Μοναχού Θεοκλήτου Διονυσιάτου (+)
Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ «ΗΘΙΚΟΝ ΠΡΟΤΥΠΟΝ» ;
ΟΔΥΝΗΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ μας η παρουσία των νεκρών με λόγια ή έργα που άφησαν, με μνήμες που χάραξαν μέσα μας, είναι ευλογία χειροπιαστή κι’ ανεκτίμητη. Πολύ περισσότερο, όταν τα έργα και τα ίχνη τους προσανατολίζουν προς το επέκεινα, σ’ εκείνους τους κόσμους, που οι ψυχές τους τώρα αυλίζονται «εν αγαθοίς»… Φωνές νεκρών, που ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μας λόγω της πρόσφατης εκδημίας τους, γίνονται συγκλονιστικά αποκαλυπτικές για μας, μιλώντας για το ίδιο το γεγονός του θανάτου και για τον Ένα, που νίκησε το θάνατο.
Ένα τέτοιο επίκαιρο κείμενο, αναστάσιμο, θριαμβικό, κείμενο μεγάλου δασκάλου, που πριν λίγους μήνες έφυγε από κοντά μας, δημοσιεύθηκε τελευταία στον «Ορθόδοξο Τύπο». Εύστοχη έμπνευση μια τέτοια παρουσίαση. Ο προσφιλής νεκρός, μας μιλά για την Ανάσταση. Είναι πράγματι ο πιο αρμόδιος πλέον να την κηρύξη σ’ εμάς. Μας δονεί ο λόγος του, δημιουργείται η αίσθηση, ότι μεταδίδει κάτι απ’ την έσχατη εμπειρία του.
Τι οδυνηρό όμως, να επισημαίνη κανείς σφάλματα μεγάλων ανθρώπων, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν πια, κι’ έτσι δεν έχουν καμμιά δυνατότητα να τα επανορθώσουν!
Η σιωπή είναι η μόνη ορθή στάση για τα λάθη των νεκρών. Εκτός αν η σιωπή καταλύεται από το μέγεθος των σφαλμάτων. Και φαίνεται, ότι στην περίπτωση του αείμνηστου Π.Ν. Τρεμπέλα συμβαίνει ακριβώς αυτό. Όταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εμφανίζεται ως «αποθανών τη αμαρτία» (Ρωμ. 6, 10), εάν εμείς σιωπήσουμε, οι λίθοι κεκράζονται…
Αμαρτωλός λοιπόν και ο Χριστός! Βέβαια, πρόκειται για λάθος, «ατυχής έκφρασις» πρέπει να πούμε, που όμως συνοδεύει τον αείμνηστο σχεδόν σ’ όλα τα έργα του, αλλού εντονώτερα, αλλού αμυδρότερα. Πρόκειται για την Σχολαστική θεωρία περί υπάρξεως μιας ιδιαίτερης ανθρώπινης αγιότητος στον Χριστό, που είναι κατώτερη από την αγιότητά του ως Θεού, και που χρωματίζει κάπως όλο το έργο του Τρεμπέλα, αφού τον ωδήγησε πολύ πρώιμα (1930) ν’ αντιληφθή τον Θεάνθρωπο σαν «ηθικόν πρότυπον» των πιστών.
Είναι γνωστό άλλωστε, ότι η απόδοση ηθικών ιδιοτήτων στον Τριαδικό Θεόν, εισάγει την έννοια της εξελίξεως εντός της Θεότητος και αντιμάχεται την περί τελειότητος του Θεού διδασκαλία. Ενώ η αποδοχή ηθικών ιδιοτήτων στον Ιησού Χριστό, κατά το ανθρώπινον, εισάγει αμέσως σε Νεστοριανισμό και προσβάλλει την Πατερική διδαχή περί θεώσεως του προσλήμματος εξ άκρας συλλήψεως. Ο Θεάνθρωπος είναι πρότυπο των πιστών, αλλά όχι ηθικό πρότυπο.
Γι’ αυτό διαβάζουμε και στο αναστάσιμο άρθρο του «Ορθοδόξου Τύπου» για «τον μεγάλον αγώνα τον οποίον διεξήγαγε» ο Κύριος. «Ολόκληρος ο βίος Του υπήρξε αγών». Προφανώς ηθικός αγών, όπως μας πείθει και η φράση: «Από μακράν πορείαν ήλθε Νικητής… μακρά είναι και η πορεία την οποίαν πορευόμεθα και ημείς». Ακόμα και η ψυχή του Κυρίου μετά θάνατον διεξήγαγε «δραματικήν πάλην… προς τα εξαπολυόμενα από τον άδην πνεύματα, προς τας δυνάμεις τας σκοτεινάς αι οποίοι ήλθον να την … ανατρέψουν»!
Περιττό να υπομνήσουμε εδώ, ότι η ψυχή του Κυρίου ουδέποτε επάλαισε και μάλιστα σε αγώνα αμφίρροπο και … δραματικό, ούτε εκινδύνευσε ποτέ να ανατραπή (;). Από κοινού οι Πατέρες και Υμνωδοί της Εκκλησίας (καθώς και οι Αγιογράφοι) ομιλούν για θριαμβευτική κάθοδο στον Άδη και για άμεση παράλυση όλων των εναντίων δυνάμεων με την απλή παρουσία και μόνον της «πανσθενουργού» ψυχής, που ήταν ενωμένη με την θεότητα «σπαράττουσα άμφω γαρ δεσμούς του θανάτου και Άδου», του οποίου «φρίττουσιν οι πυλωροί ημφιεσμένον βλέποντες στολήν ημαγμένην της εκδικήσεως».
Και ολ’ αυτά σ’ ένα πασχαλινό κήρυγμα μόνον! Υπάρχουν εκτεταμένα και μεθοδικότερα αλλού. Δεν είναι δυνατόν να παρουσιασθούν σ’ ένα μικρό σχόλιο όλα. Άλλωστε ούτε ο σκοπός αυτού του σχολίου είναι να τα βάλη με τους νεκρούς. Ας ερμηνευθή μάλλον σαν υπόμνηση στους ζωντανούς, να μην εκθέτουν τους κεκοιμημένους, προβάλλοντας ακατάλληλα σημεία του έργου τους.
♦♦♦
ΟΔΥΝΗΡΟΤΕΡΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΙΣΩΣ να μην ήταν αποκλειστικό μειονέκτημα του τετάρτου αιώνος το ότι τεχνολογούσαν και δεν θεολογούσαν οι άνθρωποι. Ήταν και παραμένει αναπόφευκτο σύμπτωμα κάθε εποχής που διακρίνεται -ίσως όχι μόνο- πάντως και για την πνευματική της πενία. Και κάθε είδους πενία «τέχνας κατεργάζεται». Τεχνολογεί. Γι’ αυτό και δεν ανέμενα άλλη αντίδραση στο σχόλιο «Οδυνηρές Αλήθειες» εκτός από τεχνολογία. Ίσως όχι ανώνυμη και μάλλον από το στενώτερο πνευματικό περιβάλλον του αειμνήστου δασκάλου.
Ο τεχνολόγος όμως, που πάσχισε να τον υπερασπισθή απ’ τις στήλες του «Ορθοδόξου Τύπου», δεν ευτύχησε να έχη τα τυπικά αυτά προσόντα. Και μόνο το ότι εκφράζει «έκπληξιν, οδύνην και λύπην», σαν να ήταν η πρώτη φορά που επισημαίνονται δημόσια φραστικές αστοχίες και λάθη του διακεκριμένου θεολόγου, απελπίζει, αφού τα δογματικά θέματα δεν αντιμετωπίζονται βέβαια με συναισθήματα…
Το καταλαβαίνει κι’ ο ίδιος αυτό… Και προσχωρεί σε νέα «τέχνη», αθέμιτη, στην καχυποψία, για να ξεπεράση την θεολογική του πενία: Ένας τουλάχιστον απ’ τους συνεργάτες του Περιοδικού Μοναχούς «φαίνεται ότι είναι ζηλωτής των ιδεών και της μεθόδου της αφωρισμένης Σμαράγδας… ούτε βλέπει, ούτε κρίνει ορθά… έχει υποστή επίδρασιν… κακολογεί τόσον άκριτα…» κ.λ.π…. Έτσι είναι… Δεν εξηγείται άλλοιώς…
Και γράφονται αυτά, την στιγμή που είναι πασίγνωστη η στάση του υπεύθυνου των «Αθωνικών Διαλόγων», αλλά και ολοκλήρου του Αγίου Όρους απέναντι στην αφωρισμένη, την στιγμή που στην ίδια ακριβώς σελίδα του Ορθοδόξου Τύπου αναδημοσιεύεται άλλο σχόλιο του μ.χ. απ’ τους «Αθων. Διαλόγους», που εξαίρει την προσχώρηση παλαιοημερολογιτών στην Αρχιεπισκοπή Σινά.
Είναι εντελώς περιττό να διακηρύξουμε πως οι Αθων. Διάλογοι και οι συνεργάτες τους Μοναχοί δεν έχουν καμμία απολύτως σχέση με τα βιβλία της τ. Μαγδαληνής ή με το επίσημο κείμενο του αφορισμού της, γιατί δεν υπάρχει κανείς πάνω στη γη, που να έχη ανάγκη από μια τέτοια διαβεβαίωση. Υπάρχει βέβαια κάποιος Αρχιμανδρίτης, που από υπερβολικό αντιμαγδαληνικό ζήλο, έφθασε στο σημείο να ομολογή Χριστόν «ην δύο τελείαις αγιότησι». Μόνον αυτός θα μπορούσε να ενοχληθή απ’ την ακόλουθη φράση του σχολίου «Οδυνηρές Αλήθειες»: «Πρόκειται για τη Σχολαστική θεωρία περί υπάρξεως μιας ιδιαίτερης ανθρώπινης αγιότητος στο Χριστό, που είναι κατώτερη από την αγιότητά του ως Θεού, και που χρωματίζει κάπως όλο το έργο του Τρεμπέλα», και να την χαρακτηρίση «παράξενον τροπάριον περί αγιότητος του Χριστού», αποφεύγοντας επίτηδες κάθε αρίθμηση…
Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο με τον ανώνυμο υπερασπιστή του Τρεμπέλα. Αυτός ο τελευταίος πάντως, ενώ τον υπερασπίζεται σε όλα τα σημεία που θίγουν οι «Οδυνηρές Αλήθειες», παραλείπει να κάνη το ίδιο, ειδικά στη φράση που προαναφέραμε. Δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά των δύο αγιοτήτων του Χριστού, παρ’ ότι είναι πλέον αργά για σιωπή, αφού η Εκκλησία της Ελλάδος (ευτυχώς όχι ολόκληρη, αλλά σε επίπεδο της Διαρκούς Ι. Συνόδου), έχει ομολογήσει επίσημα την πίστη Της σε δύο αγιότητες με το κείμενο του αφορισμού της αγιομάχου πρώην μοναχής. Αν υπάρχη λοιπόν ένας άνθρωπος στον κόσμο που έχει ακόμη λόγους να σιωπά, αυτός πρέπει να ταυτίζεται με τον Πανοσιολογιότατο συντάκτη του αφορισμού.
Εμείς όμως, οι Ορθόδοξοι Μοναχοί, «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι»… ΜΙΑΝ άκτιστον αγιότητα ομολογούμεν επί Χριστού. Την δε «περί καθαρώς ανθρωπίνης αγιότητος του Χριστού» θεωρία, αποδει- κνύουμε άμεση και φυσική συνέπεια της Νεστοριανικής Χριστολογίας, σε Υπόμνημα που θα υποβληθή πολύ σύντομα στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, πιστεύοντας πως εκπληρώνουμε ύψιστο καθήκον με την έγκαιρη επισήμανση αυτής της κακοδοξίας, προτού ν’ αποβή ακλόνητο επιχείρημα των Αντιχαλκηδονείων σε κάποια φάση του επισήμου Διαλόγου…
Μετά απ’ τις απαραίτητες αυτές διευκρινήσεις, μπορούμε ν’ απολογηθούμε για όσα ο ανώνυμος επικριτής των «Οδυνηρών Αληθειών» καταμαρτυρεί, αναγκάζοντας να φέρνουμε σε φως οδυνηρότερες αλήθειες.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να τονισθή εδώ, πως το σχόλιο των «Αθωνικών Διαλόγων» δεν είχε ως αντικείμενό του ούτε την προσωπικότητα, ούτε τις θεολογικές πεποιθήσεις ή γνώσεις, του αοιδίμου καθηγητού Π. Τρεμπέλα, αλλ’ αποκλειστικά και μόνο το κήρυγμά του: «Ο Νικητής του θανάτου». Εξέταζε τι έλεγε το κείμενο, όχι τι πίστευε το πρόσωπο. Και μολονότι τα πρόσωπα είναι αδιαχώριστα από τα κείμενα, το σχόλιο αγωνίζεται να τ’ αποσυνδέση επιρρίπτοντας τελικά την ευθύνη «στους ζωντανούς, που εκθέτουν τους κεκοιμημένους προβάλλοντας ακατάλληλα σημεία του έργου τους» και όχι στον Τρεμπέλα.
Που λοιπόν ο επικριτής μας είδε γραμμένο «ότι ο Τρεμπέλας εδέχετο ότι ο Χριστός είναι αμαρτωλός;». Το κείμενο του όμως αυτό λέει. Ποιος ισχυρίσθηκε ότι γνωρίζει τα άδυτα της καρδιάς του άλλου; «Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν όμως συμβαίνη να υφίσταται διαφορά μεταξύ καρδίας και στόματος στον Τρεμπέλα, ή αν δεν ήταν σε θέση να εκφράση το αληθινό πιστεύω του, ή αν επί τέλους αυτό το πιστεύω δεν ήταν πάντοτε και κατά πάντα ορθόδοξο, για ο,τιδήποτε απ’ αυτά δεν φταίει βέβαια το σχόλιο. Ούτε αποτελούν τεκμήριο ορθοδοξίας «τα τόσα και τόσα που έχει γράψει ο Τρεμπέλας, ολοκλήρους δογματικάς και βιβλία που πιάνουν βιβλιοθήκας». Και ο Ωριγένης υπήρξε χαλκέντερος και στις ημέρες μας συναγωνίζεται αμφοτέρους η ορθοδοξομανής τ. Μαγδαληνή…
Υποτιμά την νοημοσύνη των άλλων όποιος προσπαθεί ν’ αποδείξη άψογο το κείμενο: «Ο Νικητής του θανάτου». Η ελληνική γλώσσα δεν εμπαίζεται. Εμπαίζει μάλλον και γελοιοποιεί τους κακούς χειριστές της κι’ όσους τους υπερασπίζονται. Ας το δούμε αυτό από κοντά.
Δεν υπάρχει πουθενά στον απόστολο Παύλο «αυτουσία » η φράση «αποθανών τη αμαρτία. Ήταν πρωτοβουλία του σχολίου να συσχετισθή η φράση αυτή με το Ρωμ. 6, 10, το οποίο έχει και χριστολογικό νόημα. Θα μπορούσε κάλλιστα να συσχετισθή στο μυαλό του αναγνώστου και με το Ρωμ. 6,2 ή το 6, 11 ή και το Εφεσ. 2, 1, αφού μάλιστα γίνεται λόγος και για ζωή που εξασφάλισε και για τον Εαυτό Του ο Κύριος, σαν να μην ήταν και προ του Σταυρού η Ζωή και η Ανάστασις ημών… Ακριβώς αυτή η ασάφεια ωδήγησε στη σύνταξη του σχολίου.
Αλλά δεν ήταν η μόνη. Επισημάναμε λοιπόν και μερικές ακόμη φραστικές αστοχίες και απαράδεκτες εκφράσεις. Δεν τις εξαντλήσαμε. Κι’ αν ο Τρεμπέλας ζούσε θα είχε την ευθύτητα να αναγνωρίση τις πιο κραυγαλέες τουλάχιστον απ’ αυτές. Ο υπερασπιστής του όμως δεν την έχει. Και φθάνει στο σημείο να γράφη πως «η πάλη της ψυχής του Χριστού με τα δαιμόνια ήτο όντως δραματική, όχι όμως δια τον ίδιον τον Χριστόν, αλλά δια τα δαιμόνια και τους… τυχόν θεατάς»! Δηλαδή κατά τον υπερασπιστή του, ο Τρεμπέλας συνέπασχε και συναλγούσε με τους δαίμονες για την φοβερή ήττα τους! Γιατί και στα παιδιά του δημοτικού ακόμη είναι γνωστό, ότι η χρήση του επιθέτου «δραματικός» προϋποθέτει συναισθηματική ταύτιση του ομιλούντος με τον πάσχοντα. Αλλοίμονο στον μακαριστό διδάσκαλο! Αν οι φίλοι του τον εμφανίζουν ομόθυμο των δαιμόνων, πως κατηγορούμεθα ότι τον κακολογούμε εμείς; Έτσι εκδικείται η ελληνική γλώσσα τους σοφιστές.
Αλλ’ επειδή η επικριτής μας ισχυρίζεται πως «όλοι οι Άγιοι ομιλούν δια την πάλην του Χριστού με τον Διάβολον», ας μας δώση ένα μόνο πατερικό χωρίο, που ν’ αναφέρη ρητώς για την πάλη της ψυχής του Χριστού με τους δαίμονες, ή για την απόπειρα ανατροπής της, ή που να χαρακτηρίζει «δράμα» ή «μελόδραμα» αυτή την πάλη. Ας μας δώση έστω κι’ ένα τροπάριο με ρητή αναφορά σε ολ’ αυτά καθώς και στην ύπαρξη ή μη… «τυχόν θεατών» της δραματικής πάλης. Ποιοι άραγε θα μπορούσαν να είναι;
Ας μας εξηγήση τέλος, ποιο ρήμα της Καινής Διαθήκης μεταφράζει με το «εσήκωσεν εις τον αέρα» στην περικοπή των πειρασμών του Χριστού. Αν το «παραλαμβάνει», «Ματθ. Δ’, 5,8), τότε κάθε φορά που «παρελάμβανε» ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού, τους εσήκωνε στον αέρα; Αν πάλι το «αναγαγών» (Λουκ. δ’, 5), τότε και ο δεσμοφύλακας των Πράξεων (ΙΣΤ, 4) μετέφερε τον Παύλο και τον Σίλα στο σπίτι του… αεροπορικώς; Και η Ανάληψη του Χριστού θα μπορούσε να λέγεται και Αναγωγή… Τι διαφέρει όμως από τη μέθοδο της τ. Μαγδαληνής αυτή η μέθοδος;
Το τελικό συμπέρασμα της σοφιστικής αυτής απολογίας είναι όντως συγκλονιστικό: «Οι πατέρες λέγουν τα ίδια με τον Τρεμπέλα. Και τα Τροπάρια της Εκκλησίας το ίδιο!». «Λέγω τα ίδια με κάποιον», σημαίνει συμφωνώ, αναγνωρίζω και ακολουθώ τα λεγόμενά του. Δεν είναι λοιπόν ο Τρεμπέλας που συμφωνεί, αναγνωρίζει και ακολουθεί τη γραμμή των Πατέρων, αλλ’ είναι οι Πατέρες που ευθυγραμμίζονται με τον Τρεμπέλα! Και τα τροπάρια επίσης! Εδώ δεν έχουμε πλέον υπεράσπιση, αλλά καταρράκωση του αειμνήστου θεολόγου. Η γλώσσα πρόδωσε και πάλι τον αδέξιο χειριστή της…
Απομένει να εξετάσουμε αν ο Χριστός είναι πρότυπο των πιστών, ή απλώς ηθικό πρότυπο. Ο επικριτής μας δεν πρόσεξε, ότι αντιπαραθέτουμε με τους δύο «αραιωμένους» όρους την οντολογία προς την ηθική κι’ εντελώς ανώδυνα μετέτρεψε τον πρώτο σε παρατατικό. Έτσι ο Χριστός γι’ αυτόν δεν είναι πλέον ούτε πρότυπο, ούτε ηθικό πρότυπο. Ήτο κάποτε… Είναι φυσικό λοιπόν να μη καταλαβαίνη, ότι εδώ τίθεται το πρόβλημα του τρόπου σχέσεως μεταξύ Χριστού και ανθρώπων, απ’ τον οποίο και εξαρτάται η σωτηρία.
Αν δηλαδή ο Χριστός είναι πράγματι πρότυπο των πιστών, τότε οι τελευταίοι μπορούν ν’ αναπτύξουν οντολογική, δηλαδή ολοκληρωτική και πραγματική σχέση μαζί Του, να γίνουν «καθώς έστι», να εμφορηθούν απ’ τις άκτιστες ενέργειές Του. Αν γίνη αυτό, η Υποστατική Ένωση των δύο φύσεων του Χριστού αποδεικνύεται πραγματικότης, η Εκκλησία όντως Σώμα Χριστού, η σωτηρία γεγονός αναμφισβήτητο, από την παρούσα ζωή τεκμηριωμένο.
Αν όμως ο Χριστός είναι ηθικό μόνο πρότυπο, τα πάντα αιωρούνται στην μεταξύ «καλού» και «κακού» αξιολογική κλίμακα. Ο Χριστός δεν αντιπροσωπεύει παρά την «μακράν πορείαν» από το μηδέν μέχρι το ύψιστο άκρο του «καλού», «την οποίαν πορευόμεθα και ημείς… Και δεν βαδίζομεν βέβαια όπως εβάδισεν εκείνος. Είμεθα αναγκασμένοι λόγω της διεφθαρμένης μας φύσεως να γονατίζωμεν». Η μόνη δυνατή σχέση μεταξύ Χριστού και πιστών είναι τώρα η μίμηση, και για την επίτευξή της απαιτείται η συμμετοχή της διάνοιας και της θελήσεως μόνο. Η πρώτη ελέγχει, κρίνει και κατευθύνει. Η δεύτερη πειθαρχεί και αναγνωρίζεται. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση μεταξύ Θεού-Πατρός και Χριστού ως ανθρώπου: «Ολόκληρος ο βίος του υπήρξεν αγών».
Η μίμηση δεν είναι ούτε ολοκληρωτική, ούτε πραγματική σχέση με το Χριστό. Είναι ηθική ένωση της διάνοιας και της θελήσεως του κάθε πιστού ατομικά, με τη διάνοια και τη θέληση του Χριστού, που γίνεται με την ελεύθερη προαίρεση ή γνώμη και των δύο. Οπότε η Υποστατική Ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, αντικαθίσταται με την ηθική αυτή ένωση των διανοιών και των θελήσεων των δύο φύσεων, που είναι προαιρετική ή γνωμική. (Νεστόριος). Η Εκκλησία γίνεται αντίστοιχα «το ηθικόν του Χριστού σώμα» (ορισμός των Μακράκη, Μαθιόπουλου, Τρεμπέλα), που κατ’ ανάγκην διαφέρει από το πραγματικό Του Σώμα, και η σωτηρία, αμάρτυρη στο παρόν, ταυτίζεται με τη «μέλλουσα ζωή».
Για όλους αυτούς τους λόγους εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι δεν παίζουμε με λέξεις όταν απορρίπτουμε τον χαρακτηρισμό του Χριστού ως ηθικού προτύπου, ή όταν θεωρούμε το αντίστοιχο έργο -όχι το πρόσωπο- του Τρεμπέλα αιρετικό.
Αθωνικά Άνθη Τόμος Η’
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ