του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου
26-7-1900:
Από τα ατελείωτα εγκλήματα των Βουλγάρων στην Μακεδονία
Ύπουλοι φονιάδες εκ φύσεως
Ιούλιος 1900. Γιορτή της Αγίας Παρασκευής. Πλησιάζει μεσημέρι και ο ήλιος γίνεται όλο και πιο ανυπόφορος ρίχνοντάς τις ζεματιστές ακτίνες του πάνω στις πέτρες και τα βράχια του χωριού. Ίσως στον κάμπο δεν θα έχει τόση ζέστη. Το μεσοχώρι είναι σχεδόν άδειο. Όλοι θα έχουν πάει για το μεσημεριανό γιορτινό φαγητό. Κανά δυό τρείς μόνο κοπέλες γεμίζουν τα γκιούμια και τις στάμνες τους με το κρύο νερό της βρύσης που κείται στο μεσοχώρι. Το μαγαζί του Χρήστου Σαπουντζή έχει αδειάσει και κάθονταν τώρα στο κάθισμα πίσω από τον πάγκο ντυμένος στα γιορτινά. Κάτι γράφει στο τεφτέρι του. Η πελώρια ζυγαριά, σε τουρκικό σχέδιο πάνω στον πάγκο, του μισοκρύβει το πρόσωπο. Είναι ο μόνος μπακάλης της Κέλλης. Και τι δεν έχει στο μαγαζί του. Από όλα. Από βελόνα μέχρι ύφασμα. Από κόκκινο πιπέρι μέχρι λάδι. Το μαγαζί του ήταν και το καφενείο του χωριού. Ήξερε να κάνει καλόν τούρκικο καφέ.
Ρωμηός στην συνείδηση και συνεργάτης μας καλός. Ήταν και αυτός γραμμένος στον μαύρο κατάλογο των κομιτατζήδων, σαν όλους μας όσοι δεν είχαμε ασπασθεί το σχίσμα.
Φύλλο δεν κουνιέται. Οι πέτρες με πείσμα έδιωχναν τις καφτερές ακτίνες του ήλιου. Η ζέστη πείραξε τους τούρκους τζανταρμάδες. Γι’ αυτό είχαν ξαπλώσει τώρα, ποιος κάτω από το δέντρο και ποιος στο κρεβάτι του.
Από τον δρόμο, μπαίνει στο χωριό ένας τζανταρμάς. Τα πόδια του σχεδόν σέρνονται και φανερώνουν την κούραση του κορμιού του. Έχει κάνει μεγάλο δρόμο. Το σουλούπι του δεν μοιάζει για τζανταρμά του χωριού μας. Αυτός είναι κοντός. Προχωρεί βαριά και μπαίνει στο μαγαζί του Σαπουντζή.
– Καλημέρα τσορπατζή. Λέει σε καθαρή τουρκική γλώσσα.
– Καλημέρα αφεντικό. Κάθισε εφέντι μ’. Απαντά ο Σαπουντζής, που δεν έχει αναγνωρίσει μέσα στην στολή του τζανταρμά, τον κομιτατζή Ντίνε Κλούσε από το Ξινό Νερό.
– Μπορώ να ξεκουραστώ με έναν καλό καφέ; Ακουμπά το μαρτίνι του πάνω στο τραπέζι και τράβα το ξύλινο κάθισμα να καθίσει.
– Θα σου φτιάξω καφέ καϋμακλή, που δεν έχεις πιει ούτε στην πατρίδα σου. Και ανύποπτος γυρίζει τις πλάτες του και προχωρεί προς το τζάκι όπου βρίσκονταν το κουτί με τον καφέ και την ζάχαρη. Ο ψευτοτζανταρμάς σηκώνει το οπλισμένο μαρτίνι του, το στρέφει τόσο γρήγορα καταπάνω του και το ζεστό βόλι βρίσκει πισώπλατα τον Σαπουντζή, ξαπλώνοντάς τον μπρούμυτα και άψυχον στο πάτωμα.
Με το μαρτίνι στο χέρι ο κομιτατζής τρέχει. Τρέχει τον κατήφορο προς το δάσος. Οι τζανταρμάδες δεν ενοχλήθηκαν με τον κρότο του μαρτινιού. Τους έχει ναρκώσει ζέστη.
Γιώργο Τράικος με το μάουζερ και ο Νίκος Ρώμας με το τσεκούρι στο δεξί χέρι, συμπτωματικά είχαν βρεθεί εκεί κοντά. Άκουσαν την τουφεκιά και μπήκαν στο μαγαζί του Σαπουντζή. Ρίγησαν στο αντίκρισμα του πτώματος και το βάλανε στο κυνηγητό του κομιτατζή. Ο Τράικος ρίχνει. Η σφαίρες αστοχούν. Ο Ρώμας με το τσεκούρι στο χέρι τρέχει κατ’ επάνω του.
Ο ψευτοτζανταρμάς χάνεται στο δάσος.
Πηγή: Το έργο του Μακεδονομάχου ιερέως, Πέτρου Παπαναστασίου, από τις εκδόσεις ‘’Ελεύθερη Σκέψις’’, «Θυσίες και αγώνες στην Μακεδονία».
ΠΗΓΗ: Ἑλληνοϊστορεῖν-Ἑλληνικὸ Ἡμερολόγιο | Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο-Ἑλληνοϊστορεῖν (ellinoistorin.gr)