ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
Εις την συνέχειαν προχωρών εις την διήγησιν λέγει τα εξής· «Διότι ο Ηρώδης αφού τον συνέλαβε τον Ιωάννην τον έδεσε και τον έβαλεν εις την φυλακήν, εξ αιτίας της Ηρωδιάδος της γυναικός του αδελφού του Φιλίππου.
Διότι ο Ιωάννης του έλεγε· «Δεν σου επιτρέπεται να την έχης. Και ήθελε βέβαια να τον φονεύση, άλλ’ όμως εφοβήθη το πλήθος του λαού, διότι τον εθεωρούσεν ως προφήτην». Και διατί δεν λέγει τίποτε εις την Ηρωδιάδα, άλλ’ απευθύνεται εις τον άνδρα; Επειδή αυτός ήτο πιο κατάλληλος. Και πρόσεξε πόσον προσεκτικά εκθέτει την κατηγορίαν, ωσάν να διηγήται ιστορίαν μάλλον, παρά να περιγράφη κατηγορίαν. «Ενώ δε εώρταζεν ο Ηρώδης τα γενέθλιά του», λέγει, «εχόρευσεν η κόρη της Ηρωδιάδος παρουσία των προσκεκλημένων, πράγμα που ηυχαρίστησε τον Ηρώδην».
Ω διαβολικόν συμπόσιον, ω θέατρον σατανικόν, ω παράνομος χορός και ακόμη πιο παράνομη η αμοιβή του χορού. Διότι επεχειρείτο ο πιο βδελυρος φόνος εξ όλων των φόνων, και αυτός που ήτο άξιος να στεφανωθή και να ανακηρυχθή η αρετή του κατεσφάζετο παρουσία όλων, το δε τρόπαιον των δαιμόνων ήτο τοποθετημένον επάνω εις την τράπεζαν. Άξιος δε ήτο και ο τρόπος της νίκης αυτών που συνέβησαν. Διότι, λέγει, «Εχόρευσεν η θυγατέρα της Ηρωδιάδος παρουσία των προσκεκλημένων, πράγμα που ηυχαρίστησε τον Ηρώδην. Δια τούτο της υπεσχέθη με όρκον να της δώση ό,τι ήθελε του ζητήσει. Αυτή δε καθοδηγηθείσα από την μητέρα της είπε· Δώσε μου επάνω εις πιάτον την κεφαλήν του Ιωάννου Βαπτιστού».
Το έγκλημα είναι διπλόν και επειδή εχόρευσε και επειδή ήρεσε και μάλιστα ήρεσε τόσον πολύ ώστε να λάβη ως μισθόν φόνον. Είδες πόσον ώμος ήτο; πόσον αναίσθητος; πόσον ανόητος; Καθόσον τον μεν εαυτόν του τον καθιστά υπεύθυνον να κρατήση τον όρκον του, ενώ εις εκείνην παρέχει το δικαίωμα να ζητήση ό,τι θέλει. Επειδή δε είδεν, ότι διεπράχθη το κακόν, ελυπήθη, λέγει· μολονότι βέβαια από την πρώτην στιγμήν τον εφυλάκισε.
Δια ποιον λόγον λοιπόν λυπείται; Τέτοια είναι η αρετή· θαυμάζεται και επαινείται και από τους κακούς ακόμη. Αλλ ’ ω την μανιακήν! Ενώ έπρεπε και αυτή να τον θαυμάζη, ενώ έπρεπε να τον προσκυνή, επειδή την υπερασπίζετο που την ητίμαζεν ο Ηρώδης, αυτή όμως αντιθέτως και βοηθεί εις το δράμα και τοποθετεί παγίδα και ζητεί χάριν σατανικήν. «Αυτός όμως εφοβήθη εξ αιτίας των όρκων», λέγει, «και των προσκεκλημένων». Και πως δεν εφοβήθης το φοβερώτερον; Διότι εάν εφοβήθης επειδή θα είχες μάρτυρας της επιορκίας σου, έπρεπε πολύ περισσότερον να φοβηθής που θα είχες τόσους μάρτυρας δια μίαν τόσον παράνομον σφαγήν.
Άλλ’ επειδή έχω την εντύπωσιν, ότι πολλοί δεν γνωρίζουν την υπόθεσιν του εγκλήματος, εξ αιτίας της οποίας διεπράχθη ο φόνος, δια τον λόγον αυτόν πρέπει να την αναφέρωμεν και αυτήν δια να κατανοήσετε την σύνεσιν του νομοθέτου. Ποίος λοιπόν ήτο ο παλαιός νόμος, τον οποίον ο μεν Ηρώδης τον κατεπάτησεν, ο δε Ιωάννης τον υπερησπίσθη; Έπρεπεν η γυναίκα αυτού που επέθαινε χωρίς παιδιά να δοθή εις τον αδελφόν του. Επειδή δηλαδή ο θάνατος ήτο κακόν απαρηγόρητον και επεδεικνύετο πολύ μεγάλη φροντίδα δια την ζωήν, εθέσπισεν ο νομοθέτης νόμον ο εν ζωή αδελφός να την παίρνη ως γυναίκα του την σύζυγον του αποθανόντος και να δίδη όνομα εις το παιδί που θα εγεννάτο το όνομα του αποθανόντος, ώστε να μη διαλυθή η οικία εκείνου. Διότι εάν ο αποθανών δεν άφηνε παιδιά, πράγμα που είναι η μεγίστη παρηγοριά δια τον θάνατον, θα καθίστατο το πένθος αθεράπευτον.
Δια τούτο λοιπόν ο νομοθέτης επενόησεν αυτήν την παρηγοριάν δι’ εκείνους που η φύσις τους εστέρησε των τέκνων, και έδωσεν εντολήν το νεογέννητον να θεωρήται τέκνον του αποθανόντος. Εφ ’ όσον όμως υπήρχε παιδί δεν επετρέπετο αυτός ο γάμος. Και δια ποιον λόγον; θα ερωτήση κάποιος. Διότι εάν με άλλον επετρέπετο να συνάψη γάμον, πολύ περισσότερον επετρέπετο με τον αδελφόν του.
Κάθε άλλο. Διότι ο νομοθέτης επιθυμεί να συνεχισθή η συγγένεια και να υπάρχουν πολλαί αφορμαί εις τας μεταξύ των σχέσεις.
Διατί λοιπόν και όταν κανείς επέθαινε χωρίς παιδί, δεν έπαιρνε άλλος την χήραν ως γυναίκα του; Επειδή έτσι δεν θα ήτο δυνατόν να θεωρηθή το παιδί ότι ήτο του αποθανόντος. Ενώ τώρα που το έσπερνεν ο αδελφός, εγίνετο πειστικόν το σόφισμα. Εξ άλλου δεν ήτο υποχρεωμένος κανείς άλλος να αναστήση την οικογένειαν του αποθανόντος· ενώ αυτός απέκτα το δικαίωμα αυτό λόγω της μετ’ αυτού συγγενείας του. Επειδή λοιπόν ο Ηρώδης έλαβεν ως γυναίκα του την γυναίκα του αποθανόντος αδελφού του, μολονότι αυτή είχε παιδί, δια τούτο ο Ιωάννης τον κατηγορεί, η κατηγορία του όμως γίνεται κατά πολύ ήπιον τρόπον, δεικνύων μαζί με την αυστηρότητά του και την επιείκειάν του.
Συ όμως, σε παρακαλώ, πρόσεξε ότι ήτο η όλη σκηνοθεσία σατανική.
Διότι κατά πρώτον την συστάσίν της την οφείλει εις την μέθην και την απόλαυσιν, από όπου δεν ήτο δυνατόν να προέλθη κανέν καλόν.
Δεύτερον, οι θεαταί ήσαν διεφθαρμένοι και ο προσκαλέσας αυτούς προς συνεστίασιν ήτο ο παρανομώτερος όλων.
Τρίτον, η παράλογος ευχαρίστησις.
Τέταρτον, η κόρη, δια την οποίαν ήτο παράνομος ο γάμος και η οποία έπρεπε να κρύπτεται επειδή διεσύρετο η τιμή της μητέρας της, εισέρχεται με πολλήν αδιαντροπιάν εις τον χώρον της διασκεδάσεως, και ξεπερνά, μολονότι ήτο παρθένος, όλας τας πόρνας.
Και ο καιρός δε συντελεί τα μέγιστα προς κατηγορίαν αυτής της παρανομίας. Διότι καθ’ ον χρόνον ο Ηρώδης έπρεπε να ευχαριστή τον Θεόν, επειδή κατά την ημέραν εκείνην το έφερεν εις φως, ακριβώς τότε επιχειρεί εκείνα τα παράνομα. Τότε που έπρεπε να τον βγάλη από την φυλακήν, τότε προσθέτει εις τα δεσμά και την σφαγήν. Ακούσατε όσαι από τας παρθένους, πολύ περισσότερον δε και από τας υπανδρευμένας γυναίκας, όσαι καταδέχεσθε να διαπράττετε παρόμοιας ασχημίας εις τους γάμους άλλων, που με τους χορούς και τα σκιρτήματα κατεντροπιάζετε την ανθρωπίνην φύσιν. Ακούσατε και οι άνδρες, όσοι επιδιώκετε τα πολυτελή συμπόσια που είναι γεμάτα από μέθην, και φοβηθήτε το βάραθρον του διαβόλου. Καθόσον κατά τέτοιον τρόπον τότε κατενίκησε τον άθλιον εκείνον, ώστε να ορκισθή ότι θα έδιδε και τα μισά της βασιλείας του. Διότι αυτό το επιβεβαιώνει ο Μάρκος, λέγων· «Ωρκίσθη εις αυτήν, ότι ό,τι και αν μου ζητήσης θα σου το δώσω· μέχρι και το ήμισυ από το βασίλειόν μου»·. Τόσον πολύ ηγάπα την εξουσίαν του, ώστε να την παραχωρήση, αιχμαλωτισθείς από το πάθος του, δι’ ένα και μόνον χορόν της.
Και διατί θαυμάζεις, αν τότε συνέβαιναν αυτά, καθ’ ην στιγμήν και τώρα ακόμη, μετά από τόσον ανωτέραν διδασκαλίαν, πολλοί από αυτούς τους αποχαυνωμένους νέους και τας ψυχάς των προσφέρουν χάριν του χορού, μη έχοντες ούτε καν ανάγκην από όρκον; Διότι καθιστάμενοι αιχμάλωτοι της ηδονής οδηγούνται όπου ήθελε τους σύρει ο λύκος. Και ακριβώς αυτό έπαθε τότε και εκείνος ο παράφρων, ο οποίος επέδειξε παραφροσύνην δια δύο περιπτώσεις από τας πλέον χειροτέρας· και με το ότι έδωσεν εξουσίαν εις εκείνην, που είχε κυριευθή από τόσην τρέλλαν και μέθην εξ αιτίας του πάθους της και δεν έκανε καμμίαν υποχώρησιν, και με το να κατοχυρώση την υπόσχεσιν που έδωσεν εξαναγκασθείς από τον όρκον του.
Αν όμως εκείνος πράγματι υπήρξε τόσον παράνομος, παρανομώτερον όλων υπήρξε το γύναιον εκείνο και από την κόρην και από τον τύραννον. Καθόσον αυτή ήτο η αρχιτέκτων όλων των κακών και αυτή εξύφανεν ολόκληρον το δράμα, η οποία μάλιστα έπρεπε να χρεωστή χάριν εις τον προφήτην. Διότι πράγματι η θυγατέρα της από αυτήν επείσθη και διέπραξεν αυτάς τας ασχημίας και εχόρευσε και εζήτησε τον φόνον, αλλά και ο Ηρώδης από αυτήν εσαγηνεύθη.
Βλέπεις ότι ο Χριστός είχε δίκαιον όταν έλεγεν «Αυτός που αγαπά τον πατέρα ή την μητέρα του περισσότερον από εμένα, δεν μου είναι άξιος»; Διότι αν αυτή ετηρούσεν αυτόν τον νόμον δεν θα παρέβαινε τόσους άλλους νόμους, δεν θα διέπραττεν αυτόν τον μιαρόν φόνον. Διότι πράγματι τι θα ημπορούσε να υπάρξη χειρότερον από αυτήν την θηριωδίαν; φόνον που τον ζητεί εις την θέσιν της χάριτος, φόνον παράνομον, φόνον εν ώρα δείπνου, φόνον που διαπράττεται δημοσία και κατά τρόπον πολύ αναίσχυντον.
Διότι δεν έπήγεν εις τον Ηρώδην δια να συζητήση δι’ αυτά μαζί του ιδιαιτέρως, αλλά παρουσία όλων, και αφού απέβαλε το προσωπείον και έμεινε με γυμνήν την κεφαλήν, λαβούσα ως συνήγορον τον διάβολον, λέγει κατ’ αυτόν τον τρόπον αυτά που λέγει. Καθόσον ο διάβολος είναι εκείνος που και αυτήν έκανε να επιτύχη εις τον χορόν και τον Ηρώδην να τον αιχμαλωτίση τότε. Διότι όπου υπάρχει χορός, εκεί είναι και ο διάβολος. Ούτε βέβαια ο Θεός μας έδωσε τα πόδια δια τον σκοπόν αυτόν, αλλά δια να βαδίζωμεν όπως και όπου πρέπει· όχι δια να διαπράττωμεν ασχημίας, όχι δια να πηδώμεν ωσάν τας καμήλους (καθόσον και εκείναι όταν χορεύουν προκαλούν αηδίαν, χωρίς βέβαια να είναι γυναίκες), αλλά δια να χορεύωμεν μαζί με τους αγγέλους. Εάν λοιπόν το σώμα είναι αισχρόν όταν διαπράττη παρόμοιας ασχημίας, πολύ περισσότερον είναι η ψυχή. Τέτοιους χορούς κάνουν οι δαίμονες, παρόμοιας ασχημοσύνας διαπράττουν οι υπηρέται των δαιμόνων.
Πρόσεξε δε και την αίτησίν της. «Δώσε μου εδώ επάνω εις το πιάτον την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού».
Είδες την αδιάντροπην που δεν κοκκινίζει από εντροπήν, που εδόθη εξ ολοκλήρου εις τον διάβολον; Και το αξίωμα του Ιωάννου ενθυμείται, αλλά και ούτε έτσι εντρέπεται, αλλά, ωσάν να ομιλή δια κάποιο φαγητόν, κατά τον ίδιον τρόπον ζητεί να της φέρουν επάνω εις πιάτον την ιεράν εκείνην και μακαρίαν κεφαλήν.
Και δεν εξηγεί την αιτίαν της επιθυμίας ούτε βέβαια είχε και τίποτε να ειπή· αλλά απλώς και μόνον επιθυμεί να τιμηθή με τας συμφοράς των άλλων. Και δεν είπε, φέρε τον αυτόν εδώ και κατάσφαξέ τον· διότι δεν είχε την δύναμιν ν’ αντικρύση την παρρησίαν του ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο ν’ αποθάνη. Καθόσον εφοβείτο ότι θα ήκουε την φωνήν του και την στιγμήν ακόμη εκείνην που θα κατεσφάζετο· διότι δεν ήτο δυνατόν να σιωπήση ούτε και όταν ακόμη επρόκειτο να αποκεφαλισθή. Δια τούτο λέγει· «Δώσε μου την κεφαλήν του εδώ επάνω εις το πιάτον»· διότι επιθυμώ να ιδώ εκείνην την γλώσσαν να σιωπή. Και δεν ενδιαφέρετο βέβαια απλώς και μόνον ν’ απαλλαγή από τους ελέγχους, άλλ’ ακόμη και να τον ποδοπατήση και να τον περιπαίξη νεκρόν. Ο Θεός όμως επεδείκνυε μακροθυμίαν και δεν έρριψε κεραυνόν από τον ουρανόν και ούτε κατέκαυσε το αναίσχυντον πρόσωπόν της, αλλά και ούτε επρόσταξε την γην ν’ άνοιξη και να καταπιή εκείνο το αμαρτωλόν συμπόσιον· και έτσι και τον δίκαιον στεφανώνει με τον μεγαλύτερον στέφανον και παραλλήλως άφησε μεγάλην παρηγοριάν δι’ όλους εκείνους που μελλοντικώς θα πάσχουν κάτι αδίκως.
Ας τα ακούσωμεν λοιπόν όλοι όσοι ζώμεν εναρέτως και υφιστάμεθα κακά από πονηρούς ανθρώπους. Καθόσον και τότε ο Θεός εδείκνυε μακροθυμίαν δι’ αυτόν που έζη εις την έρημον, που εφορούσε ζώνην δερματίνην, που εφορούσε το τρίχινον ένδυμα, που ήτο προφήτης, που ήτο μεγαλύτερος από όλους τους προφήτας, που μεγαλύτερος του δεν υπήρξε κανείς μεταξύ αυτών που εγεννήθησαν από γυναίκας, και να κατασφαγή και μάλιστα από ακόλαστον κόρην και διεφθαρμένην πόρνην, και όλα αυτά καθ’ ην στιγμήν υπερημύνετο τους θείους νόμους.
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ- ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΡΓΑ 10
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΟΜΙΛΙΑ ΚΑ’—ΜΗ’)
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (ΕΠΕ) 38 – σελ. 868-875
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ