά, καταποντίζομαι στην υπερηφάνεια και την αλαζονεία. Αν καταφέρω να επιμείνω στην προσευχή, νικιέμαι από το θυμό και την οργή. Αν δω κάποιον στην αρετή, δεν κάθομαι. Όλες τις απολαύσεις του κόσμου τις περιφρόνησα, αλλά δεν απομακρύνομαι από την ανώφελη επιθυμία τους. Αν δω γυναίκες, λάμπω από χαρά. Εξωτερικά ταπεινοφρονώ, αλλά στην ψυχή υψηλοφρονώ. Φαινομενικά είμαι σαν ακτήμονας, αλλά ως προς το λογισμό πάσχω από πολυκτημοσύνη. Και γιατί πρέπει να ξοδεύω τον καιρό; Διότι φαινομενικά τα απαρνήθηκα όλα, αλλά στην πραγματικότητα φρονώ πάλι τα κοσμικά. Παραλείπω να αναφέρω τους τραχείς δρόμους που οδηγούν στην εκκλησία, τις σκόπιμες καθυστερήσεις, τις φλυαρίες στις συνάξεις, τις επινοήσεις των λογισμών, τις ανώφελες αναμνήσεις, τους επαίνους στην τράπεζα, τις απληστίες των ανταλλαγών, τις συμμετοχές στα ξένα σφάλματα, τις ολέθριες φιλονεικίες.
Αυτή είναι η ζωή μου. Με τόσα κακά αγωνίζομαι ενάντια στη σωτηρία μου, και η αλαζονεία μου και η κενοδοξία μου δε μου επιτρέπουν να προσέξω τα τραύματά μου, για να θεραπευθώ. Αυτά είναι τα κατορθώματά μου. Με τόσο πλήθος αμαρτιών ο Εχθρός παρατάσσεται εναντίον μου, και ενώ ο ταλαίπωρος ελέγχομαι γι’ αυτές, προσπαθώ να αποκτήσω τη δόξα της αγιότητας. Αν και ζω μέσα στις αμαρτίες, θέλω να θεωρούμαι σαν δίκαιος. Για όλα αυτά έχω μια απολογία, ότι αυτά μου τα υπαγόρευσε ο Διάβολος· αλλά ούτε τον Αδάμ ωφέλησε η απολογία αυτή, όταν απολογήθηκε. Πιστεύω ότι εκείνος υποκίνησε τον Κάιν αλλά ούτε ο Κάιν ξέφυγε την καταδίκη. Αλλά τι να κάνω, αν με επισκεφθεί ο Κύριος; Δεν υπάρχει καμιά απολογία για τη δική μου αμέλεια. Φοβούμαι μήπως βρεθώ και εγώ να είμαι από αυτούς που είπε ο Παύλος ότι είναι σκεύη οργής44, τους οποίους ο Διάβολος θεωρεί όμοιους με τη δική του μερίδα· και τους οποίους ο Θεός παρέδωσε σε επαίσχυντα πάθη45 εξαιτίας της καταφρόνησης που δείχνουν. Λοιπόν, υπάρχει φόβος μήπως εκδώσει τέτοια καταδίκη και για μένα.
Κύριε, για μένα τον αμαρτωλό όρισες μετάνοια. Θέλοντας να σώσεις εμένα τον ανάξιο, ζωογόνησε, Ζωοδότη, την ψυχή μου, που νεκρώθηκε από τις αμαρτίες. Καθάρισε τη σκληρή σαν πέτρα πώρωση της ταλαίπωρης καρδιάς μου, και δώρισέ μου πηγή κατάνυξης, εσύ που από τη ζωήρρυτη πλευρά σου ανάβρυσες τη ζωή.
Ποιος δε θα στενάξει; Ποιος δε θα πενθήσει τη δική μου αποταγή; Ακόμη δεν απαρνήθηκα αληθινά τον κόσμο, και έχω κυριευθεί από την υπερηφάνεια· ακόμη δε γεύθηκα την άσκηση, και έχω δεθεί από την κενοδοξία· ακόμη δεν είδα τα πρόθυρα, και φαντάζομαι το εσωτερικό· ακόμη δε δοκιμάσθηκα στην προπαίδεια των αρετών, και ευθύς επιπλήττω τον αδελφό· ακόμη δεν έφθασα στην αληθινή γνώση της αλήθειας, και διδάσκω τους άλλους από υπερηφάνεια.
Όλα σου τα έχει δώσει, ψυχή, ο πανάγαθος Θεός: γνώση, σύνεση, διάκριση. Γνώριζε το συμφέρον σου. Πως εσύ νομίζεις, ότι προσφέρεις φώτα στον πλησίον σου, ενώ είσαι σκοτεινή; Γίνε, ψυχή, γιατρός του εαυτού σου· αλλιώς θρήνησε την τύφλωσή σου. Δεν έχεις καμιά δικαιολογία για τις αμέλειες σου. Πρόσεξε, αγρύπνησε, ψυχή, στέναξε, χύσε δάκρυα και καθάρισε με τη νηστεία το βαρύ φορτίο των αμαρτιών σου.
Ο Θεός ο ύψιστος, ο μόνος που έχεις εξουσία στη ζωή και στο θάνατο, δώρισε σ’ εμένα τον αμαρτωλό τους πολλούς οικτιρμούς σου, την ώρα εκείνη της φρικτής παρουσίας σου, για να μη βρεθώ εκεί, μπροστά στο φοβερό δικαστικό βήμα σου, όνειδος και ντροπή μεγάλη στους θεατές Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Προφήτες, Αποστόλους, Πατριάρχες, Μάρτυρες, Ασκητές, και σε όλους τους Δικαίους. Αλλά, Σωτήρα μου, τιμώρησέ με εδώ, όπου απόλαυσα την ηδονή της αμαρτίας, ως πατέρας εύσπλαχνος και φιλότεκνος, και εκεί συγχώρησέ με, ως Θεός ουράνιος, ο μόνος αναμάρτητος. Διέπραξα ο ταλαίπωρος κάθε αμαρτία. Όλους τους ξεπέρασα στην ασωτία. Είμαι υπόδικος για την κόλαση, και αν κινηθώ να μετανοήσω, δεν έχω δάκρυα.
Αλίμονο, με ποια μάτια θα αντικρύσω εγώ ο αμαρτωλός και ράθυμος εκείνο το φρικτό δικαστικό βήμα, στο οποίο αφού καθίσεις, Κύριε, θα ελέγξεις αυτά που έχω πράξει! Ξέρω ότι είσαι φοβερός κριτής, που θα έρθεις με τη δόξα της Θεότητάς σου, και θα ελέγξεις όλα τα κρυφά. Όλη τη ζωή μου ο άθλιος την σπατάλησα άσωτα, με το να κυλιέμαι διαρκώς στο βόρβορο των ηδονών. Όλα τα κρυφά σφάλματά μου και τα νέφη των αμαρτιών μου τα γνωρίζεις μόνο εσύ ο Δημιουργός μου. Κανείς έτσι, όπως εγώ, δε φάνηκε καταγώγιο της αμαρτίας. Κανείς έτσι, όπως εγώ, δεν παρόργισε την αγαθότητά σου, Δέσποτα, ακολουθώντας τις παρορμήσεις της κακίας. Αλλά όπως είσαι πέλαγος της αγαθότητας, αποξήρανε τα πονηρά πελάγη των αμαρτιών μου· και όπως είσαι άβυσσος της ευσπλαχνίας, κατάκαψε την άβυσσο των αμαρτιών μου, και μη μου ανταποδώσεις ανάλογα μ’ αυτά που έπραξα. Μη με καταδικάσεις στη φλόγα της γέεννας, διότι είναι αβάσταχτη η οργή σου, Κύριε, σ’ εμάς τους αμαρτωλούς. Ποιος λοιπόν θα βαστάξει την απειλή της; Διότι η φωτιά της δε θα σβήσει, και το σκουλήκι μας δε θα πεθάνει.
Φοβήσου, ψυχή, την απειλή που απευθύνεται σ’ εσένα. Άφησε τον βαρύ ύπνο της αμέλειας και τη νύστα της φοβερής ραθυμίας. Το τέλος είναι κοντά. Η κρίση είναι μπροστά μας. Τι λοιπόν θα μας συναντήσει, ψυχή, ύστερα από το χωρισμό;
Συγκεντρωθείτε για μένα46, ‘Όσιοι και Δίκαιοι, εσείς που αγωνισθήκατε σωστά τον αγώνα· και ή να με πενθήσετε σαν νεκρό, ή να με λυπηθείτε σαν ζωντανό και μισοπεθαμένο· επειδή εγώ είμαι γεμάτος ντροπή και δεν έχω παρρησία εξαιτίας των αμαρτιών που έπραξα συνειδητά. Χύστε επάνω μου την ευσπλαχνία σας, σαν σε αιχμάλωτο, και σαν σε τραυματία, που σάπισαν τα τραύματά του. Σπλαχνισθείτε με ως μύστες του εύσπλαχνου Θεού, του Σωτήρα μας, και δεηθείτε σ’ αυτόν για να με επιστρέφει, κάνοντας χάρη, ώστε να μη βρεθώ ανάξιος την ώρα της παρουσίας του, και να μην ακούσω εκείνη τη φοβερή απόφαση· «Φύγε μακριά από μένα, εργάτη της αδικίας· σου λέω, ότι δε σε ξέρω»47.
Σε παρακαλώ48 λοιπόν, εσένα το αληθινό Φως, το γέννημα του ευλογημένου Πατέρα, τη σφραγίδα της πατρικής του υπόστασης, ο οποίος κάθεσαι στα δεξιά της μεγαλοσύνης του49, ακατάληπτε Υιέ του Θεού, ανεξερεύνητε Χριστέ, καύχημα και χαρά για κείνους που σε ποθούν, το αγαλλίαμα και η ευφροσύνη για κείνους που σε αγαπούν, η ζωή μου, το φως μου, Χριστέ μου, μη με περιφρονήσεις τον εξουθενωμένο, μη με απορρίψεις τον σιχαμερό, μη με εγκαταλείψεις τον καταδικασμένο, διότι πάρα πολύ χαίρεται ο Εχθρός μου, όταν απελπίζομαι εξαιτίας του επερχόμενου εναντίον μου ζόφου της κακίας. Μ’ αυτό μόνο χαίρεται, όταν δηλαδή με δει αιχμάλωτο δια μέσου της απόγνωσης· όμως εσύ ο ίδιος με την ευσπλαχνία σου ντρόπιασε την ελπίδα του, και απόσπασέ με με τη βία από τα δόντια του, και από την πανούργα γνώμη του, και από όλη την ενέργειά του, που κινείται εναντίον μου, διότι με πολλά παρατάχθηκε να με πολεμήσει. Δώρισέ μου, Κύριε, φωτισμό να διακρίνω τις πανουργίες του αντίπαλου και μισόκαλου, διότι ρίχνει μπροστά μου αμέτρητες αφορμές για πτώση: σκάνδαλα, βλάβη, πολυκτημοσύνη, ρεμβασμό σ’ αυτή τη ζωή, σαρκική ηδονή, και ότι η παρούσα ζωή είναι μακροχρόνια· δειλία στην άσκηση, και οκνηρία στις προσευχές, και ύπνο στην ψαλμωδία, και σωματική ανάπαυση. Όσο εκείνος φροντίζει για την απώλειά μου, τόσο εγώ ο άθλιος ραθυμώ και αμελώ· και όσο εκείνος στήνει ενέδρες, τόσο εγώ δείχνω καταφρόνηση.
Πρόσεχε, ψυχή· φρόντιζε τη συνείδησή σου. Μην προσέχεις τα σφάλματα των άλλων, αλλά περισσότερο να προσέχεις τα δικά σου. Μην προσέχεις την αγκίδα που είναι στο μάτι του αδελφού σου και πλησίον, αλλά να κοιτάζεις συνεχώς στο δικό σου δοκάρι50. Βιάσου, πρόφθασε, συμφιλιώσου με τον Χριστό, που σταυρώθηκε για σένα ως προς το σώμα. Διότι αν κρίναμε τους εαυτούς μας, δε θα κρινόμασταν51 εκεί, όπου θα γίνει η μεγάλη και ατέλειωτη καταδίκη. Λυπήσου με, Κύριε, χάρη στην ευσπλαχνία σου, και σώσε με χάρη στην αγαθότητά σου μόνο, με τις μεσιτείες της πανάχραντης Δέσποινάς μας Θεοτόκου και όλων των Αγίων σου· διότι είσαι ευλογητός στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Ὁ πόνος λέγειν πρὸς Θεὸν ἀναγκάζει με,
ἡ δὲ ἐμὴ ἀναξιότης σιωπᾶν ἐπιτρέπει μοι.
Αἱ ὀδύναι φθέγξασθαί με βιάζονται,
αἱ δὲ ἁμαρτίαι μου σιγὴν ἔχειν κατεπείγουσιν.
Ἡ ψυχή μου ἀλγεῖ
καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπιθυμοῦσι δακρύων.
Ἥμαρτες, ψυχή, μετανόει.
Ἰδοὺ γὰρ αἱ ἡμέραι ἡμῶν παράγουσιν ὡς σκιά.
Φοβεροὺς καὶ φρικώδεις τόπους μέλλεις διέρχεσθαι,
ψυχή μου, μετ’ οὐ πολύ.
Μὴ ὑπέρθου ἡμέραν ἐξ ἡμέρας
ἐπιστρέφειν πρὸς Κύριον.
Κατανύγηθι, ψυχή μου,
κατανύγηθι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς,
οἷς εἴληφας παρὰ Θεοῦ καὶ οὐκ ἐφύλαξας.
Κατανύγηθι ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἔπραξας,
καὶ ὁ Θεὸς ἐμακροθύμησεν ἐπὶ σοί,
ἵνα μὴ τῷ ἐξωτέρῳ σκότει παραδοθῇς
ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ.
Οἴμοι τῷ ἁμαρτωλῷ,
ὅτι ἐρρύπωσα καὶ ἀεὶ ῥυπῶ
τὸ καθαρὸν τῆς καρδίας μου
δι’ ἐμὴν χαυνότητα!
Ἡ ἀμέλειά μου καὶ ἡ ὀκνηρία μου
τὴν παρρησίαν τῆς καρδίας μου κατῄσχυνε,
καὶ ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία,
ὡς δεσπότης δούλῳ, ἐπιτάσσει μοι,
κἀγὼ εὐθὺς ὡς νήπιος μετὰ φόβου οὕτως ὑπακούω.
Ἀποπλανᾷ με, κἀγὼ ἥδομαι.
Οἴμοι, Κύριε,
ὅτι ἡ χάρις Σου πάντοτε ἕλκει με εἰς τὴν ζωήν,
ἐγὼ δὲ μᾶλλον τὸν θάνατον προτιμῶ.
Ἰσότιμον Ἀγγέλων σπουδάζεις με γενέσθαι,
ἐγὼ δὲ τῇ μοχθηρίᾳ μου ἐμαυτὸν σμικρύνω.
Ἐπλήθυναν αἱ ἁμαρτίαι μου, Κύριε,
καὶ ἀεὶ πληθύνονται,
καὶ οὐκ ἔστι πέρας ἐν τῷ πλήθει αὐτῶν.
Καὶ τίς περὶ ἐμοῦ πενθήσει, ἢ παρακαλέσει;
Αὐτὸς μόνος, Σωτήρ μου,
τῇ ἰδίᾳ ἀγαθότητι παρακαλούμενος,
ἐπίβλεψον ἐν ἐλέει ἐπ’ ἐμὲ τὸν ἀπεγνωσμένον.
Πῶς ἱκετεύσω Σε, ∆έσποτα,
ὅτι τὸ στόμα μου ἐπλήρωσα λοιδορίας;
Ἢ πῶς ὑμνήσω Σε,
ὅτι ἡ συνείδησίς μου ῥερύπωται;
Ἢ πῶς ἀγαπήσω Σε,
ὅτι τοῖς πάθεσι πεπλήρωμαι;
Ἢ πῶς οἰκήσει ἐν ἐμοὶ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι τῷ ψεύδει ἐμαυτὸν ἐξύβρισα;
Ἢ πῶς ἐπικαλέσομαί Σε,
ὅτι τὰς ἐντολάς Σου οὐκ ἐφύλαξα;
Μετὰ γὰρ τὸ λαβεῖν τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας
ἐγενόμην πλήκτης, συγκρούστης,
ἐπὶ προχειρήσεσιν εὐτελέσι μάχιμος,
ἐπὶ γείτοσι φθονερὸς καὶ σκληρός,
κακαῖς ἐννοίαις ἐντρεφόμενος,
ἀνελεήμων εἰς πένητας,
ὀργίλος, ἀντίλογος,
φιλόνεικος, ὀκνηρός,
θυμώδης, ἱματίων καλλωπιστής.
Ἔτι δὲ καὶ νῦν περισσοτέρως εἰμὶ
ἐν ῥυπαροῖς λογισμοῖς,
ἐν παροξυσμοῖς, ἐν φιλαυτίᾳ, ἐν γαστριμαργίᾳ,
ἐν φιληδονίᾳ, ἐν κενοδοξίᾳ, ἐν ὑπερηφανίᾳ,
ἐν κακοθελίᾳ, ἐν καταλαλιᾷ, ἐν λαθροφαγίᾳ,
ἐν ἀνηκοΐᾳ, ἐν φιλονεικίᾳ, ἐν ὀνειδισμοῖς.
Μηδὲν ὤν, εἶναί τι ἐμαυτὸν λογίζομαι.
Ψευδόμενος ἀεί, ἐπὶ τοὺς ψεύστας ἄχθομαι.
Ῥυπῶν τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ἐν πορνικοῖς λογισμοῖς,
κατὰ τῶν πόρνων ἀποφαίνομαι.
Κρίνω τοὺς πταίοντας,
αὐτὸς ὢν πλήρης πταισμάτων.
Κρίνω λοιδόρους καὶ κλέπτας,
αὐτὸς ὢν κλέπτης καὶ λοίδορος.
Φαιδρὸς προέρχομαι,
ὅλος ὢν ἀκάθαρτος.
Ἐπὶ ἐκκλησίαις καὶ τραπέζαις πρῶτος θέλω ἵστασθαι, ὀφείλων ἐμπτύεσθαι.
Ὁρῶ μοναχοὺς καὶ σεμνύνομαι.
Ὁρῶ μοναχοὺς καὶ ἀλαζονεύομαι.
Γυναιξὶ θέλω ὀφθῆναι χαρίεις,
καὶ πλουσίοις εὐσεβής,
καὶ ξένοις ὠφρυωμένος,
καὶ οἰκείοις σύννους καὶ φρόνιμος,
καὶ φρονίμοις τελειότερος,
πρὸς δὲ τοὺς εὐσεβεῖς ὡς σοφώτερος·
ἀφρόνων δὲ ὡς κτηνῶν καταφρονῶ.
Ἐὰν ὑβρισθῶ, ἀμύνομαι·
ἐὰν τιμηθῶ, βδελύττομαι.
Ἐὰν κατὰ τὸ δίκαιον ἀπαιτηθῶ,
δικάζομαι,
καὶ τοὺς τἀληθῆ λέγοντας
ὡς ἐχθροὺς λογίζομαι.
Ἐλεγχόμενος ὀργίζομαι,
καὶ μὴ κολακευόμενος ἀηδίζομαι.
Οὐ θέλω τιμῆσαι τὸν ἄξιον,
καὶ ἀνάξιος ὢν τιμὰς ἀπαιτῶ.
Οὐ θέλω καμεῖν,
καὶ ἐὰν μή τις λειτουργῇ μοι,
ὀργίζομαι αὐτῷ.
Οὐ θέλω συνελθεῖν τοῖς ἐργαζομένοις,
καὶ ἐὰν μή τις ὑπηρετῇ μοι,
κακολογῶ αὐτὸν ὡς ὑπερήφανον.
Ἐν ἀνάγκαις τὸν ἀδελφὸν ἀγνοῶ·
εἰ δὲ ὑγιαίνει,
προτρέπομαι αὐτῷ.
Ἀσθενοῦντα μισῶ,
καὶ ἀσθενῶν ἐγὼ φιλεῖσθαι θέλω.
Μειζόνων περιφρονῶ,
καὶ ἐλαττόνων ὑπερορῶ.
Ἐὰν κρατήσω ἐμαυτὸν ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας
τῆς ἀλόγου, κενοδοξῶ.
Ἐὰν κατορθώσω ἀγρυπνίαν,
τῇ ἀνυποταξίᾳ καὶ τῇ ἀντιλογίᾳ παγιδεύομαι.
Ἐὰν ἐγκρατεύσω ἐμαυτὸν ἀπὸ βρωμάτων,
τῷ τύφῳ καὶ τῇ ἀλαζονείᾳ καταποντίζομαι.
Ἐὰν τῇ προσευχῇ προσκαρτερήσω,
τῷ θυμῷ καὶ τῇ ὀργῇ ἡττῶμαι.
Ἐὰν εἰς ἀρετὴν τινὰ ἴδω, οὐχ ἱζάνομαι.
Πάντα τὰ ἡδέα τοῦ κόσμου ὑπερεῖδον,
καὶ τῆς ματαίας ἐπιθυμίας αὐτῶν οὐκ ἀφίσταμαι.
Ἐὰν ἴδω θηλείας, φαιδρύνομαι.
Ἔξωθεν ταπεινοφρονῶ,
καὶ τῇ ψυχῇ ὑψηλοφρονῶ.
Τῷ δοκεῖν εἰμι ὡς ἀκτήμων,
καὶ τῇ διανοίᾳ πολυκτημοσύνην νοσῶ.
Καὶ τί δεῖ τὸν καιρὸν ἀναλίσκειν;
Τῷ δοκεῖν γὰρ ἅπαντα ἀπεταξάμην,
καὶ τῇ ἀληθείᾳ τὰ τοῦ κόσμου πάλιν φρονῶ.
Ἐῶ λέγειν τὰς εἰς ἐκκλησίαν βαναύσους ὁδούς,
τὰς ἐξεπίτηδες βραδυτῆτας,
τὰς ἐν ταῖς συνάξεσι φλυαρίας,
τὰς ἐφευρέσεις τῶν λογισμῶν,
τὰς ματαίας μνήμας,
τὰς ἐν τῇ τραπέζῃ εὐφημίας,
τὰς ἀπληστίας τῶν δοσοληψιῶν,
τὰς κοινωνίας τῶν ἀλλοτρίων σφαλμάτων,
τὰς ὀλεθρίους φιλονεικίας.
Οὗτός μου ἐστὶν ὁ βίος.
Τοσούτοις κακοῖς ἀνταγωνίζομαι τῇ ἐμῇ σωτηρίᾳ,
καὶ ἡ ἀλαζονεία μου
καὶ ἡ κενοδοξία μου
οὐ συγχωρεῖ μοι
κατανοῆσαι τὰ τραύματά μου, ἵνα ἰαθῶ.
Ταῦτά μου εἰσὶ τὰ ἀριστεύματα.
Εἰς τοσοῦτον ὄχλον ἁμαρτιῶν
ὁ ἐχθρός με παρατάσσεται,
καὶ ἐν τούτοις ὁ τάλας ἐξεταζόμενος,
ἁγιότητος ἐπισπῶμαι δόξαν.
Ἐν ἁμαρτίαις διατρίβων,
ὡς δίκαιος θέλω νομίζεσθαι.
Μίαν ταύτην ἐπὶ τούτοις πᾶσιν ἔχω ἀπολογίαν,
ὅτι ὁ ∆ιάβολός μοι ταῦτα ὑπέθετο·
ἀλλ’ οὐδὲ τῷ Ἀδὰμ ὠφέλησεν ἀπολογουμένῳ τοῦτο.
Πείθομαι ὅτι ἐκεῖνος ὑπέβαλε τὸν Κάϊν·
ἀλλ’ οὐδὲ αὐτὸς ἐξέφυγε τὴν ἀπόφασιν.
Καὶ τί ποιήσω, ἐὰν ἐπισκέψηταί με ὁ Κύριος;
Οὐκ ἔστιν οὐδεμία ἀπολογία
ὑπὲρ τῆς ἐμῆς ἀμελείας.
∆ειλιῶ μὴ τύχω κἀγὼ
ἐξ ὧν εἶπεν ὁ Παῦλος εἶναι σκεύη ὀργῆς,
οὓς ἔχει ὁμοίους ὁ ∆ιάβολος
τῆς ἐκείνου μερίδος·
οὓς διὰ τὴν καταφρόνησιν αὐτῶν
εἰς πάθη ἀτιμίας παρέδωκεν ὁ Θεός.
∆έος οὖν μὴ τοιαύτην ἀπόφασιν
καὶ εἰς ἐμὲ ἐξενέγκῃ.
Κύριε, ἐμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ ἔθου μετάνοιαν.
Ἐμὲ τὸν ἀνάξιον σῶσαι βουλόμενος,
ζώωσον, Ζωοδότα,
τὴν νεκρωθεῖσαν ψυχήν μου ταῖς ἁμαρτίαις.
Ἀπόπλυνον τὴν λιθώδη πώρωσιν
τῆς ἀθλίας μου καρδίας,
καὶ δώρησαί μοι πηγὴν κατανύξεως,
ὁ ἐκ τῆς ζωηρρύτου Σου πλευρᾶς
βλύσας ἡμῖν τὴν ζωήν.
Τίς οὐ μὴ στενάξει;
Τίς οὐ μὴ πενθήσει τὴν ἐμὴν ἀποταγήν;
Οὔπω ἀληθῶς ἀπεταξάμην,
καὶ τῷ τύφῳ κεκράτημαι·
οὔπω ἐγευσάμην τῆς ἀσκήσεως,
καὶ τῇ κενοδοξίᾳ πεπέδημαι·
οὔπω τὰ πρόθυρα εἶδον,
καὶ τὰ ἔνδον φαντάζομαι·
οὔπω εἰς παιδείαν ἀρετῆς ἐδοκιμάσθην,
καὶ ἤδη ἐπιπλήττω τὸν ἀδελφόν·
οὔπω εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας κατήντησα,
καὶ ἄλλους ἐξ ὑπερηφανίας διδάσκω.
Πάντα σοι δέδωκεν ὁ πανάγαθος Θεός, ὧ ψυχή·
γνῶσιν, σύνεσιν, διάκρισιν.
Γνώριζε τὸ συμφέρον.
Πῶς σὺ φῶτα νομίζεις παρέχειν τῷ πλησίον,
σκοτεινὴ οὖσα;
Γενοῦ σεαυτῆς ἰατρός, ψυχή·
εἰ δὲ μή, θρήνησον τὴν σὴν τύφλωσιν.
Οὐδεμίαν ἔχεις πρόφασιν περὶ σῶν ἀμελειῶν.
Νῆψον, γρηγόρησον, ψυχή, στέναξον,
δάκρυσον καὶ ἀπόνιψον διὰ νηστείας
τὸν βαρὺν φόρτον τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος,
ὁ μόνος ἔχων ἐξουσίαν ζωῆς καὶ θανάτου,
δώρησαί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ
ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ τῆς φρικτῆς Σου παρουσίας
τοὺς πολλούς Σου οἰκτιρμούς,
ὅπως μὴ ἐκεῖ εὑρεθῶ ἔμπροσθεν
τοῦ φοβεροῦ βήματός Σου
ὄνειδος καὶ αἰσχύνη μεγάλη
τοῖς θεαταῖς Ἀγγέλοις, Ἀρχαγγέλοις, Προφήταις, Ἀποστόλοις, Πατριάρχαις, Μάρτυσιν, Ἀσκηταῖς,
καὶ πᾶσι τοῖς ∆ικαίοις.
Ἀλλ’ ἐνταῦθα, Σωτήρ μου, παίδευσόν με,
ἔνθα τὴν ἡδονὴν τῆς ἁμαρτίας ἀπήλαυσα,
ὡς πατὴρ εὔσπλαγχνος καὶ φιλότεκνος,
καὶ ἐκεῖ συγχώρησόν μοι ὡς Θεὸς οὐράνιος,
ὁ μόνος ἀναμάρτητος.
Πᾶσαν ἁμαρτίαν ὁ τάλας διεπραξάμην.
Πάντας ὑπερέβην τῇ ἀσωτίᾳ.
Ὑπόδικός εἰμι τῇ κολάσει,
καὶ ἐὰν ὁρμήσω μετανοῆσαι,
οὐκ ἔχω δάκρυον.
Οἴμοι, ποίοις ὀφθαλμοῖς θεάσομαι
ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ῥᾴθυμος
τὸ φρικτὸν βῆμα ἐκεῖνο,
ἐν ᾧ, Κύριε, καθίσας, τὰ πεπραγμένα μοι ἐλέγξεις!
Οἶδά Σε κριτὴν φοβερὸν
ἐν δόξῃ Θεότητος ἐλευσόμενον,
πάντα τὰ κρύφια ἐλέγχειν μέλλοντα.
Πάντα τὸν βίον μου ὁ ἄθλιος ἀσώτως ἠνάλωσα,
διὰ παντὸς τῷ βορβόρῳ τῶν ἡδονῶν ἐγκυλιόμενος.
Πάντα τὰ κρύφιά μου πταίσματα
καὶ τὰ νέφη τῶν ἁμαρτιῶν μου
Σὺ γινώσκεις μόνος ὁ Κτίστης μου.
Οὐδεὶς οὕτως, ὡς ἐγώ,
καταγώγιον ὤφθη τῆς ἁμαρτίας.
Οὐδεὶς οὕτως, ὡς ἐγώ,
παρώργισε τὴν Σὴν ἀγαθότητα, ∆έσποτα,
ταῖς ὁρμαῖς τῆς κακίας ἐπακολουθήσας.
Ἀλλ’ ὡς ὑπάρχεις ἀγαθότητος πέλαγος,
ἀποξήρανον τὰ πονηρὰ πελάγη τῶν ἐμῶν ἁμαρτιῶν·
καὶ ὡς ὑπάρχεις τοῦ ἐλέους ἄβυσσος,
κατάφλεξον τὴν ἄβυσσον τῶν ἐμῶν ἁμαρτιῶν,
καὶ μὴ ἀποδώσεις μοι ἄξια ὧν ἔπραξα.
Μὴ καταδικάσεις με ἐν τῇ φλογὶ τῆς γεέννης,
ὅτι ἀνυπόστατος ἡ ὀργή Σου
ἐπὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἡμᾶς, Κύριε.
Τίς λοιπὸν ὑποστήσεται τὴν αὑτῆς ἀπειλήν;
Τὸ πῦρ γὰρ οὐ σβεσθήσεται,
καὶ ὁ σκώληξ ἡμῶν οὐ τελευτήσει.
Φοβοῦ τὴν ἐν σοὶ ἀπειλήν, ὦ ψυχή.
Ἀπόθου τὸν βαρὺν ὕπνον τῆς ἀμελείας
καὶ τὸν νυσταγμὸν τῆς δεινῆς ῥᾳθυμίας.
Ἐγγύς ἐστι τὸ τέλος.
Ἐπὶ θύραις ἡ κρίσις.
Τί ἄρα συναντήσει ἡμᾶς μετὰ τὸ χωρισθῆναι, ψυχή;
Συνέλθετέ μοι, Ὅσιοι καὶ ∆ίκαιοι,
οἱ καλῶς τὸν ἀγῶνα ἀγωνισάμενοι·
καὶ ἢ ὡς νεκρὸν πενθήσατε,
ἢ ὡς ζῶντα καὶ ἡμιθανῆ οἰκτειρήσατε·
ἐπεὶ ἐγὼ πλήρης εἰμὶ αἰσχύνης,
καὶ οὐκ ἔχω παρρησίαν
διὰ τὰς ἐν γνώσει γενομένας μοι ἁμαρτίας.
Ἐκχέατε ἐπ’ ἐμὲ τὸ ἔλεος ὑμῶν,
ὡς εἰς αἰχμάλωτον,
καὶ ὡς εἰς τραυματίαν σεσηπότα.
Ἐλεήσατέ με ὡς μύσται τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ,
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν,
καὶ δεήθητε Αὐτοῦ,
ἵνα δωρεὰν ἐπιστρέψῃ με,
ἵνα μὴ ἀνάξιος εὑρεθῶ
ἐν τῇ ὥρᾳ τῆς Αὑτοῦ παρουσίας,
καὶ ὅπως μὴ ἀκούσω
τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἀπόφασιν·
ὕπαγε ἀπ’ ἐμοῦ, ἐργάτα τῆς ἀδικίας·
λέγω σοι, οὐκ οἶδά σε.
Παρακαλῶ οὖν Σε τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν,
γέννημα τοῦ εὐλογημένου Σου Πατρός,
χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως Αὐτοῦ,
ὁ καθήμενος ἐν δεξιᾷ τῆς μεγαλωσύνης Αὐτοῦ, ἀκατάληπτε Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἀνεξερεύνητε Χριστέ,
καύχημα καὶ χαρὰ τοῖς ποθοῦσί Σε,
ἀγαλλίαμα καὶ εὐφροσύνη τοῖς ἀγαπῶσί Σε,
ἡ ζωή μου, τὸ φῶς μου, Χριστέ μου,
μὴ ὑπερίδῃς με τὸν ἐξουθενημένον,
μὴ ἀπορρίψῃς με τὸν ἐβδελυγμένον,
μὴ ἐγκαταλίπῃς με τὸν κατακεκριμένον,
ὅτι σφόδρα τέρπεται ὁ ἐχθρός μου,
ὅταν ἐμαυτὸν ἀπογινώσκω
διὰ τὴν ἐπικειμένην μοι τῆς κακίας ἀχλύν.
Ἐν τούτῳ μόνον χαίρεται,
ὅταν δι’ ἀπογνώσεως ἴδῃ με αἰχμάλωτον·
ἀλλ’ αὐτὸς τῇ εὐσπλαγχνίᾳ Σου
καταίσχυνον αὐτοῦ τὴν ἐλπίδα,
καὶ ἔκσπασόν με τῶν ὀδόντων αὐτοῦ,
καὶ τῆς κακοτέχνου γνώμης αὐτοῦ,
καὶ ὅλης αὐτοῦ τῆς κατ’ ἐμοῦ κινουμένης ἐνεργείας,
ὅτι ἐν πολλοῖς παρετάξατό με.
∆ώρησαί μοι, Κύριε, φωτισμὸν τοῦ γνῶναι
τὰς μεθοδείας τοῦ ἀντικειμένου καὶ μισοκάλου,
ὅτι ἀναρίθμητα βάλλει ἔμπροσθέν μου ὀλισθήματα·
σκάνδαλα, βλάβην, πολυκτημοσύνην,
μετεωρισμὸν τοῦ αἰῶνος τούτου,
ἡδονὴν σαρκικήν,
καὶ πολυχρόνιον τὴν παροῦσαν ζωήν·
δειλίαν εἰς τὴν ἄσκησιν,
καὶ ὀκνηρίαν εἰς τὰς εὐχάς,
καὶ εἰς τὴν ψαλμῳδίαν
ὕπνον καὶ ἀνάπαυσιν σωματικήν.
Ὅσον ἐκεῖνος σπουδάζει ἐπὶ τὴν ἐμὴν ἀπώλειαν,
τοσοῦτον ἐγὼ ὁ ἄθλιος ῥᾳθυμῶ καὶ ἀμελῶ·
καὶ ὅσον ἐκεῖνος ἐνεδρεύει,
τοσοῦτον ἐγὼ καταφρονῶ.
Πρόσεχε, ψυχή·
συνειδήσεως ἐπιμελοῦ.
Μὴ πρόσεχε ἑτέρων πταίσματα,
ἀλλὰ μᾶλλον τὰ ἐν σοί.
Μὴ πρόσεχε τὸ κάρφος
τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ καὶ πλησίον,
ἀλλ’ εἰς τὴν σὴν δοκὸν κατανόει συνεχῶς.
Σπεῦσον, πρόφθασον,
διαλλάγηθι Χριστῷ τῷ διὰ σὲ σταυρωθέντι σαρκί.
Εἰ γὰρ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν,
οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα,
ὅπου ἡ μεγάλη καὶ ἄπαυστος κατάκρισις.
Οἴκτειρόν με, Κύριε, διὰ τὴν εὐσπλαγχνίαν Σου,
καὶ σῶσόν με διὰ μόνην τὴν Σὴν ἀγαθότητα,
πρεσβείαις τῆς παναχράντου ∆εσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων·
ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ ΤΟΜΟΣ 6
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ :
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ