ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Οι ειδωλολάτρες δεν καταδιώχθηκαν
Είκοσι αιώνες μετά την κατάργηση από τον Υιό και Λόγο του Θεού των θυσιών στον Βάκχο, τον Διόνυσο, τους Σειληνούς, τους Σατύρους, την Αφροδίτη, τις Μαινάδες· αιώνες μετά την κατάργηση των φρικτών ανθρωποθυσιών, που συνεχίζονταν μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. κατά τη μαρτυρία των ειδωλολατρών Πορφυρίου και Λιβανιού· και την κατάργηση όποιου άλλου φαντάστηκε ο σκοτεινός νους του αμαρτωλού ανθρώπου και πόθησαν οι κατώτερες επιθυμίες του, ο Αντίχριστος ξανακτυπά. Τον βολεύει αφάνταστα η σύγχυση, το χάος, η αφασία που επικρατούν στην πονηρή και μοιχαλίδα γενεά μας. Ξανακτυπά και με τη νεοειδωλολατρία ή τον νεοπαγανισμό ή τον ολυμπισμό.
Ο Μ. Κωνσταντίνος έζησε, κατά τον Κωνστ. Παπαρρηγόπουλο, 63 έτη, 2 μήνες και 20 ημέρες, αφού κυριάρχησε 30 έτη, 9 μήνες και 27 ημέρες. Στο διάστημα αυτό της μακράς βασιλείας του ο αρχαίος κόσμος μετέβαλε όψη και πνεύμα. Το κράτος απήλαυσε τα αγαθά της διαρκούς ειρήνης. Ο Χριστιανισμός λυτρώθηκε από τους διωγμούς που δοκίμασε επί τρεις αιώνες, και προστατεύθηκε, «χωρίς να καταδιωχθώσι παντάπασι (=καθόλου, κατ’ ουδένα τρόπο) οι οπαδοί του αρχαίου θρησκεύματος· η δε νομοθεσία του κράτους μετερρυθμίσθη εις πολλά κατά το σωτήριον των αρχών του Ευαγγελίου πνεύμα»1.
Άλλωστε, όπως ήδη επισημάναμε, «η κοινωνική απαθλίωσις, την οποίαν επροκάλεσεν η ρωμαϊκή κατάκτησις και το θρησκευτικόν χάος, το οποίον εδημιούργησαν αι τόσαι θρησκείαι της Ανατολής, ηυκόλυναν την εμφάνισιν νέας ανωτέρας θρησκείας, του Χριστιανισμού (…). Χωρίς να το καταλάβη η Ρώμη, εις μίαν γωνίαν της Ανατολής (…) εγεννήθη μία νέα θρησκεία με ζωηράς μεσσιανικάς αντιλήψεις και προ πάντων με θερμόν το κήρυγμα της αγάπης (…). Η διδασκαλία του Χριστιανισμού (…) εύρισκεν απήχησιν εις τους βασανισμένους λαούς της Ανατολής, οι οποίοι προς τοις άλλοις είχαν προπαρασκευασθή προς τούτο υπό του θρησκευτικού συγκρητισμού των χρόνων εκείνων»2.
Ωστόσο ο Μ. Κωνσταντίνος με τη θρησκευτική του πολιτική «εχάραξε σταθμόν “εν τη ιστορία των Μεσογειακών λαών” και “εδημιούργησεν εν τη ανθρώπινη ιστορία φραγμόν, όστις μετετόπισε τον ρούν αυτής”, όπως γράφει ο Ν. Η. Baynes»3.
Ο Μ. Κωνσταντίνος σε διάταγμά του «προς τας επαρχίας περί της πολυθέου πλάνης» λέγει ότι προσεύχεται μεν να είναι όλοι Χριστιανοί, αλλά δεν εξαναγκάζει κανένα να γίνει Χριστιανός. Γράφει: «Όσοι παραμένουν μακριά από εμάς τους Χριστιανούς, ας έχουν, αν θέλουν, “τα τεμένη της ψευδολογίας” (δηλ. τους ναούς των ειδώλων)· ημείς (μέγιστε Θεέ) έχουμε τον λαμπρότατον οίκο της αλήθειας σου»4.
Ούτε και σ’ αυτή τη Ρώμη καταδιώχθηκαν οι ειδωλολάτρες. Κανένα διάταγμα δεν είχε εκδοθεί από τη Νικομήδεια το οποίο να παραγγέλλει τον αφανισμό των μνημείων, των νομισμάτων και γενικά των συμβόλων της πολυθεΐας. Η σύγκλητος εξακολουθούσε να εδρεύει στη Ρώμη, σε ναό γεμάτο είδωλα, όλοι δε οι άρχοντες και σχεδόν όλος ο λαός τηρούσαν με κάθε ακρίβεια τις αρχαίες ιεροτελεστίες. Επίσημη θρησκεία του κράτους ήταν η ειδωλολατρία· Στα πράγματα όμως, χάρη στην προστασία και τη θέληση του Μ. Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός έκανε κατακτήσεις παντού εκτός της Ρώμης. Έτσι είχαμε το εξής φαινόμενο: «Το σώμα του κράτους, τουλάχιστον το ζωτικώτερον αυτού μέρος, ήτο χριστιανικόν η δε κεφαλή εθνική. Εννοείται ότι η κατάστασις αυτή των πραγμάτων δεν ήτο δυνατον να διαρκέση επί πολύ»5.
Άλλ’ ας επιμείνουμε στη διαπίστωση του ιστορικού ότι ο Χριστιανισμός λυτρώθηκε από τους διωγμούς χωρίς να καταδιωχθούν καθόλου οι ειδωλολάτρες. Οι ειδωλολάτρες δεν καταδιώχθηκαν. διότι ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι μόνο η ανεξιθρησκία μπορεί να φέρει «εν ειρήνη τον θρίαμβον της αλήθειας». Παρ’ όλα αυτά η ειδωλολατρία άρχισε από τότε να υποφέρει διάφορες συμφορές, που συνεχώς πλήθαιναν, έτσι ώστε στα χρόνια των διαδόχων του Κωνσταντίνου προκάλεσαν διωγμό εναντίον της. «Ναι μεν επί του Κωνσταντίνου αυτού διωγμός τοιούτος δεν εγένετο· πάντα όσα μεταγενέστεροι χρονογράφοι, και αυτός ο Ευσέβιος, απέδωκαν» εις αυτον στο ζήτημα τούτο, «θεωρούνται ήδη ευλόγως ως ανυπόστατα». Ωστόσο «ποικίλα αίτια επήγαγον» στα χρόνια της βασιλείας του «δια της ακαταμαχήτου των πραγμάτων δυνάμεως, πολλάς εις την αρχαίαν πίστιν ζημίας».
Και συνεχίζει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: «Προ καιρού λ.χ. η ειδωλολατρία είχε» σε πολλά μέρη «παρεκτραπή εις όργια ελεεινά», τα οποία προκάλεσαν αναγκαστικά «την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας», διότι προσέβαλλαν τη δημόσια ηθική.
Έτσι το ιερό της Αφροδίτης στα Άφακα του όρους Λιβάνου και το ιερό του Ασκληπιού στις Αιγές της Κιλικίας «κατηδαφίσθησαν, διότι ετελούντο εν αυτοίς πράξεις της εσχάτης ακολασίας». Κατεδαφίστηκε επίσης ο ναός της Αφροδίτης που βρισκόταν στην Ηλιούπολη της Φοινίκης, «διότι κατήντησε να χρησιμεύη ως πορνείας καταγώγιον». Η ιεροδουλία στην Ηλιούπολη, και ιδιαίτερα στα Άφακα, ανάγκασαν τον Μ. Κωνσταντίνο να κλείσει τους δύο μεγάλους ειδωλολατρικούς ναούς τους. Το ίδιο έκανε στη Συρία και στην καρχηδονιακή Β. Αφρική, όπου οι χωρικοί και οι κάτοικοι των μικρών πόλεων λάτρευαν πλήθος από τοπικούς Βάαλ και Αστάρτες με οργιώδεις ιεροτελεστίες, που έθιγαν τις χριστιανικές αντιλήψεις περί ηθικής. Παράλληλα ο ζήλος των εθνικών, «όστις ουδέποτε υπήρξε μέγας», καθώς περνούσε ο καιρός, μαραινόταν και πολλά από τα ιερά και τα μαντεία εγκαταλείπονταν. Μετά δε την εγκατάλειψή τους ή γυμνώνονταν από τα πολύτιμα σκεύη και κοσμήματά τους ή καταστρέφονταν ολοσχερώς.
Έτσι π.χ., όταν ύστερα από λίγο κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, μεταφέρθηκαν στις πλατείες της και στα ανάκτορά της «ο Πύθιος Απόλλων, και ο Σμίνθιος, και ο εν Δελφοίς τρίπους, και αι Ελικωνίδες Μούσαι και άλλα». Ορισμένες δηώσεις ειδωλολατρικών ναών, που έγιναν από Χριστιανούς, «ούτε οι νόμοι ούτε η κυβέρνησις (τας) επέτρεπαν».
Επομένως, καταλήγει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «από της εποχής αυτής δυνάμεθα να θεωρήσωμεν τον Χριστιανισμόν» ότι επικράτησε όχι δια του νόμου, πραγματικά όμως και οριστικά στο κράτος του Μ. Κωνσταντίνου»6.
Όμως «ο αρχαίος βίος» και ειδικότερα η ειδωλολατρία δεν επρόκειτο να παραδοθεί αμαχητί. Η κρίση που δοκίμασε ο Χριστιανισμός με τις αιρέσεις δεν ήταν, κατά την άποψη του εθνικού μας ιστορικού, «ουδέν άλλο παρά έμμεσός τις αντίδρασις του αρχαίου ελληνισμού. Η εθνική κοινωνία περιήλθε προς τον χριστιανισμόν εις ποικίλας και πολλάκις αντιθέτους σχέσεις». Από τότε που άρχισε να κηρύσσεται το Ευαγγέλιο του Χριστού, η κοινωνία εκείνη διαιρέθηκε σε τρεις κυριότερες μερίδες, κάτι που συνεχίστηκε επί πολλές εκατονταετίες.
α) Την πρώτη μερίδα αποτέλεσαν όσοι είχαν κατανοήσει εγκαιρως το ψεύδος και τη ματαιότητα της ειδωλολατρίας. Αυτοί δέχθηκαν αμέσως την αλήθεια του Ευαγγελίου. Τη δέχθηκαν μάλιστα πρόθυμα, δεδομένου ότι το κήρυγμα των Αποστόλων δεχόταν «ό,τι υγιές και ζωτικόν και χρήσιμον προς τον σκοπόν του έσωζεν ακόμη η ελληνική κοινωνία», δηλαδή τη γλώσσα της, τους τύπους των πολιτευμάτων της, τη ρητορική τέχνη και τη φιλοσοφική της μέθοδο. Η μερίδα αυτή του Ελληνισμού «απετέλεσε την πρώτην και κυριωτάτην ομάδα των Χριστιανών», δια της οποίας «προ πάντων» ο Χριστιανισμός «διεδόθη, ηρμηνεύθη και ενομοθετήθη». Στη μερίδα αυτή ανήκουν και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας.
β) Τη δεύτερη μερίδα απετέλεσαν κυρίως κατώτατες κοινωνικές τάξεις, περιελάμβανε όμως και αρκετούς λογίους άνδρες. Η μερίδα αυτή έμεινε προσκολλημένη στην ειδωλολατρία, πιστεύοντας ότι μπορούσε τελικά να κατισχύσει του Χριστιανισμού. Υποστήριζε, όσο μπορούσε, τα Ιερά της, τις θυσίες και τις τελετές, τα μαντεία και τα μυστήριά της. Πέτυχε μάλιστα ν’ αποκτήσει μέσα στον ίδιο τον τέταρτο αιώνα και αυτοκράτορα, τον Ιουλιανό, που ανέλαβε την υπεράσπιση και αναστήλωσή της. Αναθάρρησε δε τόσο, ώστε νόμισε ότι θα θριαμβεύσει. Τελικά όμως η κίνηση εκείνη σταμάτησε, και με την αντίδραση που παρουσιάστηκε εξαλείφθηκε και «κατά μικρόν» συγχωνεύθηκε με την πρώτη μερίδα.
γ) Η τρίτη μερίδα ήταν ολιγάριθμη. Την αποτελούσαν άνδρες με φιλοσοφική κατάρτιση και έφεση για έρευνα. Στεκόταν στα όρια της ειδωλολατρίας και του Χριστιανισμού προσπαθώντας να επιδράσει και στις δύο πλευρές. Αγωνιζόταν να κάνει «λογικώτερον παν ό,τι παράλογον είχεν η πολυθεΐα, να ερμηνεύση δε επί το φιλοσοφικώτερον» ό,τι υπερέβαινε «την δύναμιν της ανθρωπίνης διανοίας» και το οποίο δίδασκε ο Χριστιανισμός. Αυτή ήταν η μερίδα που δημιούργησε τις αιρέσεις, ειδικότερα δε την αίρεση του Αρείου, η οποία προκάλεσε την προσοχή του Μ. Κωνσταντίνου και υπήρξε η αίτια της συγκλήσεως της αγίας Α’ Οικουμενικής Συνόδου το 325 μ.Χ.7. Άλλ’ είναι θαυμαστό ότι ο Χριστιανισμός θριάμβευσε τότε που η Εκκλησία ήταν, λόγω των αιρέσεων, διηρημένη. Το επισημαίνει ο Άγγλος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν, ο οποίος γράφει: «Ο Χριστιανισμός είχε θριαμβεύσει εναντίον της ειδωλολατρίας την εποχή ενός από τους εμφυλίους πολέμους του, όταν οι αρειανοί, που δεν παραδέχονταν την πλήρη θεότητα του Χριστού, προσπαθούσαν να επιβάλουν μια πιο μονοφυσιτική αντίληψη περί Θεού»8.
1 ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Β’, εν Αθήναις 1862, σελ. 617, 618. Γιά τις προσπάθειες του Μ. Κωνσταντίνου για την ενότητα του κράτους, βλ. και τό γράμμα του προς τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και τον Άρειο, πού παραθέτει ο ιστορικός Ευσέβιος, και το περιέλαβε ολόκληρο στο έργο του ο HANS – GEORG BECK, με τίτλο Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δημ. Κούρτοβικ, έκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992, σελ. 427-429.
2 ΚΩΝΣΤ. I. ΑΜΑΝΤΟΥ, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Ιστορίαν τό τέλος του αρχαίου κόσμου και η αρχή του μεσαίωνος, έκδ. Ίκαρος, 19502, σελ. 108-110. Πρβλ. και ΔΙΟΝ. Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, τύποις Αδελφών Μυρτίδη, εν Αθήναις 1972, σελ. 41.
3 Εις ΔΙΟΝ. Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, ο.π., σελ. 43.
4 ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εις τον βίον Κωνσταντίνου βασιλέως Λόγ. Β’ 56, ΒΕΠΕΣ 24, 136 (27-29).
5 ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ο.π., σελ. 577.
6 ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ, ο.π., σελ. 563, 564. Βλ. και ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, ο.π., Λόγ. Γ 54-56, ΒΕΠΕΣ 24, 164-167. Επίσης, Α. Μ. JONES, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, έκδ. «Γαλαξίας», Αθήναι.
7 ΚΩΝΣΤ. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΤ, ο.π., σελ. 564-565.
8 ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ. Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, «Γαλαξίας-έκδ. Ερμής», Γ έκδοση, Αθήναι, σελ. 729.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑ Το σύγχρονο «προσωπείο» του αντίχριστου
ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑΙ 2014
Οι σελίδες που ακολουθούν απαντούν σ’ όλες τις κατηγορίες των νεοειδωλολατρών κατά της Εκκλησίας του Χριστού, υπενθυμίζουν πως ξεκίνησε η κατ’ αυτούς «πάτριος» θρησκεία, στην οποία μας καλούν να… επιστρέφουμε. Επισημαίνουν ότι η ειδωλολατρία είναι απόλυτη μοιρολατρία. Επιχειρούν μια σε βάθος ανατομία της ειδωλολατρίας και υπογραμμίζουν τις θλιβερές συνέπειες της ειδωλολατρικής θεολογίας και κοσμολογίας.
Οι σελίδες του βιβλίου αυτού υπενθυμίζουν ακόμη τους φοβερούς διωγμούς των ειδωλολατρών κατά των Χριστιανών και παράλληλα τονίζουν την εκ των έσω αποδυνάμωση της θρησκείας των ειδώλων. Απαντούν στις κατηγορίες των νεοειδωλολατρών κατά του αγίου και ισαποστόλου Μ. Κωνσταντίνου, του Μ. Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Κάνουν τα αποκαλυπτήρια του Ιουλιανού του Παραβάτου, τον οποίο οι νεοειδωλολάτρες εγκωμιάζουν και υπολήπτονται βαθύτατα! Τα δύο τελευταία κεφάλαια ιστορούν πως η ειδωλολατρία ουσιαστικά αυτοκαταλύθηκε.
ISBN: 978-618-5107-02-4
Συγγραφεύς: Νικόλαος Π. Βασιλειάδης,
Κεντρική διάθεσις: Βιβλιοπωλείον «ο Σωτήρ» Σόλωνος 100 – 106 80 ΑΘΗΝΑΙ Τηλ. 210-3624349
www.osotir.gr , e-mail: [email protected]
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ