1453
Η 29η Μαΐου 1453 είναι ημέρα πένθους για τον Ελληνισμό, διότι κατ’ αυτήν έπεσε η Πόλη, η δεύτερη ιστορική πρωτεύουσά του μετά την Αθήνα και άρχισε η μακρόσυρτη νύχτα της δουλείας. Εξ ίσου, όμως, αποφράς είναι για το Γένος μας και η 13η Απριλίου 1204, διότι κατ αυτήν έπεσε η Πόλη στους Φράγκους της Δʹ Σταυροφορίας. Το δεύτερο αυτό γεγονός δεν υστερεί καθόλου σε σημασία και συνέπειες έναντι του πρώτου. Υπάρχει, μάλιστα, γενετική σχέση μεταξύ τους.
Από το 1204, η Πόλη και σύνολη η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης-Ρωμανίας δεν μπόρεσε να ξαναβρεί την πρώτη της δύναμη. Το φραγκικό κτύπημα εναντίον της ήταν τόσον δυνατό, που έκτοτε η Κωνσταντινούπολη ήταν «μια πόλη καταδικασμένη να χαθεί» (Ελ. Γλύκατζη-Αρβελέρ). Από το 1204 μέχρι το 1453 η αυτοκρατορία μας διανύει την περίοδο της πολιτικής παρακμής και πτωτικής πορείας.
1. Αν η πρώτη Άλωση υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την Αυτοκρατορία, τον Ελληνισμό, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη ολόκληρη, εξ ίσου σημαντική για την πορεία του Γένους μας και κρισιμότατη στιγμή στην ιστορία της Ευρώπης υπήρξε και η δεύτερη Άλωση και τελική πτώση της Αυτοκρατορίας!
Για το Γένος, ιδιαίτερα, αρχίζει μ αυτήν περίοδος μακράς δοκιμασίας. Αν οι ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις του δεν ήταν ακμαίες, είναι αμφίβολο, αν θα μπορούσε το Γένος να ξεπεράσει τις συνέπειες της Πτώσης, όπως συνέβη με άλλους λαούς στην ιστορία. Η εμμονή, όμως, στην Ορθόδοξη Παράδοση και μέσω αυτής και στην Ελληνικότητα, διατήρησε το Γένος ενωμένο με τις ζωτικές πηγές του.
Όπως δε έχει επισημανθεί πολύ ορθά, ενώ πολιτικά μετά το 1204 η Αυτοκρατορία φθίνει και καταντά σκιά του εαυτού της, πνευματικά (Ησυχαστική Κίνηση) σημειώνει μεγάλη ακμή και κορύφωση της Αγιοπατερικής Παραδόσεως, που ζωογονούσε το Γένος και ενίσχυε τις πνευματικές του αντιστάσεις.
Ο κορυφαίος ιστορικός μας (†) Απόστολος Βακαλόπουλος παρατηρεί, ότι στην διάρκεια της δουλείας η Ορθόδοξη Πίστη «ήταν κάτι παραπάνω από θρησκευτικό δόγμα. Ήταν το πνευματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκφραζόταν η εθνική τους συνείδηση, ολόκληρος ο κόσμος τους, που έκλεινε μέσα του το ένδοξον παρελθόν και τις ελπίδες απολυτρώσεως».
Αλλά και ο Ιωάννης Καποδίστριας ομολογούσε, ότι «η χριστιανική θρησκεία εσυντήρησεν εις τους Έλληνας και γλώσσαν και πατρίδα και αρχαίας ενδόξους αναμνήσεις και εξαναχάρισεν εις αυτούς την πολιτικήν ύπαρξιν, της οποίας είναι στύλος και εδραίωμα» (πρβλ. Αʹ Τιμ. 3, 15).
Η πτώση και απώλεια της Πόλης εκλόνισε προς στιγμήν τις συνειδήσεις. Τη σημασία της, άλλωστε, για το Γένος διετύπωσε η Κυπριακή Λαϊκή Μούσα με ένα υπέροχο στιχούργημά της:
«Η Πόλις ήτον το σπαθίν, η Πόλις το κοντάριν.
Η Πόλις ήτον το κλειδίν της Ρωμανίας όλης,
κι εκλείδωνε κι ασφάλιζε όλην την Ρωμανίαν·
και όλον το Αρτζιπέλαγος εσφιχτοχλείδωνέν το. . . ».
Η Πόλη ήταν η συνισταμένη όλων των ελπίδων των Ρωμηών, των πολιτών της Αυτοκρατορίας, και κυρίως των Ελλήνων. Η διατήρηση της ελευθερίας της, παρά την τρομακτική συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας το 15ο αιώνα, έτρεφε την αυτοπεποίθησή τους και συντηρούσε τον ψυχισμό τους.
ΑΝΟΙΞΗ 1453 «ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη «Στην αρχή της επόμενης άνοιξης, όταν ο καιρός καλυτέρεψε, ο Μωάμεθ, ο γιος του Μουράτ, ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με την προηγούμενη πρόθεσή του, αφού είχε περατωθεί η τείχιση της Λαιμοκοπίης στην Προποντίδα. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα είχε στείλει εντολές σε όλες τις παραλιακές περιοχές της Ασίας και της Ευρώπης να ναυπηγηθούν πλοία, πολεμικά και συνοδείας. Έφτιαξε ακόμη τα μεγαλύτερα, απ’ όσο ξέρουμε, κανόνια που είχαν κατασκευαστεί μέχρι τότε. Όταν του φάνηκε πλέον κατάλληλος ο καιρός για να ξεκινήσει την εκστρατεία, έστειλε πρώτα τον στρατηγό της Ευρώπης, τον Καρατζά, να οδηγήσει από τις ευρωπαϊκές επαρχίες στην Κωνσταντινούπολη τα στρατεύματα, τα κανόνια, τις πολιορκητικές μηχανές και βέβαια το μεγάλο κανόνι. Αυτό το κανόνι το έσερναν εβδομήντα ζεύγη βοδιών και 2.000 άνδρες. Έφθασε λοιπόν αυτός, αφού προηγουμένως πολιόρκησε και κατέλαβε τα βυζαντινά φρούρια κοντά στην Κωνσταντινούπολη, στα οποία είχαν καταφύγει οι χωρικοί. Άλλα ανάγκασε σε παράδοση, λόγω πείνας, και άλλα κατέλαβε με έφοδο, σφάζοντας τους αιχμαλώτους και επανερχόμενος λεηλάτησε τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Λίγο αργότερα προήλασε και ο ίδιος ο σουλτάνος και παρέταξε το στρατό του από τη μία θάλασσα μέχρι την άλλη. Δεξιά από τον σουλτάνο και μέχρι τη Χρυσή Πύλη, στρατοπέδευσαν όλα τα στρατεύματα από την Ασία. Στην αριστερή πλευρά, προς την πύλη που αποκαλούσαν Ξύλινη, στρατοπέδευσαν οι μονάδες από την Ευρώπη. Στη μέση στρατοπέδευσε ο ίδιος ο σουλτάνος με τους γενίτσαρους και τις μονάδες της Πύλης, που συνηθίζεται να στήνουν τις σκηνές τους κοντά στη δική του. Ο Ζαγγανός, συγγενής του σουλτάνου, στρατοπέδευσε στην απέναντι πλευρά, πάνω από την πόλη του Γαλατά. |
Λίγο πριν από την Άλωση ο λόγιος Μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, προβλέποντας τις εξελίξεις, έγραφε: «Ταύτης της πόλεως ισταμένης, συνίσταταί πως αυτή και η Πίστις ακράδαντος· εδαφισθείσης δε και αλούσης, άπερ, Χριστέ μου, μη γένοιτο, ποία έσται ψυχή κατά πίστιν ακλόνητος»; – δηλαδή: «Όσο στέκεται όρθια αυτή η Πόλη, μένει μαζί της ακλόνητη και η Πίστη. Αν όμως, κατεδαφισθεί ή αλωθεί, που να μη γίνει, Χριστέ μου! ποιά ψυχή θα κρατήσει την πίστη της ασάλευτη;». Μετά την πτώση της Πόλης η δύναμη αντιστάσεως μειώθηκε σημαντικά, όπως δείχνουν οι αλλαξοπιστίες και η μοιρολατρική στάση πολλών απ το Λαό, αλλά και τον Κλήρο. Το Γένος χρειαζόταν κάποια δύναμη, που θα εμπόδιζε την αλλοτρίωσή του και θα εξασφάλιζε την ανάκαμψη και επιβίωσή του. Αυτή τη δυσκολότατη, αλλά και αναγκαιότατη αποστολή, ανέλαβε η Εκκλησία, ως Εθναρχία.
Αλλά και για τους Οθωμανούς η Άλωση είχε τεράστια σημασία. Με αυτήν νομιμοποιήθηκε η νίκη τους πάνω στην Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία με το πάρσιμο της Πόλης έγινε και τυπικά Οθωμανική. Η κατάκτηση των υπολοίπων ρωμαίϊκων εδαφών (Τραπεζούντος και κυρίως Ελλάδος) δεν ήταν παρά η ολοκλήρωση της επικρατήσεως της Οθωμανικής κυριαρχίας. Το σπουδαίο όμως είναι, ότι το άλλοτε βάρβαρο, τουρκικό φύλο των Οθωμανών μέσα σε σύντομο χρόνο μπόρεσε να συγκροτηθεί σε μία πανίσχυρη αυτοκρατορία και να ενταχθεί στο σύστημα των ευρωπαϊκών κρατών. Μέσα στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα αγωνιστεί στο εξής ο Ελληνισμός, μαζί με όλη τη Ρωμηοσύνη, να βρει τον δρόμο του στη νέα γι αυτόν πραγματικότητα.
Πολλά έχουν -ερασιτεχνικά- γραφεί για την ερμηνεία της Αλώσεως. Πολλές επιθέσεις δέχεται ο Κλήρος, αλλά και ο Μοναχισμός από τις δυνάμεις εκείνες, που αναζητούν ευθύνες και ελεγχόμενες συμπεριφορές κατά τις υπαγορεύσεις της ιδελογίας τους. Η παραταξιακή συνείδηση οδηγεί και στην ιδεολογική χρήση των πηγών, με συνέπεια την αναίρεση της ιστορικής επιστήμης. Έτσι διαμορφώθηκαν ιδεολογήματα, που αναπαράγονται χωρίς υπευθυνότητα, διότι λείπει η πλήρης γνώση των πηγών και η συνδυαστική ερμηνεία τους.
ΔΕΥΤΕΡΑ 28 ΜΑΪΟΥ 1453 «ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ», του Νικολό Μπάρμπαρο «Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς έβγαλε διαταγή με σάλπισμα σ’ όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα στις θέσεις τους, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ’ αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκεφαλισμού. Μόλις δόθηκε η διαταγή σ’ όλο το στρατόπεδο, έτρεξαν όλοι και με μεγάλη μάλιστα σπουδή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Αλλά, όλη την ημέρα, από την ώρα που ξημέρωσε μέχρι που έπεσε η νύχτα, οι Τούρκοι άλλο δεν έκαναν παρά να φέρνουν πανύψηλες κλίμακες κοντά στα τείχη για να αναρριχηθούν σ’ αυτές την επομένη, που θα ήταν η κρίσιμη μέρα της μάχης. Αυτές οι σκάλες ήταν περίπου δύο χιλιάδες. Έπειτα έφεραν μεγάλες ποσότητες πλεγμάτων από φρύγανα και λυγαριές για να καλύψουν αυτούς που θα σκαρφάλωναν με τις σκάλες απάνω στα τείχη. Όταν το έκαναν κι αυτό οι Τούρκοι, άρχισαν να ηχούν σάλπιγγες σ’ όλο το στρατόπεδο και ταμπούρλα και τύμπανα για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, κραυγάζοντας: «Γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς, τους οποίους θα τους πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ναι, γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει από χαρά η καρδιά σας κι ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ μας». Μ‘ αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες εμψύχωναν τα στρατεύματά τους. Όταν έγινε κι αυτό, έβαλαν φωνή σ’ όλο το στρατόπεδο ότι κάθε Τούρκος επί ποινή αποκεφαλισμού έπρεπε να σταθεί στη θέση του και να υπάγει πράξει ότι θα τον διέτασσαν οι αρχηγοί του. Το βράδυ, όλοι οι Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη κατέβηκαν στις θέσεις τους με όλα τους τα όπλα και πολύ μεγάλα φορτία από σαϊτες. Όταν νύχτωσε, όλοι έστεκαν στις θέσεις τους χαρούμενοι με την απόφαση να δώσουν τη μάχη και όλοι παρακαλούσαν το Μωάμεθ τους να τους δώσει νίκη και βοήθεια. Αυτή όμως την ημέρα οι Τούρκοι τόσο πολύ βομβάρδισαν τα αξιολύπητα τείχη, που ήταν κάτι από άλλο κόσμο, κι αυτό το έκαναν επειδή ήταν η ημέρα που έβαζαν τέλος στους κανονιοβολισμούς». |
Η συνήθης απάντηση στο ερώτημα που τίθεται από τους κύκλους αυτούς: «γιατί ετούρκεψε το Βυζάντιο», έριπτε την ευθύνη, στην μερίδα των ανθενωτικών, που θεωρούνται υπεύθυνοι για την πτώση της Αυτοκρατορίας. Και σ αυτό οδηγεί η απολυτοποίηση των φαινομένων, οφειλομένη στην άγνοια των πραγμάτων στο σύνολό τους. Αποτέλεσμα, η «αγιοποίηση» της αντιπάλου μερίδος των Ενωτικών, η διχαστική θεώρηση της ιστορίας και η αδυναμία αντικειμενικής ερμηνείας της. Και είναι γεγονός, ότι η διάσταση Ενωτικών-Ανθενωτικών ήταν πραγματική και μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος σοβαρός διχασμός στην νεώτερη ιστορία μας, αλλά και ρίζα όλων των κατοπινών εξελίξεων. Γι αυτό ακριβώς η κατά το δυνατόν πληρέστερη κατανόησή της (δηλ. της διαστάσεως) προσφέρει ένα ασφαλές κλειδί στην ερμηνεία και όλων των μεταγενεστέρων διχασμών στην πορεία του Γένους-Έθνους μας.
2. Η διάσταση Ενωτικών-Ανθενωτικών υποστασίωνε την διπλή στάση του Γένους μας έναντι της Δύσεως, κυοφορήθηκε δε στην «καθ ημάς Ανατολή» μετά το μεγάλο Σχίσμα του 1054. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι και όλοι οι μετέπειτα εθνικοί διχασμοί μας θα έχουν σημείο αναφοράς τη Δύση και τη στάση μας απέναντί της.
Αποφασιστικά επηρέασε τη στάση της Ορθόδοξης Ανατολής έναντι της Δύσεως η Άλωση του 1204 και ο θεσμός της Ουνίας (μετά το 1215), ως πολιορκητική μηχανή της Φραγκίας στη Ρωμαίικη Ανατολή.
Το φιλοδυτικό ρεύμα αποτελούσαν κυρίως διανοούμενοι και πολιτικοί, ουνίτες ή ουνιτίζοντες. Οι πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στις θεωρητικές τους αναζητήσεις με τους δυτικούς σχολαστικούς, ενώ οι δεύτεροι και για λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία στρατιωτικής βοήθειας στην αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου).
Οι Ανθενωτικοί, κυρίως ο κλήρος, οι μοναχοί και το ευρύ λαϊκό σώμα, διατηρούσαν μόνιμη μετά το 1204 δυσπιστία έναντι της Δύσεως. Ο «αντιδυτικισμός», βέβαια, δεν ήταν αθεμελίωτος, ούτε οφειλόταν σε απλή μισαλλοδοξία. Στηριζόταν σε πολύ καλή γνώση της φραγκοπαπικής Δύσεως και των μονίμων διαθέσεών της απέναντι στην Ανατολή.
ΔΕΥΤΕΡΑ (βράδυ) 28 ΜΑΪΟΥ 1453 «ΧΡΟΝΙΚΟ», του Γεωργίου Φραντζή Επίσης, ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε εκείνο το φοβερό βράδυ της Δευτέρας όλους τους άρχοντες, τους δημάρχους, τους εκατόνταρχους και τους άλλους βαθμοφόρους του στρατού, στους οποίους είπε τα παρακάτω λόγια: Ξέρετε πολύ καλά, αδέρφια μου, ότι για τέσσερις λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή. Πρώτον, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερον, για την πατρίδα, τρίτον, για το βασιλιά, τον αντιπρόσωπο του Κυρίου μας, και τέταρτον, για τους συγγενείς και τους φίλους μας. Αν λοιπόν, αδέρφια μου, πρέπει να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για έναν από τους παραπάνω λόγους, τότε έχουμε υποχρέωση να πολεμάμε ακόμα σκληρότερα αν πρόκειται και για τα τέσσερα μαζί, διαφορετικά θα χάσουμε τα πάντα. Αν ο Θεός, εξαιτίας των αμαρτιών μας, δώσει τη νίκη στους απίστους, διατρέχουμε τον κίνδυνο να χάσουμε την άγια πίστη που μας έδωσε ο Χριστός με το αίμα του και είναι το σημαντικότερο πράγμα απ’ όλα. Τι όφελος μπορεί να έχει κανείς αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο αλλά χάσει την ψυχή του; Δεύτερον, θα χάσουμε την ένδοξη πατρίδα και την ελευθερία μας. Τρίτον, το άλλοτε ένδοξο κράτος μας, που τώρα πια είναι εξασθενημένο και ταπεινωμένο, θα πέσει στα χέρια του άπιστου τυράννου. Τέλος, θα χάσουμε τα αγαπημένα μας παιδιά, τις γυναίκες και τους υπόλοιπους συγγενείς μας. Οι εχθροί μας διαθέτουν όπλα, ιππικό, δύναμη και πλήθος, αλλά εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο όνομα του Κυρίου και Σωτήρα μας, στα χέρια μας και στη γενναιότητα που μας χάρισε ο Θεός. Ξέρω ότι η τεράστια αγέλη των απίστων θα επιτεθεί εναντίον μας, όπως συνηθίζει, με βάναυση ορμή, αλαζονεία και θράσος επειδή είμαστε λίγοι, ώστε να μας τρομάξουν, να μας κουράσουν και να μας κάνουν να χάσουμε το ηθικό μας με τις φωνές και τους αλαλαγμούς τους. Εσείς όμως γνωρίζετε καλά πόσο ανόητα είναι αυτά και δε χρειάζεται να σας τα θυμίσω. Σε λίγο θα επιτεθούν και θα ρίξουν εναντίον μας πέτρες και βέλη αμέτρητα σαν την άμμο της θάλασσας, αλλά ελπίζω ότι δεν θα πετύχουν τίποτα. Σας βλέπω και χαίρομαι επειδή, αν και λίγοι, όλοι σας είστε έμπειροι, γενναίοι, αποφασιστικοί, δυνατοί και καλά προετοιμασμένοι. Να καλύψετε καλά το κεφάλι σας με τις ασπίδες τη στιγμή της συμπλοκής και να χρησιμοποιείτε με επιτυχία το δεξί σας χέρι με το σπαθί. Οι περικεφαλαίες, οι θώρακες, οι πανοπλίες και ο υπόλοιπος οπλισμός σας είναι σε θέση να σας βοηθήσουν αποτελεσματικά σ’ όλη τη διάρκεια της μάχης, επειδή οι εχθροί δεν διαθέτουν ανάλογο εξοπλισμό. Αυτή λοιπόν την πόλη, τη βασίλισσα όλων των άλλων πόλεων, θέλει να υποδουλώσει και να την έχει υπό την εξουσία του. Θέλει να πάρει τις άγιες εκκλησίες μας, όπου προσκυνάμε την Αγία Τριάδα και δοξολογούμε το Άγιο Πνεύμα του Θεού, και όπου οι άγγελοι υμνούν το Θεό και την ενανθρώπισή Του, για να τις κάνει τόπο λατρείας της ψεύτικης θρησκείας του ανόητου ψευτοπροφήτη Μωάμεθ, και στάβλο για άλογα και καμήλες. Αδέρφια και συμπολεμιστές μου, θέλω να τα σκεφτείτε αυτά καλά, για να μείνει το όνομα, η δόξα και η ελευθερία σας στην αιωνιότητα». |
Ο αντιδυτικισμός της Ανατολής συνιστούσε περισσότερο αυτοάμυνα και αυτοπροστασία. Είχε ερείσματα πνευματικά και κοινωνικοπολιτικά· την επίγνωση της πνευματικής αλλοτριώσεως της χριστιανικής παράδοσης στη Δύση, του φραγκικού επεκτατισμού και της εκφράγκευσης του πατριαρχείου της Παλαιάς Ρώμης (1046), ως και της μεταβολής του σε παπικό κράτος, με όλες τις ευνόητες συνέπειες. Εξ άλλου, συνείδηση των Ανθενωτικών ήταν, ότι την ορθόδοξη ταυτότητα (που γι αυτούς ήταν συγχρόνως και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο οι Οθωμανοί, όσο οι Φραγκολατίνοι. Η συνείδηση αυτή των Ανθενωτικών θα κωδικοποιηθεί στο κήρυγμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού (18ος αι. ): «Και διατί δεν έφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα εδώ κοντά να τους το δώση, μόνο ήφερε τον Τούρκον μέσαθε από την Κόκκινην Μηλιά και του το εχάρισεν; Ήξερεν ο Θεός πως τα αλλά ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και (ενώ) ο Τουρκος δεν μας βλάπτει. Ασπρα δώσ του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και δια να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τουρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη. . . ».
Ο Πατροκοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους φιλενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθεί ως εχθρός του λαού ή εθελόδουλος. Οι φιλενωτικοί, αντίθετα, πιστεύοντας στις υποσχέσεις της χριστιανικής Ευρώπης και δεμένοι ιδεολογικά μαζί της ήσαν πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της Πίστεως, με υποθετικά πολιτικά ή προσωπικά ανταλλάγματα. Γι αυτούς η Πίστη δεν ήταν πια υπόθεση εμπειρίας και στάση ζωής, αλλά ιδεολογία θρησκευτική, υποκείμενη στους οποιουσδήποτε «ιστορικούς συμβιβασμούς». Οι φιλενωτικοί μας εκληροδότησαν το «ευρωπαϊκό σύνδρομο» και τη θεώρηση της Δύσεως ως της «καθολικής μας μητρόπολης», κατά τον αείμνηστο Κωστή Μοσκώφ.
Ο Στήβεν Ράνσιμαν δικαιώνει τους Ανθενωτικούς, ως ρεαλιστές και νηφάλιους εκτιμητές της καταστάσεως: «Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι, που είχαν απορρίψει τη δυτική βοήθεια, η οποία υπό τις καλύτερες συνθήκες θα είχε διασώσει ένα μικρό τμήμα του ορθοδόξου εδάφους και η οποία περιελάμβανε την ένωση της Εκκλησίας με τη Ρώμη, κατά συνέπεια την επέκταση των διαιρέσεων εντός της Εκκλησίας, δικαιώθηκαν. Η ακεραιότητα της Εκκλησίας διατηρήθηκε και με αυτήν η ακεραιότητα του ελληνικού λαού»! Στο σημείο αυτό χρειάζεται μία διευκρίνηση, που προσφέρει το ερμηνευτικό κλειδί της πολιτικής του Γένους-Έθνους μας ως τον 19ον αιώνα. Η συνάντηση με την «Φραγκιά» (κορύφωση του 1204) καθόρισε και τη στάση έναντι της εξ ανατολών απειλής, δηλαδή των Τούρκων. Το Έθνος, συναισθανόμενο τον τουρκικό κίνδυνο, στρεφόταν προς τη Δύση (στάση ενωτικών), διαβλέποντας, όμως, τον φραγκικό κίνδυνο, χωρίς να αποδέχεται την οθωμανική εξουσία, αλλά και χωρίς να μπορεί να την αποτινάξει «άχρι καιρού», προτιμούσε κατά τον λόγο του Πατροκοσμά τον Τούρκο, που δεν απειλούσε την ιστορική ταυτότητά του, αλλά επέτρεπε την ιστορική συνέχειά του. Οι Ανθενωτικοί, απορρίπτοντας την δυτική «φιλία» και «συμμαχία», δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν άνευ ετέρου «τουρκόφιλοι». Η δουλικότητα των διανοουμένων έναντι της «Φραγκιάς» ήταν γι αυτούς ουσιαστική απειλή. Η φιλενωτική πολιτική αυτοκρατόρων, όπως ο Μιχαήλ Ηʹ Παλαιολόγος (13ος αι. ) ή ο Ιωάννης Εʹ Παλαιολόγος (εφράγκευσε το 1369), συνιστούσαν προκλήσεις ανυπέρβλητες, αλλά και αποκαλυπτικές. Τούς φόβους αυτούς ενίσχυσε ακόμη περισσότερο η πολιτική και των λοιπών Παλαιολόγων.
ΔΕΥΤΕΡΑ 28 ΠΡΟΣ ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453 «ΞΥΓΓΡΑΦΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», του Μιχαήλ Κριτόβουλου «Στη συνέχεια ο σουλτάνος με δυνατή φωνή κάλεσε κοντά του τους υπασπιστές του και τους οπλίτες του και όλο το υπόλοιπο υπ’ αυτόν στρατιωτικό σώμα και είπε: «Ορμάτε, φίλοι μου και παιδιά μου, τώρα είναι που πρέπει να φανείτε παλικάρια». Κι αυτοί, με κραυγές και αλαλαγμούς που προκαλούσαν φρίκη, πέρασαν την τάφρο και έφτασαν στο εξωτερικό τείχος. Αυτό το τείχος είχε σχεδόν εξ ολοκλήρου γκρεμιστεί και, αντί γι’ αυτό, υπήρχε μόνο ένας ξύλινος φράκτης από μεγάλα δοκάρια και δεμάτια από κληματσίδες, μαζί με κάτι ξύλα και πιθάρια από χώμα. Στο σημείο αυτό έγινε μάχη δυνατή, έτσι που πιάστηκαν στα χέρια και χρησιμοποίησαν αγχέμαχα όπλα. Οι υπασπιστές και η φρουρά του σουλτάνου αγωνίζονταν να απωθήσουν τους υπερασπιστές του τείχους και να υπερκεράσουν το φράκτη, ενώ οι Έλληνες και οι Ιταλοί πάλευαν να τους αποκρούσουν και να περισώσουν αυτό το φράκτη. Κι άλλοτε οι επιτιθέμενοι κατάφερναν, πολεμώντας με πάθος και ορμή αλόγιστη, ν’ ανεβαίνουν στο τείχος και να περνούν το φράκτη, άλλοτε πάλι αποκρούονταν και απομακρύνονταν. Στο μεταξύ, βέβαια, κι ο ίδιος ο σουλτάνος, προσπαθώντας να τους ενθαρρύνει, ακολουθούσε από κοντά και πολεμούσε κι ο ίδιος με γενναιότητα. Έτσι λοιπόν, και ενώ και οι δύο πλευρές πολεμούσαν παλικαρίσια και με πάθος, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Τελικά υπερίσχυσαν οι Έλληνες και ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση τους, όπως βέβαια και ο Ιουστινιάνης και οι δικοί του, ώστε διατήρησαν και εξασφάλισαν την κατοχή του φράκτη, αποκρούοντας με γενναιότητα τους επιτιθέμενους. Έτσι εξελίχθηκαν εδώ τα πράγματα. Ο ένας από αυτούς, ο Ζάγανος, αφού πέρασε χωρίς ζημιά τη γέφυρα και κουβάλησε σκάλες και άλλα αναρριχητικά μέσα, προσπάθησε να σπρώξει τους στρατιώτες του ν’ ανέβουν στο τείχος με το ζόρι, ενώ ταυτόχρονα, έχοντας τους τοξότες και τους τυφεκιοφόρους που βρίσκονταν στα εντός του λιμανιού περιπλέοντα πολεμικά πλοία, χτύπησε από τα καταστρώματά τους τους υπερασπιστές των επάλξεων του τείχους από το δεξιό τους πλευρό. Όμως οι Έλληνες αντιστάθηκαν με επιτυχία και έδιωξαν και αυτούς τους επιτιθέμενους και γενικά πολέμησαν γενναία και αναδείχτηκαν άριστοι και υπέρτεροι μαχητές. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να τους αποσπάσει από το καθήκον τους, ούτε η πείνα ούτε η αγρύπνια ούτε ο ασταμάτητος πόλεμος ούτε οι τραυματισμοί ή οι σφαγές και οι θάνατοι των δικών τους, που έβλεπαν μπροστά τους, κανένα απ’ όλα αυτά τα φοβερά κακά, ώστε να υποχωρήσουν κάπως και να μεταβάλουν την αρχική τους αποφασιστικότητα και ορμητικότητα. Αντίθετα διατήρησαν μέσα τους, σ’ όλες τις περιστάσεις, την αρχική τους ορμητικότητα έως ότου τους πρόδωσε η πανούργα, η άδικη τύχη». |
Η κατάκτηση «βυζαντινών» εδαφών από τους Οθωμανούς δεν εθεωρείτο απώλεια για την Αυτοκρατορία, εφ όσον στα εδάφη αυτά συνεχιζόταν η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία πνευματικά διάσωζε και τη συνέχεια της Ρωμανίας. Η φραγκοκρατία, όμως, απέδειξε ότι δεν συνέβαινε το ίδιο και στις φραγκοκρατούμενες περιοχές, που με τον διωγμό της ορθοδόξου Εκκλησίας, αν δεν διέκοπταν, τουλάχιστον καθιστούσαν τη συνέχεια αυτή ιδιαίτερα δύσκολη. Είναι κοινή, άλλωστε, η γνώμη των βυζαντινολόγων, ότι στην κατάσταση που βρισκόταν στα μέσα του 15ου αιώνα η Αυτοκρατορία και αν δεν έπεφτε στους Οθωμανούς, θα καταντούσε ένα απλό προτεκτοράτο των δυτικών Κρατών ή του Πάπα. Πρέπει, όμως, να παραδεχθούμε, ότι Ενωτικοί και Ανθενωτικοί, παρά την αντίθεσή τους, λειτουργούσαν ως σύνθεση. Οι
δεύτεροι έσωσαν την ταυτότητα του Γένους, αλλά οι πρώτοι το κράτησαν σε αδιάκοπο επαναστατικό βρασμό, δυναμοποιώντας τις αντιστάσεις του.
3. Η ιδεολογική αυτή αντίθεση (Ενωτικών-Ανθενωτικών), προσδιοριζόμενη όπως είπαμε από τη στάση έναντι της Φραγκικής Ευρώπης, ενσαρκώθηκε σε ηγετικές μορφές, σε σχήματα δυαδικά, που διαμόρφωναν και την ευρύτερη λαϊκή ιδεολογία στην εποχή τους. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και Λουκάς Νοταράς, άγιος Μάρκος Ευγενικός και Καρδινάλιος Βησσαρίων, Γεννάδιος Σχολάριος και Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων. Οι στάσεις των προσώπων αυτών σφράγισαν την κατοπινή πορεία του Έθνους, συνεχιζόμενες με διάφορα ονόματα, με το ίδιο, όμως, περιεχόμενο. Έτσι, εμφανίσθηκαν η Ανατολική και Δυτική Παράταξη ήδη στη δουλεία, που φθάνουν μέχρι την εποχή μας. Τι άλλο εκπροσωπούσαν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος τον 19ο αιώνα;
Στο ίδιο ιδεολογικό δίπολο εντάσσεται και ο Διχασμός του 1916 (Βενιζελικοί-Βασιλικοί), η εμφυλιακή σύγκρουση από το 1944 (αστοί-κομμουνιστές), με κάποιες φυσικά μικρές αποχρώσεις ή διαφοροποιήσεις. Οι διαμορφούμενες, όμως, στο Έθνος παρατάξεις λειτουργούν μόνιμα με τις ίδιες προϋποθέσεις, τη στάση απέναντι στην Ορθόδοξη Παράδοση και τις δυτικές προκλήσεις. Η αντίθεση βέβαια Βενιζελικών-Βασιλικών το 1916 ήταν η συνέπεια της αποδοχής των ενδοδυτικών διαιρέσεων και η ελληνοποίησή τους, ενώ το 1944 το Έθνος φαινομενικά διαιρέθηκε -και πάλι- σε φιλοδυτικούς και ανατολικούς, διότι το μαρξιστικό σύστημα είναι και αυτό γέννημα της δυτικοευρωπαϊκής διαλεκτικής, που μεταφυτεύθηκε στην ορθόδοξη Ανατολή, όπως και ο αστισμός.
Απλούστατα η Ανατολική Παράταξις, που παλαιότερα ταυτιζόταν με την ομόδοξη Ρωσία συνέχισε και μετά το 1917 να μένει φιλορωσική (φιλοσοβιετική), ταυτιζόμενη μόνο με ένα μικρό ποσοστό της με τη μαρξιστική ιδεολογία. Η ίδια αντίθεση Ενωτικών-Ανθενωτικών συνεχίζεται και στη διάσταση σήμερα ευρωπαϊστών αντιευρωπαϊστών, όταν βέβαια, το υπόβαθρο μένει πνευματικό, όπως τον 15ον αιώνα, οπότε μπορεί να γίνεται λόγος για διάσταση παραδοσιακών (ορθοδόξων)-αντιπαραδοσιακών, που έχει εισέλθει ήδη και στον πολιτικό χώρο, ως αντίθεση παραδοσιακών-εκσυγχρονιστών (όλων των κομμάτων). Σημασία έχει ότι σε όλα αυτά τα αντιθετικά σχήματα η «Δύση» και η στάση απέναντί της βρίσκεται στη βάση των πραγμάτων.
ΤΡΙΤΗ (ξημέρωμα) 29 ΜΑΪΟΥ 1453 «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», του Μιχαήλ Δούκα «Απ’ την άλλη μεριά οι Τούρκοι, λίγο-λίγο και καλυπτόμενοι από ασπίδες, πλησίασαν τα τείχη και τοποθέτησαν σκάλες. Ωστόσο, καθώς τους εμπόδιζαν οι λιθοβολητές απ’ τα τείχη, τίποτε δεν είχαν επιτύχει ακόμα. Συνεπώς η επίθεσή τους είχε αποκρουστεί. Οι Έλληνες πάλι, μαζί με τον αυτοκράτορα, είχαν αντιπαραταχθεί και πολεμούσαν τους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μοναδικός στόχος τους ήταν να μην επιτρέψουν στους Τούρκους να μπουν στην Πόλη απ’ τα γκρεμισμένα τείχη. Έκαναν όμως λάθος, καθώς το θέλημα του Θεού ήταν να μπουν οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά από άλλη ατραπό. Όταν δηλαδή οι Τούρκοι είδαν το παραπόρτι για το οποίο ήδη μιλήσαμε (η Κερκόπορτα), ανοιχτό και αφύλαχτο, περίπου πενήντα άνδρες, οι πιο φημισμένοι και οι πιο πιστοί δούλοι του Μωάμεθ, πήδησαν μέσα, ανέβηκαν στα τείχη ξεφυσώντας φωτιά, σκοτώνοντας όποιους συναντούσαν μπροστά τους και χτυπώντας τους ακροβολιστές. Οι Ρωμαίοι που πολεμούσαν μαζί με τον αυτοκράτορα δεν γνώριζαν τι είχε συμβεί, καθώς ήταν μακριά απ’ αυτούς το σημείο από το οποίο οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Άλλωστε όλη την προσοχή τους την είχαν αποσπάσει οι απέναντι εχθροί, οι οποίοι ήσαν δυνατοί και τόσοι πολλοί, ώστε αντιστοιχούσε ένας Έλληνας προς είκοσι Τούρκους, ενώ κι αυτός ο ένας Έλληνας δεν γνώριζε την πολεμική τέχνη τόσο καλά όσο ένας τυχαίος Τούρκος. Σ’ εκείνους λοιπόν είχαν συγκεντρώσει όλη τη μέριμνα και τη φροντίδα τους. Τότε ξαφνικά, βλέπουν βέλη να τους έρχονται απ’ το πάνω μέρος των τειχών και να τους σκοτώνουν. Στρέφουν το βλέμμα προς τα εκεί και διαπιστώνουν ότι είναι Τούρκοι. Βλέποντάς τους, σπεύδουν να γλιτώσουν στο εσωτερικό του τείχους. Και καθώς το πλήθος που προσπαθούσε να εισέλθει από την πύλη, την επονομαζόμενη Χαρισού, ήταν μεγάλο, προκλήθηκε φοβερός συνωστισμός. Πάνω σ’ αυτόν, οι σωματικά δυνατότεροι κατάφερναν να μπουν πατώντας κυριολεκτικά τους σωματικά αδύναμους. Όταν η παράταξη του τυράννου είδε την οπισθοχώρηση των Ρωμαίων, με μια φωνή όρμησαν καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους αμύντορες της Πόλης. Φτάνοντας στην πύλη δεν μπόρεσαν να την περάσουν, καθώς αυτή είχε κλείσει απ’ τα σώματα των σκοτωμένων, αλλά και των ετοιμοθάνατων. Έτσι οι περισσότεροι Τούρκοι έμπαιναν στην Κωνσταντινούπολη απ’ το γκρεμισμένο τείχος και κατέσφαζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους. |
4. Ακριβώς στο σημείο αυτό φαίνεται η επικαιρότητα της 29ης Μαΐου για τη σημερινή πραγματικότητα και τις σύγχρονες σχέσεις. Διότι οι συμπεριφορές των προσώπων αποκαλύπτουν και τον τρόπο, κατά τον οποίο λειτουργεί κάθε φορά ο εθνικός διχασμός, αλλά και τις συνέπειές του για το Γένος-Έθνος. Είναι γεγονός, ότι παρά την αντίθεση, ο διχασμός μπορεί να αποβεί ευεργετικός προς το Εθνος, όταν οι αντιτιθέμενοι ταυτίζονται με αυτό και εργάζωνται γι αυτό, μη ταυτιζόμενοι με τα ξένα συμφέροντα. Τις δύο παρατάξεις συνδέει τότε η κοινή αγάπη προς το Έθνος, η δε επιλογή διαφορετικών οδών πορείας και στρατηγικής αποβλέπει μόνο στην σωτηρία του Γένους-Έθνους (Salus Patriae). Κλασικά παραδείγματα οι δυάδες Κωνσταντίνου Παλαιολόγου – Λουκά Νοταρά και Γενναδίου – Πλήθωνος. Λυδία λίθος δε στη διακρίβωση αυτή είναι η συνεργασία τους στην απόκρουση των εναντίων.
Αλλ’ ας δούμε χωριστά τις συμπεριφορές αυτών των προσώπων.
Ο αυτοκράτορας της οδύνης Κωνσταντίνος ΙΑʹ Παλαιολόγος (1403-1453) αναδείχθηκε νέος Λεωνίδας του Έθνους. Το δικό του «Μολών λαβέ» εκφράσθηκε με τα λόγια: «Το την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν έστιν [. . . ] Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του, μολονότι, έλαβε μέρος στην ουνιτική λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου 1452, στην οποία αναγνώσθηκε το ουνιτικό διάταγμα της Φλωρεντίας. Ο λαός πάγωσε! Ο ίδιος ο αυτοκράτορας το άκουσε μουδιασμένος. Και όλα αυτά ακριβώς έξι μήνες πριν από την Άλωση. . .
Αντίθετα, ο Μέγας Δούξ Λουκάς Νοταράς από την ανεύθυνη και παραταξιακή ιστοριογραφία χαρακτηρίζεται φιλότουρκος. Είναι βέβαια, γεγονός, ότι στην «ένωση» με το φραγκολατινικό στοιχείο, στην οποία φάνηκε συγκαταβατικός και υποχωρητικός για πολιτικές σκοπιμότητες ο Κωνσταντίνος, έβλεπε την εξαφάνιση του Γένους, όπως ήδη ελέχθη. Γι αυτόν ο οθωμανικός και ισλαμικός κίνδυνος δεν έπαυε να είναι κίνδυνος, αλλά όχι τόσο δυνατός, ώστε να επηρεάσει το Γένος αποφασιστικά. Επειδή, όμως, εξ ίσου αγαπούσε και αυτός το Γένος-Έθνος, αναδείχθηκε, παρά την ιδεολογική αντίθεσή του, μεγάλος πατριώτης. Ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε μια υπέροχη στην τραγικότητά της Μορφή. Ρεαλιστικότερος μάλιστα του αυτοκράτορα, δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις, όπως οι ρομαντικοί φιλενωτικοί. Γνώριζε καλά την μετακαρλομάγνεια Ευρώπη και τους αντιρωμαίϊκους και ανθελληνικούς, στόχους της. Πάλαιψε, όμως, και αυτός ηρωικά για την απόκρουση του οθωμανικού κινδύνου, απορρίπτοντας στην πράξη κάθε κατηγορία για εθελοδουλία. Αλλά και άλλοι ανθενωτικοί, όπως ο μοναχικός κόσμος, βοηθούσε τους αμυνόμενους και αυτές ακόμη οι μοναχές.
ΤΡΙΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 1453 «ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», του Νέστορος Ισκεντέρη «Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους. Κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: «Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ’ αποθάνει». Γιατί οι αμαρτίες έρχεται η ώρα και κρίνονται από το Θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες και οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών. Μεγάλη η δύναμη του πονηρού κι άπειρα τα κακουργήματά του. Αλίμονο σε σένα, Εφτάλοφη, τώρα που έπεσες στα χέρια των άπιστων, τόση ήταν η δόξα που σου εδώρισε η χάρη του Κυρίου, άλλοτε λαμπρύνοντάς σε και μεγαλύνοντάς σε όσο καμιάν άλλη χώρα, άλλοτε τιμωρώντας σε με μύριες όσες τιμωρίες και νουθετώντας σε με τη δοκιμασία και με περίφημα θαύματα κι άλλοτε πάλι χαρίζοντάς σου ένδοξες νίκες κατά των εχθρών ούτε μια στιγμή δεν έπαψε να σε νουθετεί και να σε καλεί στο δρόμο της σωτηρίας σου και σου εχάρισε κι όλα τα καλά του επίγειου βίου και τα πιο λαμπρά στολίδια. Τα ίδια κι η υπεραγία Θεοτόκος, μητέρα του Χριστού και Θεού μας, με άπειρες ευεργεσίες κι αναρίθμητες δωρεές σ’ ελέησε και σε υπεράσπισε σ’ όλους τους καιρούς. Όμως η αφροσύνη σου αποστράφηκε τα ελέη και τα δώρα του Θεού κι ενέδωσες στις πονηρίες και ανομίες και τώρα να, σ’ έπληξε η οργή του Θεού και σε παραδίνει στα χέρια των εχθρών σου και ποιος να μην κλάψει γι’ αυτά, ποιος να μην θρηνήσει Εκεί ένας Σέρβος εβγήκε μπροστά του (στον Μωάμεθ) και του έφερε το κεφάλι του καίσαρα. Αυτός καταχάρηκε κι εφώναξε αμέσως τους άρχοντες και στρατηγούς κι ερώτησε να μάθει αν αλήθεια είναι του καίσαρα το κεφάλι. Εκείνοι κατατρομαγμένοι αποκρίθηκαν: «Είναι το αληθινό κεφάλι του καίσαρα». Τότε αυτός το ασπάστηκε και είπε: «Μα την αλήθεια, ο ίδιος ο Θεός σ’ έφερε στον κόσμο και σ’ έκανε και καίσαρα. Γιατί λοιπόν να πας έτσι άδικα χαμένος»; Κι έστειλε την κεφαλή στον Πατριάρχη να την χρυσώσει και να την ασημώσει και να την φυλάξει καταπώς αυτός γνωρίζει. Ο Πατριάρχης επήρε την κάρα και την εκλείδωσε σε αργυρό και χρυσωμένο σκεύος και την έκρυψε στη μεγάλη εκκλησία κάτω από την αγία τράπεζα. Από άλλους όμως ακούσαμε ότι κάποιοι που εσώθηκαν, από αυτούς που ήταν μαζί με τον καίσαρα στη Χρυσή Πύλη, επήραν κρυφά το σώμα, εκείνη την ίδια νύχτα, και το επήγαν στον Γαλατά και εκεί τον έχουν θαμμένον». |
Κατά τον αληθινό επιστήμονα Στήβεν Ράνσιμαν (Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, σ. 151): «Με τις εφεδρείες του στάλθηκε να βοηθήσει στην άμυνα, που ήταν καλά οργανωμένη στις ακτές». Εξ άλλου, δύο γιοί του Νοταρά έπεσαν μαχόμενοι στις επάλξεις μαζί με τον αυτοκράτορα. Η πραγματικότητα, όμως επεφύλασσε στον δυστυχή πατέρα ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία. Πάλι κατά τον Ράνσιμαν, αντικειμενικόν εκτιμητή των πηγών: «Η καλοσύνη, που είχε δείξει ο Μεχμέτ στους υπουργούς του αυτοκράτορα, δεν κράτησε πολύ. Είχε πει ότι θα έκανε τον Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της Κωνσταντινουπόλεως. Αν ποτέ αυτό υπήρξε η πραγματική του πρόθεση, σε λίγο άλλαξε γνώμη. Η γενναιοφροσύνη του κολοβωνόταν πάντοτε από την υποψία και διάφοροι σύμβουλοι του συνέστησαν να μην έχει εμπιστοσύνη στον Μέγα Δούκα. Έβαλε την αφοσίωσή του (=του Νοταρά) σε δοκιμασία.
Πέντε μέρες μετά την πτώση της Πόλης έκανε ένα συμπόσιο.
Κατά τη διάρκεια του συμποσίου και ενώ είχε βαρύνει από το κρασί, κάποιος ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιός του Νοταρά ήταν εξαιρετικά ωραίος. Ο Σουλτάνος έστειλε αμέσως έναν ευνούχο στο σπίτι του μεγάλου δούκα ν απαιτήσει να σταλεί το παιδί στο σουλτάνο. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο μεγαλύτεροι γιοί σκοτώθηκαν πολεμώντας, αρνήθηκε, να θυσιάσει το παιδί του σε τέτοια τύχη. Αμέσως κατέφθασε η αστυνομία και έφερε το Νοταρά με τον γιό του και τον νεαρό γαμβρό του, γιό του μεγάλου δομέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, μπροστά στο σουλτάνο. Όταν και πάλι ο Νοταράς αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την επιθυμία του σουλτάνου, ο τελευταίος έδωσε διαταγή ν αποκεφαλισθούν και οι τρεις επί τόπου. Ο Νοταράς ζήτησε μόνο ν αποκεφαλισθούν οι νέοι πριν απ αυτόν, μήπως η θέα του θανάτου του τους έκανε να δειλιάσουν. Όταν σφάχθηκαν και οι δύο, γύμνωσε το λαιμό του στο σπαθί του δημίου».
Οι παραταξιακοί ιστοριογραφείς γράφοντας λιβελλογράφημα και όχι ιστορία, για να δικαιώσουν τη στάση τους, στηρίζονται στα περί Νοταρά στη διήγηση του μεγάλου αντιπάλου, εχθρού στην ουσία, του μεγάλου δούκα Γεωργίου (Σ)Φραντζή. Ο λιβελλογραφικός χαρακτήρας της «ιστορίας» τους βεβαιώνεται από την παραθεώρηση και αποσιώπηση όλων των άλλων πηγών, που αξιοποιεί στο έπακρο ο αυθεντικός ιστορικός Στ. Ράνσιμαν στο έργο του «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως», το οποίο δι’ ευνόητους λόγους ελάχιστα ή καθόλου λαμβάνουν υπόψη οι δικοί μας λιβελλογράφοι.
Την ιστορική, όμως, απαξία του έργου του Φραντζή κατέδειξε με τρόπο καθαρά επιστημονικό ο αείμνηστος διδάσκαλός μου Νικόλαος Τωμαδάκης στο κλασικό έργο του «Οι ιστορικοί της Αλώσεως». Εξ άλλου, κατά τον Ράνσιμαν, «η αποδιδόμενη σ’ αυτόν (τον Λ. Ν. ) από τους εχθρούς του φράση: Καλύτερα το σαρίκι του Σουλτάνου από την καλύπτρα την παπική, δεν είναι σήμερα τόσο σκανδαλώδης, όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως».
Όπως, όμως, είπε ο αρχαίος ρήτοράς μας Ισοκράτης, «κοινή η τύχη και το μέλλον αόρατον». Η τύχη των λοιπών μελών της οικογενείας του Νοταρά ταυτίσθηκε με την τύχη των μελών της οικογενείας του Φραντζή. Η σύζυγος και η θυγατέρα του Νοταρά αιχμαλωτίσθηκαν και «αποτέλεσαν μέρος της μεγάλης φάλαγγας των αιχμαλώτων, που συνόδεψαν την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η σύζυγος του Νοταρά πέθανε στο δρόμο στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική καταγωγή και η μεγαλύτερη κυρία στο Βυζάντιο μετά το θάνατο της αυτοκράτειρας-μητέρας και απολάμβανε βαθύτατο σεβασμό, ακόμα και από τους αντιπάλους του Νοταρά, για την αξιοπρέπεια και την φιλανθρωπία της».
Και συνεχίζει ο Ράνσιμαν: «Ο Φραντζής, που το μίσος εναντίον του Νοταρά δεν έσβησε, ούτε και με τις αμοιβαίες συμφορές τους και που έδωσε μια μικρή, δυσμενή και αναληθή αφήγηση του θανάτου του, αντιμετώπισε και ο ίδιος παρόμοια τραγωδία. Έγινε επί δεκαοκτώ μήνες σκλάβος στο σπίτι του αρχηγού του ιππικού του σουλτάνου, πριν κατορθώσει να εξαγοράσει την ελευθερία του και της συζύγου, του, αλλά και τα δυό παιδιά, που τα είχε βαπτίσει ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, κλείσθηκαν στο χαρέμι του σουλτάνου! Η κόρη του Θάμαρ πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία· το αγόρι σφάχθηκε από το σουλτάνο, γιατί αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυμίες του» (Ράνσιμαν, σ. 203).
Ποιος μπορεί να μιλήσει, λοιπόν, για «προδοσία» και έλλειψη πατριωτισμού στη περίπτωση του Νοταρά; Μολονότι απέκρουε τον φιλοπαπισμό του αυτοκράτορα και τον ουνιτισμό του, δεν υστέρησε σε φιλοπατρία και αυτοθυσία Οι ιδεολογικές αντιθέσεις υποχώρησαν μπροστά στον κίνδυνο της Πατρίδος και την ανάγκη υπερασπίσεώς της.
5. Ανάλογα, όμως, ισχύουν και στην περίπτωση της άλλης δυάδας, του Πατριάρχου Γενναδίου και του Γεωργίου Πλήθωνος-Γεμιστού. Ο Γεννάδιος επιτέθηκε με σφοδρότητα στην θρησκευτική επιλογή του Πλήθωνος, που θέλησε να αναστήσει την αρχαία Ελληνική θρησκεία, καίοντας συμβολικά με αποτροπιασμό ένα αντίγραφο των Νόμων του Γεμιστού. Πόσο μάλλον, που ο Πλήθων επέβαλλε με το βιβλίο αυτό ποινή θανάτου σ αυτόν, που δεν θα δεχόταν τη θρησκεία του! Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις κατανοούνται οι κλασικές φράσεις των δύο αντιπάλων. Γεννάδιος: «Ούκ αν φαίην έλλην είναι, ότι χριστιανός ειμί». Πλήθων: «Έλληνες εσμέν το γένος, ως ήτε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Ο πρώτος, όμως, εδήλωνε, ότι δεν είναι ειδωλολάτρης, ενώ ο δεύτερος μαρτυρούσε την καταγωγή του. Τήν καταγωγή, όμως, αυτή δεν την ηρνείτο και ο ελληνικότατος στην παιδεία του Γεννάδιος, από αγάπη δε στον ίδιο Ελληνισμό επέδειξαν και οι δύο την ίδια στάση έναντι του Γένους-Εθνους στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438/39).
Στο διάλογο με τον Λατινισμό συμπεριελήφθη και ο Πλήθων Εικόνα της Παναγίας Βλαχερνίτισσας, τέλη ΙΓʹ αι. ως ικανότατος φιλόλογος και παλαιογράφος. Και αυτός ανταποκρίθηκε με προθυμία, διότι πίστευε ότι ο παπισμός απειλούσε τον Ελληνισμό.
Σ’ αυτό ταυτιζόταν απόλυτα ο Πλήθων με το Γεννάδιο, αλλά και τον Μάρκο τον Ευγενικό, με τον οποίο έδωσε κοινή μάχη στη Σύνοδο, για να αποδειχθούν οι πανουργίες των Λατίνων. Γι’ αυτό μεταξύ εκείνων, που δεν υπέγραψαν την ένωση, ήταν και ο Πλήθων. Ο αυτοκράτορας, σεβόμενος και αυτόν και τον άγιο Μάρκο, τους φυγάδευσε μυστικά για να μη ξεσπάσει επάνω τους η μήνη των Λατίνων.
Η αποστροφή προς τον Παπισμό ήταν στα πρόσωπο αυτά κοινή, διότι εκεί εντόπιζαν την μεγαλύτερη απειλή για το Γένος, έστω και αν την αντιμετώπιζαν διαφορετικά, ο Πλήθων με στροφή στην ελληνική αρχαιότητα, ο Μάρκος δε και ο Γεννάδιος με την διάσωση της ελληνικότητας μέσω της πατερικής Ορθοδοξίας. Βέβαια θα μπορούσε να λεχθεί, ότι αγάπη προς το Έθνος είχε και ο καρδινάλιος Βησσαρίων. Η προσχώρησή του, όμως, στον Παπισμό και η υποστήριξη εκ μέρους του της Ουνίας και η προπαγάνδισή της στο Γένος απέδειξε το μεγάλο λάθος της επιλογής του, όπως και όλων των λατινοφρόνων.
Για την Πόλη Παναγιώτη Μελικίδη Στις 29 Μαϊου 1453 η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε για δεύτερη φορά μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204), από τους Τούρκους. Νομίζω ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε συνοπτικά πώς συνδέεται η προσδοκία για την αποκατάσταση του Γένους (δηλαδή η απελευθέρωση της Πόλης) με την λειτουργική συνείδηση. Αφορμή παρατήρησης της διάστασης αυτής αποτελεί το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στην τελευταία θ. Λειτουργία που τελέστηκε στο Ναό της Αγίας Σοφίας: …φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού κι απ’ αγγέλου στόμα: Το δημοτικό αυτό τραγούδι εκφράζει την λαϊκή ευσέβεια, η οποία ταυτίζεται με τον κανόνα της Εκκλησίας ότι κάθε Λειτουργία που αρχίζει πρέπει οπωσδήποτε να τελειώνει. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα πάντα με την λαϊκή παράδοση, η τελευταία Λειτουργία στην Αγία Σοφία δεν περατώθηκε λόγω της Οθωμανικής εισβολής και ο ιερέας μαζί με τα Τίμια Δώρα οδηγήθηκε με τρόπο θαυματουργικό σε μυστική κρύπτη του τείχους του Αγίου Βήματος. Έτσι ο Θεός στην συνείδηση του λαού “εκβιάζεται” να ελευθερώσει την Βασιλεύουσα, προκειμένου να ολοκληρωθεί το ημιτελές μυστήριο που διακόπηκε την ώρα του Χερουβικού. Το στοιχείο αυτό μας βοηθάει να τοποθετήσουμε την συγγραφή του δημώδους άσματος κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας και στην αρχή της παγίωσης των ιδεολογημάτων που αφορούσαν την μελλοντική εθνική αποκατάσταση. Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι η περιγραφή του τρόπου διάσωσης των ιερών αντικειμένων. Η φυγάδευση αναλαμβάνεται από φράγκικα καράβια. Εδώ έχουμε επέμβαση μεταγενέστερη στο κείμενο, αφού το πρωτότυπο αναφερόταν στη βίαιη αρπαγή των εν λόγω αντικειμένων από τους Φράγκους κατά την Δ’ Σταυροφορία το 1204. Έτσι στην μεταγενέστερη έκδοση το παλιό υλικό τροποποιήθηκε, ώστε η αφαίρεση του Ευαγγελίου, του Σταυρού και της Τράπεζας να παρουσιάζεται επιβεβλημένη. Σύμφωνα με νεώτερη θρακική παράδοση, η αγία Τράπεζα έπεσε από το πλοίο στην θάλασσα ή όλο το πλοίο βυθίστηκε και παραμένει από τότε στον βυθό του Θρακικού πελάγους αναμένοντας την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, που όταν πραγματοποιηθεί, με θεϊκή βούληση θα εμφανισθεί στην παραλία της Πόλης, για να τοποθετηθεί ξανά στην αρχική της θέση. Είναι πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι θρύλοι του λαού μας, που σχετίζονται με την άλωση και με την προσδοκία της αποκατάστασης, συνδέονται πάντα με το θέλημα του Θεού, φανερώνοντας με απλοϊκό τρόπο αυτό που διακηρύσσει η Ορθόδοξη Παράδοση των αγίων Πατέρων της, ότι ο Θεός προσωπικά διευθύνει την ιστορία, όπως επίσης και το γεγονός ότι το ενδιαφέρον των λαϊκών παραδόσεων που αφορούν την πτώση της του Κωνσταντίνου Πόλεως εστιάζεται στον λόγο: Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων… (Ματθ. ς’, 6). |
Ο Βησσαρίων είναι ο αρχέτυπος μιας άλλης διαστάσεως των διχασμών μας. Αναμφίβολα δεν αγαπούσε το Γένος όπως ο Πλήθων, διότι ουσιαστικά το παρέδιδε στις δυνάμεις εκείνες, που απεργάζονταν την ιστορική εξαφάνισή του. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τις χιλιάδες των αποδεχθέντων τον Παπισμό ή την Ουνία στη Μεγάλη Ελλάδα, στους μετέπειτα αιώνες. Μαζί με την Ορθοδοξία έχασαν και τη γλώσσα τους και από τον Ελληνισμό τους μόνο η ανάμνηση τους έμεινε και η νοσταλγία. Από την άλλη πλευρά, ούτε ο άγιος Μάρκος, ούτε ο Πλήθων μπορούν να χαρακτηρισθούν φιλότουρκοι, μολονότι ο δεύτερος για λόγους τακτικής προέτεινε σε κάποια στιγμή την δημιουργία δυαδικής αυτοκρατορίας μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, για τη διάσωση του Γένους και της αυτοκρατορίας. Η πρόταξη του Έθνους στά παραπάνω πρόσωπα ήταν δεδομένη έστω και αν κάποιοι αστόχησαν στις επιλογές τους.
Η ταύτιση με αλλότριες δυνάμεις και μάλιστα με εκείνες που επιβουλεύονται ή μπορούν να βλάψουν καίρια το Έθνος, είναι το μεγάλο πρόβλημα. Και αυτό έπραξε λ. χ. αργότερα ο επίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος, ο επονομασθείς Σκυλόσοφος († 1611). Παρά την φιλοπατρία του, προσχώρησε στον Παπισμό, περιμένοντας μάταια βοήθεια και υποστήριξη στις εξεγέρσεις του (1601 και 1611).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που θα πληθυνθούν στους τελευταίους αιώνες της Οθωμανοκρατίας, η συνεργασία με τις ξένες δυνάμεις θα υπερβεί τα όρια της συμμαχίας, μεταβαλλομένη αυτόχρημα σε υποταγή, που σήμαινε ταυτόχρονα απώλεια για το Έθνος. Αυτό δήλωναν οι ειδικοί όροι, που πλάσθηκαν στα χρόνια της δουλείας: τουρκεύω ή τουρκίζω και φραγκεύω ή φραγκίζω.
Σημασία δε έχει ότι οι όροι αυτοί, που καθιερώθηκαν από την πικρά εμπειρία του υποδούλου Γένους μας, υπονοούσαν, ότι η ταύτιση με τις εχθρικές δυνάμεις συνετελείτο με την απώλεια της Πίστεως-Ορθοδοξίας, η οποία (ταύτιση) συνεπέφερε και την απώλεια για το Γένος. Αυτό δε συνέβαινε ακόμη και στην περίπτωση διασώσεως της γλώσσας, που, όπως τα πράγματα αποδεικνύουν, δεν αρκεί, για να σώσει μόνη την εθνική ταυτότητα. Οι Καππαδόκες λ. χ. στην Μικρασία έχασαν τη γλώσσα τους, αλλά μέσω της Ορθοδοξίας διετήρησαν τον Ελληνισμό τους. Αντίθετα οι Βαλαάδες στη Δυτική Μακεδονία διετήρησαν τη γλώσσα, αλλά ετούρκευσαν, όταν έχασαν την Πίστη τους, την Ορθοδοξία. Το 1821 δικαιώθηκε ο Μάρκος Ευγενικός και όχι ο Βησσαρίων.
6. Οι διχασμοί στην εποχή της Αλώσεως, μένοντας στα όρια της ιδεολογίας, δεν απέβαιναν βλαπτικοί για το Εθνος-Γένος. Το αντίθετο, όμως συνέβαινε, όταν συνετελείτο προσχώρηση στις επιβουλευόμενες το Έθνος δυνάμεις, που προϋπέθετε και την εσωτερική ταύτιση μαζί τους. Αυτό θα ισχύει έκτοτε ως αμετακίνητος κανόνας.
Η πρόταξη του Έθνους παράγει εθνοκεντρικότητα και προσήλωση σ αυτό μέχρις εσχάτων. Ο Μάρκος Εφέσου, ο πατριάρχης Γεννάδιος, ο Πλήθων ήσαν εθνοκεντρικοί· ο Βησσαρίων, κατά την δική μου εκτίμηση, όχι. Ο πατριάρχης Γεννάδιος, ο Πλήθων, ο άγιος Μάρκος, ο Λ. Νοταράς προέταξαν το Έθνος, όπως ακόμη και ο μαρτυρικός αυτοκράτοράς μας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.
Η αναζήτηση εξωτερικής βοήθειας δεν ήταν γι αυτούς υποταγή ή σχετικοποίηση του Έθνους στη συνείδησή τους. Η εθνοκεντρικότητα, εξ άλλου, είναι το απαραίτητο θεμέλιο κάθε εξωτερικής πολιτικής.
Η συνείδηση του προτεκτοράτου, που καλλιεργήθηκε μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1830), οδήγησε επανειλημμένα στην υπόταξη του εθνικού συμφέροντος στο συμφέρον της οποιασδήποτε «προστατευούσης Δυνάμεως» και στην υποταγή σε ξένα κέντρα λήψεως των αποφάσεων. Και αυτό συχνά με το πρόσχημα του διεθνισμού, που σήμερα έγινε Οικουμενισμός και Παγκοσμιοποίηση. Αληθινή όμως οικουμενική συνείδηση μπορεί να υπάρξει μόνον εκεί, όπου ισχύει η αγάπη προς το Έθνος. Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα και εθνική συνείδηση δεν είναι παρά οικουμενικός τυχοδιώκτης και πλάνης στην έρημο του ατομισμού του. Η εφαρμογή, συνεπώς, εθνοκεντρικής πολιτικής είναι ιδιαίτερα σήμερα αναγκαία, ως προϋπόθεση ιστορικής επιβιώσεως τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και στην πλανητική κοινωνία της Νέας Εποχής και της Νέας Τάξεως πραγμάτων.
Το δισκοπότηρο της Αγιά-Σοφιάς Νικολάου Βασιλειάδη Την ώρα που ακούονται έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! – οι Τούρκοι!», ο πρωτόπαπας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως. Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωί εξομολογούσε. Όπως βγήκε ψηλός, ηλιοκαμένος, μ’ άσπρα γένια και φρύδια παχιά, νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο. Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να τρέμει, κιτρίνισε σαν το φλουρί, σαν να τον κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυα και προχώρησε στην εκκλησία. Ο ναός, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν αναμμένα. Για τελευταία φορά έλαμπε στην Ανατολή το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης. Έλαμπε η θαυμάσια αρχιτεκτονική του Ανθέμιου και Ισιδώρου. Έλαμπε ο αφάνταστος πλούτος, που εσκόρπισεν ο Ιουστινιανός, για να νικήσει τον Σολομώντα. Κι από μακριά έφταναν του τρόμου οι φωνές: Οι πολυέλαιοι από κρύσταλλα ασημοδεμένα, τα πελώρια μανουάλια, σαν γίγαντες φωτοβόλοι, οι ποικιλόχρωμες κολόνες, τα χρυσά μωσαϊκά, όλα έλαμπαν για τελευταία φορά. Και ψηλά οι ελαφρύτατες γραμμές, γεμάτες ευγένεια, γεμάτες χάρη, αγκάλιαζαν, σαν σχέδιο ενάερης κολόνας, τον πελώριο τρούλο. Ω! όπως ήταν ο τρούλος θαυμάσιος στους γύρους, νόμιζες πως ζητούσε να πλανέψει σ’ έναν άλλο κόσμο τους χριστιανούς την ώρα της Θυσίας! Ο πρωτόπαπας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό. Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο. Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ’ εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο. Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος. Ο πρωτόπαπας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε. «Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε. Σαν αρχαίο ελληνικό αγγείο, όλο από χρυσάφι, λίγο κοντό, με δυο όμορφα χερούλια και με πλευρές καμπύλες, τέτοιο ήταν το Ιερόν Ποτήριον. Το στόμα του τριγύριζε διπλή γραμμή σε ρυθμό μαιάντρου. Και στην πρόσοψη είχε το Χριστό σε κολυμπήθρα, από παράσταση αρχαία. Ο ιερός Δίσκος ήταν από χρυσάφια καλοδουλεμένο. Στο κέντρο ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου. Και γύρω πολύτιμα πετράδια. Ο πρωτόπαπας έριξε μια ματιά στη θάλασσα, ανασκουμπώθηκε κι έσπρωξε με τέτοια δύναμη το καραβάκι, που γλίστρησε ως τον γιαλό. Μπήκε μέσα, άνοιξε πανί και κράτησε το τιμόνι γραμμή για την Βιθυνική παραλία. Ο αντίλαλος της Πόλης εξακολουθούσε. «Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!». Ω! Πόλη, με τα βασιλικά σου, με τους ιπποδρόμους σου, με τις ακαδημίες των τεχνών σου! Χριστιανοσύνη που εδίδαξες στον κόσμο την αλήθεια. Χιλιόχρονη ιστορία του πολιτισμού που σβήνεις. Εργάτες του νου που γενήκατε φυγάδες και δούλοι. Ανθρώπινα έργα, που ζηλέψατε αθανασία και γενήκατε ερείπια. Μεγαλεία περασμένα. Άρματα νίκης που περνούσατε την Χρυσόπορτα. Βασιλείς με τις χρυσές κορόνες. Γεννήσεις και θάνατοι σβησμένοι για την πρόοδο. Μνημεία, που μέσα στην καταστροφή εμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς όνομα. Άπειρες μέρες εκμηδενισμένες. Να! παίρνει τη σκόνης σας ένας ανθρώπινος ανεμοστρόβιλος και την σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους! Η Δύση του ηλίου χρωμάτισε τον ουρανό κόκκινο, σαν αίμα. Σημάδι της φρίκης. Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά κι ο ανεμοστρόβιλος σάρωνε την Προποντίδα. Σκοτείνιασε. Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη. Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος. Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά. Ολόρθος στο καράβι ο πρωτόπαπας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε, ω φρίκη! το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος. Αρχαία προφητεία έλεγε: «Θα είναι πανσέληνος. Έκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!» Ο πρωτόπαπας περιχύθηκε με κρύο ιδρώτα. Έβλεπε μια τον σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και μια το μισοφέγγαρο. Το καραβάκι χοροπηδούσε στα κύματα της θάλασσας. Χίλια κομμάτια έγινε το μικρό πανί του. Κι ο αέρας βούιζε σα θρήνος στο κατάρτι του. Ο πρωτόπαπας έβαλε τις τελευταίες του προσπάθειες. Στο στήθος του κρατούσε σφιχτά τα Δισκοπότηρα. Κι ενώ θωρούσε πέρα την Αγία Σοφία, δε βλέπει το σταυρό. Βλέπει μισοφέγγαρο. Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια. Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Άγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα. |
Οι Αλώσεις του 1204 και του 1453 απειλούσαν γεωγραφικά σύνορα και προκάλεσαν δουλείες σωμάτων. Η ψυχή και το φρόνημά μας, έμειναν αδούλωτα και γι αυτό επιβιώσαμε, κατορθώνοντας να φθάσουμε στο 1821.
Σήμερα τα σύνορά μας βρίσκονται στην ψυχή μας. Αυτή απειλείται με νέα (τρίτη) Άλωση. Η Υπερδύναμη της Νέας Εποχής, με όλες τις συνιστώσες της, έχει αποβεί «καθολική μας μητρόπολη» και μόνιμο σημείο αναφοράς, καθορίζοντας και προσδιορίζοντας σύνολο τον εθνικό μας βίο, και αυτό το φρόνημά μας με την εξωπροσδιοριζόμενη παιδεία.
Χρειάζεται, συνεπώς, παράλληλη καλλιέργεια της εθνοκεντρικότητας, όχι ως σωβινιστική εχθρότητα, αλλ’ ως λυτρωτικό αντίβαρο στον οικουμενιστικό οδοστρωτήρα (πολιτικά και πνευματικά), που ισοπεδώνει το φρόνημα και εκθεμελιώνει τα σύνορα των ψυχών και συνειδήσεών μας. Αν το Έθνος και η Πατρίδα δεν κυριαρχούν μέσα μας, αποδεχόμεθα την εξαφάνισή μας από τον στίβο της ιστορίας. Και αυτό το έργο (καλλιέργεια της εθνοκεντρικότητας), μετά την άλωση της παιδείας μας, μόνο η Εκκλησία ως εν Χριστώ κοινωνία και «ο πατριωτισμός των Ελλήνων», κατά το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματός μας, μπορούν να πραγματοποιήσουν. Μέσα από αυτή την καλλιέργεια των ψυχών θα φθάσουμε στην ενότητα των Πατέρων μας του 15ου αιώνα, υπερβαίνοντας τις διχοστασίες μας και επιτυγχάνοντας την ενότητα του φρονήματος και των καρδιών μας.
Η Άλωση της Πόλης Απόσπασμα από το βιβλίο του Steven Runciman (σελ 272-6) Ο μόνος από τους λογίους που είχαν φωτίσει τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής ελευθερίας, ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, κλήθηκε να παίξει ένα δημιουργικό ρόλο στην ταξινόμηση του νέου κόσμου, ενώνοντας την Εκκλησία του λαού του και παρέχοντας του μια Αυλή στην οποία τα παλιά δράματα της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας μπορούσαν να συνεχίσουν να υφίστανται στο σκοτάδι, έως ότου ξαναέλθει η αυγή και το Βυζάντιο ξαναγεννηθεί σα φοίνικας* . Αυτή η αυγή δεν ήλθε ποτέ. Η παλιά οικουμενική αυτοκρατορία του Βυζαντίου χάθηκε για πάντα. Είναι εύκολος ο ισχυρισμός ότι στον ευρύ ρου της ιστορίας το έτος 1453 αντιπροσωπεύει πολύ λίγα πράγματα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη καταδικασμένη. Ελαττωμένη, ολιγάνθρωπη και εξαθλιωμένη, ήταν αναπόφευκτο να χαθεί όποτε οι Τούρκοι επέλεγαν να κινηθούν για να την εξοντώσουν. Η αντίληψη ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι έσπευδαν στην Ιταλία εξαιτίας της πτώσης της πόλης τους είναι αβάσιμη. Για περισσότερο από μία γενιά η Ιταλία ήταν γεμάτη από Βυζαντινούς καθηγητές, ενώ από τις δύο σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν το 1453 η μία, ο Βησσαρίων, βρισκόταν ήδη στην Ιταλία, ενώ η άλλη, ο Γεννάδιος, εξακολούθησε να παραμένει στην Κωνσταντινούπολη. Εάν το εμπόριο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών επρόκειτο να εξανεμιστεί, αυτό οφειλόταν περισσότερο στην ανακάλυψη των ωκεάνιων δρόμων, παρά στον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Πραγματικά, η Γένοβα παρήκμασε γοργά μετά το 1453, αλλά αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό λόγω της επισφαλούς θέσης της στην Ιταλία. Η Βενετία συνέχισε ζωηρά το εμπόριο με την Ανατολή για πολλά χρόνια. Εάν οι Ρώσοι προέβαλαν πλέον ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, με τη Μόσχα στη θέση της τρίτης Ρώμης, αυτό δεν ήταν μια επαναστατική ιδέα. Η ρωσική σκέψη κινούνταν ήδη προς τα εκεί, με τους ρωσικούς στρατούς να απωθούν τους άπιστους Τατάρους πέρα από τις στέπες, ενόσω η Κωνσταντινούπολη βυθιζόταν περισσότερο στη φτώχεια και έκανε ανόσιες συναλλαγές με τη Δύση. Όλοι αυτοί οι σπόροι είχαν ήδη φυτευθεί. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης απλά επιτάχυνε το θερισμό. Εάν ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός, ή ο Χαλήλ πασάς περισσότερο πειστικός, ή εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα, ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουστινιάνι δεν είχε τραυματιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει μισάνοιχτη, μακροπρόθεσμα λίγα θα είχαν αλλάξει. Το Βυζάντιο ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για μία ακόμη δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση στην Ευρώπη θα είχε καθυστερήσει. Αλλά η Δύση δεν θα είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα. Αντίθετα, θα θεωρούσε τη διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως σημάδι ότι τελικά ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο πιεστικός. Θα είχε στραφεί με ανακούφιση στις δικές της υποθέσεις, και μετά από μερικά χρόνια οι Τούρκοι θα επαναλάμβαναν την επίθεση. Παρά ταύτα η ημερομηνία της 29ης Μαΐου σηματοδοτεί ένα σημείο-καμπή στην ιστορία. Σηματοδοτεί το τέλος μιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού. Για χίλια εκατό χρόνια στεκόταν στο Βόσπορο μια πόλη όπου το πνεύμα αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και η μάθηση και τα γράμματα του κλασικού παρελθόντος ήταν αντικείμενα μελέτης και διαφυλάσσονταν. Χωρίς τη βοήθεια των Βυζαντινών σχολιαστών και γραφέων θα γνωρίζαμε ελάχιστα σήμερα για τη λογοτεχνική παραγωγή της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν επίσης μία πόλη οι ηγεμόνες της οποίας επί αιώνες είχαν εμπνεύσει και ενθαρρύνει μια σχολή τέχνης χωρίς αντίστοιχο στην ανθρώπινη ιστορία, μία τέχνη που προέκυπτε από ένα συνεχώς διαφοροποιούμενο μίγμα της ψυχρής εγκεφαλικής αίσθησης των Ελλήνων για την αρμονία των πραγμάτων και ενός έντονου θρησκευτικού αισθήματος που έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωση του θείου και τον καθαγιασμό της ύλης. Αυτή ήταν, επιπλέον, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη, όπου παράλληλα με τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα και οι ιδέες, και της οποίας οι πολίτες έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως μία φυλετική ενότητα, αλλά ως κληρονόμους της Ελλάδας και της Ρώμης, καθαγιασμένους από τη χριστιανική πίστη. Όλα αυτά τώρα έφθασαν στο τέλος. Η νέα φυλή των κυριάρχων αποθάρρυνε τη μάθηση μεταξύ των χριστιανών υπηκόων της. Χωρίς την υποστήριξη μιας ελεύθερης κυβέρνησης η βυζαντινή τέχνη άρχισε να παρακμάζει. Η νέα Κωνσταντινούπολη ήταν μια εξαίσια πόλη, πλούσια, πολυάνθρωπη και κοσμοπολίτικη, καθώς και γεμάτη από ωραία οικοδομήματα. Αλλά η ομορφιά της εξέφραζε την κοσμική αυτοκρατορική ισχύ των σουλτάνων, όχι το βασίλειο του χριστιανικού θεού επί της γης, ενώ οι κάτοικοι της διαφοροποιούνταν ως προς τη θρησκεία. Η Κωνσταντινούπολη ξαναγεννήθηκε, για να αποτελέσει το επίκεντρο της προσοχής επί πολλούς αιώνες, αλλά ήταν η Ισταμπούλ, όχι το Βυζάντιο. Τίποτα λοιπόν δεν εξασφάλισε η γενναιότητα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου; Εντυπωσίασε το σουλτάνο, όπως κατέστησε σαφές η αγριότητα του μετά την κατάληψη της πόλης. Με τους Έλληνες δεν θα διακινδύνευε. Πάντοτε θαύμαζε την ελληνική μόρφωση. Τώρα ανακάλυπτε ότι το ηρωικό ελληνικό πνεύμα δεν είχε πεθάνει εντελώς. Μπορεί όταν αποκαταστάθηκε η ηρεμία ο θαυμασμός του να τον ενθάρρυνε να μεταχειριστεί τους Έλληνες υπηκόους του πιο ήπια. Οι όροι που εξασφάλισε ο πατριάρχης Γεννάδιος από εκείνον ένωσαν και πάλι την ελληνική Εκκλησία και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κάτω από μια αυτόνομη κυβέρνηση. Το μέλλον δεν θα ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Τους δόθηκε η υπόσχεση για ειρήνη και δικαιοσύνη, όπως και ευκαιρίες πλουτισμού. Αλλά ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η δουλεία αναπόφευκτα φέρνει αποθάρρυνση και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις συνέπειες της. Επιπλέον, ήταν εξαρτημένοι τελικά από την καλή θέληση του κυριάρχου τους. Όσο ζούσε ο Πορθητής σουλτάνος η μοίρα τους δεν ήταν πολύ άσχημη. Αλλά εμφανίστηκαν και σουλτάνοι οι οποίοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τον πολιτισμό του Βυζαντίου και οι οποίοι ήταν υπερήφανοι που ήταν αυτοκράτορες του Ισλάμ, χαλίφες και αρχηγοί των Πιστών. Σύντομα το μεγάλο οικοδόμημα της οθωμανικής διακυβέρνησης βρέθηκε σε παρακμή. Οι Έλληνες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά με απιστίες και τις δολοπλοκίες με αντίθετες δολοπλοκίες. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό είναι μη εποικοδομητική και μελαγχολική. Και όμως, παρά τα σφάλματα και τις αδυναμίες της η Εκκλησία επιβίωσε, και όσο επιβίωνε η Εκκλησία ο Ελληνισμός δεν θα πέθαινε. Η Δυτική Ευρώπη, με προγονικές αναμνήσεις ζήλιας για το βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να καταγγέλλουν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς, και με μια αίσθηση ενοχής να την καταδιώκει, ότι στο τέλος είχε εγκαταλείψει την πόλη, προτίμησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος της προς τους Έλληνες, αλλά θεωρούσε ότι όφειλε το χρέος μόνο στην κλασική περίοδο. Οι Φιλέλληνες που πήγαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας μιλούσαν για το Θεμιστοκλή και τον Περικλή, αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί διανοούμενοι Έλληνες μιμήθηκαν το παράδειγμα τους, παρασυρμένοι από τη δαιμονική αυθεντία του Κοραή, μαθητή του Βολταίρου και του Γίββωνα, για τους οποίους το Βυζάντιο ήταν ένα απαίσιο ιντερλούδιο δεισιδαιμονίας, που ήταν καλύτερο να αγνοηθεί. Έτσι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ποτέ δεν κατέληξε στην απελευθέρωση του ελληνικού λαού αλλά μόνο στη δημιουργία ενός μικρού βασιλείου της Ελλάδας. Στα χωριά οι άνθρωποι γνώριζαν καλύτερα. Εκεί θυμούνταν τους θρήνους που είχαν συντεθεί όταν έφθασαν τα νέα ότι η πόλη είχε πέσει, τιμωρημένη από το Θεό για την πολυτέλεια, την υπερηφάνεια και την αποστασία της, αλλά πολεμώντας μέχρι το τέλος σε μια ηρωική μάχη. Θυμούνταν εκείνη τη φρικτή Τρίτη, μια ημέρα την οποία όλοι οι πραγματικοί Έλληνες θεωρούν ακόμη αποφράδα. Αλλά το πνεύμα τους σκιρτούσε και το κουράγιο τους μεγάλωνε καθώς διηγούνταν για τον τελευταίο χριστιανό αυτοκράτορα που στεκόταν στο ρήγμα, εγκαταλελειμμένος από τους Δυτικούς συμμάχους του, αποκρούοντας τους απίστους, μέχρις ότου οι αριθμοί τους τον κατέβαλαν και πέθανε, με την αυτοκρατορία ως σάβανο του. |
Ο λόγος του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου «. . . Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν• πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώ μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι. Εάν δια τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ην Χριστός εν τω οικείω αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήσηι τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα. Αυτός δε ο αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ’ ου ημάς ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ’ ημέραν τε και νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού κυρίου ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη. Τα νυν δε πάλιν, αδελφοί, μη δειλιάσητε, εάν και τείχος μερόθεν ολίγον εκ των κρότων και των πτωμάτων των ελεπόλεων έπεσε, διότι, ως υμείς θεωρείτε, κατά το δυνατόν εδιωρθώσαμεν πάλιν αυτό. Ημείς πάσαν την ελπίδα εις την άμαχον δόξαν του θεού ανεθέμεθα, ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις και δυνάμει και πλήθει, ημείς δε εν ονόματι κυρίου του θεού και σωτήρος ημών πεποίθαμεν, δεύτερον δε και εν ταις ημετέραις χερσί και ρωμαλαιότητι, ην εδωρήσατο ημίν η θεία δύναμις. (. . . ) Και εάν εκ καρδίας φυλάξητε τα όσα ενετειλάμην υμίν, ελπίζω εις θεόν ως λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής. Δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται υμίν, και μνήμη αιώνιος και άξιος εν τωι κόσμωι έσεται. » Και ταύτα ειπών και την δημηγορίαν τελέσας και μετά δακρύων και στεναγμών τον θεόν ευχαριστήσας, οι πάντες ως εξ ενός στόματος απεκρίναντο μετά κλαυθμού λέγοντες «αποθάνωμεν υπέρ της Χριστού πίστεως και της πατρίδος ημών. » Ακούσας δε ο βασιλεύς και πλείστα ευχαριστήσας και πλείστας δωρεών επαγγελίας αυτοίς απηγγείλατο. Είτα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, αδελφοί και συστρατιώται, έτοιμοι έστε τω πρωΐ, Χάριτι και αρετήι τη παρά του θεού υμίν δωρηθείσηι, και συνεργούσης της αγίας τριάδος, εν η την ελπίδα πάσαν ανεθέμεθα, ποιήσωμεν τους εναντίους μετά αισχύνης εκ των εντεύθεν κακώς αναχωρήσωσιν. » Ακούσαντες δε οι δυστυχείς Ρωμαίοι καρδίαν ως λέοντες εποίησαν, και αλλήλοις συγχωρηθέντες ήτουν εις τωι ετέρωι καταλλαγήναι, και μετά κλαυθμού ενηγκαλίζοντο, μήτε φιλτάτων τέκνων μνημονεύοντες ούτε γυναικών ή πλούτου φροντίζοντες, ει μη μόνον του αποθανείν ίνα την πατρίδα φυλάξωσι. Και έκαστος εν τω διατεταγμένωι τόπωι επανέστρεψε, και ασφαλώς εποίουν εν τοις τείχεσι την φυλακήν. Ο δε βασιλεύς εν τω πανσέπτωι ναώ της του θεού λόγου σοφίας ελθών και προσευξάμενος μετά κλαυθμού τα άχραντα μυστήρια μετέλαβεν. Ομοίως και έτεροι πολλοί τη αυτήι νυκτί εποίησαν. Είτα ελθών εις τα ανάκτορα ολίγον σταθείς και εκ πάντων συγχώρησιν αιτήσας, εν τήδε τη ώρα τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν τω παλατίω; Ει και από ξύλου άνθρωπος ή εκ πέτρας ην, ουκ εδύνατο μη θρηνήσαι. . |
Πηγές
1. Εφημερ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθ. 1551-1553/21. 5. 2004-4. 6. 2004. Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνού,
2. Η Άλωση της Πόλης του Steven Runciman
3. ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ», του Νέστορος Ισκεντέρη
4. «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», του Μιχαήλ Δούκα
5. «ΞΥΓΓΡΑΦΗ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», του Μιχαήλ Κριτόβουλου
6. «ΧΡΟΝΙΚΟ», του Γεωργίου Φραντζή
7. «ΧΡΟΝΙΚΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ», του Νικολό Μπάρμπαρο
8. «ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ», του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη
9. Το δισκοπότηρο της Αγιά-Σοφιάς Νικολάου Βασιλειάδη