ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ
ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΤΑ ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ
Είναι θερμό πράγμα η αρετή και ικανό να εμφυσήση στην ψυχή τους άνθρακες του πόθου και να την καταστήση πραγματικό πυρ, ικανό να δώση στον νου πτερά, να τον ανεβάση από την γη στον ουρανό δια του Πνεύματος, και ν’ αναδείξη τον άνθρωπο ολόκληρο Θεό. Επειδή λοιπόν αυτός ο μεγάλος Συμεών, που είναι αντικείμενο της παρούσης εκθέσεώς μας, έγινε θερμότατος εραστής αυτής της αρετής και ανέβηκε όσο κανείς άλλος στα ύψη της δόξας της, ας διηγηθούμε σε όλους τους παρόντος τα καλά του· όσα πλεονεκτήματα είχε από το γένος και την πατρίδα του και όσα κατορθώματα απέκτησε ο ίδιος με ιδρώτες και κόπους ασκητικούς, με άθλους και αγώνες υπέρ της αρετής.
Ο περιβόητος αυτός για την αρετή του Συμεών εφύτρωσε στην χώρα των Παφλαγόνων ως ευθαλές και καρποφόρο φυτό, γεμάτο πνευματικούς καρπούς από την τρυφερή του ηλικία. Είχε πατρίδα την κώμη που από τους εγχωρίους ονομάζεται Γαλάτη, γονείς δε ευγενείς και πλουσίους, τον Βασίλειο και την Θεοφανώ, που ήσαν γνωστοί με το παρωνύμιο Γαλάτωνες. Ενώ δε ήταν ακόμη απαλός στην ηλικία, ωδηγήθηκε από τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολι ως πολύτιμο αγαθό. Γίνεται εκεί δεκτός από τους παππούδες του, που ήσαν τότε ένδοξοι στ’ ανάκτορα, παραδίδεται σε γραμματοδιδάσκαλο και διδάσκεται τα προπαιδευτικά μαθήματα. Επειδή δε ήταν συνετός και σώφρων από την νεότητά του, είχε σπουδαία επίδοσι στα μαθήματα και χάρις στα φυσικά του προσόντα απεκόμιζε από εκεί ωφέλιμη διδαχή ευφυώς και λογικώς· όταν δε παρατηρούσε κάτι παιδαριώδες και άσεμνο στα παιδιά, ως ώριμος στην φρόνηση επιφυλασσόμενος και στρέφοντας όλη την σκέψι του στα μαθήματα, συγκρατώνταν μακριά από τους άφρονες. Καθώς όμως επλησίασε την τελειότερη ηλικία, ακολούθησε και τελειότερα μαθήματα με περισσότερο ζήλο. Έτσι σε σύντομο χρόνο καταρτίσθηκε στην ταχυγραφία και έμαθε να καλλιγραφή επιτυχώς, όπως πιστοποιούν σαφώς τα βιβλία που εγράφηκαν από εκείνον. Του έμενε να τελειοποιήση τα ελληνικά του με την επίδοσι στην θύραθεν παιδεία και να ευδοκιμήση στον ρητορικό λόγο. Αλλά ο άνδρας αυτός, από την παιδική του ηλικία συνετός και αποφεύγοντας τον ψόγο, δεν το επιδίωξε, αν και όχι εντελώς· έψαυσε την από εκεί ωφέλεια με την άκρη των δακτύλων του και έμαθε μόνο την λεγομένη γραμματική, ενώ απέσεισε το υπόλοιπο, ή σχεδόν το σύνολο, της έξω παιδείας και εξέφυγε την βλάβη από τους συμφοιτητάς.
Ο από τον πατέρα του λοιπόν θείος, καθώς έβλεπε ότι διαφέρει από τους πολλούς στην σωματική ομορφιά και ωριμότητα, επειδή είχε μεγάλη παρρησία σ’ αυτούς που κατείχαν τότε τα σκήπτρα της βασιλείας (κι ήσαν αυτοί ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος· οι πορφυρογέννητοι ομόστεφοι και αυτάδελφοι, αφού ήταν προϊστάμενος των βασιλικών κοιτώνων, εσκέφθηκε να τον δώση στον αυτοκράτορα· και να τον εισαγάγη στον οίκο του. Επειδή όμως εκείνος απέκρουσε την πρότασι του θείου με θρήνους, μη θέλοντας να γίνη τότε γνώριμος των εξουσιαστών, για να μη χάση τον Θεό κερδίζοντας τα ανάξια λόγου πράγματα, με δυσκολία επείσθηκε από αυτόν να αποδειχθή το αξίωμα του σπαθαροκουβικσυλαρίου και να γίνη μέλος της συγκλήτου βουλής. Πρόσεξε όμως την αληθινή ευγένεια· πως δεν κυριαρχείται από δεσμούς και από την δουλεία σε βιωτικές υποθέσεις, πως δεν ηττάται από τους λαμπρούς και ζηλευτούς ανθρώπους του βίου τούτου. Πραγματικά, καθώς ο θείος μεν επιχειρούσε να καταστήση τον νέο λαμπρόν με την παροδική δόξα, αυτός δε το μεν ένα απέκρουσε σοφώς, το δε άλλο καταδέχθηκε κατ’ οικονομία προσκαίρως και καραδοκούσε το μέλλον, ξαφνικά ο περιφανής εκείνος άνδρας αποχωρεί από την παρούσα ζωή με απαίσιο θάνατο. Αρπάζει λοιπόν ο Συμεών αυτήν την ευκαιρία και εγκαταλείποντας τα πάντα φεύγει ευθύς από τον κόσμο και από όλα τα εγκόσμια και προστρέχει στον Θεό. Τόσο εύκολα κάθε ψυχή, αν πληγωθή από τις καλλονές των ουρανίων και ποθήση την από εκεί δόξα και λαμπρότητα, καταφρονεί την απατηλότητα των βλεπομένων και παραδίδεται ολόκληρη στις από εκεί ελπίδες και απολαύσεις, γεύοντας καθημερινώς τις νοερές αισθήσεις της με την γλυκύτητα των νοουμένων και ζητώντας να επιτύχη τελειότερα το ζητούμενο.
Έρχεται λοιπόν στην περιώνυμη Μονή του Στουδίτου, όπου αναζητεί τον από την νεότητά του πνευματικό πατέρα και διδάσκαλο. Αυτός δε ήταν ο Συμεών, ο μεγάλος στην αρετή που είχε φθάσει περισσότερο από κάθε άλλον στην κορυφή της απαθείας, στον οποίον η ευσέβεια προς τον Θεό και η σεμνοτάτη διάθεσις των ηθών προσέθεσε ως παρώνυμο την ευλάβεια. Παρουσιάζεται σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό, ζητεί να γίνη δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξη από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνη τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως. Επειδή δε εκείνος, διαμένοντας στον οίκο του θείου από νεαρή ηλικία, είχε την φλόγα του θείου πόθου να κρυφοκαίη μέσα του, επιδιδόταν με ζήλο πλην των άλλων και στην προσευχή και την ανάγνωσι. Έτσι κάποτε, που επήρε από τα χέρια του διδασκάλου βιβλίο του Μάρκου και του Διαδόχου, των θεσπεσίων ανδρών, και το άνοιξε, ευρήκε αμέσως να λέγη σε ένα χωρίο του τούτο· «αν ζητής ωφέλεια, φρόντισε την συνείδησι και όσα λέγη αυτή, πράξε τα και θα εύρης ωφέλεια». Καθώς λοιπόν άκουσε τούτο, σαν από στόμα Θεού, άρχισε να φροντίζη για την συνείδησί του· αυτή δε, σαν θείο στοιχείο μέσα στους ανθρώπους υπεδείκνυε σ’ αυτόν καθημερινώς με πνευματική θέρμη τα ανώτερα και ηύξανε την προκοπή του καλού, σε σημείο ώστε από τότε να παραταθή η επίδοσίς του στην προσευχή και την μελέτη μέχρι της αλεκτοροφωνίας. Άλλωστε η δίαιτά του, συνισταμένη μόνο στα αναγκαία, συνεργούσε στην επέκτασι της προσευχής και αναγνώσεως, ασπαζόταν τον βίο των ασωμάτων μέσα σε σώμα, και μάλιστα τρυφερό και νεανικό, πριν ακόμη από την απάρνησι του κόσμου. Έτσι δεν εχρειάσθηκε να περάση πολύς χρόνος για ν’ απομακρυνθή εντελώς από τα βλεπόμενα και να μεταφερθή στα αόρατα θεάματα του Θεού· διότι μετά παρέλευσι λίγου χρόνου η χάρις του Πνεύματος, ευρίσκοντας την ψυχή του ελεύθερη από την ύλη και πυρπολουμένη από τον πόθο του δημιουργού, την άρπαξε από την γη δίνοντάς της τα πτερά της επιθυμίας των νοητών και την ανύψωσε προς οπτασίας και αποκαλύψεις Κυρίου.
Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα εστεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπη σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που κατεφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ό ίδιος ενόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο οπού εστεκόταν είχε αφανισθή και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ό ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάστασι, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστους του, εγέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν εγνώριξε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούγεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής – τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορή στην ζωή του, να παρατηρή σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλή απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκστασι και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διεβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάξη δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρον καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάστασι. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως.
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία ο θαυμάσιος Συμεών, άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλή τον πατέρα να τον αποκείρη. Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού επέρασαν έξι έτη από την φοβερή εκείνη θεωρία, ο Συμεών έσπευσε να μεταβή στην γενέτειρά του με κάποια αποστολή, προσέρχεται στην περιώνυμη μονή του Στουδίου για ν’ αποχαιρετήση τον θείο αυτόν πατέρα. Εκείνος δε ο θαυμάσιος, μόλις τον είδε, είπε· «τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλης». Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε «γιατί δεν το είπες αυτό ενωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια· αφού δε, με πρόφασι την βασιλική υπηρεσία που μου ανατέθηκε, επείγομαι ήδη ν’ αναχωρήσω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, θα παραλάβω όλα το υπάρχοντά μου από εκεί, θα επιστρέψω και θα το παραθέσω όλα στα χέρια της αγιότητός σου, καθώς και όλον τον εαυτό μου». Είπε, και αφού επήρε τον δρόμο προς τον προορισμό του έφθασε γρήγορα στο μέρος του.
Όταν δε ήλθε τότε ο καιρός των νηστειών, παραδόθηκε ολόκληρος στους αγώνες για την αρετή. Τότε ερευνώντας την προγονική του βιβλιοθήκη παίρνει από εκεί την Κλίμακα του θεσπεσίου Ιωάννη, και διαβάζοντάς την, εδεχόταν τον σπόρο του λόγου στην καρδιά του ως γη αγαθή και προετοίμαζε τον εαυτό του ν’ αυξάνει από μέρα σε μέρα και να καρποφορή. Επειδή δε υπήρχε ένα μικρό κελλί κοντά στην είσοδο του εκεί παρεκκλησίου, εισήλθε και διέμενε σ’ αυτό μόνος του. Κλείνοντας δε την θύρα του παρεκκλησίου την νύκτα για τον εαυτό του, προσευχόταν σε τρεις περιόδους, ενώ κατά την ημέρα άλλοτε μεν προσευχόταν κρυφά στον ουράνιο Πατέρα, άλλοτε δε αφοσιωνόταν στην θεία Γραφή. Ακούοντας λοιπόν τις υπερφυείς ανδραγαθίες των αγίων που διέπρεψαν σε υπακοή, καθώς και την προκοπή που πραγματοποιούν οι θερμώς επιδιδόμενοι σ’ αυτήν, ποθούσε κι’ αυτός να κατέλθη σε παρόμοιο μ’ εκείνους αγώνα. Γι’ αυτό, διαβάζοντας το παραπάνω βιβλίο ευρήκε το εξής χωρίο κατά λέξη «αναισθησία είναι νέκρωσις ζωής και θάνατος του νου πριν από τον θάνατο του σώματος». Μόλις ανέγνωσε ο Συμεών αυτόν τον λόγο, εζήτησε και ευρήκε σ’ αυτό το βιβλίο την θεραπεία· προσευχόταν ανάμεσα σε λείψανα αγρυπνώντας, ζωγραφίζοντας στην καρδιά του εικόνα νεκρού, και ανέλαβε όλον τον εναντίον της πόλεμο, χρησιμοποιώντας εντονώτερη νηστεία και αγρυπνία, και αφοσιούμενος στην μνήμη θανάτου και κρίσεως.
Έτσι έπραττε. Καθώς δε προσευχόταν κάποτε την νύκτα μέσα στο παρεκκλήσι, όπου ήταν και σορός σωμάτων, ενώ κατά την συνήθεια είχε τις θύρες κλεισμένες, πλήθη απειλητικών δαιμόνων συρρέοντας ώρμησαν κατά του παρεκκλησίου, και ωθώντας απότομα τις θύρες, τις άνοιξαν για να τον αρπάσουν, δημιουργώντας τόσον κρότον, ώστε να νομίση αυτός ότι οι θύρες συνετρίβηκαν από πρόσκρουσι προς τους τοίχους από την καθεμία πλευρά. Αυτός δε, κατειλημμένος από μεγάλο φόβο, εσήκωσε το χέρια προς τον ουρανό, για να επικαλεσθή την από εκεί βοήθεια. Καθώς λοιπόν το πνεύματα της πονηριάς τον είδαν να στέκεται πολλές ώρες έτσι αμετακίνητος, υπαναχώρησαν νικημένα. Αλλά από το πολύ τάνυσμα το χέρια του είχαν ξηραθή και δεν εκάμπτονταν, μόλις δε τα συνέστειλε με πολύν πόνο και είδε τις θύρες κλειστές, εθαύμασε. Από τότε λοιπόν αποκτώντας περισσότερη ανδρεία κατά των δαιμόνων δεν ελογάριαζε καθόλου την έφοδό τους, αφού εβεβαιώθηκε ότι δεν έχουν καμμία ισχύ εναντίον μας, αν δεν εγκαταλειφθούμε από τον Θεό. Σε τέτοια λοιπόν κατάστασι και διαγωγή ευρισκόμενος, απείχε από κάθε είδους βιωτική μέριμνα, επιδιδόταν δε μόνο στην προσευχή και την ανάγνωσι οσάκις δε ενωχλώνταν από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν επενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύση από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας.
Τέτοιος ήταν από την πρώτη αρχή ο αγών του θαυμαστού Συμεών και τέτοια ήταν η εργασία του αφ’ ότου ακόμη ήταν λαϊκός. Εξ άλλου η θεία χάρις ενήργησε σ’ αυτόν τόσο πολύ, ώστε η θέα των νεκρών εκείνων σωμάτων εντυπώθηκε στον νου του σαν εικόνα εγγεγραμμένη στον τοίχο. Και όλες οι αισθήσεις του μάλιστα αλλοιώθηκαν μέχρι σημείου ώστε από τότε να βλέπη πραγματικά ως νεκρό το πρόσωπο κάθε ανθρώπου, κάθε ωραία ομορφιά, κάθε κινούμενο ζώο.
Όταν δε έφθασε ο καιρός της αναχωρήσεώς του για την μεγαλόπολι και ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζη το ταξίδι του, επειδή δεν κατώρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του, αν και εκίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής· «Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακρυά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι’ αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου».
Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, «μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήση η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο».
Αυτά είπε· και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίση για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι. Με αυτές τις διαθέσεις ο θαυμαστός Συμεών στους υπηρέτες μεν παρήγγειλε να προπορεύονται, εκείνος δε άλλοτε μένοντας πίσω ακολουθούσε πενθώντας, και άλλοτε προπορευόταν σε τόση απόστασι, ώστε να μη ακούωνται οι θρήνοι του. Γι’ αυτό και γεμίζοντας τα όρη με οδυρμούς και τις κοιλάδες με τις νοερές φωνές του ικανοποιούσε κατά κάποιον τρόπο τον έρωτα προς τον Θεό. Μία ημέρα, καθώς προπορευόταν με αυτόν τον τρόπο και ευρέθηκε στο μέσο του όρους, τον περιάστραψε ξαφνικά σαν πυρ η χάρις του Πνεύματος από επάνω όπως κάποτε τον Παύλο, και τον εγέμισε άρρητη χάρη και γλυκύτητα ολόκληρον, επαυξάνοντάς του την αγάπι προς τον Θεό και την πίστι προς τον πνευματικό του πατέρα.
Από: ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΥΠΟ ΝΙΚΗΤΑ ΣΤΗΘΑΤΟΥ- ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (19)- Σελ. 36-56. ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ -Καθηγητής Πανεπιστημίου.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ