ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών
…πέμπων εξ Αγίου Όρους ταχυδρομικώς εις Αθήνας εντός φακέλλου γνησίαν Θ. Ευχαριστίαν προς μετάληψιν των παλαιοημερολογιτών
Από το έργο του:
«ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ»
Ως ήδη ελέχθη η εισαγωγή του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος εγέννησεν αντίδρασίν τινα προερχομένην εκ λαϊκών κυρίως κύκλων, αντιτιθεμένων, εκ λόγων συνειδήσεως, προς την επελθούσαν μεταβολήν174. Η αντίδρασις αύτη, τη οδηγία ολίγων επιτηδείων αγιορειτών ιερομονάχων, οδηγήσασα εις «αξιοκατάκριτον απείθειαν προς την φωνήν της Εκκλησίας»175 εξικνουμένην μέχρι διαιρέσεως του πληρώματος αυτής176, κατέφυγεν εις ανορθόδοξα μέσα, προκειμένου να παρασύρη τον λαόν177, όπερ και εν τισι περιπτώσεσιν επέτυχε, παρά τάς απεγνωσμένας προσπαθείας της τε διοικήσεως της Εκκλησίας178 και του ι. Κλήρου179 να σωφρονήσωσι διά της πειθούς τους αντιδρώντας και να αποτρέψωσι την διάσπασιν της ενότητος εν τοις κόλποις αυτής180. Το αποτέλεσμα υπήρξεν η όξυνσις των μεταξύ Εκκλησίας και παλαιοημερολογιτών σχέσεων181. Ειδικώτερον:
α) Πολιτική εκμετάλλευσις του ζητήματος.
Η, κατά την εποχήν ταύτην, επικρατούσα πολιτική αστάθεια και ανωμαλία παρέσχεν έδαφος, εφ’ ου στηριχθέντες οι παλαιοημερολογίται, επιχείρησαν τον συσχετισμόν του θρησκευτικού προς το πολιτειακόν ζήτημα182. Πράγματι η διά του Δημοψηφίσματος του Απριλίου 1924 επιβληθείσα μεταπολίτευσις εν Ελλάδι διά της εγκαθιδρύσεως της Δημοκρατίας, παρεστάθη υπό τών αντιδρώντων εις την ημερολογιακήν αλλαγήν, ως ηθικός αυτουργός αυτής183. Τω λόγω τούτω οι παλαιοημερολογίται ετάχθησαν υπέρ της Βασιλείας, εκμεταλλευόμενοι εντέχνως την κομματικήν, εν όψει του Δημοψηφίσματος, διαμάχην και εκαλλιέργησαν εν συνεχεία την είδησιν ότι «μία μεταβολή του καθεστώτος εν Ελλάδι θα επαναφέρη το παλαιόν ημερολόγιον»184. Καυστικόν σχόλιον του δελτίου «Εκκλησία» έψεξε τότε δριμέως «την ανίερον απόπειραν αναμίξεως της θρησκείας και εκμεταλλεύσεως του ζητήματος της διορθώσεως του ημερολογίου»185. Ελέχθη μάλιστα, ότι οι παλαιοημερολογίται εφέροντο έχοντες συμπήξει και ίδιον πολιτικόν κόμμα, εν Αθήναις τουλάχιστον, με γνωστόν αρχηγόν186. Ως είναι φυσικόν η προσπάθεια πολιτικοποιήσεως του ημερολογιακού ζητήματος, απεσκόπει εις τον προσεταιρισμόν των δυσηρεστημένων εκ της μεταπολιτεύσεως οπαδών της Βασιλείας, και εις την διά τούτου ενίσχυσιν της παρατάξεως των παλαιοημερολογιτών διά στοιχείων εκ κομματικών ορμωμένων ελατηρίων, γεγονός όπερ αφήρει τον ακραιφνώς ενδοεκκλησιαστικόν του ζητήματος χαρακτήρα. Η επιδίωξις, εξ άλλου αύτη, δεν ήτο δύσκολον να επιτύχη, δεδομένου του πολιτικού κλίματος της Χώρας και να ενισχύση την ήδη υφισταμένην αντίδρασιν κατά του νέου ημερολογίου187.
Ούτως αι «ανόητοι» εκείναι φωναί των «επιτηδείων», κυρίως ρασοφόρων, συνδυαζόμεναι, κατά την υπ’ όψιν περίοδον, με την συστηματικήν διασποράν φημών κατά του διωρθωμένου ημερολογίου, προσέδιδον εις τα όμματα των αδαών ανθρώπων του λαού, όψιν τερατώδους ολισθήματος της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Η τοιαύτη τοποθέτησις του ζητήματος και η ταυτόχρονος απόδοσις εις τούτο πολιτικού χαρακτήρος, εν όψει της ευαισθήτου περί τα τοιαύτα ψυχοσυνθέσεως του Έλληνος, ήρκουν ίνα προσδιορίσωσι την σοβαρότητα των διαστάσεων, ας έτεινε να λάβη τούτο και δικαιολογούσι την βαθείαν ανησυχίαν, ου μην δ’ αλλά και την έντονον αντίδρασιν εις ην προήλθε, κατά της τακτικής ταύτης, τόσον η επίσημος Εκκλησία, όσον και ο θρησκευτικός της πρωτευούσης τύπος.
β) Πρόσκλησις δι’ επέμβασιν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου.
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, ούτινος η αρνητική έναντι της γενομένης «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου στάσις ήτο ευρύτερον γνωστή, επωφελούμενος της πολιτικής αναταραχής εν Ελλάδι, ανεμείχθη ενεργότερον εις τα της Εκκλησίας ημών ζητήματα, επικρίνας δριμέως, μετά και άλλων πολλών, και την υπ’ αυτής εισαγωγήν του νέου ημερολογίου διά σχετικών δημοσιευμάτων του επισήμου δελτίου του Πατριαρχείου, «Πάνταινος». Η φίλεχθρος αύτη του «Πανταίνου» αρθρογραφία εγένετο αφορμή ίνα διατυπωθώσι εν τη, εν τω μεταξύ, εκτάκτως συγκληθείση Ι.Σ.Ι.188 ζωηραί διαμαρτυρίαι τόσον εκ μέρους του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου όσον και εκ μέρους ετέρων Ιεραρχών189 διά την απροκάλυπτον και αντικανονικήν επέμβασιν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, εκδηλωθείσαν και διά αποστολής υπ’ αυτού τηλεγραφημάτων συμπαραστάσεως εις ωρισμένους «θρησκολήπτους» καθώς και διά συνεχούς από των στηλών του «Πανταίνου» υποστηρίξεως των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών190. Η ενέργεια αύτη του Πατριάρχου Φωτίου, χαρακτηρισθείσα ως επέμβασις και δη και άδικος εις τα Εκκλησίας ημών προεκλήθη υπό κύκλων, οίτινες, εκμεταλλευόμενοι την κεκηρυγμένην αντίθεσιν αυτού εις τα περί ημερολογίου αποφασισθέντα ενταύθα και πραχθέντα, επί πλέον δε την δεδηλωμένην αντιπάθειαν αυτού προς το πρόσωπον του Πατριάρχου Μελετίου, φερομένου ως πρωτουργού της όλης μεταρρυθμίσεως, επεδίωξαν και επέτυχον την υπέρ αυτών ανάμειξιν αυτού, τούθ’ όπερ βεβαίως ενίσχυσε τούτους εις την κατά της Εκκλησίας προσπάθειάν των. Καίτοι δεν είναι εξηκριβωμένη η ταυτότης των ούτω δρασάντων, εν τούτοις η υποψία στρέφεται κατά των παλαιοημερολογιτών, οίτινες και συμφέρον είχον και τελικώς ωφελήθησαν εκ της αναμείξεως ταύτης του Πατριάρχου. Ούτοι άλλωστε είχον αποστείλει προς τον Φώτιον αίτησιν αυτών εν αντιγράφω, δι’ ης ητούντο παρά της Εκκλησίας της Ελλάδος την επαναφοράν του παλ. ημερολογίου.
γ) Δραστηριότης παλαιοημερολογιτικών Συλλόγων.
Εν τω μεταξύ εδημιουργούντο ήδη εν Αθήναις οι πρώτοι πυρήνες του παλαιοημερολογιτικού κινήματος, υπό το νομικόν ένδυμα του Σωματείου, του επιδιώκοντος θρησκευτικούς σκοπούς191. Ούτως αρχικώς μεν εν έτει 1924 συνεστήθη ο «Θρησκευτικός Σύλλογος των Ορθοδόξων» ως «η πρώτη ωργανωμένη αντίδρασις κατά της καινοτομίας της Κρατούσης Εκκλησίας»192 μετονομασθείς βραδύτερον και δη και εν έτει 1926 εις «Ελληνικήν Θρησκευτικήν Κοινότητα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών»193 ιδρύσασαν παραρτήματα ανά την Ελλάδα και σκοπούσαν την τήρησιν των θείων και ιερών Κανόνων και παραδόσεων. Η ίδρυσις της εν λόγω «Κοινότητας» θεωρείται υπό μεν των παλαιοημερολογιτών ως αφετηρία της ωργανωμένης ανυπακοής αυτών προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, υπ’ άλλων δε ως εκδήλωσις της εκ του εμφανούς απροκαλύπτου αντιδράσεως αυτών κατά της ημερολογιακής μεταβολής 194.
Η διά των θρησκευτικών τούτων Συλλόγων αναπτυσσομένη αντιδραστική κίνησις των παλαιοημερολογιτών, εις ην περιελαμβάνοντο η βιαία κατάληψις ναών, η ανέγερσις νέων, η ίδρυσις μονών, η έκδοσις περιοδικού, η συλλογή εράνων και η στρατολογία ατάκτων μοναχών και κληρικών μετακαλουμένων ιδία εξ Αγίου Όρους, προς εξυπηρέτησιν των θρησκευτικών αναγκών των μελών αυτών195, ήρξατο, λήγοντος -του έτους 1924, να ανησυχή την Εκκλησίαν, διιδούσαν εν αυτή τον φορέα διασπαστικών ενεργειών εντός των κόλπων αυτής196.
Γεγονός πάντως είναι ότι σπουδαιότατον και αποφασιστικώτατον ρόλον εις τε την οργάνωσιν και την εξάπλωσιν του παλαιοημερολογιτικού κινήματος διεδραμάτισαν οι εν λόγω Σύλλογοι, όπισθεν των οποίων εκρύπτοντο μοναχοί τινές του Αγ. Όρους, απροσδιορίστου αριθμού και ιδία οι Αρσένιος Κοττέας και Ματθαίος Καρπαθάκης197. Ούτοι προς επιτυχίαν του σκοπού αυτών κατέφυγον εις μέσα ήκιστα συμβιβαζόμενα προς την ιδιότητα αυτών, εφ’ ω και σύσσωμος ο θρησκευτικός τύπος της εποχής εξηγέρθη συνιστών εις τους αναγνώστας αυτού «να μη δίδουν προσοχήν εις τοιούτους πλανοδίους ρασοφόρους, οι οποίοι καπηλεύονται την ευσέβειαν»198.
Οι δύο ούτοι αγιορείται, ιδόντες ότι παρά τοις απλοϊκοίς των ανθρώπων εύρισκον απήχησιν τα κηρύγματα αυτών, επεδίωξαν την τρομοκράτησιν των συνειδήσεων αυτών αναζητήσαντες «αναθέματα πάσης εποχής στρεφόμενα κατά των αιρετικών, οίον: των Αρειανών, των Μανιχαίων, των Εικονομάχων και άλλων κακοδόξων και κατά των νεωτεριστών και ανεδημοσίευσαν αυτά ως έχοντα σχέσιν προς την επελθούσαν ημερολογιακήν διαφοράν των 13 ημερών»199.
Η Ι. Σύνοδος, ενώπιον της οποίας ωρθούντο έτερα εσωτερικής και πολιτικής προελεύσεως προβλήματα200, άμα λαβούσα γνώσιν του αληθούς σκοπού ον επεδίωκον οι Σύλλογοι ούτοι201 ως και των υπόπτων κινήσεων ενίων ρασοφόρων, ήχθη εις την απόφασιν, εν τη συνεδρία αυτής της 17-10-1924, όπως επιδιώξη την ενημέρωσιν του λαού επί της σαθρότητας των χρησιμοποιουμένων υπό των προπαγανδιστών επιχειρημάτων, εξ αφορμής δ’ υποβληθείσης αυτή αναφοράς του Θρησκευτικού Συλλόγου Ορθοδόξων, δι’ ης ηξιούτο η αναθεώρησις της περί εκκλησ. ημερολογίου Συνοδικής αποφάσεως, απέρριψε ταύτην εν τη συνεδρία -της 28-10-1924, διατρανώσασα «την εμμονήν Αυτής εις τας ληφθείσας ανεκκλήτους αποφάσεις»202.
δ) Απείθεια κατά της Εκκλησίας και απόσχισις απ’ αυτής.
Οι εν Ελλάδι δρώντες παλαιοημερολογίται, αγιορείται και λαϊκοί, παρασύροντες τας καρδίας των ακάκων Ρωμ. ιστ’, 18, κρίνοντες δε τους χριστιανούς «εν βρώσει και εν πόσει εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων» Κολ. β’, 11 και διαστρέφοντες την πνευματικήν λατρείαν του Χριστιανισμού, έφθασαν απειλούντες την προσχώρησιν αυτών εις ξένα Πατριαρχεία, το Ιουλιανόν ακολουθούντα Ημερολόγιον, συγκεκριμένως δ’ εις το της Αλεξανδρείας, διδάσκοντες τον λαόν ίνα απειθή τη Εκκλησία αυτού, ην ενεφάνιζον εις τα όμματα αυτού ως «ναυαγήσασαν»203 και ίνα συνιστά παρασυναγωγάς, ως ο Μ. Βασίλειος ονομάζει τας συνάξεις «τας παρά των ανυποτάκτων πρεσβυτέρων και επισκόπων και παρά των απαιδεύτων λαών γιγνομένας»204.
Παραλλήλως βεβαίως οι αυτοί ηγετικοί των παλαιοημερολογιτών παράγοντες συνίστων τοις οπαδοίς αυτών αποφυγήν πάσης σχέσεως και κοινωνίας μετά των κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, εξικνουμένην μέχρις απαγορεύσεως ασπασμού της δεξιάς αυτών205 και μέχρις αναβαπτισμού παιδίων ήδη βεβαπτισμένων κανονικώς206 και μέχρι και αυτής εισέτι της αρνήσεως αποδοχής της Θ. Κοινωνίας τελουμένης εν τοις κανονικοίς ναοίς της Εκκλησίας207. Ετέρωθεν εκαλλιεργείτο συστηματικώς ο θρησκευτικός φανατισμός μεθ’ όλων αυτού των δυσμενών επιπτώσεων, ιδία, δε του πείσματος και της μετ’ αδιαλλαξίας αντιμετωπίσεως του όλου ζητήματος. Ήτο ήδη φανερόν ότι τα σπέρματα του εκκλησιαστικού διχασμού ερρίπτοντο εις τον αγρόν της Εκκλησίας, ενώ το δέντρον της εκκλησιαστικής ενότητος έμελλε μετ’ ου πολύ να δοκιμάση τους απαισίους τρυγμούς «της ένδον μάχης». Διότι καθώς ο ιερός Χρυσόστομος παρετήρει η «ρίζα, όταν η καλώς ηρμοσμένη τη γη, ουδέν πείσεται από των ανέμων, αν δε αύτη σαλεύηται, σκώληκος διατρώγοντος αυτήν ένδοθεν, και μηδενός ενοχλούντος πεσείται». Παρακατιών δε διηρωτάτο εν δεδικαιολογημένη απορία: «Μέχρι τίνος διατρώγομεν της Εκκλησίας την ρίζαν σκωλήκων δίκην;»208. Ήδη από της εποχής ταύτης είχον αρχίσει να διαμορφώνται εν τη παλαιοημερολογιτική παρατάξει δύο ομάδες εκπροσωπούσαι η μία μεν τους αδιαλλάκτους, η ετέρα δε τους ενδοτικούς. Και η μεν πρώτη, επί κεφαλής έχουσα τους διαληφθέντας αγιορείτας κληρικούς και μοναχούς, διέσπα διά των ενεργειών αυτής τας γεφύρας επαφής μετά της Εκκλησίας, επιδιώκουσα τον πλήρη διαχωρισμόν της παρατάξεως αυτών απ’ αυτής. Προς τούτο μετήρχετο μέσα ακραίας τακτικής, όλως αδικαιολόγητα και αποκρουστέα. Η δ’ άλλη, εις ην ανήκον κυρίως οι εξ αγαθού συνειδότος και πεποιθήσεων ακολουθούντες το παλαιόν ημερολόγιον απλοϊκοί πιστοί, παρασυρθέντες ή μη, εξηκολούθει έχουσα επαφάς μετά της εκκλησιαστικής ηγεσίας, δι’ Επιτροπών επί τούτω εκάστοτε συγκροτουμένων και προερχομένων εις συζητήσεις μετ’ αυτής και ανταλλαγάς απόψεων επί του επιμάχου θέματος.
ε) Κατασυκοφάντησις του Μακαρ. Χρυσοστόμου και του Ιερού Κλήρου.
Οι παλαιοημερολογίται εν τη προσπαθεία αυτών προς δυσφήμησιν των πρωτεργατών της ημερολογιακής μεταβολής, κατηγόρησαν τούτους «ως μασόνους και ως φίλους των μασόνων»209 και «όργανα της Μασσωνίας»210. Τον Οικουμ. Πατριάρχην Φώτιον, ωνόμασαν «μέγαν επί κακία και πολύ σκοτεινόν», τους Μητροπολίτας της Εκκλησίας της Ελλάδος Ιερισσού Σωκράτην, Φωκίδος Ιωακείμ και Καρυστίας Παντελεήμονα «υπηρέτας του Σατανά», τον Αρχ/πον Χρυσόστομον, τον Πατριάρχην Μελέτιον Μεταξάκην και τον Θεσσαλονίκης Γεννάδιον «τους τρεις μεγάλους της Ελλάδος σκοτήρας»211. Παραλλήλως οι αυτοί διέσπειραν σχετικάς περί προσχωρήσεως της Εκκλησίας διά του νέου ημερολογίου εις τον παπισμόν φήμας, ισχυρισμόν ον ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Τιμόθεος εχαρακτήριζεν ως «κοινήν και πρόστυχον εξ εμπαθούς ανταγωνισμού συκοφαντίαν και παραλογισμόν, αποκαλύπτοντα μίαν φρενικήν νοσηρότητα λίαν επίφοβον διά τους νοσούντας»2Ι2. Ούτως οι κληρικοί της Εκκλησίας, ιδία δ’ ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ενεφανίζοντο ως «καινοτόμοι», χαρακτηρισμόν, ον η Εκκλησία παρέστησεν ως «ψευδή, αβάσιμον και συκοφαντικόν»213 και «αποστάται»214. Ειδικώτερον ο Αρχιεοπίσκοπος Χρυσόστομος εχαρακτηρίζετο και ως «ψεύστης»215, ενώπιον της Ιεραρχίας και «αυθαίρετος»216, «αίτιος της ανωμαλίας»217 και κατ’ εξοχήν «σχισματικός»218. Εν έτει δε 1927 εντείνοντες την κατά της καθεστηκυίας εκκλησ. ηγεσίας επίθεσιν αυτών οι παλαιοημερολογίται διά δημοσιεύματος αυτών, επαναλαμβάνοντες ότι διά της γενομένης διορθώσεως επήλθε προσχώρησις της Εκκλησίας εις το παπικόν Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, συνεπλήρουν ότι επέκειτο η κατάργησις των αγίων εορτών, πλην μόνης της Κυριακής, η εισαγωγή του διά ραντισμού βαπτίσματος, η μετάληψις των πιστών διά της οστίας, ο γάμος των Επισκόπων, ο δεύτερος γάμος των κληρικών, η κατάργησις του μοναχικού βίου, των νηστειών, των ιερών εικόνων, η μεταβολή της ιερατικής αμφιέσεως, εισαγωγή εν τοις ναοίς μουσικών οργάνων, η κατάργησις του Τυπικού και εν ενί λόγω η νόθευσις της αμωμήτου ημών πίστεως. Ήτο φανερόν ότι ο αγών των παλαιοημερολογιτών είχε παρεκκλίνει του αυστηρώς ιδεολογικού πλαισίου, και δια μεθόδων ήκιστα συμβιβαζομένων ου μόνον προς το χριστιανικόν ήθος αλλά και προς αυτό το ευπρεπώς μάχεσθαι, περιήρχετο ήδη εις επικίνδυνον φάσιν και λίαν αποφασιστικήν. Και η μεν κατά Φεβρουάριον 1927 συνελθούσα ΙΣΙ διά της από 19-2-1927 ανακοινώσεως αυτής διέψευσε το ως άνω δημοσίευμα «το οποίον διά τερατωδών εικονικών παραστάσεων και διά συκοφαντιών ανηκούστων κατά του Προέδρου της Ιεραρχίας και των λοιπών Ιεραρχών εζήτει να σκανδαλίση και εξεγείρη τον λαόν»219, ο δε Οικουμ. Πατριάρχης Βασίλειος διά της από 17-2-1927 παραινετικής Εγκυκλίου αυτού «προς τα ευσεβή της Εκκλησίας τέκνα» διεφώτιζε καταλλήλως τους πιστούς. Αλλά παρά τας περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις η κατάστασις έτεινε να εξελιχθή εις διασπαστικόν καρκίνωμα εν τω σώματι της Εκκλησίας220.
Η ουτωσεί δημιουργηθείσα κατάστασις, τους λόγους υπεμίμνησκε του Μεγ. Βασιλείου, αποδυρομένου την χαλεπότητα των καιρών αυτoύ, καθ’ ους «Εκκλησίαι σαλεύονται και ψυχαί συνιάζονται», διότι «ήνοιξαν τινές αφειδώς στόματα κατά των ομοδούλων. Λαλείται το ψεύδος αφόβως η αλήθεια συγκεκάλυπται. Και οι μεν κατηγορούμενοι, καταδικάζονται ακρίτως, οι δε κατηγορούντες πιστεύονται ανεξετάστως»221.
στ) Έτερα αήθη μέσα.
Συνεχίζοντες την εκστρατείαν αυτών οι παλαιοημερολογίται μετήλθον παν, κατά την κρίσιν αυτών, πρόσφορον μέσον προς κατίσχυσιν των απόψεων αυτών, αδιαφορήσαντες, ατυχώς, διά την ποιότητα και ηθικότητα των μέσων τούτων. Ούτως ήρξαντο διαδίδοντες αφηγήσεις περί θαυμάτων, αιμάτων και δακρύων εικόνων, ενυπνίων, οραμάτων και λοιπών ενδεικτικών, κατ’ αυτούς, σημείων, της προς την εαυτών μεν παράταξιν ευνοίας δήθεν του Θεού, απαρεσκείας δ’ αυτού και δυσφορίας προς την επιχειρήσασαν την ημερολογιακήν μεταβολήν πλευράν της Εκκλησίας222. Ιδιαιτέρως εξεμεταλλεύθησαν διήγησιν περί εμφανίσεως του σημείου του Τιμίου Σταυρού εν τω ουρανώ το εσπέρας της 13ης προς την 14ην Σεπτεμβρίου 1925 άνωθι του εξωκκλησίου του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου παρά τους πρόποδας του Υμηττού, ένθα είχαν συγκεντρωθή πολλοί παλαιοημερολογίται πιστοί τελούντες παννυχίδα επί τη εορτή της Υψώσεως του Τιμ. Σταυρού223 με εμφανή σκοπόν την δημιουργίαν ευνοϊκού υπέρ αυτών κλίματος και εντυπώσεων παρά ταις λαϊκαίς μάζαις. Εις τας τοιαύτας εντέχνως διαδιδομένας φήμας απήντησε δι’ ειρωνικού σχολίου η «Εκκλησία»224. Εκ της αυτής βάσεως εκκινούντες οι αυτοί παλαιοημερολογίται επεδίωξαν να αντλήσωσιν επιχειρήματα υπέρ του αγώνος αυτών και εκ ποικίλων συμφορών και περιστάσεων ευρουσών την Χώραν ημών, εμφανίσαντες ταύτας ως οργήν του Θεού κατά του Έθνους ημών225. Ταύτα δε παραλλήλως προς την ήδη απ’ αρχής του κινήματoς εμφανισθείσαν κομματικήν του ζητήματος εκμετάλλευσιν, εξ αμφοτέρων των πλευρών226. Εντός του τοιούτου κλίματος ψευδών διαδόσεων και επικινδύνων συκοφαντιών ευρεθείς ο εν έτει 1927 επισκεφθείς την Ελλάδα πολωνός Πρωθιεράρχης Διονύσιος, ηναγκάσθη να διαψεύση τας εις αυτόν αποδοθείσας υπό των εν Αθήναις παλαιοημερολογιτών δήθεν αντιθέτους προς το ν. ημερολόγιον απόψεις227.
Σημειώσεις
174. Εκ του περιοδικού «Ανάπλασις» αποσπώμεν τα εξής χαρακτηριστικά στοιχεία, άτινα εμφανίζουσι την έκτασιν της σημειωθείσης τότε αντιδράσεως: «Το κακόν επί του προκειμένου είναι ότι αι συντηρητικαί αύται απόψεις των δύο Ελλήνων Πατριαρχών μας εννοεί τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εσκανδάλισαν οπωσδήποτε την θρησκευτικήν συνείδησιν μερικών ανθρώπων, oι οποίοι εν τη αφελεί αυτών πεποιθήσει περί της εννοίας των χριστιανικών δογμάτων, διείδον κινδύνους σχίσματος κλπ. μέχρις ου επείσθησαν βεβαίως και ούτοι ότι δεν είχαν ποσώς δίκαιον ν’ ανησυχήσουν καθ’ όσον ως ελύθη το ζήτημα ουδέν δόγμα και ουδεμία διάταξις της Εκκλησίας εκινδύνευσε να διαστραφή και να καταπατηθή. Τοιούτο χαρακτηριστικόν επεισόδιον έλαβε χώραν εν Αθήναις κατά την πρώτην ημέραν, ότε γραίαι τινές κινούμεναι βεβαίως υπό του θρησκευτικού των ζήλου, επείσθησαν να παραστούν μετά τινών άλλων αγαθών γερόντων εις συγκέντρωσιν, την οποίαν διά τινός εντύπου «ειδοποιήσεως» προανήγγειλε διά την ημέραν εκείνην «επιτροπή» τις. Πράγματι έλαβε χώραν η συγκέντρωσις εις την οποίαν η Επιτροπή» εμφανισθείσα διά δύο αφελών και αγραμμάτων χριστιανών διετύπωσε με ορμήν το πόρισμα ότι αφού τα δύο ελληνικά Πατριαρχεία δεν εδέχθησαν την μεταβολήν του Ημερολογίου, τούτο εσήμαινεν ότι η Ορθοδοξία εκινδύνευεν εκ της πρωτοβουλίας των λοιπών Εκκλησιών. Δύο αγύρται εκμεταλλευόμενοι την αγαθήν συνείδησιν και την ένζηλον ευλάβειαν των αγαθών γυναικών ενορίας τινός του Πειραιώς και καπηλευόμενοι την ευσέβειαν ταύτην διά της εμφανίσεώς των ως μοναχών εκ του αγίου Όρους εφανάτιζον τα ατυχή θύματά των. Εις επιδέξιος λαοπλάνος κήρυξ εξ εμπαθείας και άλλων ευτελών και αναξίων ανθρώπου ελατηρίων κινούμενος απεπειράθη να διατυπώση ότι η Εκκλησία της Ελλάδος ουδόλως κινουμένη υπό στοργικού ενδιαφέροντος προς τα πνευματικά της τέκνα, διαπράττει μέγα έγκλημα διαστρέφουσα τα δόγματα χάριν…πολιτικών σκοπών! Ο επιδέξιος χειριστής ούτος του λόγου, κατεβιβάσθη βιαίως εκ του βήματος υπό τας διαμαρτυρίας των εχεφρονούντων. Το αποτέλεσμα της όλης ενεργείας ταύτης ήτο πράγματι συγκινητικόν και δηλωτικόν της αγνότητος του θρησκευτικού φρονήματος του λαού. Όταν, ομαδικώς οι περί τους εκατόν συγκεντρωθέντες εν τη αιθούση γυναίκες και άνδρες προσήλθον εις την Αρχιεπισκοπήν διά να διαδηλώσουν την διαμαρτυρίαν των διά την… διαστροφήν της θρησκείας, εξέλεξαν επιτροπήν, ίνα αύτη παρουσιασθή ενώπιον του Μακ. Αρχιεπισκόπου και διαβιβάση την διαμαρτυρίαν. Εν τω μεταξύ χρόνω, κατόπιν διαταγής, εκρατήθησαν οι δύο αγύρται μοναχοί και απεμονώθησαν εις εν γραφείον της Αρχιεπισκοπής. Ούτοι δι’ ουδενός μέν εγκύρου πιστοποιητικού ταυτότητος ήσαν εφωδιασμένοι, έφερον δε μεθ’ εαυτών ο μεν 20.000 δρχ. ο δε περί τας 65.000 προερχομένων μάλλον εκ των θρησκευτικών συγκεντρώσεων, τας οποίας συνεκάλουν εντός των κατοικιών των, καθ’ ας εξεφανάτιζον και προσηλύτιζον αγαθάς και θεοσεβείς γυναίκας και κοράσια, τας οποίας εχειροθέτουν εις μοναχάς! παρά εκ πωλήσεως δήθεν… εμπορευμάτων εξ Αγίου Όρους διά τα οποία ουδεμίαν είχον να επιδείξουν πιστοποίησιν. Αι ενέργειαι άλλως των δύο τούτων ήσαν από καιρού γνωσταί εκ διαφόρων καταγγελιών, διά τας περιέργους παννυχίους συγκεντρώσεις, εις τας οποίας συνέρρεε πλήθος γυναικών και κορασίων. Πάραυτα ούτοι απηλάθησαν διά της Αστυνομικής Αρχής» Βλ. «Επί της αφομοιώσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου» εν: «Ανάπλασις» 1924, σ, 105-106. Πρβλ. και «Ζωήν» 1924, σ. 120, «Ιερόν Σύνδεσμον» 1924 έτος ΚΔ’, περίοδος Α’, αρ. 7. Οι περί ων ο λόγος ανωτέρω μοναχοί ήσαν οι Παΐσιος Φινοκαλιοτάκης και Χρύσανθος Βρέτταρος βλ. Σ. Καραμήτσου – Γαμβρούλια, ενθ. ανωτ. σ. 64-66 .
175. «Εκκλησία», Α’ σ. 411-412.
176. Κυπριανού Λαχανά, Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου σ. 12.
177. Κατά την από 8-4-1924 Παραινετικήν Εγκύκλιον της Ι. Συνόδου οι επί κεφαλής της αντιδράσεως «υπό το πρόσχημα της υπερασπίσεως των ιερών και οσίων εκτοξεύονται κατά της Εκκλησίας και στρέφονται κατ’ αυτής της ιεράς και αμωμήτου ημών θρησκείας, προκαλούσι δε διχόνοιαν και έριδας». Βλ.. «Εκκλησίαν», Α’ σ. 412. Ως δε και η «Ανάπλασις» παρετήρει: «εις χωρία εντελώς ήσυχα, μόλις παρουσιασθή ο παλαιοημερολογίτης μοναχός και αρχίση να λέγη ότι είναι αναθεματισμένοι όσοι ακολουθούν «το νέον ημερολόγιον των αθέων αστρονόμων», το «παπικόν» και «φράγκικον» και ουχί το «πάτριον» δημιουργείται αμέσως πυρήν παλαιοημερολογιακός, διότι ο εύπιστος και απλούς λαός πιστεύει εις τα κηρύγματα των φανατισμένων καλογήρων, επακολουθεί δε αναστάτωσις των κατοίκων» Βλ. «Ανάπλασιν» 1932 σ. 301.
178. Η παραινετική Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου, αφού έτι άπαξ κατεδείκνυε τα εκ της διορθώσεως του ημερολογίου προελθόντα αγαθά, καθ’ όσον αφορά, εις «το κοινωνικόν, oικoνομικόν και θρησκευτικόν συμφέρον των χριστιανών» κατεκλείετο διά των εξής λόγων: «Το υπέρτατον δικαίωμα του διευθύνειν την Εκκλησίαν ανήκει εις την Ιεραρχίαν, ήτις, συμφώνως προς τας διατάξεις των Οικουμενικών Συνόδων, εγκύρως ρυθμίζει παν αναφαινόμενον ζήτημα. Η προς την υπερτάτην ταύτην Αρχήν της Εκκλησίας ανευλάβεια και απείθεια είναι μέγιστον αμάρτημα και κολάζεται υπό των κανόνων της Εκκλησίας. Μόνον οι μη ανήκοντες εις την ορθόδοξον Εκκλησίαν τολμώσι να επικρίνωσι και να αμφισβητώσι το κύρος των αποφάσεων ολοκλήρου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας, και μόνον εχθροί της Εκκλησίας και της θρησκείας δύνανται να παρασύρωσι τον λαόν εις τοιαύτην απείθειαν… ». Βλ. «Εκκλησίαν», Α’ σ. 412. Πρβλ. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών…, Ημερολογιτικών κατηγοριών έλεγχος. Αθήνησι 1937 σ. 3. Τού αυτού, Η διόρθωσις… εν: «Εκκλησία» 1933 σ. 225 επ. Του αυτού, Η Εκκλησία της Ελλάδος επί τη 1900ή επετείω της ιδρύσεως αυτής υπό του Απ. Παύλου, εν: «Θεολογία»1953 σ. 496. Δωροθέου Κοτταρά, Μητροπολίτου Λαρίσης, Η νομοκανονική θέσις τού ελληνικού παλ/κού ζητήματος, εν: «ΑΕΚΔ» 1947σ. 233 επ. Του αυτού, Παρατηρήσεις επί της γνωματεύσεως των κ.κ. καθηγητών επί του παλ/κού ζητήματος εν: «ΑΕΚΔ» 1951 σ. 2 επ. Ιω. Παναγοπούλου, Ιουλιανόν – Γρηγοριανόν Ημερολόγιον και οι Παλ/ται εν τη Αυτοκεφάλω Εκκλησία, της Ελλάδος. Αθήναι 1939 σ. 14. Π. Παναγιωτάκου – Σ. Αλεξανδροπούλου, Η θέσις του Ελληνικού… σ. 11.
179. Παραλλήλως και ο «Ιερός Σύνδεσμος» όργανον των Ιερών Συνδέσμων της Ελλάδος, συνίστα τω εφημεριακώ κλήρω «όπως αναπτύξη και διασαφηνίση προς το ποίμνιόν του το ζήτημα του ημερολογίου κατά τα ακλόνητα επιχειρήματα των σχετικών Εγκυκλίων της Εκκλησίας, διαφωτίζων ούτω κατά καθήκον τους χριστιανούς επί των ορθών και δικαίων αποφάσεων της σεπτής Ιεραρχίας… ». Βλ. «Ιερόν Σύνδεσμον» έτος ΚΔ., περίοδ. Δ’ 22-4-1924 σ. 1.
180. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις επί των τροπολογιών επί των άρθρων 1 και 2 του σχεδίου Συντάγματος της Επιτροπής επί της αναθεωρήσεως του Συντάγματος του κ. Κ. Τσάτσου Βουλευτού Αθηνών. Αθήναι 1949 σ. 4. Του αυτού, Η θέσις του εορτολογικού ζητήματος… Αθήναι 1947, «Εκκλησία» 1948 σ. 235 επ.
181. Βασιλείου Ατέση, Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία… σ. 14, 89-90. Γ. Κονιδάρη, Επίτομος Εκκλήσ. Ιστορία της Ελλάδος. Αθήναι 1938 σ. 392.
182. Πρβλ. «Ακρόπολιν» 11-4-71.
183. Πολυκάρπου Συνοδινού, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Απομνημονεύματα… σ. 130. Πρβλ. Αρχιμ. Ανθ. Ρούσσα, ένθ’ ανωτ. σ, 20.
184. Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος, μεταβάς εν έτει 1927 εις Άγ. Όρος επί αποστολή, διεπίστωσεν ότι η κατά του νέου ημερολογίου αντίδρασις μερίδος τινός μοναχών ωφείλετο και εις τας φήμας ταύτας. Βλ. Γ. Τασούδη, Ο Αρχιεπ/πος Αθηνών Χρύσανθος… σ. 107. Παραλλήλως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, παρασυρόμενος μάλλον εκ των πολιτικών διενέξεων της εποχής, ισχυρίζετο ότι την διόρθωσιν του ημερολογίου επέβαλεν η Eπανάστασις του 1922. Βλ. Χρυσοστόμου Α’ , Αρχιεπισκόπου Αθηνών…, Ημερολογιακά Β’ 1929 σ. 41.
185. «Εκκλησία» Α’ σ. 421-422. Πρβλ. και «Ζωήν» 1924 σ. 112 ένθα παρατηρείται ότι «η προσαρμογή του εορτολογίου προς το ισχύον ημερολόγιον έδωκεν ευκαιρίαν εις τους επιτηδείους να δημιουργήσουν φήμας εντελώς αστηρίκτους και ψευδείς, εκ των οποίων διεταράχθησαν αι συνειδήσεις των απλουστέρων» και ότι ο λαός «δεν πρέπει να δίδη εύκολον πίστιν εις ψευδή κατασκευάσματα τα οποία σκοπόν έχουν νά εμπλέξουν την Εκκλησίαν εις κομματικούς αγώνας» Βλ. «Ζωήν» 1924 σ. 128 . Πρβλ. και «Ανάπλασιν» 1924 σ. 118.
186. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Ημερολογητικόν ζήτημα εν Ελλάδι Α’ σ. στ’.
187. «Η μετά τινάς ημέρας ανακηρυχθείσα Δημοκρατία 25 Μαρτίου 1924 κατά παράδοξον τρόπον συνεδυάσθη υπό τινών προς την γενομένην ταύτην εν τη Εκκλησία μεταβολήν, εντεύθεν δε εύρεν αύτη απροσδόκητον αντίδρασιν πολιτικής χροιάς» παρετήρει ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος. Βλ. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών…, Η Εκκλησία της Ελλάδος επi τη 1900ή επετείω της ιδρύσεώς της. σ. 170. Βλ. και «Ελεύθερον Βήμα» της 30-9-26.
188. Αύτη συνεκλήθη διά του από 2-5-1924 Διατάγματος του Π. Κουντουριώτου. Βλ. «Εκκλησίαν» Α’ σ. 444.
189. Κατά την συνεδρίαν της 17-5-1924 επί ερωτήματος του Μητροπολίτου Γόρτυνος Πολυκάρπου περί των γραφομένων εν τω «Πανταίνω» ο Μακ. Πρόεδρος απήντησεν ότι «oι εν Αλεξανδρεία, τηρούσιν στάσιν ουχί τόσον κανονικήν, και τούτο λόγω του προσώπου του Πατριάρχου Μελετίου, μάλιστα διά το ημερολογιακόν ζήτημα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, παρά την κανονικήν τάξιν, ετηλεγράφησεν εις θρησκολήπτους τινας ενταύθα και πρόξενος ποίας τινος ταραχής εγένετο…» ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 198. Κατά την παραλουθήσασαν συζήτησιν υπεστηρίχθησαν δύο αντίθετοι απόψεις, ήτοι α να γίνη δημοσιογραφική απάντησις εις τα του «Πανταίνου» και β να αποσιωπηθή το πράγμα, ίνα μη η Εκκλησία φωραθή πολιτικολογούσα. Τελικώς απεφασίσθη να δημοσιευθή εν τη «Εκκλησία» άρθρον περί της έναντι της Πολιτείας στάσεως της Εκκλησίας. Τούτο συνέταξεν ο Μητροπολίτης Ηλείας Αντώνιος και εδημοσιεύθη εν τω φύλλω 47 έτους 1924 σ. 419, ως κύριον άρθρον υπό τον τίτλον: «Η Εκκλησία έναντι του Νέου Πολιτεύματος». Εν τω ιδίω όμως τεύχει εσχολιάζετο δυσμενώς ή πρόσθεν αρθρογραφία του «Πανταίνου» και εξεφράζετο η μεγάλη λύπη της Διευθύνσεως του περιοδικού και η απορία αυτής «διά τα εις βάρος της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ιεραρχίας αυτής οσημέραι πυκνότερα και δριμύτερα καθιστάμενα πικρόχολα αυτού και εντελώς άδικα σχόλια», εν τέλει δε περιωρίζετο εις το «να επιστήση εις τούτο την προσοχήν της Α.Θ.Μ. του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και της περί αυτόν Αγίας και Ιεράς Συνόδου» Βλ. «Εκκλησίαν» Α’ σ. 422. Πρβλ. και σχόλιον υπό τον τίτλον «Εκκλησία και Πολιτική» εν: «Ανάπλασις» 1924 σ. 221. Ειρήσθω δ’ ότι η ην απέφυγεν η «Εκκλησία» οξεία σύγκρουσις μετά του «Πανταίνου», επεδιώχθη υπό της «Αναπλάσεως» ήτις, ανταποδίδουσα τον χαρακτηρισμόν αυτής υπ’ εκείνου ως «ημιεπισήμου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος» έγραφεν: «εν πάση όμως περιπτώσει, αποδίδοντες αυτώ το φιλοφρόνημα, τω εμπιστευόμεθα την ειλικρινή απορίαν μας: πώς αυτός εξακολουθεί να θεωρήται εισέτι ως το επίσημον όργανον της Εκκλησίας Αλεξανδρείας». Βλ. «Ανάπλασιν» 1924 σ. 286.
190. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 198. Ο «Πάνταινος» αναφερόμενος εις αίτησιν διαμαρτυρίας του παλ/κού Συλλόγου των Ορθοδόξων εν Αθήναις, έγραφεν: «εάν δεν απειλούντο κατά κληρικών αι μεγαλύτεραι των ποινών και εάν ο λαός επετρέπετο να εκφράση την περί ημερολογίου γνώμην του διά δημοψηφίσματος πλην των ασεβών, ή των αδιαφόρως, περί την Ορθόδοξον Ανατολικήν και την Ελλην. Πατρίδα, ή και των απλώς ξενομανών, πάντες θ’ απεφαίνοντο υπέρ του Ιουλιανού Ημερολογίου» «Πάνταινος» 1925 σ. 144, «Εκκλησία» 1925 σ. 21 .
191. Κατά μαρτυρίαν του Μακ. Χρυσοστόμου εν τω Καταστατικώ δεν ανεγράφετο ευθέως τι υπέρ του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλ’ εμμέσως διεγράφετο υποχρέωσις των μελών όπως τηρώσι τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 302.
192. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ’ ανωτ. σ. 66, 73, 328. Το Α’ Πανελλαδικόν Συνέδριον…σ. 4. Κατά τον Αρχιεπ. Χρυσόστομον ο πυρήν αυτού απετελείτο εκ Μακρακιστών ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 302 .
193. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ’ ανωτ. σ. 73. Ταύτην ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιωακείμ εχαρακτήρισεν ως την Ιεράν Σύνοδον των παλαιοημερολογιτών. Βλ. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Παλαιοημερολογητικόν ζήτημα Α’ σ. ιέ.
194. Χρυσοστόμου Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής, εν: «Η.Φ. Ο.» 1950, φ. 86 σ. 3. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Παλαιοημερολογητικόν ζήτημα… Α’ σ. ζ’.
195. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ενθ. ανωτ. σ. 328. 196. «Εκκλησία», 1925 σ. 18.
197. «Ανάπλασις» 1924 σ. 105-106.
198. «Ζωή» 1924 σ. 120. Πρβλ. και «Ανάπλασιν» 1924, σ. 106. «Εκκλησίαν» 1925 σ. 13. Σημειωτέον ότι και η Ιερά Κοινότης του Αγ. Όρους διά του υπ’ αριθμ. 164/19-9-1926 εγγράφου αυτής προς τον Μακαρ. Αθηνών Χρυσόστομον παρεκάλει αυτόν όπως μεριμνήση και αποσταλώσιν εν συνοδεία εις Άγ. Όρος σκανδαλοποιοί αγιορείται περιφερόμενοι εις τον κόσμον και ιδία δύο εξ αυτών. Οι ελάχιστοι ούτοι αγιορείται μοναχοί και ιερομόναχοι, ούτινες ετέθησαν επί κεφαλής του παλαιοημερολογιτικού κινήματος αυτοαπεκλήθησαν «Ζηλωταί», αυτοπροβληθέντες ως αμύντορες της Ορθοδοξίας, υπό δε της Εκκλησίας εχαρακτηρίσθησαν διά βαρυτάτων χαρακτηρισμών, ως «φυγάδες και απόβλητοι του Αγ. Όρους», «αλήται», «διαβόητοι» και «ου τω Κυρίω δουλεύοντες, αλλά τη αυτών κοιλία». Οι «ζηλωταί» ούτοι, ιδίαν απαρτίσαντες εν Αγ. Όρει ομάδα μοναχών, υπό τα όνομα «Ιερός Σύνδεσμος Ζηλωτών Μοναχών», ήλθον εις προστριβάς προς τους ετέρους του Άθωνος πατέρας, ένεκα της υπ’ αυτών ακολουθουμένης επί του ημερολογιακού τακτικής και της διακοπής του εν ταις ιεραίς Ακολουθίαις μνημοσύνου του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου ως αλλοτριοδόξου. Aι προστριβαί αύται ήχθησαν μέχρι πλήρους διακοπής της κοινωνίας αυτών, ου μόνον προς τους οπαδούς του νέου ημερολογίου αλλά και προς τους εν Αγίω Όρει παλαιοημερολογίτας μεν μοναχούς, τους αναγνωρίζοντας όμως την ακολουθούσαν το νέον ημερολόγιον Εκκλησίαν. Επί κεφαλής των εν τη περιφερεία της Εκκλησίας της Ελλάδος δρώντων αγιορειτών μοναχών ήτο, ως προελέχθη, ο Αρσένιος Κοττέας, ρουμανικής καταγωγής, εκ της σκήτης της Προβάτας του Αγ. Όρους προερχόμενος, όστις, μεταποιήσας επί τό ελληνικόν το επώνυμον αυτού, ισχυρίζετο ότι ήτο έλλην εκ Λακωνίας μάλιστα καταγόμενος, και ο Ματθαίος Καρπαθάκης. Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1926 σ. 334, και 1927 σ. 14, 43, 1933 σ. 322. Εν τοις Πρακτικοίς της ΔΙΣ της 23-5-1927 ο Κοττέας αποκαλείται «ανίερος αλλοδαπός μοναχός» ΚώΔΙΣ, 1927 σ. 551. Αντιθέτως, κατά τον Γ. Ευστρατιάδην, ο Κοττέας φέρεται καταγόμενος εκ του χωρίου Κεχριάνικα της Κοινότητας Κίττης Λακωνίας. Βλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 217-218. Πρβλ. καί «Εκκλησίαν» 1928 σ. 21 αναφερομένην εις την ρουμανικήν καταγωγήν του Κοττέα. Βλ. και το από 20-1-1926 επίσημον Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου προς την Ι. Κοινότητα του Αγ. Όρους, δι’ ου επιρρίπτεται και επί αγιορειτών τινων μοναχών η ευθύνη της εξωθήσεως του λαού εις ανταρσίαν κατά της Εκκλησίας. βλ. «Εκκλησίαν» 1927 σ. 42-43 και ζητείται η εις Άγιον Όρος μεταγωγή και επιστροφή των εν τω κόσμω διατριβόντων αγιορειτών. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Παλαιοημερολογητικόν ζήτημα Α’ σ. ζ’. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπον Αθηνών…, Η Εκκλησία της Ελλάδος…σ.170. «Ανάπλασις» 1932 σ.300. Γαβριήλ Διονυσιάτου, Διευκρίνισις της θέσεως του Αγ. Όρους εν τω ημερολογιακώ ζητήματι, εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1952 σ. 5-7. Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων, Σύντομος ιστορική … σ. 8. Ο Σύνδεσμος ούτος έπαυσεν υφιστάμενος ως νομικόν πρόσωπον τω 1927, ότε διά του Κ. Χάρτου του Αγ. Όρους απηγορεύθη πάσα σύστασις Σωματείου η Οργανώσεως μοναχικής εν Αγ. Όρει άρθρον 183, αλλά τα μέλη αυτού και έτεροι ομοϊδεάται αυτών μοναχοί συνέχισαν να δρώσιν είτε εν Αγ. Όρει, είτε εν τη λοιπή Ελλάδι «προς διαφώτισιν του λαού» ένθ’ ανωτ. σ. 11 . Χρυσοστόμου Α’ , Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ημερολογιακά Α’, 1926 σ: 8, Β’ 1929 σ.3,8: Πρβλ. και απάντησιν της Ι. Κοινότητος προς τον Μακ. Αθηνών περί του Αρσενίου Κοττέα «Εκκλησία» 1927 σ. 373 . Βλ. επίσης και σχόλιον εφημερίδος «Εστία» της 20-11-1926 αποκαλύπτoν οικονομικόν κίνητρον εις τον αγώνα των πρωτεργατών του παλαιοημερολογιτισμού. Πρβλ. Γ. Τασούδη, Ο Αρχιεπ/πος Αθηνών Χρύσανθος … τ. Β’ σ. 104 επ. Θεοδωρήτου μοναχού, Διάλογοι της ερήμου περί Oικουμενισμού. Αθήναι 1971 σ. 26 υποσ. 6. Ηκολούθησαν εκτοπίσεις εξ Αγ. Όρους 19 Ζηλωτών Βλ. Ζηλωτών αγιορ. Πατέρων, Σύντομος…σ. 11 .
199. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών…, Έλεγχος παραποιήσεως…σ. 4.
200. Πρβλ. «Επί της καταστάσεως της Εκκλησίας» εν: «Ανάπλασις» 1924 σ. 225 και «Η Εκκλησία προς διάλυσιν» εν : «Εμπρός» 11-9-1924.
201. ΚώΙΣΙ 1923-1928 Συνεδρία 17-10-1924 σ. 302-303.
202. Ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος είχεν εν τω μεταξύ ζητήσει την ανάκλησιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, δι’ ης ανεγνωρίζετο ο Σύλλογος των παλαιοημερολογιτών ως νομικόν πρόσωπον. ΚώΙΣΙ 1923-1928 σ. 302.
203. «Εκκλησία» 1934 σ. 10.
204. Την περί αποσχίσεως από της Εκκλησίας τάσιν ταύτην ψέγων ο καθηγητής Ι. Μεσολωράς παρετήρει ότι «από απόψεως εθνικής θα είναι λίαν άτοπον, επιβλαβές και αντεθνικόν ακόμη, το να ζητούν ορθόδοξοι Έλληνες, ανήκοντες εις την ημετέραν Εκκλησίαν, να προσκολληθώσιν εις άλλα Πατριαρχεία. Ούτε προβλέπω κέρδος τι θρησκευτικόν και εθνικόν ή υλικόν εκ της τοιαύτης των παλαιοημερολογιτών σκέψεως και αποφάσεως. Τουναντίον μάλιστα μία τοιαύτη σκέψις ή απόφασις ήθελε μειώσει το μέγα γόητρον το οποίον έχει η ημετέρα ελληνική Εκκλησία. Διότι θα επέλθη σχίσμα. Τα δε σχίσματα εν τη Εκκλησία πάντοτε έβλαψαν την ενότητα αυτής. Δυνατόν δε τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας ή Αλεξανδρείας εν τη μελλούση να συνέλθη, ως λέγεται, Οικουμενική Συνόδω να αποδεχθούν μετά συζήτησιν το νέον Ημερολόγιον, το οποίον δεν έχει σχέσιν ως εορτολόγιον με το Πασχάλιον. Kαι τότε θα ευρεθή η ομάς των εδώ παλαιοημερολογιτών εν απομονώσει ώστε να θελήση να επανέλθη εις τους κόλπους της ελληνικής Εκκλησίας». Συνέντευξις περί Ημερολογίου, εν: «Ιερός Σύνδεσμος» Έτος Ε’, Περίοδος Δ’ 31-1-1927. αρ. 2.
205. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών…,Ημερολογιακά Β’ 1929 σ. 4-5.
206. Ένθ’ ανωτ. σ. 5. Πρβλ. περί αναβαπτισμών παιδίων εν Τήνω, εν: «Ανάπλασις» 1932 σ. 300.
207. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ημερολογιακά Β’ 1929 σ. 4-5. Ωσαύτως Αθ. Δανιηλίδου, Η διόρθωσις του Ημερολογίου ή η μετακίνησις του Εορτολογίου. Αθήναι 1926 σ. 11-13, 71. Κατηγγέλθη επίσης ότι οι εν Θεσσαλονίκη παλαιοημερολογίται, βδελυττόμενοι τους Ι. Ναούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετέβαινον εις τον αυτόθι σερβικόν ναόν, όστις ελειτούργει κατά το παλ. ημερολόγιον, και ότι οι σέρβοι ιερείς εφωτογράφησαν το πολυπληθές εκκλησίασμα ίνα ενισχύσωσι τας βλέψεις αυτών, προς δημιουργίαν ζητήματος σερβικής εν Θεσσαλονίκη μειονότητας. Διά τον Ματθαίον Καρπαθάκην κατηγγέλθη ότι εφωράθη πέμπων εξ Αγίου Όρους ταχυδρομικώς εις Αθήνας εντός φακέλλου γνησίαν Θ. Ευχαριστίαν προς μετάληψιν των παλαιοημερολογιτών. Έτεροι παλ/ται συνίστων τοις οπαδοίς αυτών να θέτωσιν αφ’ εσπέρας, τεμάχιον άρτου επί της εικόνος και την επιούσαν ημέραν να μεταλαμβάνωσιν αυτού ως Θ. Κοινωνίας, ενώ έτεροι συνίστων χωρισμόν από κοίτης εις ανδρόγυνα ακολουθούντα διάφορον έκαστον μέλος ημερολόγιον. Εν τη «Εκκλησία» ωσαύτως εδημοσιεύθη η είδησις ότι οι παλ/ται «λειτουργούσι χωρίς να μνημονεύωσι του oικείου Ιεράρχου αναβαπτίζουσι παιδία βεβαπτισμένα εν τη Ορθ. Εκκλησία διότι δήθεν εβαπτίσθησαν με το Νέον Ημερολόγιον» Εκκλησία 1933 σ. 113.
208. Ομιλία εις Β’ Κορινθίους ΚΖ’, 4.
209. Νικ. Φιλιπποπούλου, Ελληνικός Αντιμασονισμός, 1972 σ. 136. Πρβλ. και σχετικήν ανακοίνωσιν της Εκκλησ. Επιτροπής ΓΟΧ εν: «Η.Φ.Ο.» 1957 φ. 252 σ. 5.
210. Ν. Φιλιπποπούλου, ένθ. ανωτ. σ. 142. Πρβλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Πραγματεία περί.της άνωθεν… σ. 68. Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Διάγγελμα προς τους κατοίκους Πειραιώς. Ευγ. Τόμπρου, Άνθη και κρίνα… σ. 40. Αρχιμ. Αλεξ. Γρηγοροπούλου, αρχιμ. Γεδεών, αρχιμ. Ακακίου, Μάρκου Μοναχού, Φως τοις εν σκότει. Έλεγχος κατά της αθέου και αντιχρίστου Εβραιομασονίας 1936 σ. 80 επ.
211. Παρθενίου μοναχού: Δίστομος ρομφαία…σ. 78.
212. «Εκκλησία» 1927 σ. 108.
213. Χρυσοστόμου Α’, Αρχιεπισκόπου Αθηνών…, Ημερολογιακά Β’ 1929 σ. 28.
214. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος… σ. 85. 215.- ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 359.
216. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 5.
217. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ, σ. 33, 175.
218. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος… σ. 113-114.
219. «Εκκλησία» 1927 σ. 65. «Ιερός Σύνδεσμος» 28-2-1927 σ. 1.
220. Αυτοί oι μοναχοί του Μ. Σπηλαίου, παρασυρόμενοι υπό των διαδόσεων, εζήτησαν δι’ αναφοράς αυτών προς τε την Ι. Σύνοδον, την Κυβέρνησιν και την Βουλήν, την επαναφοράν του π. ημερολογίου δι’ ον λόγον απέστειλεν αυτοίς την από 17-3-1927 παραινετικήν Εγκύκλιον ο οικοίος αυτών Ιεράρχης Μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Τιμόθεος. Βλ. «Εκκλησίαν» 1927 σ. 108-109. «Σκρίπ» 9-5-1927, «Πάνταινον» 1927 σ. 193.
221. Μ. Βασιλείου, Επιλογή 226, ΕΠΕ, 3, 98.
222. Αρσενίου Κοττέα, Κέντρα της Ορθοδ. Εκκλησίας σ. 71-77. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος… σ. 274-279.
223. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 65-66. Καλλίστου, Επισκόπου Κορινθίας, Η δίκη του Εορτολογίου σ. 8. «Η. Φ.Ο.» 15-9-1969 τ. 573-574 σ. 1-2. Leο Ρuhalo, The calendar question, εν: «Orthodox Life» vol. 22, Νο 1, 1972 σ. 24, και Νο 2 σ.18 επ. Πρβλ. και το υπ’ αριθμ. 765/ 16-29 Μαρτίου 1971 έγγραφον της .ΠΘΕΟΚ. Ωσαύτως βλ. Ζηλωτών Αγιορ. Πατέρων, Σύντομος… σ. 12, «Η. Φ.Ο » 1969, φ. 573-574 σ. 1-2.
224. «Εκκλησία» 1926 σ.232. 1932 σ. 429. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Παλαιοημερολογητικόν… σ.γ’.
225. «Εκκλησία» 1927 σ. 390 ένθα και στοιχεία περί του εκ της ανομβρίας του έτους 1926 αντληθέντος των παλαιοημερολογιτών επιχειρήματος προς υποστήριξιν των απόψεων αυτών.
226. «Ελεύθερον Βήμα» 30-9-1926.Πρβλ.και Τιμοθέου, Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Παραινετικήν Εγκύκλιον προς τους μοναχούς του Μ. Σπηλαίου, εν: «Εκκλησία» 1927 σ. 106. Εν σελ. 109 της αυτής παρατίθεται αναφορά του Ηγουμένου της Ι. ταύτης Μονής αποκαλύπτοντος ότι το παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα «υποκινείται ήδη μάλλον κομματικώς».
227. Βλ. την διάψευσιν εν: «Εκκλησία» 1927 σ. 139, και εν: «Ανάπλασις» 1927 σ. 87-88 ένθα και δήλωσις αυτού ότι «η Ορθόδοξος Πολωνική Εκκλησία παρεδέχθη και εφαρμόζει το νέον Ημερολόγιον».