Δημήτρη Μαυρόπουλου
Ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ΛΘ´
Ἡ εἰκονολογική γλώσσα
Ἡ προσέγγιση, ἡ κατανόηση καί ἡ βίωση τῶν ὅρων τῆς πίστεως εἶναι θέμα γλώσσας. Καί δέν ἐννοοῦμε μέ αὐτή τήν ἐπισήμανση μιά κοινή διάλεκτο, ἀλλά μιά κοινή ἐναρμόνιση τοῦ σημαίνοντος μέ τό σημαινόμενο. Ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος προβάλλει συνεχῶς τή διαλεκτική ἀνάμεσα στή συνθήκη τῆς Βαβέλ (= σύγχυση) καί τή συνθήκη τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ εὕρεση τῆς κοινῆς γλώσσας δέν εἶναι αὐτονόητη. Ἀπεναντίας μάλιστα, ἡ ἱστορία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας βίου εἶναι γεμάτη ἀπό κεντρόφυγες ἑρμηνεῖες πού ἐπαναφέρουν τή συνθήκη τῆς Βαβέλ, δημιουργοῦν αἱρέσεις καί σχίσματα, ἀναδεικνύουν τήν ἐξατομικευμένη προσέγγιση τῶν ὅρων τῆς πίστεως. Τό ἐρώτημα ἑπομένως εἶναι περί μιᾶς ἐνεργούμενης κοινῆς γλώσσας. Σ᾽ ἕνα τέτοιο ἐρώτημα ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος ἀντλεῖ ἀπαντήσεις ἀπό τίς ἀποκαλυπτικές πηγές τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δηλαδή, καί ἰδιαίτερα ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἐπικουρούμενος ἀπό τίς προσεγγίσεις τῶν Πατέρων. Ἡ κυριαρχούσα ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ κοινή γλώσσα ὡς ἐνεργούμενη συνθήκη ἐντός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος δέν ἐπιτυγχάνεται χωρίς τήν ἄνωθεν βοήθεια, δηλαδή χωρίς τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφερόμαστε ἑπομένως σέ μία μυσταγωγούμενη γνώση τῶν θείων πραγμάτων, ἡ ὁποία μάλιστα εἶναι διδακτή, χωρίς ὅμως νά χάνει τόν μυσταγωγικό της χαρακτήρα. Ὀνομάζουμε μάλιστα Κατήχηση τή σπουδή τῆς θεογνωσίας, ἡ ὁποία ἐνεργεῖται διά βίου.
Ἡ μεγαλύτερη σύγχυση πού παρατηρεῖται ὡς πρός τόν προσδιορισμό τῶν ὅρων τῆς πίστεως εἶναι ἡ ἀπουσία διάκρισης μεταξύ εἰκόνας καί πραγματικότητας. Τό φαινόμενο δέν εἶναι καινούργιο. Πάντα σοβοῦσε ὁ κίνδυνος νά ἐκληφθοῦν οἱ εἰκόνες, τό θεμέλιο αὐτό τῆς ποιητικῆς γλώσσας, ὡς πραγματικότητες. Καί ὁ κίνδυνος αὐτός γινόταν (καί γίνεται) σοβαρός ὅταν προσεγγίζουμε καί ἑρμηνεύουμε ἀρχετυπικά κείμενα, ὅπως ὁ ἀποκαλυπτικός λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ὀνομάζουμε εἰκονολογική τή γλώσσα μέ τήν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση ἀναδεικνύουν τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τό δημιουργικό δηλαδή καί προνοιακό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὅρος εἶναι νεοφανής καί ἀποτελεῖ δάνειο τοῦ γαλλικοῦ iconologique, ἢ τοῦ ἀγγλικοῦ iconological. Σύμφωνα μέ τό Χρηστικό Λεξικό τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, σημαίνει ὅ,τι σχετίζεται μέ τήν εἰκονολογία (ἀνάλυση/ προσέγγιση), δηλαδή μέ τή μελέτη τῶν συμβόλων τῆς ἀρχαίας καί τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, μέ τή μεταφορική ὁμιλία 21
μέσῳ εἰκόνων. Στήν πατερική γραμματεία μιά τέτοια προσέγγιση ὀνομάζεται τροπολογική. Καλύτερα ὅμως θά κατανοήσουμε τή σημασία τῆς εἰκονολογικῆς γλώσσας, ἄν ἀνατρέξουμε στούς λόγους τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος κατεξοχήν χρησιμοποίησε εἰκόνες γιά νά εἰσαγάγει τούς ἀκροατές του (τῶν μαθητῶν του συμπεριλαμβανομένων) στό μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐξηγώντας συγχρόνως ὅτι ἡ ἁπλή ἀκρόαση, ἑπομένως καί ἀνάγνωση αὐτῶν τῶν εἰκόνων, δέν ἀρκεῖ γιά τήν κατανόηση τῶν μυστηρίων τῆς θείας Οἰκονομίας ἐάν λείπει τό μυσταγωγικό στοιχεῖο, δηλαδή ἡ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὼν ἀλήθειαν» (Ἰωάν 16:13). Ἀναφέρομαι βέβαια στίς παραβολές (κατά τούς συνοπτικούς εὐαγγελιστές) ἤ στίς παροιμίες (κατά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη). Κατά τόν Χριστό οἱ λόγοι του εἶναι συνήθως κεκρυμμένα μυστήρια πού ἀρχίζουν νά ἀποκαλύπτονται κατ᾽ ἀρχήν μέ τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τελικά θά ἀποκαλυφθοῦν στούς ἔσχατους καιρούς, πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά ὀνομάσει «τὸ τέλειον», ἐπισημαίνοντας ὅτι μέχρι τότε «ἐκ μέρους γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν» (Α´ Κορ 13:9). Ἄλλωστε, τό ἔχει ἐξηγήσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός στούς μαθητές του: «Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον αὐτῷ· Διὰ τί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς; Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται» (Ματθ 13:10-11).
Ἀλλά καί πράξεις τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἶναι τά θαύματα, ἐμπεριέχουν στοιχεῖα εἰκονολογίας ἀφοῦ παραπέμπουν στήν ἔσχατη κατάσταση, ὅπως ἀναλύονται στίς περισσότερες πατερικές ἐξηγήσεις. Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, ἡ ὁποία κατά τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας προτυπώνει τήν κοινή ἀνάσταση τῶν ἐσχάτων, ὅπως ἐπισημαίνεται στό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «τὴν κοινὴν ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους τυπούμενος…». Παρατηροῦμε μάλιστα ὅτι τά «σημεῖα» πού διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀκολουθοῦνται ἀπό ἀνάπτυξη τοῦ Ἰησοῦ πρός τούς μαθητές του, ὥστε νά ἀνάγονται στήν κατάσταση τῆς μέλλουσας θείας Βασιλείας τήν ὁποία καί ἐξεικονίζουν.
Αὐτή ἡ εἰκονολογική γλώσσα, πού ἐμφανίζεται ἤδη στίς ἀπαρχές τῆς βιβλικῆς ἀποκάλυψης μέ τό βιβλίο τῆς Γένεσης καί κορυφώνεται μέ τά ὁράματα τοῦ ἀποκαλυπτῆ Ἰωάννη στό τελευταῖο βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης, ἦταν οἰκεία στούς λαούς τῆς Βίβλου, μέχρι πού ὁ δυτικός τρόπος σκέψης ἄρχισε νά τήν ἐγκαταλείπει καί νά συγχέει τήν εἰκόνα μέ τήν ἐξ ἀντικειμένου πραγματικότητα, καί συχνά νά τήν ταυτίζει. Φοβοῦμαι μάλιστα ὅτι καί στόν κόσμο τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης τούς τελευταίους αἰῶνες γλυστρίσαμε σέ τέτοιες παγιδεύσεις. Ἡ σύγχυση αὐτή ἐντάθηκε μετά τήν Ἀναγέννηση, ὅπου ἀφενός παρατηρήθηκε μία ἐπίθεση στό περιεχόμενο τῆς Βίβλου, γιά ὅσους τήν ταύτιζαν μέ ἕνα ἐγχειρίδιο ἱστορικῶν πληροφοριῶν πού ὅμως συγκρούονταν μέ τήν ὀρθολογική γνώση, ἀφετέρου μία ἄμυνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Καθολικισμό, νά ὑποστηρίξουν τίς θέσεις τῆς 22
Βίβλου. Ὡς πρός τή δεύτερη περίπτωση ἀναφέρω τήν καταδίκη τοῦ Γαλιλαίου (1633), ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν χρεώνεται μέ τέτοια ἀτοπήματα.
Θά ἀναφέρω δύο παραδείγματα γιά νά δείξω τήν παρουσία ἤ τήν ἀπουσία σύγχυσης πού προκαλεῖται ἀπό τήν ταύτιση ἤ τή διάκριση εἰκόνας καί πραγματικότητας, τό ἕνα παραπέμποντας σέ σύγχρονη πηγή, ἡ ὁποία νομίζω ὅτι συνοψίζει τίς διαχρονικές συνέπειες τῆς σύγχυσης, τό ἄλλο παραπέμποντας σέ πατερική πηγή πού διασώζει τή διάκριση.
α) Τό 2002 κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο μέ τόν τίτλο Ὁ πλανήτης τῆς θεολογίας, γραμμένο ἀπό ἱερομόναχο, πτυχιοῦχο θετικῶν ἐπιστημῶν, ὅπου ἐξέθετε τήν ἀντίθεση τῶν περιγραφῶν τῆς Βίβλου, κοσμολογικῶν καί ἀνθρωπολογικῶν, μέ τίς ἀπόψεις τῆς ἐπιστήμης. Σπεύδω νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ πρόθεση τοῦ συγγραφέα ἦταν νά ἐνισχύσει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, καλώντας την νά «διορθώσει» τή γλώσσα της. Τό θεμελιακό ὅμως λάθος αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος εἶναι ἡ ταύτιση εἰκόνας καί πραγματικότητας, ἡ ἀπουσία δηλαδή κατανόησης τῆς εἰκονολογικῆς γλώσσας. Ὁ συγγραφέας μᾶς καλεῖ νά παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ γῆ ὡς δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί χῶρος δράσεως καί ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως περιγράφεται στά βιβλικά κείμενα, δέν ὑπῆρξε ποτέ, ἑπομένως ὅλες οἱ βιβλικές ἀναφορές εἶναι ψευδεῖς, ὅτι δηλαδή πρόκειται γιά ἕναν κατά φαντασίαν πλανήτη, ἕναν «πλανήτη τῆς θεολογίας». Ἀδυνατεῖ δηλαδή νά δεῖ τίς βιβλικές εἰκόνες ὡς παραβολές ἤ παροιμίες πού παραπέμπουν σέ σχέσεις, σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί τήν κτίση.
β) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προσεγγίζοντας τή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσον ἀφορᾶ τή δημιουργία καί τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, χρησιμοποιεῖ αὐτή τή διήγηση τροπολογικά γιά νά ἐπικεντρωθεῖ στήν ἀνάδειξη τοῦ μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Παίρνει δηλαδή τήν εἰκόνα καί τήν ἀνάγει στό μέλλον γιά νά φωτίσει τό κεκρυμμένο περιεχόμενο. Γι᾽ αὐτό καί κατά τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματος εἰσάγει οὐσιώδεις ἐπισημάνσεις, ὅπως: «Τοῦτο δὴ βουληθεὶς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος καὶ ζῷον ἓν ἐξ ἀμφοτέρων (ἀοράτου τε λέγω καὶ ὁρατῆς φύσεως) δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ παρὰ μὲν τῆς ὕλης λαβὼν τὸ σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ’ ἑαυτοῦ δὲ πνοὴν ἐνθείς (ὃ δὴ νοερὰν ψυχὴν καὶ εἰκόνα Θεοῦ οἶδεν ὁ λόγος), οἷόν τινα κόσμον δεύτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπὶ γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν, ἐπίγειον καὶ οὐράνιον, πρόσκαιρον καὶ ἀθάνατον, ὁρατὸν καὶ νοούμενον. Τοῦτον ἔθετο μὲν ἐν τῷ παραδείσῳ (ὅστίς ποτε ἦν ὁ παράδεισος οὗτος)», ἤ, «Τὸ δὲ ἦν τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, οὔτε φυτευθὲν ἀπ’ ἀρχῆς κακῶς, οὔτε ἀπαγορευθὲν φθονερῶς . Ἀλλὰ καλὸν μὲν εὐκαίρως μεταλαμβανόμενον (θεωρία γὰρ ἦν τὸ φυτόν, ὡς ἡ ἐμὴ θεωρία, ἧς μόνοις ἐπιβαίνειν ἀσφαλές, τοῖς τὴν ἕξιν τελεωτέροις), οὐ καλὸν δὲ τοῖς ἁπλουστέροις ἔτι καὶ τὴν ἔφεσιν λιχνοτέροις (Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα, Ζ΄ ,PG 36, 632CD)
ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2021