Δρ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. ΤΣΕΝΤΟΣ
AΘΕΪΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από την τοποθέτηση της Διακήρυξης στον Whitmarsh
α) Ἡ τοποθέτηση τῆς Διακήρυξης
Στὴ συνέχεια, ἔγραφε: «Ἐπιμελὴς μελέτη ἀφ’ ἑνὸς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀφ’ ἑτέρου τῆς νοοτροπίας ποὺ ἐκράτει εἰς τὴν ἀρχαιότητα, καὶ ἐκ τρίτου τῆς νοοτροπίας τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς ἀρνήσεως, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀρχαιότης ὄχι μόνον δὲν εὑρίσκετο εἰς ἀντίθεσιν, ἔστω ἀνεπίγνωτον, πρὸς ὅ,τι κατόπιν ἀπετέλεσε τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, ἀλλὰ ἀντιθέτως εἶναι πολὺ πλησιέστερα πρὸς τὸν χριστιανικὸν κόσμον ἰδεῶν καὶ τὴν χριστιανικὴν κοσμοθεωρίαν, παρὰ πρὸς τὸν κόσμον τῆς ἀρνήσεως καὶ τῆς ἀποστασίας.
Καὶ ἐν πρώτοις, τὸ οὐσιωδέστερον ἀπὸ ὅλα: Ἡ προχριστιανικὴ ἐποχὴ ἔχει μὲ τὴν χριστιανικὴν κοινὴν τὴν πίστιν εἰς τὸ θεῖον, καὶ ἑπομένως (τοῦτο μᾶς ἐνδιαφέρει ἀπὸ ἀπόψεως τῶν θεμελίων τοῦ πολιτισμοῦ) τὴν εὐσέβειαν. Ὁ προχριστιανικὸς πολιτισμὸς ἦτο πέρα γιὰ πέρα θ ε ο κ ε ν τ ρ ι κ ό ς. Καὶ τοῦτο ἔχει τὰς συνεπείας του εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις τοῦ δημοσίου καὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου!
Αὐτὸ ἰσχύει καὶ προκειμένου καὶ περὶ τοῦ ἀρχαίου, τοῦ κλασικοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ πολιτισμὸς ὁ ἑλληνικὸς εἶναι πράγματι πολιτισμὸς κατ’ ἐξοχὴν θεοκεντρικός. Τὴν σφραγῖδα τοῦ θείου ἔχει κάθε ἐκδήλωσις τοῦ πολιτισμοῦ αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ θεοσεβὴς χαρακτὴρ ἐκίνησε τὸν θαυμασμὸν ἀκόμη καὶ μορφῶν κατ’ ἐξοχὴν θρησκευτικῶν, ὅπως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντικρύσῃ οἱανδήποτε πηγὴν διὰ τὴν ἔρευναν τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, χωρὶς νὰ ἴδῃ ζωντανὴν ἐμπρός του τὴν ἐπίδρασιν τῆς πίστεως εἰς τὸ θεῖον»3.
Αὐτὴ εἶναι ἡ τοποθέτηση τῆς Διακήρυξης.
β) Ὁ ἀντίλογος τοῦ Whitmarsh
Ἀπέναντι σὲ αὐτὴ τὴν τοποθέτηση ὑπάρχει ἕνας ἰσχυρὸς σύγχρονος ἀντίλογος. Ἀναφερόμαστε στὶς ἀπόψεις ποὺ διετύπωσε πρόσφατα ὁ Tim Whitmarsh, Καθηγητὴς στὴν ἕδρα Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ Ἀ. Γ. Λεβέντη στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Cambridge, στὸ βιβλίο του Battling the Gods. Atheism in the Ancient World, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 20154, καὶ τρία χρόνια ἀργότερα μεταφράσθηκε καὶ κυκλοφόρησε καὶ σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Polaris μὲ τὸν τίτλο: Θεομαχία. Ἡ ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο κόσμο5.
Στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ ὁ Whitmarsh γράφει χαρακτηριστικά: «Λέγεται συχνὰ ὅτι ἡ ἀθεΐα εἶναι μιὰ ἐφεύρεση τῆς νεωτερικότητας, ἕνα προϊὸν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ: θεωρεῖται ὅτι θὰ ἦταν ἀδιανόητη χωρὶς τὶς δίδυμες ἰδέες τοῦ κοσμικοῦ κράτους καὶ τῆς ἐπιστήμης ὡς ἀντιπάλων τῆς θρησκευτικῆς πίστης.
Πρόκειται γιὰ ἕναν μῦθο, ποὺ καλλιεργεῖται καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς τῆς διαμάχης περὶ τῆς “νέας ἀθεΐας”: οἱ ὑποστηρικτές της ἐπιθυμοῦν νὰ παρουσιάσουν τὸν σκεπτικισμὸ ἀπέναντι στὸ μεταφυσικὸ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σταδιακῆς ἐξαφάνισης τῆς θρησκείας κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἐπιστήμης, καὶ οἱ θρησκευόμενοι θέλουν νὰ τὴ θεωροῦν παθολογικὸ σύμπτωμα τοῦ παρηκμασμένου, κυριευμένου ἀπὸ τὸν καπιταλισμὸ δυτικοῦ κόσμου»6.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Whitmarsh, πρόκειται γιὰ μιά «νεωτερικὴ μυθολογία»: «Ἡ μεταδιαφωτιστικὴ Δύση θεωρεῖται ἐξαίρεση ποὺ δὲν ἔχει κανένα ἀπολύτως κοινὸ μὲ ὅ,τι προηγήθηκε ἢ μὲ ἄλλες περιοχὲς τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπικίνδυνη παρερμηνεία. Γιὰ τοὺς θρησκευόμενους, σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι τρόπον τινὰ οἰκουμενική, ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση, καὶ ὅτι ἡ ὑφέρπουσα ἐκκοσμίκευση εἶναι μιὰ ἀφύσικη κατάσταση. Οἱ ἄθεοι, ἀπὸ τὴν ἄλλη, παρασύρονται ἀπὸ μιὰ ψευδαίσθηση αὐταρέσκειας, καθὼς θεωροῦν ὅτι ἡ ἀστικὴ Δύση τοῦ εἰκοστοῦ πρώτου αἰῶνα ἦταν ἡ πρώτη ποὺ κατάφερε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ διακρίνει τὰ προβλήματα ποὺ θέτει ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας»7.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Whitmarsh σὲ αὐτὸ ποὺ εἴδαμε νὰ ὀνομάζει «νεωτερικὴ μυθολογία» εἶναι ὅτι «ἡ δυσπιστία ἀπέναντι στὸ ὑπερφυσικὸ εἶναι πανάρχαια»8. Ὁ ἴδιος ἀναλαμβάνει νὰ ἀφηγηθεῖ τὴ χιλιετῆ περίπου ἱστορία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἀθεΐας, προσδιορίζοντας μάλιστα τὴ μελέτη του ὡς «ἕνα εἶδος ἀρχαιολογίας τοῦ σκεπτικισμοῦ ἀπέναντι στὴ θρησκεία» καὶ ὡς «μιὰ προσπάθεια ἀνασκαφῆς ποὺ ἀναζητᾷ τὴν ἀρχαία ἀθεΐα κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια ποὺ σώριασαν πάνω της χιλιετίες χριστιανικῆς κατακραυγῆς»9.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Whitmarsh μοιάζει ἀπολύτως εὔλογο: Εἶναι ἀπολύτως λογικὸ νὰ ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν ἄνθρωποι ποὺ δυσπιστοῦσαν ἀπέναντι στὸ ὑπερφυσικό, ἀρνητὲς τοῦ Θεοῦ – ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ὑπῆρχαν ἀλλοῦ, καὶ πάλι θὰ ἦταν ἀναμενόμενο νὰ ὑπάρχουν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μὲ τὴν τόσο εὐρεῖα πολυφωνία ποὺ αὐτὴ μᾶς ἔχει κληροδοτήσει πάνω σὲ κάθε σχεδὸν θέμα.
γ) Ποῦ ἡ ἀντίφαση;
Ὁ Whitmarsh προσπαθεῖ νὰ ἀφήσει τὴν αἴσθηση ὅτι λέγει κάτι τὸ καινούργιο, κάτι τὸ σχεδὸν ἀνατρεπτικό. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐντύπωση ποὺ ἀποκομίζει ἀρχικὰ ὁ ἀναγνώστης εἶναι ὅτι ὁ λόγος του ἔρχεται νὰ ἀναιρέσει τό «ἀφήγημα» ποὺ προέβαλε ἡ Διακήρυξη, ὅτι ἡ ἄρνηση εἶναι φαινόμενο νέο στὴν παγκόσμια ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ.
Προσοχή, ὅμως! Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ἀντίφαση ἀνάμεσα στὴν τοποθέτηση τῆς Διακήρυξης καὶ τὰ ὅσα γράφει ὁ Whitmarsh.
Ὅταν διαβάζουμε στὴ Διακήρυξη ὅτι «ὁ πολιτισμὸς ὁ ἑλληνικὸς εἶναι πράγματι πολιτισμὸς κατ’ ἐξοχὴν θεοκεντρικός», αὐτὸ προφανῶς καὶ δὲν σημαίνει ὅτι στὴν ἀρχαιότητα δὲν ὑπῆρχαν ἄθεοι. Σημαίνει, ἁπλῶς, αὐτὸ τὸ ὁποῖο πολὺ χαρακτηριστικὰ γράφει ἀλλοῦ, σὲ κείμενό του γραμμένο τὸ 1966, ὁ ἐκ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς Διακήρυξης Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Μέχρι διακόσια, περίπου, χρόνια πρίν, ἡ ἀπάντησις τῆς ἀνθρωπότητος εἰς τὸ πρόβλημα, ποῦ ἔπρεπε νὰ θεμελιωθῆ ὁ πνευματικὸς πολιτισμός, ἦταν ἁπλῆ καὶ σαφής. Ὁ πολιτισμὸς ἐθεμελιοῦτο ἐπάνω εἰς τὸ θεῖον. Ὄχι ὅτι δὲν ὑπῆρχαν φιλοσοφικὰ συστήματα ποὺ κατὰ κάποιον τρόπον ἔθεταν τὸ ἐρώτημα ἂν ὑπάρχη κἂν αὐτὸ τὸ θεῖον. Ὄχι ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἄπιστοι. Ὑπῆρχαν, καὶ μερικὲς φορὲς πολλοί. Ὄχι ὅτι δὲν ὑπῆρχαν καὶ θεομπαῖκτες. Ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν, καὶ πάμπολλοι! Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀθεϊσμὸς δὲν ἐκυβερνοῦσε. Ἦταν εἰς τὸ περιθώριον»10.
Ὁ Whitmarsh καταβάλλει κάθε προσπάθεια νά «πλασάρει» τὴ μελέτη του ὡς κάτι τὸ ρηξικέλευθο καὶ ἀνατρεπτικό.
Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, λίγο ἀπέχει ἀπὸ τὸ νά «κομίζει γλαῦκα εἰς Ἀθήνας».
Προφανῶς, θὰ ἀπαντούσαμε στὸν Whitmarsh, καὶ ὑπῆρχαν ἄθεοι στὴν ἀρχαιότητα! Προφανῶς καὶ ἡ ἀθεΐα δὲν εἶναι καινούργιο φαινόμενο! Αὐτὸ ποὺ εἶναι σχετικὰ καινούργιο φαινόμενο στὴν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι ἡ διακυβέρνηση τῆς ἀθεΐας. Καὶ προφανῶς, μετὰ τὰ ὅσα ἔχει καταλογίσει ἡ ἀθεΐα στὸν Χριστιανισμὸ γιὰ σφάλματα ἢ παραλείψεις αἰώνων, δικαιούμαστε –καὶ ἐπιβάλλεται– νὰ δοῦμε τὸν ἀπολογισμὸ τῆς διακυβέρνησης καὶ τῆς ἀθεΐας. Καὶ αὐτὸς ὁ ἀπολογισμὸς δὲν εἶναι βεβαίως ἀπολογισμὸς γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὑπερήφανος. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς Διακήρυξης, μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια ποὺ εἶχε σωριάσει ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Καὶ αὐτὸς ὁ λόγος παραμένει πέρα γιὰ πέρα ἐπίκαιρος στὴν ἐποχή μας.
δ) Ἂς δοῦμε τὸ θέμα!
Ἂν καὶ ἡ προσέγγιση τοῦ Whitmarsh, ὅπως ἀποδεικνύεται, δὲν ἀναιρεῖ οὔτε κατὰ τὸ ἐλάχιστον τὴν τοποθέτηση τῆς Διακήρυξης σχετικὰ μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, εἶναι ἐν τούτοις ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρον νὰ ξαναπιάσουμε ἐδῶ τὸ θέμα τῆς ἀθεΐας στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο.
Ὅπως θὰ διαπιστώσουμε, τὰ συμπεράσματα εἶναι πραγματικά… ἀποκαλυπτικά!
Προφανῶς, βεβαίως, δὲν ἔχει νόημα νὰ συγκεντρώσουμε τὶς πάμπολλες ἐκδηλώσεις εὐσέβειας πρὸς τὸ θεῖον στὰ κείμενα καὶ τὶς πράξεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων.
Μιὰ συγκέντρωση τέτοιων ἐκδηλώσεων θὰ γέμιζε τόμους ὁλόκληρους, ἀλλὰ καὶ πάλι… δὲν θὰ ἔλεγε τίποτα ἀφ’ ἑαυτῆς.
Αὐτὸ ποὺ ἔχει πραγματικὰ ἐνδιαφέρον εἶναι νὰ δοῦμε, κατὰ πρῶτον, παραδείγματα ἀρχαίων σοφῶν ποὺ κατηγορήθηκαν ἐπὶ ἀθεΐᾳ, εἴτε στὴν ἴδια τὴν Ἀρχαιότητα εἴτε καὶ ἀργότερα.
Κατηγορηθέντες ἐπὶ ἀθεΐᾳ
Πολλὲς σπουδαῖες μορφὲς τῆς Ἀρχαιότητας σύρθηκαν στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀσέβειας («γραφὴ ἀσεβείας»). Μὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία καταδικάσθηκε ὁ Σωκράτης νὰ πιεῖ τὸ κώνειο.
Ἄλλοι, πάλι, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν σύρθηκαν στὰ δικαστήρια, εἶναι στὰ μάτια πολλῶν κήρυκες ἑνὸς ἀθεϊσμοῦ. Ἀλλὰ τὸ παρά- δοξο εἶναι ὅτι αὐτοὶ οἱ κατηγορηθέντες ἐπὶ ἀσεβείᾳ καὶ ἀθεΐᾳ ὄχι μόνο δὲν ἦταν ἄθεοι, ἀλλὰ σὲ πολλὲς περιπτώσεις θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρισθοῦν ἀκόμη καὶ ὡς πρόδρομοι τοῦ χριστιανισμοῦ!
Θὰ δοῦμε ἐδῶ τὶς πιὸ γνωστὲς καὶ πιὸ χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις11.
α) Σωκράτης
Τὸ πιὸ διάσημο θῦμα «γραφῆς ἀσεβείας» (κατηγορίας ἐπὶ ἀσεβείᾳ) στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης, ἡ σπουδαία αὐτὴ μορφὴ ποὺ ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ τῆς παγκόσμιας φιλοσοφίας.
Ὁ Ξενοφῶν καὶ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος μᾶς μεταφέρουν τὸ ἀκριβὲς κείμενο τῆς μηνύσεως ἐναντίον του, τὴν ὁποία ὑπέ- γραφαν ὁ Μέλητος καὶ ὁ Ἄνυτος: «Ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων, ἕτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εἰσφέρων· ἀδικεῖ δὲ καὶ τοὺς νέους διαφθείρων»12 (δηλαδή, Ὁ Σωκράτης διαπράττει ἀδίκημα, ἐπειδὴ δὲν πιστεύει στοὺς θεοὺς στοὺς ὁποίους πιστεύει ἡ πόλη, ἀλλὰ εἰσάγει ἄλλες, καινούργιες θεότητες· καὶ διαπράττει ἀδίκημα, καὶ ἐπειδὴ διαφθείρει τοὺς νέους).
Ἄρα, ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ Σωκράτη ἦταν κατηγορία ἐπὶ ἀθεΐᾳ. Ὡστόσο, ἂν καὶ ὁ Whitmarsh ἀσχολεῖται μὲ τὸν Σωκράτη σὲ ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο14, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Σωκράτης δὲν μπορεῖ νὰ λογισθεῖ ἄθεος. Οἱ μαθητές του Πλάτων καὶ Ξενοφῶν ὑπερέβαλαν ἑαυτοὺς στὴν προσπάθεια νὰ καταδείξουν, ἄμεσα ἢ ἔμμεσα, τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἠθικότητα τοῦ Σωκράτη. Θὰ χρειαζόταν ξεχωριστὴ μελέτη, γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν τὰ παραδείγματα τῆς εὐσέβειας καὶ ἠθικότητας τοῦ Σωκράτη ἀπὸ τὰ ὁποῖα βρίθουν οἱ διάλογοι τοῦ Πλάτωνα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Σωκράτη ἔργα τοῦ Ξενοφῶντα.
Ἦταν τέτοιο τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἀνάστημα τοῦ Σωκράτη, ὥστε οἱ χριστιανοὶ δὲν δίστασαν νὰ ἀναγνωρίσουν σὲ αὐτὸν ἕναν πρόδρομο τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας δὲν διστάζει νὰ διακηρύξει ρητὰ καὶ ἀπερίφραστα ὅτι «ὅσοι ἔζησαν μετὰ λόγου εἶναι χριστιανοί», καὶ ὡς τέτοιοι πρέπει νὰ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες φιλοσόφους ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι πρὸς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι τοποθετοῦνται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης15.
Ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀρχαίους σοφούς, μάλιστα, ὁ Ἰουστῖνος ξεχωρίζει τὸν Σωκράτη.
Κατὰ τὸν Ἰουστῖνο, ὁ Σωκράτης ὑπῆρξε κήρυκας τῆς ἀλήθειας, τῆς ἴδιας ἀκριβῶς ἀλήθειας ποὺ κηρύσσουν καὶ οἱ χριστια- νοί, καὶ εἶχε τὴν ἴδια ἀκριβῶς μοῖρα ποὺ ἐπεφύλασσαν καὶ στοὺς χριστιανοὺς οἱ διῶκτές τους τῆς ἐποχῆς τῶν διωγμῶν: κατηγορήθηκε ὅτι «εἰσῆγε καινὰ δαιμόνια» καὶ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο16.
Σὲ μεταγενέστερες ἐποχές, οἱ χριστιανοὶ δὲν δίσταζαν ἀκόμα καὶ νὰ ἁγιογραφοῦν τὴ μορφὴ τοῦ Σωκράτη στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ μοναστήρια τους17. Τόσο…ἄθεος ἦταν ὁ καταδικασμένος ἐπὶ ἀθεΐᾳ Σωκράτης.
β) Πρωταγόρας
Ἰδιαίτερη περίπτωση ἀποτελεῖ ὁ καταγόμενος ἀπὸ τὰ Ἄβδηρα τῆς Θράκης κορυφαῖος σοφιστὴς Πρωταγόρας (περ. 490-420 π.Χ.), γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ἄθεον ἐκτήσατο δόξαν», δηλαδὴ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν ἄθεος18. Ἂν καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν ὁμώνυμο πλατωνικὸ διάλογο ὅτι ἡ ἄφιξη τοῦ Πρωταγόρα στὴν Ἀθήνα προκάλεσε κῦμα ἐνθουσιασμοῦ, κυρίως μεταξὺ τῶν νεωτέρων, ὁ μεγάλος σοφιστὴς φαίνεται ὅτι σκανδάλισε σὲ τέ- τοιο βαθμὸ τοὺς Ἀθηναίους, ὥστε αὐτοί, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος19, συγκέντρωσαν μὲ κήρυκα ὅλα τὰ βιβλία του στὴν ἀγορὰ καὶ τὰ παρέδωσαν στὴν πυρά.
Ὁ Πρωταγόρας μᾶς ἔχει ἀφήσει τὴν πιὸ ἐμβληματικὴ ἴσως διατύπωση τῆς ὑποκειμενικοκρατίας καὶ τοῦ ἀπόλυτου σχετι- κισμοῦ, τὸ γνωστό «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»20 (ποὺ σημαίνει ὅτι μέτρο ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ τὸ ἄτομο). Αὐτὸς ὁ ἀπόλυτος σχετικισμὸς εἶναι φυσικὸ νὰ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, γιατὶ στὴν προέκτασή του συνεπάγεται τὴν ἄρνηση τῆς ὕπαρξης μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας ἢ ἀντικειμενικῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἡ ὑποκειμενικοκρατία φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ μοιραῖα στὸν σχετικισμὸ τῶν ἀξιῶν. Ἂς σημειωθεῖ ὅτι αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπῆρξε καὶ τὸ βασικὸ σημεῖο τριβῆς τοῦ Σωκράτη καὶ τοῦ Πλάτωνα μὲ τοὺς Σοφιστές. Ὁ Πλάτων στὸ ἔργο τῆς ὡριμότητάς του, τοὺς Νόμους, ἀντιπροτείνει ρητῶς ὡς «πάντων χρημάτων μέτρον» ὄχι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν Θεό.21 Ἐξάλλου, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ θέση ποὺ διατυπώνει ἀνοικτὰ ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης, ὅτι «ὁ Πρωταγόρας εἶναι ἡ καταστροφή, ὄχι μόνον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ παντὸς συλλήβδην συστήματος»22.
Ὡστόσο, αὐτὸ ποὺ σκανδάλισε τοὺς Ἀθηναίους καὶ προκάλεσε τὴ μῆνί τους κατὰ τοῦ Πρωταγόρα, τὴν ἐκδίωξη τοῦ τελευταίου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ τὴν πυρπόληση τῶν συγγραμμάτων του δὲν ἦταν αὐτὸ τό «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ τοῦ χαμένου σήμερα Περὶ θεῶν συγγράμματός του: «Περὶ μὲν θεῶν οὐκ ἔχω εἰδέναι, οὔθ’ ὡς εἰσὶν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰσὶν οὔθ’ ὁποῖοί τινες ἰδέαν· πολλὰ γὰρ τὰ κωλύοντα εἰδέναι, ἥ τ’ ἀδηλότης καὶ βραχὺς ὢν ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου»23 (δηλαδή: Γιὰ τοὺς θεοὺς δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω οὔτε ὅτι ὑπάρχουν οὔτε ὅτι δὲν ὑπάρχουν οὔτε τί μορφὴ ἔχουν· γιατὶ εἶναι πολλὰ αὐτὰ ποὺ ἐμποδίζουν τὴ γνώση: καὶ τὸ ὅτι τὰ πράγματα δὲν εἶναι φανερὰ καὶ ἡ μικρὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου).
Ὁ Whitmarsh ἐπιγράφει ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του μὲ τὶς πρῶτες λέξεις ἀπὸ τὴ δήλωση αὐτὴ τοῦ Πρωταγόρα στὴν ἀρχὴ τοῦ Περὶ θεῶν ἔργου του: «Σχετικὰ μὲ τοὺς θεοὺς δὲν μπορῶ νὰ γνωρίζω»24. Στὰ μάτια του, ὁ Πρωταγόρας εἶναι ἄθεος.
Ὡστόσο, ἂν προσέξουμε τὴν ἐπίμαχη δήλωση τοῦ Πρωταγόρα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Περὶ θεῶν ἔργου του, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι στὴν πραγματικότητα αὐτὴ δὲν συνιστᾷ ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἁπλῶς ρητὴ ἀμφισβήτηση τῆς δυ- νατότητας τοῦ ἀνθρώπου νὰ γνωρίσει τὸν Θεό. Μὲ ἁπλᾶ λόγια, δηλαδή, ὁ Πρωταγόρας δὲν λέει ὅτι δὲν ὑπάρχουν θεοί, ἀλλὰ ἁπλῶς ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς γνωρίσουμε. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀθεΐα· εἶναι ἀγνωστικισμός. Καὶ ὁ Whitmarsh κάκιστα ταὐτίζει (καὶ μάλιστα ρητῶς25) αὐτὰ τὰ δύο, ποὺ εἶναι σαφέστατα καὶ κατὰ κοινὴν ὁμολογίαν… ἕτερον ἑκάτερον26.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε πόσο πολὺ ἀπέχει ὁ ἀγνωστικισμὸς ἀπὸ τὴν ἀθεΐα, ἀρκεῖ νὰ ἀναλογισθοῦμε ὅτι ἀκριβῶς ἕνας συνεπὴς ἀγνωστικισμὸς εἶναι καὶ ἡ θέση τοῦ Ἀλέξανδρου Τσιριντάνη πὼς ὅ,τι ἀφορᾷ τὸν Θεὸ καὶ γενικὰ τὰ μεταφυσικὰ ἐρωτήματα εἶναι «πάνω ἀπὸ τὸν φράκτη», δηλαδὴ πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητες γνώσης τοῦ ἀνθρώπου27. Ὁ Τσιριντάνης καταφεύγει σὲ αὐτὸν τὸν ἀγνωστικισμό, ὄχι ἐπιτιθέμενος κατὰ τῆς πίστεως, ἀλλὰ ὑπεραμυνόμενος τῆς πίστεως, μὲ τὸ ἑξῆς περίπου σκεπτικό: Ἀφοῦ ὅ,τι ἀφορᾷ τὸν Θεὸ εἶναι πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητες γνώσης τοῦ ἀνθρώπου, ὅποια ἀπάντηση καὶ ἂν ἐπιλέξω νὰ δώσω στὸ ἐρώτημα ἂν ὑπάρχει Θεός, αὐτὴ θὰ εἶναι μιὰ ἀπάντηση πίστης.
Ἔτσι, ἡ περιφρονητικὴ ἀπόρριψη τῆς πίστης εἶναι ὁλωσδιόλου ἀνόητη. Καὶ ὁ πιστὸς καὶ ὁ ἄθεος, ἀκριβῶς ἐξ ἴσου καὶ οἱ δύο, πιστεύουν: ὁ πρῶτος πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὁ δεύτερος πιστεύει ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Κανένας ἀπὸ τοὺς δύο δὲν γνωρίζει· καὶ οἱ δύο πιστεύουν.
Ἁπλῶς, ὁ πιστὸς εἶναι εἰλικρινὴς στὴν πίστη του, διότι ἀναγνωρίζει ὅτι πιστεύει, ἐνῷ ὁ ἄθεος εἶναι ἀνειλικρινὴς ἤ… βαθιὰ νυχτωμένος, ἀφοῦ «ξορκίζει» τὴν πίστη καὶ τὴν καταδικάζει, μὴ συνειδητοποιώντας ἢ μὴ ὁμολογώντας ὅτι καὶ ἡ δική του τοποθέτηση πάνω στὸ ἐρώτημα περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τοποθέτηση πίστης, καὶ προφανῶς ὄχι γνώσης.
Εἶναι λοιπὸν φανερὸ πόσο πολὺ διαφέρει ὁ ἀγνωστικισμὸς ἀπὸ τὴν ἀθεΐα.
Καὶ εἶναι ἐξ ἴσου φανερὸ πόσο αὐθαίρετο θὰ ἦταν, τοὐλάχιστον μὲ τὰ στοιχεῖα ποὺ ἔχουμε, νὰ μεταφράσουμε σὲ ἀθεΐα τὸν ἀγνωστικισμὸ τοῦ Πρωταγόρα.
γ) Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος
Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος ποὺ ἀσφαλῶς θὰ σκανδάλιζε τοὺς συγχρόνους του, σὲ κάποιους μάλιστα μπορεῖ νὰ ἔδινε καὶ τὴν ἐντύπωση ἀθέου, εἶναι ὁ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.).
Ὁ Ξενοφάνης δὲν διστάζει νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς παλαιοὺς ποιητές, κατονομάζοντας μάλιστα τοὺς πιὸ ἐξέχοντες, τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο, γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο παρουσίαζαν τοὺς θεούς: «Ὅλα ἐκεῖνα πρόβαλαν στοὺς θεοὺς ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Ἡσίοδος ποὺ στοὺς ἀνθρώπους εἶναι ντροπὴ καὶ ψόγος, τὴν κλοπὴ καὶ τὴ μοιχεία καὶ τὴν ἀλληλεξαπάτηση»28.
Καὶ δὲν εἶναι μόνον ὅτι ὁ Ξενοφάνης θεωροῦσε ὅτι τὰ πάθη καὶ οἱ κακίες εἶναι ἀσυμβίβαστα μὲ τὴν τελειότητα τοῦ θείου.
Ἀκόμη καὶ ἡ ἀπεικόνιση τοῦ θείου μὲ ἀνθρώπινα χαρακτηριστικὰ εἶναι κατὰ τὸν Ξενοφῶνα ἀνόητη: «Οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ θεοὶ γεννιοῦνται καὶ ὅτι ἔχουν τὰ δικά τους ροῦχα καὶ τὴ δική τους φωνὴ καὶ τὸ δικό τους σῶμα»29.
Ἀλλοῦ ὁ Ξενοφάνης γράφει ὅτι οἱ Αἰθίοπες λένε ὅτι οἱ θεοί τους ἔχουν σιμὴ μύτη καὶ εἶναι μαῦροι, ἐνῷ οἱ Θρᾷκες ὅτι εἶναι γαλανομάτηδες καὶ κοκκινοτρίχιδες30, ἐνῷ δὲν διστάζει νὰ γράφει, μὲ ἄφθαστη εἰρωνεία: «Ἀλλὰ ἂν εἶχαν χέρια τὰ βόδια καὶ τὰ ἄλογα ἢ τὰ λιοντάρια ἢ μποροῦσαν νὰ ζωγραφίσουν πίνακες ὅπως οἱ ἄνθρωποι, τὰ ἄλογα ὅμοιες μὲ ἄλογα καὶ τὰ βόδια ὅμοιες μὲ βόδια θὰ ἔκαναν τὶς ἀπεικονίσεις τῶν θεῶν καὶ θὰ τοὺς ἔκαναν σώματα ὅμοια μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουν καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὸ καθένα»31.
Ὅσο ὅμως καὶ ἂν τέτοιες διατυπώσεις μπορεῖ νὰ προσέβαλλαν τὴ θρησκευτικότητα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς, εἶναι πε- ρισσότερο ἀπὸ φανερὸ ὅτι ὁ Ξενοφάνης, μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει, δὲν ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τῶν θεῶν, ἀλλὰ τὸν ἀνθρωπομορφισμό τους. Ἔτσι, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τόσους ἄλλους ἀρχαίους σοφούς, οἱ χριστιανοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔβλεπαν τὸν Ξενοφάνη ὡς πολέμιο τῆς πίστης, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἔνιωθαν ἄνετα νὰ τὸν ἐμφανίζουν ὡς πρόδρομο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ παραπάνω ἀποσπάσματα τοῦ Ξενοφάνη σῴζονται ἀπὸ τὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα, τὸν σπουδαῖο αὐτὸν χριστιανὸ διανοητὴ καὶ φιλόσοφο τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ., ὁ ὁποῖος καὶ ἐγκωμιάζει ἀνοικτὰ τὸν Ξενοφάνη γιὰ τὶς θέσεις ποὺ τόλμησε νὰ ἐκφράσει καὶ τὸν παρουσιάζει ὡς πρόδρομο τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ («Εὖ γοῦν καὶ Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος, διδάσκων ὅτι εἷς καὶ ἀσώματος ὁ Θεός, ἐπιφέρει…»)32, παραθέτοντας μάλιστα καὶ ἕνα ἀκόμα χωρίο τοῦ Ξενοφάνη, ποὺ δείχνει πόσο… ἄθεος ἦταν ὁ ἀρχαῖος αὐτὸς φιλόσοφος: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ πιὸ μεγάλος μεταξὺ καὶ τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος δὲν μοιάζει μὲ τοὺς θνητοὺς οὔτε στὸ σῶμα οὔτε στὴν ἔννοια» 33.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχει ἀρκετὴ συζήτηση γιὰ τὸ ἂν ὁ Ξενοφάνης ἦταν μονοθεϊστής, πανθεϊστὴς ἢ κάτι ἄλλο· ἀλλὰ τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι δὲν ἦταν ἄθεος.
δ) Ἀναξαγόρας
Μία ἀπὸ τὶς μεγάλες μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητας ποὺ βρέθηκαν ἀντιμέτωπες μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας εἶναι ὁ Ἀναξαγόρας (περ. 510-428 π.Χ.), ὁ φιλόσοφος ποὺ ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Περικλῆ καὶ σφράγισε ὅσο λίγοι τὸν λεγόμενο «χρυσὸ αἰῶνα» τῆς Ἀρχαιότητας.
Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴν προσαγωγὴ τοῦ Ἀναξαγόρα σὲ δίκη μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας εἶναι συγκεχυμένες.
Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος παραθέτει ἀρκετὲς τέτοιες, ἀλληλοσυγκρουόμενες μαρτυρίες34.
Τὸ βέβαιο, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ Ἀναξαγόρας ἀντιμετώπισε στὴν Ἀθήνα τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας καὶ μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ κατέφυγε στὴ Λάμψακο, ὅπου καὶ πέθανε.
Ἀλλὰ βεβαίως ὁ Ἀναξαγόρας κάθε ἄλλο παρὰ ἄθεος ἦταν. Αὐτὸς εἶναι ποὺ εἰσήγαγε τὴν ἔννοια τοῦ Νοῦ, ποὺ εἶναι ἡ πιὸ κεντρικὴ ἔννοια τῆς φιλοσοφίας του.
Κατὰ τὸν Ἀναξαγόρα, πίσω ἀπὸ τὴ γένεση τῶν πάντων ὑπάρχει ὁ Νοῦς, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει ξέχωρα ἀπὸ ὅλα, εἶναι δὲ παντο- γνώστης καὶ παντοδύναμος35. Ὁ Πλούταρχος μάλιστα μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ τότε ἄνθρωποι ἀποκαλοῦσαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἀναξαγόρα «Νοῦν», εἴτε γιὰ τὴ μεγάλη του ὀξύνοια, εἴτε γιατὶ αὐτὸς πρῶτος, ὅπως γράφει, ἔθεσε στὴν ἀρχὴ τῆς «δια- κοσμήσεως» τῶν πάντων ὄχι τὴν τύχη ἢ τὴν ἀνάγκη, ἀλλὰ τὸν Νοῦν36. Νομίζουμε ὅτι εἶναι προφανὲς πὼς τέτοιες ἀπόψεις δὲν εἶναι ἀπόψεις ἀθέου ἢ ἀρνητῆ.
Ὑπάρχει ἕνα χαριτωμένο ἀνέκδοτο γιὰ τὸν Ἀναξαγόρα: Ὁ φιλόσοφος ἀδιαφοροῦσε γιὰ τά «πολιτικά», δηλαδὴ γιὰ τὶς ὑπο- θέσεις τῆς πόλεως. Κάποιος λοιπὸν τὸν ρώτησε: «Δὲν ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πατρίδα σου;». Καὶ ὁ Ἀναξαγόρας ἀπάντησε: «Κάθε ἄλλο! Ἐνδιαφέρομαι, καὶ μάλιστα πάρα πολύ, γιὰ τὴν πατρίδα μου» – καὶ ἔδειξε τὸν οὐρανό37. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἔμαθε τὸν ἄνθρωπο νὰ λέει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς πρᾶγμα, ὅσο καὶ ἄν, βεβαίως, ὁ λόγος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι λόγος πιστοῦ, ἐνῷ ὁ λόγος τοῦ Ἀναξαγόρα ἦταν λόγος ἐρευνητῆ.
Πάντως, ἂν ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἀναξαγόρα πολεμοῦσε κάτι, αὐτὸ δὲν ἦταν ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἀλλὰ ἡ δεισιδαιμονία.
Χάρη στὸν Ἀναξαγόρα, γράφει ὁ Πλούταρχος, ὁ Περικλῆς ἔγινε «δεισιδαιμονίας καθυπέρτερος», καθὼς τὴ δεισιδαιμονία τὴν γεννάει ἡ ἄγνοια, ἐνῷ ἡ φιλοσοφία ποὺ δίδασκε ὁ Ἀναξαγόρας, «ἀντὶ τῆς φοβερᾶς καὶ φλεγμαινούσης δεισιδαιμονίας», θεμελιώνει «τὴν ἀσφαλῆ μετ’ ἐλπίδων ἀγαθῶν εὐσέβειαν»38. Ἔ, νομίζουμε ὅτι εἶναι προφανὲς ὅτι θὰ ἦταν πέρα γιὰ πέρα ἄτοπο νὰ πάρουμε τοῖς μετρητοῖς τὴν κατηγορία περὶ ἀθεΐας καὶ νὰ θεωρήσουμε ἄθεο τὸν Ἀναξαγόρα, ποὺ δίδασκε ὅτι πίσω ἀπὸ τὴ γένεση τῶν πάντων βρίσκεται ὁ Νοῦς, καὶ ἡ διδασκαλία του θεμελιώνει «τὴν ἀσφαλῆ μετ’ ἐλπίδων ἀγαθῶν εὐσέβειαν», ὅπως τόσο ὡραῖα γράφει ὁ Πλούταρχος.
ε) Διογένης Ἀπολλωνιάτης
Ἕνας ἄλλος διανοητὴς γιὰ τὸν ὁποῖο μποροῦμε ἀρκετὰ βάσιμα νὰ ποῦμε ὅτι βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας εἶναι ὁ Προσωκρατικὸς φιλόσοφος τοῦ πέμπτου, ἐπίσης, αἰῶνα Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης, μαθητὴς τοῦ Ἀναξιμένη καὶ σύγχρονος τοῦ Ἀναξαγόρα, «ἀνὴρ φυσικὸς καὶ ἄγαν ἐλλόγιμος», κατὰ τὸν Διογένη Λαέρτιο39. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος μεταφέρει τὴν πληροφορία τοῦ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως ὅτι ὁ Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης κινδύνευσε νὰ θανατωθεῖ στὴν Ἀθήνα «διὰ μέγαν φθόνον»40, χωρὶς δηλαδὴ εὐθεῖα ἀναφορὰ σὲ κάποια κατηγορία περὶ ἀθεΐας· ὡστόσο, ἡ ρητὴ συσχέτιση τῆς περίπτωσής του μὲ αὐτὴ τοῦ Σωκράτη καθιστᾷ λίαν πιθανὸ ὁ Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης νὰ κατηγορήθηκε καὶ ὁ ἴδιος ἐπὶ ἀθεΐᾳ.
Δυστυχῶς δὲν ἔχουμε στὰ χέρια μας τὰ ἔργα τοῦ Διογένη, παρὰ μόνο κάποια ἀποσπάσματα, κυρίως ἀπὸ τὸν Σιμπλίκιο. Τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματά του, πάντως, εἶναι αὐτὸ ποὺ παρατίθεται ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ ἔργο του Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι41, ἀναφερόμενο στὴν κατανομὴ τῶν αἱμοφόρων ἀγγείων στὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Ὁ Jonathan Barnes, σὲ μιὰ πολὺ γνωστὴ μελέτη του γιὰ τὴν Προσωκρατικὴ φιλοσοφία, γράφει χαρακτηριστικὰ γιὰ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα ὅτι «ἐδῶ μποροῦμε νὰ διαβάσουμε ἀπὸ πρῶτο χέρι αὐτὸ ποὺ στὴν περίπτωση ἄλλων Προσωκρατικῶν μαθαίνουμε μόνο ἐμμέσως: μιὰ προσπάθεια νὰ περιγραφεῖ μὲ ἐπιστημονικὴ λεπτομέρεια ἡ δομὴ καὶ ὀργάνωση τοῦ φυσικοῦ κόσμου»42.
Ἀσφαλῶς, μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τοὺς λόγους ποὺ ἔκαναν κάποιους ἐκείνη τὴν ἐποχὴ νὰ διακρίνουν μιὰ ἀθεΐα πίσω ἀπὸ αὐτὴ τήν «προσπάθεια νὰ περιγραφεῖ μὲ ἐπιστημονικὴ λεπτομέρεια ἡ δομὴ καὶ ὀργάνωση τοῦ φυσικοῦ κόσμου». Ἀλλὰ ὁ Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης μόνο ἄθεος δὲν ἦταν! Ἀπεναντίας, πίσω ἀπὸ τὴ δομὴ καὶ ὀργάνωση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τὴν ὁποία προσπάθησε νὰ προσεγγίσει ἐπιστημονικά, διέκρινε μιὰ θεϊκὴ σοφία, μιά «νόησιν». Ὁ ἴδιος, ἄλλωστε, γράφει ρητῶς σὲ ἕνα ἄλλο ἀπὸ τὰ λίγα σῳζόμενα ἀποσπάσματά του: «Δὲν θὰ ἦταν δυνατὸν χωρὶς νόηση νὰ εἶναι τὰ πάντα συνδεδεμένα κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ὑπάρχουν μέτρα γιὰ ὅλα, καὶ γιὰ τὸν χειμῶνα καὶ γιὰ τὸ θέρος καὶ γιὰ τὴ νύκτα καὶ γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ γιὰ τὶς βροχὲς καὶ γιὰ τοὺς ἀνέμους καὶ γιὰ τὶς καλοκαιρίες»43.
Ἂς μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ δήλωση αὐτὴ ὄχι μόνο δὲν δηλώνει ἀθεΐα, ἀλλὰ ἀπεναντίας ἀποτελεῖ ἀπερίφραστη ὁμολογία πίστεως!
στ) Ἐπίκουρος
Ὁ Ἐπίκουρος, ὁ φιλόσοφος ὁ ὁποῖος στὴ φιλοσοφία του ἀνήγαγε τὴν ἡδονὴ σὲ σκοπὸ τῆς ζωῆς, ἦταν φυσικὸ νὰ κινήσει τὴν ὑποψία περὶ ἀθεΐας. Ὁ Whitmarsh στὴ Θεομαχία του ἀφιερώνει σὲ αὐτὸν ἕνα ὁλόκληρο κεφάλαιο, στὸ ὁποῖο δίνει τὸν τίτλο: «Ἐπίκουρος θεομάχος»44.
Ἐξάλλου, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ παραδομένοι στὸν ἔκλυτο βίο ἄνθρωποι εἶχαν πρότυπό τους τὸν Ἐπίκουρο (ὁ Πλίνιος ὁ Πρεσβύτερος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ πλούσιοι Ρωμαῖοι γέμιζαν τὰ ὑπνοδωμάτιά τους μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Ἐπίκουρου καὶ στὰ γενέθλιά του… προσέφεραν θυσίες!45).
Ὡστόσο, ὅλοι αὐτοὶ οἱ αὐτόκλητοι ὑμνητὲς τοῦ Ἐπίκουρου εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ἀπογοητεύονταν σφόδρα, ἂν ἔμπαιναν στὸν κόπο νὰ διαβάσουν… τὸν ἴδιο τὸν Ἐπίκουρο. Διότι, γιὰ παράδειγμα, ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίκουρος γράφει ρητῶς ὅτι, ὅταν λέει ὅτι ἡ ἡδονὴ εἶναι σκοπὸς τῆς ζωῆς, δὲν ἐννοεῖ «τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονάς», ὅπως νομίζουν ὅσοι τὸν παρερμηνεύουν· διότι στὴν πραγματικότητα, ὅπως τονίζει, τόν «ἡδὺ βίον» δὲν τὸν γεννοῦν οἱ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ ἡδονὴ εἶναι ἀχώριστη μὲ τὴν ἀρετή, καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ζεῖ «ἡδέως», χωρὶς νὰ ζεῖ φρόνιμα καὶ καλὰ καὶ δίκαια, οὔτε πάλι νὰ ζεῖ φρόνιμα καὶ καλὰ καὶ δίκαια, χωρὶς νὰ ζεῖ «ἡδέως»46 – ὅλα αὐτά, βέβαια, δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ σχέση μὲ τὰ ὅσα θὰ ἤθελαν νὰ ἀκούσουν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἔκλυτου βίου.
Ἐξίσου θὰ ἀπογοητεύονταν ὅσοι θὰ ἀναζητοῦσαν στὸν Ἐπίκουρο κάποια ἀνοικτὴ ἐπίθεση κατὰ τοῦ θείου. Ἀπεναντίας, ὁ Ἐπίκουρος γράφει: «Κατὰ πρῶτον, πιστεύοντας ὅτι ὁ θεὸς εἶναι ὂν ἄφθαρτο καὶ μακάριο, ὅπως παραδέχεται ἡ κοινὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ θεοῦ, μὴν τοῦ προσάπτεις τίποτα οὔτε ξένο πρὸς τὴν ἀφθαρσία οὔτε ἀνοίκειο πρὸς τὴ μακαριότητα· ἀλλὰ νὰ πιστεύεις γι’ αὐτὸν ὅ,τι συνᾴδει πρὸς τὴ μακαριότητα τὴ συνοδευόμενη ἀπὸ τὴν ἀφθαρσία.
Γιατὶ θεοὶ ὑπάρχουν· γιατὶ εἶναι ἐναργὴς ἡ γνώση γι’ αὐτούς. Δὲν εἶναι ὅμως τέτοιοι ποὺ τοὺς νομίζουν οἱ πολλοί· γιατὶ λένε γι’ αὐτοὺς πράγματα ποὺ ἀντιφάσκουν πρὸς τὴν ἀντίληψη γιὰ τοὺς θεούς. Καὶ ἀσεβὴς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναιρεῖ τοὺς θεοὺς τῶν πολλῶν, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προσάπτει στοὺς θεοὺς ὅσα οἱ πολλοὶ πιστεύουν»47.
Πόσο… ἄθεος μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος ποὺ γράφει τέτοια πράγματα; Ὁ Hickson, ἀναφερόμενος ἀκριβῶς στὸν Ἐπίκουρο, παρατηρεῖ χαρακτηριστικὰ ὅτι ἡ θρησκεία ἦταν τόσο ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς καθημερινῆς ζωῆς στὴν πρώιμη ἑλληνιστικὴ ἐποχή (τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἐπίκουρου), ποὺ εἶναι ἀμφίβολο ἂν μποροῦσε κανένας σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο νὰ ἦταν ἄθεος μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ ὅρου48. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἐπίκουρος δὲν φαίνεται νὰ δεχόταν τὴν πρόνοια τοῦ θεοῦ ἐπὶ τοῦ κόσμου, θεωρώντας την ἀσυμβίβαστη μὲ τὴ μακαριότητα τοῦ θεοῦ49. Ἀλλὰ ὁ Ἐπίκουρος δὲν ἦταν ἀρνητὴς τοῦ θείου· αὐτὸ ποὺ ἀμφισβητοῦσε, σὰν ἄλλος Ξενοφάνης, ἦταν οἱ ἀντιλήψεις τῶν πολλῶν γιὰ τοὺς θεούς. Μήπως τὸ ἴδιο ὅμως δὲν ἔκανε καὶ ὁ Πλάτων στὴν Πολιτεία; Μήπως τὸ ἴδιο δὲν ἔκαναν καὶ οἱ χριστιανοὶ ἀργότερα; Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ κάλλιστα θὰ μπορούσαμε νὰ φαντασθοῦμε στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν χριστιανοὺς νὰ βαδίζουν στὴν ὁδὸ τοῦ μαρτυρίου, λέγοντας ἀκριβῶς τὸν λόγο τοῦ Ἐπίκουρου: «Ἀσεβὴς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναιρεῖ τοὺς θεοὺς τῶν πολλῶν, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προσάπτει στοὺς θεοὺς ὅσα οἱ πολλοὶ πιστεύουν».
Συμπέρασμα Α
Ὅλα τὰ παραπάνω δικαιώνουν ἀπολύτως τὴν ἐκτίμηση ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἦταν «πέρα γιὰ πέρα θεοκεντρικός». Ἡ δὲ ὑπέρτατη ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀκόμη καὶ διανοητὲς ποὺ σύρθηκαν στὰ δικαστήρια ἢ καὶ καταδικάσθηκαν μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ἄρθρωσαν μὲν ἕναν λόγο ἀμφισβήτησης, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἐξέφραζε μιὰ ἄρνηση τοῦ θείου, ἀλλὰ ἀπεναντίας μιὰ βαθύτερη θρησκευτικὴ ἀναζήτηση. Αὐτὸν τὸν λόγο συχνὰ οἱ χριστιανοὶ τὸν εἶδαν ἀργότερα ὡς προάγγελο τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος. Γράφει σχετικὰ ἡ Διακήρυξη: «Διὰ τὸν Ἕλληνα τῆς κλασικῆς ἐποχῆς ἡ θρησκευτικὴ πίστις δὲν ἦτο κἄτι ποὺ ὑπῆρχε ἁπλῶς κατὰ παράδοσιν, κἄτι τὸ ὁποῖον κανεὶς δὲν τὸ ἐπίστευε, ἀλλὰ καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἔθιγε, κἄτι κατὰ συνθήκην, ὅπως παρουσιάσθη εἰς τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους. Τοιοῦτον τι ὑπῆρξεν ὄντως καὶ εἰς τὴν κλασικὴν ἐποχήν, δὲν ἀνεφέρετο ὅμως εἰς αὐτὴν τὴν πίστιν εἰς Θεόν, ἀλλὰ μόνον εἰς τὴν μορφὴν τῆς θρησκείας τὴν ὁποίαν εἶχε παραλάβει ἀπὸ τοὺς προγόνους του ὁ Ἕλλην, τὴν ἰδιαζόντως εἰδωλολατρικὴν θρησκείαν τοῦ Ὀλύμπου.
Ἀπὸ αὐτὴν εἰδικῶς τὴν θρησκευτικότητα εἶχε βέβαια ἀνυψωθῇ πολὺ παραπάνω ἡ ἑλληνικὴ σκέψις, ἀλλὰ ἀκριβῶς διὰ νὰ δώσῃ εἰς τὸ θρησκευτικὸν αἴσθημα θέσιν κεντρικωτέραν καὶ βασικωτέραν μέσα εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου»50.
Ὑπάρχουν δύο ἐρωτήματα ἀκόμα στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε ἀπάντηση, προκειμένου νὰ θεωρήσουμε σὲ κάποιο βαθμὸ ὁλοκληρωμένη τὴ μελέτη μας γιὰ τὴν ἀθεΐα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα: Πρῶτον: Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀρχαίους νὰ θεωροῦν ἄθεους –καὶ μάλιστα νὰ σύρουν στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας– ἀνθρώπους ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι μόνο ἄθεοι δὲν ἦταν, μὲ χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα; Δεύτερον: Ὑπῆρξαν πραγματικοὶ ἄθεοι στὴν ἀρχαιότητα, μὲ τὴν ἔννοια ποὺ δίνουμε σήμερα στὸν ὅρο; Οἱ ἀπαντήσεις καὶ στὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα εἶναι ἐξόχως ἀποκαλυπτικές.
Ἀλλὰ αὐτὲς θὰ τὶς δοῦμε στὸ ἑπόμενο, δεύτερο μέρος αὐτῆς τῆς μελέτης.
- Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ σύνολο τοῦ κειμένου τῆς Διακήρυξης, μαζὶ μὰ ἄλλα σημαντικὰ κείμενα, βρίσκεται ἀναρτημένο στὴν ἱστοσελίδα τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων (www.xee.gr).
- Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, Ἀθῆναι 1946, σελ. 139.
- ὅ.π., σελ. 139-140.
- Tim Whitmarsh, Battling the Gods. Atheism in the Ancient World, Alfred A. Knopf, New York 2015.
- Tim Whitmarsh, Θεομαχία. Ἡ ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο κόσμο, μτφ. Γ. Καζαντζίδη, Ἐκδόσεις Polaris, Ἀθήνα 2018.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 14.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 15.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 14-15.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 22.
- Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Α΄, Ἐκδόσεις «Συζήτησις», Ἀθῆναι 1980, σελ. 15.
- Ὁ ἀναγνώστης θὰ παρατηρήσει ὅτι δὲν ἀναφέρουμε τὸν Εὐριπίδη, καὶ αὐτὸ γιατὶ τὰ περὶ δίωξης τοῦ Εὐριπίδη ἐπὶ ἀθεΐᾳ φαίνονται ὅτι δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα. Βλ. χαρακτηριστικά, Jan N. Bremmer, “Atheism in An- tiquity”, ἐν Michael Martin (ed.), The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, Cambridge, New York etc. 2007, σελ. 15: «Ἀκόμα καὶ ἡ παράδοση τῆς δίκης τοῦ Εὐριπίδη γιὰ ἀθεΐα εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα εἴτε ἀντλημένη ἀπὸ τὴν κωμῳδία εἴτε ἐπινενοημένη κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὴ δίκη τοῦ Σωκράτη».
- Ξενοφῶντος, Ἀπομνημονεύματα, ed. E. C. Marchant, Α΄ 1, 1.3-5· Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, ed. H. S. Long, Β΄ 40.4-6.
- Πλάτωνος, Ἀπολογία Σωκράτους, ed. J. Burnet, 26b8-c7: «Πρὸς αὐτῶν τοίνυν, ὦ Μέλητε, τούτων τῶν θεῶν ὧν νῦν ὁ λόγος ἐστίν, εἰπὲ ἔτι σαφέστερον καὶ ἐμοὶ καὶ τοῖς ἀνδράσιν τουτοισί. Ἐγὼ γὰρ οὐ δύναμαι μαθεῖν πότερον λέγεις διδάσκειν με νομίζειν εἶναί τινας θεούς –καὶ αὐτὸς ἄρα νομίζω εἶναι θεοὺς καὶ οὐκ εἰμὶ τὸ παράπαν ἄθεος οὐδὲ ταύτῃ ἀδικῶ–οὐ μέντοι οὕσπερ γε ἡ πόλις ἀλλὰ ἑτέρους, καὶ τοῦτ’ ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς, ὅτι ἑτέρους, ἢ παντάπασί με φῂς οὔτε αὐτὸν νομίζειν θεοὺς τούς τε ἄλλους ταῦτα διδάσκειν. – Ταῦτα λέγω, ὡς τὸ παράπαν οὐ νομίζεις θεούς».
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 145-159.
- Ἰουστίνου, Ἀπολογία ὑπὲρ Χριστιανῶν πρὸς Ἀντωνῖνον τὸν Εὐσεβῆ, ed. E. J. Goodspeed, μςʹ 3.1-4.5: «Καὶ οἱ μετὰ λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εἰσι, κἂν ἄθεοι ἐνομίσθησαν, οἷον ἐν Ἕλλησι μὲν Σωκράτης καὶ Ἡράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι αὐτοῖς, ἐν βαρβάροις δὲ Ἀβραὰμ καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ καὶ Ἠλίας καὶ ἄλλοι πολλοί, ὧν τὰς πράξεις ἢ τὰ ὀνόματα καταλέγειν μακρὸν εἶναι ἐπιστάμενοι τανῦν παραιτούμεθα. Ὥστε καὶ οἱ προγενόμενοι ἄνευ λόγου βιώσαντες, ἄχρηστοι καὶ ἐχθροὶ τῷ Χριστῷ ἦσαν καὶ φονεῖς τῶν μετὰ λόγου βιούντων· οἱ δὲ μετὰ λόγου βιώσαντες καὶ βιοῦντες Χριστιανοὶ καὶ ἄφοβοι καὶ ἀτάραχοι ὑπάρχουσι».
- Ἰουστίνου, Ἀπολογία ὑπὲρ Χριστιανῶν πρὸς Ἀντωνῖνον τὸν Εὐσεβῆ, ed. E. J. Goodspeed, εʹ 3.1-6: «Ὅτε δὲ Σωκράτης λόγῳ ἀληθεῖ καὶ ἐξεταστικῶς ταῦτα εἰς φανερὸν ἐπειρᾶτο φέρειν καὶ ἀπάγειν τῶν δαιμόνων τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ οἱ δαίμονες διὰ τῶν χαιρόντων τῇ κακίᾳ ἀνθρώπων ἐνήργησαν ὡς ἄθεον καὶ ἀσεβῆ ἀποκτεῖναι, λέγοντες κοινὰ εἰσφέρειν αὐτὸν δαιμόνια· καὶ ὁμοίως ἐφ’ ἡμῶν τὸ αὐτὸ ἐνεργοῦσιν». Ἰουστίνου, Ἀπολογία ὑπὲρ Χριστιανῶν πρὸς τὴν Ῥωμαίων Σύγκλητον, ed. E. J. Goodspeed, ι΄ 5.1-5: «Ὁ πάντων δὲ αὐτῶν εὐτονώτερος πρὸς τοῦτο γενόμενος Σωκράτης τὰ αὐτὰ ἡμῖν ἐνεκλήθη· καὶ γὰρ ἔφασαν αὐτὸν καινὰ δαιμόνια εἰσφέρειν, καὶ οὓς ἡ πόλις νομίζει θεοὺς μὴ ἡγεῖσθαι αὐτόν».
- Βέβαια, στὴν πιὸ γνωστὴ περίπτωση, ἡ μορφὴ τοῦ Σωκράτη δὲν συμπεριλαμβάνεται στὶς μορφὲς τῶν ἑπτὰ ἀρχαίων σοφῶν ποὺ ἁγιογραφήθηκαν τὸ 1542 στὸν νάρθηκα τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλανθρωπηνῶν στὸ νησάκι τῆς λίμνης τῶν Ἰωαννίνων (οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ εἶναι οἱ Πλάτων, Σόλων, Θουκυδίδης, Ἀριστοτέλης, Πλούταρχος, Χίλων ὁ Λακεδαιμόνιος, Ἀπολλώνιος Τυανεύς), ἀλλὰ ἀσφαλῶς ὁ Σωκράτης δὲν εἶναι ἄσχετος πρὸς τὴν ἁγιογραφούμενη ἐκεῖ μορφὴ τοῦ Πλάτωνα. Πέραν τούτου, ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης ἐμφανίζεται: α) στὴν τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας μαζὶ μὲ ἄλλες ἕνδεκα μορφὲς τῆς Ἀρχαιότητας (Πυθαγόρας, Ὅμηρος, Ἀριστοτέλης, Σίβυλλα, Πλάτων, Πλούταρχος κ.ἄ.), ποὺ στέκονται ἑκατέρωθεν τοῦ Ἰεσσαί, σὲ τοιχογραφία ποὺ φιλοτέχνησε μεταξὺ 1535 καὶ 1541 ὁ Θεοφάνης ὁ Κρής, β) στὸν γυναικωνίτη τοῦ κτισμένου τὸ 1677 ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Σιάτιστα, πλάι στὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὴ Σίβυλλα, γ) στὸν προαύλιο χῶρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου, πλάι στὸν Σόλωνα, τὴ Σίβυλλα, τὸν Πυθαγόρα, τὸν Ὅμηρο, τὸν Θουκυδίδη, τὸν Ἀριστοτέλη, τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Πλούταρχο, δίπλα στοὺς ὁποίους βρίσκεται –πολὺ ταιριαστά– καὶ ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυρας, δ) στὸν πρόναο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ἀργοστόλι τῆς Κεφαλονιᾶς, καὶ συγκεκριμένα πλάι στὸν Πλάτωνα στὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσερχομένου, μὲ κείμενο τοῦ Ἰουστίνου τοῦ φιλοσόφου καὶ μάρτυρος ἀνάμεσά τους, ἐνῷ στὰ δεξιὰ τοῦ εἰσερχομένου εἰκονίζονται ὁ Ἡράκλειτος καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, μὲ κείμενο τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως ἀνάμεσά τους. Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ πρακτικὴ τῆς ἀπεικόνισης τοῦ Σωκράτη σὲ ἱεροὺς ναοὺς συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
- Εὐσεβίου Καισαρείας, Εὐαγγελικὴ προπαρασκευή, ed. K. Mras, ΙΔ΄ 3, 7.2.
- Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων καὶ σο- φιστῶν, ed. H. S. Long, Θ΄ 52.2-4: «Διὰ ταύτην δὲ τὴν ἀρχὴν τοῦ συγγράμματος ἐξεβλήθη πρὸς Ἀθηναίων· καὶ τὰ βιβλία αὐτοῦ κατέκαυσαν ἐν τῇ ἀγορᾷ, ὑπὸ κήρυκι ἀναλεξάμενοι παρ’ ἑκάστου τῶν κεκτημένων».
- Πρωταγόρου, eds H. Diels καὶ W. Kranz, ἀπ. Β 1.6-7, 1.12-13: «πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν».
- Πλάτωνος, Νόμοι, ed. J. Burnet, 716c4-6: «Ὁ δὴ θεὸς ἡμῖν πάντων χρημάτων ἂν εἴη μάλιστα, καὶ πολὺ μᾶλλον ἤ πού τις, ὥς φασιν, ἄνθρωπος».
- Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Β΄, Ἐκδόσεις «Συζήτησις», Ἀθῆναι 1981, σελ. 184 (= Ὁ Ἀνθρωπισμός, τόμος Α΄, Ἕνωσις Ἑλληνικὸς Πολιτισμὸς καὶ Ἐκδόσεις «Συζήτησις», Ἀθῆναι 1995, σελ. 52). Βεβαίως, πολὺ ἰσορροπημένα, ὁ ἴδιος ὁ Τσιριντάνης προειδοποιεῖ: «Πρέπει νὰ προσέξωμε μήπως, ἐπειδὴ θέλομε νὰ χτυπήσωμε τὴν διδασκαλία τοῦ Πρωταγόρα, ἀρνηθῶμεν τὴν ἀνθρωπίνην προσωπικότητα καὶ τὸν αὐτόνομον κανόνα δικαίου» (Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Β΄, σελ. 198 = Ὁ Ἀνθρωπισμός, τόμος Α΄, σελ. 66).
- Πρωταγόρου, eds H. Diels καὶ W. Kranz, ἀπ.Β 4.5-7.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 104-114.
- ὅ.π., σελ. 245.
- Βλ. A. Kenny, “Agnosticism and atheism”, ἐν J. Cornwell καὶ M. McGhee (eds), Philosophers and God. At the frontiers of faith and reason, Continuum, New York 2009· πρβ. M. Martin, “General introduction”, ἐν M. Martin (ed.), The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, New York 2007, σελ. 2-3.
- Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Γιὰ μιὰ πορεία μὲ ἐπίγνωση, Ἐκδόσεις «Συζήτησις», Ἀθῆναι 1975, σελ. 22 κ.ἑ.
- Ξενοφάνους, eds H. Diels καὶ W. Kranz, ἀπ. Β 11: «Πάντα θεοῖσ’ ἀνέθηκαν Ὅμηρός θ’ Ἡσίοδός τε, / ὅσσα παρ’ ἀνθρώποισιν ὀνείδεα καὶ ψόγος ἐστίν, / κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν». Πρβ. ἀπ. 12: «ὡς πλεῖστα ἐφθέγξα- ντο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα, / κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους ἀπατεύειν».
- Ξενοφάνους, ἀπ. Β 14: «Ἀλλ’ οἱ βροτοὶ δοκέουσι γεννᾶσθαι θεούς, / τὴν σφετέρην δ’ ἐσθῆτα ἔχειν φωνήν τε δέμας τε».
- Ξενοφάνους, ἀπ. Β 16: «Αἰθίοπές τε <θεοὺς σφετέρους> σιμοὺς μέλανάς τε / Θρήικές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς <φασι πέλεσθαι>».
- Ξενοφάνους, ἀπ. Β 15: «Ἀλλ’ εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ’> ἢ λέοντες / ἢ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, / ἵπποι μὲν θ’ ἵπποισι βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας / καί <κε> θεῶν ἰδέας ἔγραφον καὶ σώμτ’ ἐποίουν / τοιαῦθ’ οἷόν περ καὐτοὶ δέμας εἶχον <ἕκαστοι>».
- Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματεῖς, ed. O. Stählin, L. Früchtel καὶ U. Treu, Ε΄, ιδ΄ 109, 1.1-2.
- Ξενοφάνους, ἀπ. Β 15: «Εἷς θεός, ἔν τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισι μέγιστος, / οὔτι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα».
- Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, ed. H. S. Long, Β΄ 12.4 κ.ἑ. Οἱ μαρτυρίες ποὺ παραθέτει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος εἶναι οἱ ἑξῆς: Κατὰ τὸν Σωτίωνα, ὁ Ἀναξαγόρας μηνύθηκε ἀπὸ τὸν Κλέωνα μὲ τὴν κατηγορία τῆς «ἀσεβείας», ἐπειδὴ ὑποστήριζε ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι «μύδρος διάπυρος», μιὰ πυρακτωμένη μᾶζα (πρᾶγμα ποὺ ἐρχόταν σὲ σύγκρουση μὲ τὴν κοινὴ ἀντίληψη ὅτι ὁ Ἥλιος εἶναι θεός), καὶ σύρθηκε σὲ δίκη, στὴν ὁποία μάλιστα κατέθεσε ὡς μάρτυρας ὑπεράσπισης καὶ ὁ ἴδιος ὁ Περικλῆς, μὲ τὸν Ἀναξαγόρα ὅμως παρὰ ταῦτα νὰ καταδικάζεται σὲ ὑψηλὸ πρόστιμο καὶ νὰ ἐξορίζεται. Κατὰ τὸν Σάτυρο, ὁ Ἀναξαγόρας μηνύθηκε ἀπὸ τὸν πολιτικὸ ἀντίπαλο τοῦ Περικλῆ Θουκυδίδη (ὄχι τὸν ἱστορικό) καὶ καταδικάσθηκε ἐρήμην σὲ θάνατο. Κατὰ τὸν Ἕρμιππο, ὁ Ἀναξαγόρας καταδικάσθηκε σὲ θάνατο καὶ φυλακίσθηκε ἐν ὄψει τῆς ἐκτέλεσης τῆς ποινῆς, ἀλλὰ ὁ Περικλῆς ἐπέτυχε τὴν ἀποφυλάκισή του, ὁ δὲ ἴδιος ὁ Ἀναξαγόρας, μὴν ἀνεχόμενος τήν «ὕβριν», ἐγκατέλειψε τὴν Ἀθήνα.
Κατὰ τὸν Ἱερώνυμο, ὁ Περικλῆς τὸν παρουσίασε στὸ δικαστήριο ἄρρωστο σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ δικαστὲς νὰ τὸν συμπονέσουν καὶ νὰ τὸν ἀθωώσουν. Αὐτὲς τὶς ἐκδοχὲς παραθέτει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος. Ὁ Πλούταρχος (Περικλῆς, ed. K. Ziegler, λβ΄ 5.4-5) παραδίδει μιὰ ἄλλη ἐκδοχή, ὅτι ὁ Περικλῆς φοβήθηκε ὅτι ὁ Ἀναξαγόρας θὰ καταδικαζόταν καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, πρὶν γίνει ἡ δίκη: «Ἀναξαγόραν δὲ φοβηθεὶς <τὸ δικαστήριον> ἐξέκλεψε καὶ προύπεμψεν ἐκ τῆς πόλεως».
- Ἀναξαγόρα, eds H. Diels καὶ W. Kranz, ἀπ.Β 12.4-24: «Τὰ μὲν ἄλλα παντὸς μοῖραν μετέχει, νοῦς δέ ἐστιν ἄπειρον καὶ αὐτοκρατὲς καὶ μέμεικται οὐδενὶ χρήματι, ἀλλὰ μόνος αὐτὸς ἐπ’ ἑωυτοῦ ἐστιν. (…) Ἔστι γὰρ λεπτότατόν τε πάντων χρημάτων καὶ καθαρώτατον, καὶ γνώμην τε περὶ παντὸς πᾶσαν ἴσχει καὶ ἰσχύει μέγιστον· καὶ ὅσα γε ψυχὴν ἔχει καὶ τὰ μείζω καὶ τὰ ἐλάσσω, πάντων νοῦς κρατεῖ. Καὶ τῆς περιχωρήσιος τῆς συμπάσης νοῦς ἐκράτησεν, ὥστε περιχωρῆσαι τὴν ἀρχήν. Καὶ πρῶτον ἀπὸ τοῦ σμικροῦ ἤρξατο περιχωρεῖν, ἐπὶ δὲ πλέον περιχωρεῖ, καὶ περιχωρήσει ἐπὶ πλέον. Καὶ τὰ συμμισγόμενά τε καὶ ἀποκρινόμενα καὶ διακρινόμενα πάντα ἔγνω νοῦς. Καὶ ὁποῖα ἔμελλεν ἔσεσθαι καὶ ὁποῖα ἦν, ἅσσα νῦν μὴ ἔστι, καὶ ὅσα νῦν ἐστι καὶ ὁποῖα ἔσται, πάντα διεκόσμησε νοῦς, καὶ τὴν περιχώρησιν ταύτην, ἣν νῦν περιχωρέει τά τε ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος καὶ ἡ σελήνη καὶ ὁ ἀὴρ καὶ ὁ αἰθὴρ οἱ ἀποκρινόμενοι».
- Πλουτάρχου, Περικλῆς, ed. K. Ziegler, δ΄ 6.4-10: «ὃν οἱ τότε ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον, εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν καὶ περιττὴν διαφανεῖσαν θαυμάσαντες, εἴθ’ ὅτι τοῖς ὅλοις πρῶτος οὐ τύχην οὐδ’ ἀνάγκην διακοσμήσεως ἀρχήν, ἀλλὰ νοῦν ἐπέστησε καθαρὸν καὶ ἄκρατον, ἐν μεμειγμένοις πᾶσι τοῖς ἄλλοις ἀποκρίνοντα τὰς ὁμοιομερείας».
- Διογένους Λαερτίου, ed. H. S. Long, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, Β΄ 7.3-6: «Τέλος ἀπέστη καὶ περὶ τὴν τῶν φυσικῶν θεωρίαν ἦν, οὐ φροντίζων τῶν πολιτικῶν. Ὅτε καὶ πρὸς τὸν εἰπόντα, “Οὐδέν σοι μέλει τῆς πατρίδος;”, “Εὐφήμει”, ἔφη, “ἐμοὶ γὰρ καὶ σφόδρα μέλει τῆς πατρίδος”, δείξας τὸν οὐρανόν».
- Πλουτάρχου, Περικλῆς, ed. K. Ziegler, στ΄ 1.1-8: «Οὐ μόνον δὲ ταῦτα τῆς Ἀναξαγόρου συνουσίας ἀπέλαυσε Περικλῆς, ἀλλὰ καὶ δεισιδαιμονίας δοκεῖ γενέσθαι καθυπέρτερος, ἣν τὸ πρὸς τὰ μετέωρα θάμβος ἐνεργάζεται τοῖς αὐτῶν τε τούτων τὰς αἰτίας ἀγνοοῦσι καὶ περὶ τὰ θεῖα δαιμονῶσι καὶ ταραττομένοις δι’ ἀπειρίαν αὐτῶν, ἣν ὁ φυσικὸς λόγος ἀπαλλάττων ἀντὶ τῆς φοβερᾶς καὶ φλεγμαινούσης δεισιδαιμονίας τὴν ἀσφαλῆ μετ’ ἐλπίδων ἀγαθῶν εὐσέβειαν ἐνεργάζεται».
- Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, ed. H. S. Long, Θ΄ 57.1-2.
- Διογένους Λαερτίου, ὅ.π., Θ΄ 57.3-5: «Τοῦτόν φησιν ὁ Φαληρεὺς Δημήτριος ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ διὰ μέγαν φθόνον μικροῦ κινδυνεῦσαι Ἀθήνησιν».
- Ἀριστοτέλους, Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι, 511b30- 512b11.
- Jonathan Barnes, Early Greek Philosophy, Penguin Books, London, New York, Victoria, Toronto etc. 20012 (ed. pr. 1987), σελ. xlviii: “Here we can read at first hand what in the case of the other Presocratics we learn only indirectly: an at- tempt to describe in scientific detail the structure and organization of the physical world”.
- Διογένους Ἀπολλωνιάτου, eds H. Diels καὶ W.Kranz, ἀπ. Β 3.1-4: «Οὐ γὰρ ἄν, φησίν, οἷόν τε ἦν οὕτω δεδάσθαι ἄνευ νοήσιος, ὥστε πάντων μέτρα ἔχειν, χειμῶνός τε καὶ θέρους καὶ νυκτὸς καὶ ἡμέρας καὶ ὑετῶν καὶ ἀνέμων καὶ εὐδιῶν».
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 201-215.
- Πλινίου Πρεσβυτέρου, Naturalis historia, XXXV:4:4-6.
- Ἐπικούρου, Πρὸς Μενοικέα, ed. G. Arrighetti, 131.8-132.12: «Ὅταν οὖν λέγωμεν ἡδονὴν τέλος ὑπάρχειν, οὐ τὰς τῶν ἀσώτων ἡδονὰς καὶ τὰς ἐν ἀπολαύσει κειμένας λέγομεν, ὥς τινες ἀγνοοῦντες καὶ οὐχ ὁμολογοῦντες ἢ κακῶς ἐκδεχόμενοι νομίζουσιν… Οὐ γὰρ πότοι καὶ κῶμοι συνείροντες οὐδ’ ἀπολαύσεις παίδων καὶ γυναικῶν καὶ τῶν ἄλλων ὅσα φέρει πολυτελὴς τράπεζα, τὸν ἡδὺ γεννᾷ βίον… (ἐνν. Ἡ φρόνησις διδάσκει) ὡς οὐκ ἔστιν ἡδέως ζῆν ἄνευ τοῦ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως, οὐδὲ φρονίμως καὶ καλῶς καὶ δικαίως ἄνευ τοῦ ἡδέως. Συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως καὶ τὸ ζῆν ἡδέως τούτων ἐστὶν ἀχώριστον».
- Ἐπικούρου, ὅ.π., 123.2-11: «Πρῶτον μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων, ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη, μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε· πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε. Θεοὶ μὲν γὰρ εἰσίν· ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις· οἵους δ’ αὐτοὺς <οἱ> πολλοὶ νομίζουσιν, οὐκ εἰσίν· οὐ γὰρ φυλάττουσιν αὐτοὺς οἵους νοοῦσιν. Ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν, ἀλλ’ ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας τοῖς θεοῖς προσάπτων».
- Michael W. Hickson, “A brief history of problems of evil”, ἐν Justin P. McBrayer καὶ Daneil Howard-Snyder (eds), The Blackwell Companion to the Problem of Evil, Wiley-Blackwell, Hoboken, New Jersey 2014, σελ. 27. 49. Τὸ περίφημο ἐπιχείρημα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἐπίκουρο ἀπὸ τὸν Λακτάντιο σχετικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ, ἂν πράγματι εἰπώθηκε ἀπὸ τὸν Ἐπίκουρο (διότι δὲν τὸ βρίσκουμε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σῳζόμενα ἔργα του), θὰ εἰπώθηκε ὡς ἐπιχείρημα κατὰ τῆς πρόνοιας τοῦ θεοῦ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὄχι ὡς ἐπιχείρημα κατὰ τῆς ὕπαρξης τοῦ θεοῦ. Βλ. Lactantius, De ira Dei, XIII.20-21. Τὸ ἐπιχείρημα ἔχει περίπου ὡς ἑξῆς: Ὁ θεὸς εἴτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπομακρύνει τὰ κακά, ἀλλὰ δὲν τὸ μπορεῖ· εἴτε μπορεῖ, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ· εἴτε οὔτε τὸ ἐπιθυμεῖ οὔτε τὸ μπορεῖ· εἴτε καὶ τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ μπορεῖ. Ἂν ἐπιθυμεῖ ἀλλὰ δὲν τὸ μπορεῖ, τότε εἶναι ἀδύναμος, πρᾶγμα ποὺ δὲν νοεῖται γιὰ τὸν θεό· ἂν μπορεῖ ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιθυμεῖ, τότε εἶναι φθονερός, πρᾶγμα ποὺ ἐπίσης δὲν συνᾴδει μὲ τὸν θεό· ἂν οὔτε τὸ ἐπιθυμεῖ οὔτε τὸ μπορεῖ, τότε εἶναι καὶ φθονερὸς καὶ ἀδύναμος, καὶ ἄρα δὲν εἶναι θεός· ἂν καὶ τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ μπορεῖ, τότε ποιὰ ἡ πηγὴ τῶν κακῶν;
- Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, σελ. 140-141.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Στὸ προηγούμενο, πρῶτο μέρος τῆς μελέτης μας γιὰ τὴν ἀθεΐα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ξεκινήσαμε μὲ μιὰ ἀντιδιαστολὴ δύο ἐκτιμήσεων ποὺ ἐν πρώτοις φαίνονται νὰ εἶναι ἀντιδιαμετρικὰ ἀντίθετες μεταξύ τους: Ἀπὸ τὴ μιά, ἔχουμε τὸ συμπέρασμα στὸ ὁποῖο κατέληγε ἡ περίφημη Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων τὸ 1946, ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς «εἶναι πράγματι πολιτισμὸς κατ’ ἐξοχὴν θεοκεντρικός»1.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔχουμε τὴ θέση τοῦ Tim Whitmarsh στὸ πρόσφατο βιβλίο του Θεομαχία. Ἡ ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο κόσμο2, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἀσφαλῶς καὶ ὑπῆρχαν ἄθεοι στὴν Ἀρχαιότητα, παρὰ τὴν προσπάθεια τοῦ χριστιανισμοῦ νὰ τὸ ἀποσιωπήσει αὐτὸ καὶ τὴ μετανεωτερικὴ μυθολογία ποὺ θέλει τὴν ἀθεΐα νὰ γεννιέται τὸν 18ο αἰῶνα.
Ἂν καὶ ὁ Whitmarsh προβάλλει τήν «ἀνακάλυψή» του ὡς ἀνατρεπτικὴ καὶ ρηξικέλευθη, εἴδαμε ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως σύγκρουση μὲ τὸ συμπέρασμα τῆς Διακήρυξης. Διότι κανεὶς βεβαίως δὲν ἀρνεῖται ὅτι ὑπῆρχαν ἄθεοι σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. σύμφωνα μὲ τὸν ἐκ τῶν πρωταγωνιστῶν τῆς Διακήρυξης Ἀλέξανδρο Τσιριντάνη, «ὑπῆρχαν ἀνέκαθεν, καὶ πάμπολλοι! Ἀλλὰ αὐτὸς ὁ ἀθεϊσμὸς δὲν ἐκυβερνοῦσε. Ἦταν εἰς τὸ περιθώριον»3. Τελικά, δηλαδή, ὁ Whitmarsh δὲν κάνει τίποτα περισσότερο ἀπὸ τὸ νά «κομίζει γλαῦκα εἰς τὰς Ἀθήνας».
Ἀναζητώντας τοὺς ἄθεους τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητας, διαπιστώσαμε ὅτι, παρὰ τὶς ἐνδεχόμενες προσδοκίες μας, δὲν θὰ τοὺς βροῦμε στοὺς διανοητὲς ἐκείνους ποὺ σύρθηκαν στὸ δικαστήριο ἢ καὶ καταδικάσθηκαν μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀσέβειας.
Αὐτοὶ οἱ διανοητές –ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους συγκαταλέγονται μορφὲς σὰν τὸν σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα– ὄχι ἁπλῶς δὲν ἦταν ἄθεοι, ἀλλὰ καὶ χαρακτηρίζονταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ μιὰ βαθύτερη θρησκευτικὴ ἀναζήτηση, τέτοια, ποὺ ἀργότερα οἱ χριστιανοὶ δὲν θὰ διστάσουν νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουν ὡς πρόδρομους τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας.
Οἱ πραγματικοὶ λόγοι πίσω ἀπὸ τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ
Ἕνα πρῶτο ἐρώτημα ποὺ μένει νὰ ἐξετάσουμε εἶναι τὸ ἑξῆς: τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀρχαίους νὰ θεωροῦν ἄθεους –καὶ μάλιστα νὰ σύρουν στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας– ἀνθρώπους ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι μόνο ἄθεοι δὲν ἦταν, μὲ χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα;
Μιὰ ἑρμηνεία διακρίνει πίσω ἀπὸ τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ μιὰ σαφῆ πολιτικὴ σκοπιμότητα. Πρόκειται γιὰ ἑρμηνεία ποὺ μπορεῖ μὲν νὰ ὑποστηριχθεῖ βάσιμα, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ εἶναι τελικὰ ἐπιφανειακὴ καὶ ἐπιπόλαια. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολὺ συχνὰ πίσω ἀπὸ τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ κρυβόταν πράγματι σαφὴς πολιτικὴ σκοπιμότητα. Ὅταν ὁ Ἀθηναῖος μάντης Διοπείθης εἰσηγήθηκε καὶ ἐπέτυχε τὸ 432 π.χ. νὰ περάσει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου τὸ περίφημο «ψήφισμα τοῦ Διοπείθους», ποὺ προέβλεπε τὴ δίωξη ὅσων δὲν πίστευαν στοὺς θεοὺς ἢ δίδασκαν θεωρίες σχετικὰ μὲ τὰ οὐράνια σώματα («τοὺς τὰ θεῖα μὴ νομίζοντας ἢ λόγους περὶ τῶν μεταρσίων διδάσκοντας»), εἶναι περισσότερο ἀπὸ βέβαιο ὅτι ἐξέφραζε τοὺς συντηρητικοὺς Ἀθηναίους, ποὺ ἤθελαν νὰ πλήξουν ἔμμεσα τὸν Περικλῆ, στοχοποιώντας τὸν κύκλο τῶν διανοουμένων ποὺ αὐτὸς εἶχε συγκεντρώσει γύρω του, μὲ ἐπιφανέστερο τὸν Ἀναξαγόρα, τὸν πιὸ προφανῆ στόχο τοῦ ψηφίσματος. Ὁ ἴδιος ὁ Πλούταρχος γράφει ρητῶς ὅτι ἔμμεσος στόχος τοῦ ψηφίσματος ἦταν νὰ πληγεῖ μέσῳ τοῦ Ἀναξαγόρα ὁ Περικλῆς: «Καὶ ψήφισμα Διοπείθης ἔγραψεν εἰσαγγέλλεσθαι τοὺς τὰ θεῖα μὴ νομίζοντας ἢ λόγους περὶ τῶν μεταρσίων διδάσκοντας, ἀπερειδόμενος εἰς Περικλέα δι’ Ἀναξαγόρου τὴν ὑπόνοιαν»4. Εἶναι λοιπὸν φανερὸ ὅτι τὰ περὶ πολιτικῆς σκοπιμότητας πίσω ἀπὸ τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ τεκμηριώνονται ἱκανῶς. Καὶ ὁ Whitmarsh, ἐξάλλου, ἐνῷ ἀναγνωρίζει βέβαια ὅτι ὑπάρχουν σήμερα μόνον ἐλλιπῆ στοιχεῖα γιὰ τὶς δίκες ἐπὶ ἀσεβείᾳ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, θεωρεῖ ὡστόσο δεδομένο ὅτι οἱ ἀφορμές τους συνδέονται μὲ ἱστορικὲς συγκυρίες καὶ πολιτικὰ συμφέροντα4.
Ὅσο ὅμως ἱκανῶς καὶ ἂν τεκμηριώνονται τὰ περὶ πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, μιὰ ἑρμηνεία τῶν διώξεων ἐπὶ ἀθεΐᾳ ποὺ θὰ ἐξαντλεῖτο σὲ αὐτὰ θὰ ἦταν μιὰ ἑρμηνεία ἐπιφανειακὴ καὶ ἐπιπόλαια. Διότι ὅποιος καὶ ἂν ἦταν ὁ ρόλος τῶν πολιτικῶν σκοπι- μοτήτων, οἱ διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ προϋπέθεταν μιὰ κοινωνία ποὺ ἤδη ἔβλεπε τὴν ἄρνηση τοῦ θείου ὡς «ἔγκλημα καθοσιώσεως», ἔγκλημα τὸ ὁποῖο ἄξιζε νὰ ἐπισύρει τὶς πιὸ βαριὲς ποινές. σὲ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ δεδομένη τοποθέτηση τῆς κοινωνίας «πατοῦσαν» οἱ ὅποιες προσπάθειες νὰ κτυπηθοῦν πολιτικοὶ ἀντίπαλοι, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι πρόσωπα τοῦ στενοῦ τους κύκλου ἢ καὶ οἱ ἴδιοι ἔκλιναν πρὸς τὴν ἀθεΐα.
Τὸ καίριο λοιπὸν ἐρώτημα εἶναι: τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, καὶ μάλιστα τοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους, τοὺς τόσο συνηθισμένους στὴν πολυφωνία, νὰ καταδικάζουν ἀσυζητητὶ τὴν ἀθεΐα; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς κόσμος ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπο, ἕναν τρόπο πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο σήμερα. Ὁ λεγόμενος δυτικὸς πολιτισμός, ὅπως τὸν ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα, καθὼς καὶ ὁ δυτικὸς τρόπος ζωῆς, χαρακτηρίζονται κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ τὴν ἀποθέωση τοῦ ἀτόμου καὶ τὴν ἀποδόμηση τοῦ συλλογικοῦ πνεύματος.
Μιλᾶμε γιά «ἀτομικὰ δικαιώματα» καὶ γιά «ἀτομικὲς ἐλευθερίες». Γιὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη, ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν νοητὸς ὡς ἄτομο, ἀλλὰ ὡς πολίτης, ὡς ὀργανικὸ μέλος μιᾶς ὀργανωμένης πολιτείας. Ὁ ἄνθρωπος, πολὺ ἁπλᾶ, δὲν ἦταν νοητὸς ξέχωρα ἀπὸ τὴν πόλιν.
Ὅπως γράφει πολὺ παραστατικὰ ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ ἄνθρωπος ἔχει πρὸς τὴν πόλιν τὴ σχέση ἀκριβῶς ποὺ ἔχει τὸ μέλος τοῦ σώματος, ἔστω φερ’ εἰπεῖν τὸ χέρι, πρὸς τὸ σῶμα ὡς σύνολο. Φθάνει μάλιστα ὁ Ἀριστοτέλης νὰ γράφει ὅτι ἡ πόλις ὡς ὅλον προηγεῖται τοῦ ἐπιμέρους πολίτη, ὅπως ἄλλωστε καὶ τὸ σῶμα ὡς ὅλον προηγεῖται τοῦ μέλους6. Γιατὶ τὸ μέλος, ἔστω φερ’ εἰπεῖν τὸ χέρι, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ξέχωρα ἀπὸ τὸ σῶμα· ἂν ἀποκοπεῖ ἀπὸ αὐτό, πεθαίνει. Ὅμοια καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν νοεῖται ὡς ἄτομο, ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν πόλιν. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, στὰ μάτια τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα ἡ ποινὴ τῆς ἐξορίας ἦταν σχεδὸν ἐξίσου βαριὰ μὲ τὴ θανατικὴ ποινή, διότι σήμαινε τὴ βίαιη ἀποκοπὴ τοῦ πολίτη ἀπὸ τὴν πόλιν, ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας δὲν μποροῦσε νὰ νοήσει τὸν ἑαυτό του.
Ἔτσι ἐξηγεῖται, ἐξάλλου, ἡ δεσπόζουσα θέση ποὺ εἶχε στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα ὁ νόμος. Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας διδασκόταν νὰ μὴ βλέπει τοὺς νόμους ὅπως συνήθως τοὺς βλέπουμε ἐμεῖς σήμερα, δηλαδὴ ὡς ἕνα σύνολο ἀπὸ ἀπρόσωπες καὶ συμβατικὲς διατάξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ προσπαθοῦμε καὶ νὰ ξεφύγουμε· ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ἔβλεπε τοὺς νόμους ὡς τὴν κωδικοποίηση τοῦ «πνεύματος τῆς κοινότητας», ὡς τὴ φωνὴ τοῦ συνόλου, τοῦ ὁποίου ὁ καθένας ἔνιωθε ὅτι ἀποτελοῦσε ἀναπόσπαστο μέρος.
Αὐτὸ ἕνας βάρβαρος δὲν μποροῦσε εὔκολα νὰ τὸ καταλάβει, καὶ ἴσως δὲν μποροῦμε εὔκολα νὰ τὸ καταλάβουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. Ἀρκεῖ ὅμως νὰ φέρουμε στὴ σκέψη μας τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀπάντησε ὁ Δημάρατος στὰ ὑποτιμητικὰ λόγια τοῦ Ξέρξη γιὰ τὴν ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Ξέρξης, εὑρισκόμενος μπροστὰ στὸ στενὸ τῶν θερμοπυλῶν, ἔβλεπε αὐτὴ τὴν ἐλευθερία ὡς διαλυτικὸ παράγοντα, ποὺ μοιραῖα θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ φυγή, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχε τὸ μαστίγιο, ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ φωτιὰ τῆς μάχης. Ἀλλὰ ὁ Δημάρατος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ἡ ἐλευθερία τῶν Ἑλλήνων δὲν ἦταν ἀπόλυτη, δὲν ἦταν δηλαδὴ ἀναρχία, γιατὶ ὑπῆρχε ὁ «δεσπότης νόμος», τὸν ὁποῖο οἱ Ἕλληνες φοβοῦνταν καὶ σέβονταν περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι οἱ Πέρσες τὸν ἴδιον αὐτόν, τὸν βασιλιά τους7. Ἡ καταλυτικὴ αὐτὴ δύναμη τοῦ νόμου8 στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κατανοητή, ἂν δὲν συνεκτιμούσαμε ὅτι ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του ὡς ἀναπόσπαστο μέλος τῆς κοινότητας, τὴ φωνὴ τῆς ὁποίας ἄκουγε στὸν νόμο.
Εὔλογα θὰ μποροῦσε νὰ διερωτηθεῖ κανείς: Καλὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ τί σχέση ἔχουν μὲ τὸ θέμα μας; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἔχουν τὴν πιὸ καίρια καὶ καθοριστικὴ σχέση. διότι ἡ θρησκεία ἦταν στὰ μάτια τοῦ ἀρχαίου Ἕλληνα ἕνα ἀπὸ τὰ στηρίγματα τῆς κοινότητας, ἕνα ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς πόλεως, στὴν ὁποία εἴδαμε πόση σημασία ἔδινε. Ἀλλὰ καὶ περαιτέρω, ἡ θρησκεία ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ θεμέλια τῆς συλλογικῆς ταὐτότητας, ἀκόμη καὶ πέραν τῆς πόλεως. Γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἕνα καὶ μόνο παράδειγμα, ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τοὺς Ἴωνες τὸ Πανιώνιον, τὸ θρησκευτικὸ κέντρο τῶν Ἰώνων, ὅπου συνέρχονταν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν δώδεκα ἰσχυρότερων ἰωνικῶν πόλεων (ποὺ ἦταν οἱ πόλεις Μίλητος, Μυ- οῦς, Πριήνη, Ἔφεσος, Κολοφώνα, Λέβεδος, Τέως, Κλαζομενές, Ἐρυθρές, Φώκαια, Χίος καὶ Σάμος), γιὰ νὰ μὴν ξεχνοῦν αὐτὰ ποὺ τοὺς ἕνωναν. Ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περαιτέρω, ἂς θυμηθοῦμε ὅτι τά «θεῶν ἱδρύματα κοινὰ καὶ θυσίαι» μνημονεύονται ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα θεμέλια τῆς κοινῆς ἐθνικῆς ταὐτότητας, ποὺ ἔκαναν τοὺς Ἀθηναίους νὰ νιώθουν ἕνα μὲ τοὺς Λακεδαιμόνιους καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες (τὰ ἄλλα τρία ἦταν τό «ὅμαιμον», τό «ὁμόγλωσσον» καὶ τά «ἤθεα ὁμότροπα»)9.
Ὅλα αὐτὰ ἐξηγοῦν ἀρκούντως τὴν εὐαισθητοποίηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων πάνω στὸ θέμα τῆς θρησκείας. Ἡ θρησκεία, ὅπως εἴδαμε, δὲν ἦταν στὴν Ἀρχαιότητα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι θέμα τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ἑνὸς ἑκάστου· ὡς θεμέλιο τῆς κοινότητας καὶ τῆς συλλογικῆς ταὐτότητας, ἦταν ὑπόθεση συλλογικῆς ἐπιβίωσης.
Ἡ δὲ ἀθεΐα –εἴτε ὡς ἄρνηση τοῦ θείου εἴτε ὡς ὕβρις ἔναντι τῶν θεῶν– ὑπέσκαπτε τὰ ἴδια τὰ θεμέλια τῆς συλλογικῆς ἐπιβίωσης, καὶ ἔτσι γινόταν ἀντιληπτὴ ὡς «ἔγκλημα καθοσιώσεως», τὸ ὁποῖο ἄξιζε νὰ ἐπισύρει τὶς πιὸ βαριὲς ποινές. Διόλου περίεργο, ποὺ κάποιοι θέλησαν νὰ πλήξουν πολιτικούς τους ἀντιπάλους, ἀφήνοντας νὰ πλανηθεῖ ἐναντίον τους ἡ ὑποψία τῆς ἀθεΐας. Ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, θὰ ἦταν ἐπιφανειακὴ καὶ ἐπιπόλαια μιὰ ἑρμηνεία ποὺ θὰ ἐξαντλεῖτο στὴν ἀνίχνευση τῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων ποὺ κρύβονταν πίσω ἀπὸ τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ στὴν Ἀρχαιότητα· διότι πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὶς διώξεις ἐπὶ ἀθεΐᾳ εἴδαμε νὰ κρύβεται κάτι πολὺ βαθύτερο καὶ οὐσιαστικώτερο.
Ὑπὸ τῶν πρῖσμα τῶν ἀνωτέρω, μποροῦμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ἀπάντηση καὶ σὲ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα, αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινήσαμε αὐτὸ τὸ δεύτερο μέρος τῆς μελέτης μας. Καὶ τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἦταν τὸ ἑξῆς: τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀρχαίους νὰ σύρουν στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας ἀνθρώπους ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι μόνο ἄθεοι δὲν ἦταν, μὲ χαρακτηριστικώτερα παραδείγματα τὸν σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα;
Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα περνάει μέσα ἀπὸ τὴν κατανόηση τοῦ ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν εἶχαν στὸ στόχαστρό τους τὴν ἀθεΐα μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μέσα του δὲν πίστευε ὅτι ὑπάρχει θεός, καὶ ἑπομένως ἦταν ἄθεος μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλὰ δὲν ἀμφισβητοῦσε τὴ λατρεία τῆς πόλεως καὶ συμμετεῖχε κανονικὰ στὶς ἐπίσημες τελετές, δὲν γινόταν ἀντιληπτὸς ὡς ἀπειλή. Ἀντίθετα, κινδύνευε νὰ συρθεῖ στὸ δικαστήριο ἐπὶ ἀσεβείᾳ ἢ ἐπὶ ἀθεΐᾳ κάποιος ὁ ὁποῖος μὲ τὴ διδασκαλία του μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ὅτι ὑπέσκαπτε τὴ θρησκεία ὡς θεμέλιο τῆς κοινότητας καὶ τῆς συλλογικῆς ταὐτότητας, ἀκόμα καὶ ἂν ἦταν ἡλίου φαεινότερον ὅτι αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν ἦταν ἄθεος, ἀλλὰ καὶ εἶχε μιὰ θρησκευτικότητα πολὺ βαθύτερη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ μέσου πολίτη.
Ἔτσι, ὁ Σωκράτης μποροῦσε νὰ συρθεῖ στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας, κι ἂς εἶχε μιὰ τέτοια θρησκευτικότητα, ποὺ θὰ κάνει ἀργότερα τοὺς χριστιανοὺς νὰ δοῦν στὸ πρόσωπό του ἕναν πρόδρομο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας10. Ὁ Whitmarsh, μὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ συμπεράσματα τοῦ ὁποίου ἔχουμε διαφωνήσει ἐδῶ, δὲν μποροῦσε ὅμως ἴσως νὰ μὴν εἶναι πιὸ εὔστοχος στὴ διαπίστωσή του ὅτι τὸ δαιμόνιον ποὺ ἐπικαλεῖτο ὁ Σωκράτης θεωρεῖτο ἀπειλητικὸ γιὰ τὴ συγκρότηση τῆς πόλεως, ἐφ’ ὅσον, ὡς ἕνα εἶδος προσωπικῆς θεότητας, ἐναλλακτικῆς πρὸς τοὺς θεούς, θὰ μποροῦσε νὰ διασπάσει τὴν κοινωνία11.
Ὁμοίως, ὁ Ἀναξαγόρας μπορεῖ νὰ ἔδινε τὴν πιὸ ρητὴ ὁμολογία πίστεως μὲ τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸν Νοῦν, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὴ γένεση καί «διακόσμησιν» τῶν πάντων, μπορεῖ, κατὰ τὴ διατύπωση τοῦ Πλουτάρχου, νὰ ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴ δεισιδαιμονία καὶ νὰ θεμελίωνε «τὴν ἀσφαλῆ μετ’ ἐλπίδων ἀγαθῶν εὐσέβειαν», ἀλλὰ ἡ διδασκαλία του ὅτι ἡ ἥλιος ἦταν πυρακτωμένη μᾶζα ἀρκοῦσε νὰ τὸν σύρει στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀσέβειας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ οἱ πολλοὶ πίστευαν ὅτι ὁ Ἥλιος ἦταν θεός12. Τὴν ἴδια στιγμή, ἕνας πραγματικὸς ἄθεος, μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν δίδασκε ἢ δὲν ἔκανε κάτι ποὺ νὰ ἔθετε σὲ ἀμφισβήτηση τὴ λατρεία τῆς πόλεως, δὲν κινδύνευε νὰ κατηγορηθεῖ ἐπὶ ἀθεΐᾳ. Ὅλο αὐτὸ μπορεῖ νὰ μοιάζει ἐν πρώτοις παράδοξο, ἀλλὰ γίνεται ἀπολύτως κατανοητό, ἂν ἀντιληφθοῦμε τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν ὡς διακύβευμα καὶ ἑπομένως τί ἀκριβῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν ὡς ἀπειλὴ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες.
Ἄλλωστε, γι’ αὐτὸ τὸ παράδοξο ὑπάρχει ἕνα ἀπολύτως ἀνάλογο, μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα: οἱ χριστιανοὶ δὲν διώχθηκαν, ὅπως ἴσως θὰ πιστεύαμε σήμερα, ὡς θρησκόληπτοι φανατικοί, ἀλλὰ ὡς… ἄθεοι! Ὁ Ἰουλιανὸς στὰ πολυάριθμα γραπτά του ταὐτίζει τὸν χριστιανισμὸ μὲ τήν… «ἀθεότητα»!13 Αὐτὸ βεβαίως μοιάζει σήμερα ἐξωφρενικό. Ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, μποροῦμε νὰ φαντασθοῦμε τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἕναν ἐθνικὸ τῆς ἐποχῆς νὰ βλέπει ὡς ἀθεΐα τὴν ἐπίθεση ποὺ ἐξαπολύει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεὺς ἐνάντια στὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη: «Χρυσὸς εἶναι τὸ ἄγαλμά σου, ξύλο εἶναι, πέτρα εἶναι, γῆ εἶναι, ἂν τὸ σκεφθεῖς σὲ βάθος, ποὺ πῆρε μορφὴ ἀπὸ τὸν τεχνίτη. Ἀλλὰ ἐγὼ ἔχω μάθει νὰ πατῶ τὴ γῆ, ὄχι νὰ τὴν προσκυνῶ»14. Τὴν ἴδια στιγμή, οἱ πραγματικὰ ἄθεοι, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν ἔκλυτο βίο καὶ χλεύαζαν ἐν τοῖς πράγμασι κάθε ὅσιο καὶ ἱερό, ἀλλὰ συμμετεῖχαν κανονικὰ στὶς τελετουργίες τῆς αὐτοκρατορίας, ἔμεναν στὸ ἀπυρόβλητο.
Θὰ ἦταν χρήσιμη ἐδῶ ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ «θετικὸ ἀθεϊσμό» καί «ἀρνητικὸ ἀθεϊσμό», ἕνα ἐννοιολογικὸ ζεῦγος ποὺ χρησιμοποιεῖται συχνὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες στὴ συζήτηση τοῦ θέματος τῆς ἀθεΐας. Ὁ θετικὸς ἀθεϊσμὸς εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ θείου· ἀντίθετα, ὁ ἀρνητικὸς ἀθεϊσμὸς ἀρνεῖται μὲν κάποιες ἀντιλήψεις τῶν ἀνθρώπων περὶ τοῦ θείου, χωρὶς ὅμως νὰ ἀρνεῖται παράλληλα τὴν ὕπαρξη τοῦ θεοῦ. Προφανῶς, μόνο ὁ θετικὸς ἀθεϊσμὸς εἶναι ἀθεΐα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀρνήσεως. Ἡ ἔννοια τοῦ ἀρνητικοῦ ἀθεϊσμοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐνῷ σαφῶς δὲν ἀντιπροσωπεύει ἄρνηση, ἐξηγεῖ ἐν τούτοις γιατί διανοητὲς σὰν τὸν σωκράτη ἢ τὸν Ἀναξαγόρα ἢ οἱ χριστιανοὶ ἀργότερα βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας.
Οἱ πραγματικοὶ ἄθεοι στὴν Ἀρχαιότητα
Τὰ παραπάνω ἐξηγοῦν ἀσφαλῶς τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες νὰ σύρουν στὸ δικαστήριο μὲ τὴν κα- τηγορία τῆς ἀθεΐας ἀνθρώπους ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἄθεοι ἦταν, σὰν τὸν σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα. Θὰ ἦταν λάθος ὅμως νὰ συμπεράνουμε ὅτι, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν ἐπὶ ἀθεΐᾳ δὲν ἦταν ἄθεοι, ἄρα στὴν ἀρχαιότητα… δὲν ὑπῆρχαν ἄθεοι. Ὅσο κι ἂν ἰσχύει ἀπολύτως ἡ διατύπωση τῆς Διακήρυξης, ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ἦταν πολιτισμός «κατ’ ἐξοχὴν θεοκεντρικός»15, ἄλλο τόσο εἶναι λογικὸ νὰ ὑπῆρχαν καὶ τότε ἄθεοι, ὅσο λογικὸ εἶναι νὰ ὑπάρχουν καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐποχές.
Ἂν μάλιστα θὰ ἔπρεπε νὰ τοποθετήσουμε τὴν ἔξαρση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἀθεΐας μέσα σὲ ἕνα χρονολογικὸ καὶ δια- νοητικὸ πλαίσιο (χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι καὶ σὲ ἄλλες ἐποχὲς καὶ σὲ ἄλλα διανοητικὰ περιβάλλοντα δὲν ὑπῆρχαν ἄθεοι), θὰ λέγαμε ὅτι μιὰ πρώτη ἔξαρση τῆς ἀθεΐας φαίνεται νὰ συνδέεται κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὴ σοφιστικὴ κίνηση στὴν ἀρχαία Ἀθήνα. Ὁ Ἀριστοφάνης μπορεῖ νὰ σφάλλει, ὅταν στὶς Νεφέλες του ἐμφανίζει τὸν Σωκράτη ὡς ἀντιπροσωπευτικὸ ἐκπρόσωπο τοῦ σοφιστικοῦ κινήματος, ἀλλὰ τὰ ὅσα –κακῶς ἔστω– βάζει στὸ στόμα του ἀποτελοῦν ἕνα ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα τῶν σοφιστικῶν λόγων ποὺ σκανδάλιζαν τοὺς συντηρητικοὺς Ἀθηναίους τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν στοὺς σοφιστὲς τὴν εὐθεῖα ὑπονόμευση τῶν πατροπαράδοτων ἠθῶν πάνω στὰ ὁποῖα εἶχε θεμελιωθεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀθήνας. στοὺς σοφιστικοὺς αὐτοὺς λόγους συγκαταλέγονται καὶ λόγοι ἀθεΐας: «Ποιὸς Δίας; Μὴ λὲς ἀνοησίες. Δὲν ὑπάρχει Δίας»16. Καὶ πάλι: «Σὲ ποιοὺς θεοὺς ὁρκίζεσαι ἐσύ; Γιατὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα, ἐμεῖς δὲν πιστεύουμε σὲ θεούς»17.
Μερικὲς δεκαετίες ἀργότερα, ὁ Πλάτων μαρτυρεῖ πὼς οἱ διδασκαλίες περὶ ἀθεΐας ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένες στὴν ἐποχή του, γι’ αὐτὸ καὶ θεωροῦσε ἐπιβεβλημένο νὰ μιλάει κανεὶς ἀνοικτὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ θεοῦ. Στοὺς Νόμους γράφει χαρακτηριστικά: «Ἂν δὲν ἦταν ἐξαπλωμένοι οἱ τέτοιου εἴδους λόγοι (ἐνν. ἡ ἀθεΐα) σὲ ὅλους σχεδὸν τοὺς ἀνθρώπους, δὲν θὰ ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ λόγους ποὺ νὰ ὑπεραμύνονται τῆς ὑπάρξεως τῶν θεῶν· τώρα ὅμως ὑπάρχει ἀνάγκη»18. Στὸ ἴδιο ἔργο του, τοὺς Νόμους, ὁ Πλάτων ἐπαινεῖ μὲν τὸν Ραδάμανθυ, ποὺ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ εἶχε θεσπίσει τὸν ὅρκο στὰ δικαστήρια, μὲ δεδομένο ὅτι σχεδὸν ὅλοι τότε πίστευαν στὴν ὕπαρξη τῶν θεῶν.
Προσθέτει ὅμως ὅτι στὴν ἐποχή του, ποὺ πολλοὶ μὲν πλέον δὲν πίστευαν κἂν στὴν ὕπαρξη τῶν θεῶν, ἄλλοι πάλι θεωροῦσαν ὅτι, καὶ νὰ ὑπάρχουν, δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὰ ἀνθρώπινα, καὶ οἱ περισσότεροι δέχονταν ὅτι ἐξαγοράζονται μὲ θυσίες καὶ δῶρα, ὥστε νὰ συνεργοῦν στὶς ἀδικίες τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάσσουν ἀπὸ τὶς τιμωρίες, ἔπρεπε πλέον νὰ καταργηθεῖ ἡ χρήση τῶν ὅρκων στὶς δίκες19.
Ἂν δὲν μᾶς ἐκπλήσσει ἡ σύνδεση τῆς ἀθεΐας μὲ τὴ σοφιστική, ἕνα κατ’ ἐξοχὴν κίνημα ἀμφισβήτησης, ἄλλο τόσο δὲν μᾶς ἐκπλήσσει καὶ ἡ χρονολογικὴ τοποθέτηση τῆς ἔξαρσης τῆς ἀθεΐας στὴν Ἀρχαιότητα.
Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἶχε θεμελιώσει τὸ μεγαλεῖο τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, εἶχε ἀναδείξει τὴν Ἀθήνα σὲ ὑπερδύναμη, ἀλλὰ σιγὰ σιγὰ ἔφερνε στὸ φῶς καὶ τὰ σπέρματα τῆς παρακμῆς. Κυριευμένοι ἀπὸ μιὰ ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, παραδομένοι σὲ μιὰ ὕβριν μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἦταν φυσικὸ νὰ βρεθοῦν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἀρνητὲς τοῦ θείου. Ἀλλὰ καὶ μιὰ ἄλλη ἐποχή, ἐπίσης χαρακτηριζόμενη ἀπὸ μιὰ ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, ἦταν φυσικὸ νὰ ὁδηγήσει σὲ μιὰ ἀνάλογη ὕβριν: ἡ ἑλληνιστικὴ ἐποχή, ἡ ἐποχὴ δηλαδὴ ποὺ ἀκολούθησε τὶς κατακτήσεις τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.
Ποιοὶ ὅμως ἦταν οἱ ἐπιφανέστεροι ἐκπρόσωποι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἀθεΐας; Ὅπως ἀκριβῶς οἱ χριστιανοὶ ἀργότερα εἶδαν σὲ μορφὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας προδρόμους τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ δὲν δίστασαν νὰ ἁγιογραφήσουν αὐτὲς τὶς μορφὲς στοὺς πρόναους τῶν ἐκκλησιῶν τους, ἔτσι καὶ οἱ μεταγενέστεροι ἄθεοι θὰ ἦταν λογικὸ νὰ ἀναζητήσουν τοὺς ἄθεους τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας καὶ νὰ τοὺς δοξάσουν.
Ἀλλὰ δὲν γνωρίζουμε νὰ ἔχουν κάνει κάτι τέτοιο. Γιατί; Φθάνουμε πλέον στὸ πιὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς μελέτης μας πάνω στὴν ἀθεΐα στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. θὰ ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σὲ τρεῖς μορφὲς «ἀθέων» διανοητῶν τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητας.
Εὐήμερος ὁ Μεσσήνιος καὶ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος
Ὁ εὐήμερος ὁ Μεσσήνιος (ἀπὸ τὴ Μεσσήνη τῆς Ἰταλίας), φιλόσοφος τῆς Κυρηναϊκῆς σχολῆς, ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο ἀκμῆς τῆς ἀθεΐας ἀπὸ αὐτὲς ποὺ διακρίναμε παραπάνω, τὴν ἑλληνιστική. Ἡ συμβολή του στὴν ἀθεϊστικὴ διανόηση ἔγκειται στὴν ἀποδόμηση τῶν ἀρχαίων θεῶν, στοὺς ὁποίους ἔδωσε μιὰ καθαρὰ ἀνθρωπογενῆ ἑρμηνεία.
Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ εὐήμερος φέρεται νὰ ἀνέλαβε νὰ ἐξερευνήσει τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ τὰ μεσημβρινὰ παράλια τῆς Ἀσίας μὲ ἐντολὴ τοῦ Κασσάνδρου τῆς Μακεδονίας (350-298/297 π.χ.), ἑνὸς ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Ὅπως ἔγραψε ὁ Εὐήμερος ἀργότερα στὸ χαμένο ἔργο του Ἱερὰ ἀναγραφή, στὸ πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἐξερευνητικοῦ ταξιδιοῦ βρέθηκε στὴν Παγχαία, ἕνα νησὶ τοῦ Περσικοῦ κόλπου ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ἐπίγειος παράδεισος, προφανῶς φανταστικό, μὲ πολλὰ κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὴν Ἀτλαντίδα τοῦ Πλάτωνα καὶ τὴν κατοπινή «οὐτοπία» τοῦ Thomas More20. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Εὐήμερου, τὴν ὁποία μᾶς διασῴζει ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης, οἱ ἱερεῖς τῆς νήσου ὑποστήριζαν ὅτι κατάγονταν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, καὶ πράγματι εἶχαν κοινὰ στοιχεῖα μὲ τὴν κρητικὴ γλῶσσα καὶ μετέδιδαν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Περαιτέρω, οἱ ἱερεῖς ὑποστήριζαν ὅτι οἱ πρῶτοι Ἕλληνες εἶχαν φθάσει στὴν Παγχαία ὁδηγημένοι ἀπὸ τὸν δία, τὸν ἴδιο ποὺ οἱ Ἕλληνες λάτρευαν ὡς θεό, ὁ ὁποῖος στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας μεγάλος βασιλιὰς τοῦ ἀπώτερου παρελθόντος, ποὺ εἶχε θεοποιηθεῖ μετὰ θάνατον. Οἱ ἱερεῖς μάλιστα ἔδειξαν καὶ ἐπίσημα κείμενα τὰ ὁποῖα, κατὰ τὴ μαρτυρία τους, εἶχε γράψει ὁ ἴδιος ὁ Δίας.21
Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβει κανεὶς πῶς ἀκριβῶς ὁ Εὐήμερος συνδέεται μὲ τὴν ἀθεΐα. Ὁ Εὐήμερος προσπάθησε νὰ ἀποδομήσει τὴν πίστη στοὺς θεούς. Ὁ Πλούταρχος γράφει γι’ αὐτὸν ὅτι «διεσκόρπισε τὴν ἀθεότητα στὴν οἰκουμένη» καὶ ἀποδίδει στὸν εὐήμερο ἀσύστολα ψεύδη, κάνοντας λόγο γιὰ ἀνύπαρκτο νησί, ἀνύπαρκτους κατοίκους καὶ κατασκευασμένα τεκμήρια22. Δυστυχῶς, δὲν ἔχουμε στὰ χέρια μας τὰ κείμενα τοῦ ἴδιου τοῦ Εὐήμερου, ἡ δὲ θεωρία του μᾶς εἶναι γνωστὴ ἐμμέσως, μέσῳ τοῦ Διόδωρου τοῦ Σικελιώτη. Ἐλλείψει ὅμως τῶν κειμένων τοῦ ἴδιου τοῦ Εὐήμερου, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀποφανθοῦμε μετὰ βεβαιότητος ὅτι ὁ Εὐήμερος ἦταν πράγματι ἄθεος.
Ἀσφαλῶς, ὁ Εὐήμερος προσπάθησε νὰ ἀποδομήσει τὴν πίστη στοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου. Ἀλλὰ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἔκαναν ἀργότερα καὶ οἱ χριστιανοί, ὄχι γιὰ νὰ κηρύξουν τὴν ἀθεΐα, ἀλλὰ γιὰ νὰ κηρύξουν τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ θεό. Τὸ τί ἀκριβῶς ἐπιδίωκε νὰ κάνει ὁ Εὐήμερος παραμένει ἄδηλο. Μὲ ἄλλα λόγια, μὲ βάση τὴ διάκριση ποὺ κάναμε παραπάνω, ὁ Εὐήμερος θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ ἀρνητικοῦ ἀθεϊσμοῦ, δὲν τεκμαίρεται ὅμως ὅτι ἦταν ἐκπρόσωπος καὶ τοῦ θετικοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ὅπως εἶναι φανερό, ὁ Εὐήμερος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ τυπικὸς ἄθεος, αὐτὸς στὸν ὁποῖο οἱ μεταγενέστεροι ἄθεοι θὰ ἔβρισκαν ἕναν ἔνδοξο πρόδρομο τῆς ἀθεΐας.
Πολὺ περισσότερο φαίνεται να πληροῖ τὶς προδιαγραφὲς τοῦ ἀθέου ὁ φιλόσοφος τῆς ἴδιας περίπου ἐποχῆς (β΄ ἥμισυ τοῦ 4ου καὶ α΄ ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνα π.χ.) Θεόδωρος, ἐπίσης τῆς Κυρηναϊκῆς ἢ Ἡδονιστικῆς σχολῆς, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε ἔμεινε γνωστὸς ὡς Θεόδωρο ς ὁ Ἄθεος. Ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος μᾶς παραδίδει ὅτι ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος ἀρνεῖτο ὁλοκληρωτικὰ τὶς περὶ θεῶν ἀντιλήψεις («ἦν παντάπασιν ἀναιρῶν τὰς περὶ θεῶν δόξας»), εἶχε γράψει ἕνα βιβλίο Περὶ θεῶν (τὸ ὁποῖο μάλιστα ὁ Διογένης ἀξιολογεῖ ὡς «οὐκ εὐκαταφρόνητον», σημειώνοντας ὅτι ὁ Ἐπίκουρος εἶχε ἐπηρεασθεῖ σημαντικὰ ἀπὸ αὐτό), εἶχε δὲ ὁ ἴδιος καὶ κύκλο μαθητῶν, ποὺ ἦταν γνωστοὶ ἀπὸ τὸ ὄνομά του ὡς «Θεοδώρειοι»23.
Μπορεῖ νὰ μὴν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς δίδασκε ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος, γνωρίζουμε ὅμως ὅτι τὰ ὅσα δίδασκε σίγουρα σκανδάλιζαν καὶ προκαλοῦσαν. Στὴν Ἀθήνα κατηγορήθηκε γιὰ ἀσέβεια καὶ παραπέμφθηκε σὲ δίκη, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ γλίτωσε τὴ θανατικὴ ποινή, χάρη στὴν παρέμβαση τοῦ Δημητρίου τοῦ Φαληρέως24, ἀλλὰ ἐξορίσθηκε καὶ κατέφυγε στὴν αὐλὴ τοῦ Πτολεμαίου στὴν Αἴγυπτο. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐξορίσθηκε ἐκ νέου καὶ κατέφυγε στὴν Κυρήνη. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξορίσθηκε, γιὰ νὰ ἔλθει καὶ πάλι στὴν Ἑλλάδα.
Ἕνα παράδειγμα τῆς καυστικῆς κριτικῆς του, ποὺ σκανδάλιζε καὶ προκαλοῦσε τοὺς συγχρόνους του, μᾶς δίνει ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος. Κάποτε, διηγεῖται ὁ Διογένη ς, ὁ Στίλπων ὁ Μεγαρικὸς κινδύνευσε νὰ μπλέξει ἄσχημα λόγῳ ἑνὸς καλαμπουριοῦ: Ἂν θεὰ εἶναι ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ Δία, εἶχε πεῖ, τότε ἡ Ἀθηνᾶ τοῦ Φειδία, ποὺ δὲν εἶναι βεβαίως τοῦ δία, «οὐ θεός ἐστιν». Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ παραπεμφθεῖ σὲ δίκη μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀσέβειας στὸν Ἄρειο Πάγο, ὅπου… συνέχισε τὸ καλαμπούρι: δὲν ἀρνήθηκε ὅτι εἶχε πεῖ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο κατηγορεῖτο, καὶ ἰσχυρίσθηκε ὅτι σωστὰ τὸ εἶχε πεῖ· «μὴ γὰρ εἶναι αὐτὴν θεόν, ἀλλὰ θεάν»… Ὁ Θεόδωρος τότε δὲν δίστασε νὰ τὸν εἰρωνευθεῖ, ρωτώντας: «Καὶ ποῦ τὸ ἤξερε αὐτὸ ὁ Στίλπων; ἢ μήπως σήκωσε τὸ ἱμάτιό της καὶ εἶδε τόν “κῆπό” της;». Δὲν εἶναι ἀσφαλῶς χωρὶς λόγο, ποὺ ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος, διηγούμενος αὐτὴ τὴν ἱστορία, χαρακτηρίζει τὸν Θεόδωρο «θρασύτατο»25. Οὔτε βεβαίως χρειαζόμαστε τίποτα ἄλλο, γιὰ νὰ καταλάβουμε γιατί ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος δὲν μποροῦσε νὰ ριζώσει πουθενά, ἀλλὰ ἀπὸ παντοῦ ἐξοριζόταν.
Καὶ ὅμως, καὶ γιὰ τὸν Θεόδωρο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διατυπώσει τὴν ἐπιφύλαξη ποὺ διατυπώσαμε νωρίτερα γιὰ τὸν Εὐήμερο, ὡς πρὸς τὸ ἂν ἦταν πραγματικὰ ἄθεος, ἀρνητὴς δηλαδὴ τοῦ θεοῦ, ἢ ἁπλῶς ἀμφισβητοῦσε –ἀσφαλῶς μὲ πολὺ ἐπιθετικὸ τρόπο– τὶς παραδεδομένες ἀντιλήψεις περὶ τῶν θεῶν. Καὶ τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι ὁ Θεόδωρος ἔχει ἐν προκειμένῳ ἕναν πραγματικὰ ἀπροσδόκητο μάρτυρα ὑπεράσπισης. Πρόκειται γιὰ τὸν χριστιανὸ Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας ἐκφράζει τὴν ἀπορία γιατί οἱ ἀρχαῖοι ἀποκαλοῦσαν ἄθεους τὸν Θεόδωρο τὸν Κυρηναῖο, τὸν Εὐήμερο καὶ κάποιους ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς εἶχαν ἀντιληφθεῖ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας26.
Ὡστόσο, εἰδικὰ ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος μοιάζει νὰ ἦταν πραγματικὰ ἄθεος, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως. Σὲ αὐτὸ τὸ συ- μπέρασμα, ἄλλωστε, θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ ἡ διατύπωση τοῦ Διογένη τοῦ Λαερτίου γιὰ τὸν Θεόδωρο ποὺ εἴδαμε προηγουμένως, ὅτι ὁ Θεόδωρος «ἦν παντάπασιν ἀναιρῶν τὰς περὶ θεῶν δόξας». Ἔτσι, ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος θὰ μποροῦσε ἐπιτέλους νὰ εἶναι ὁ ἀρχαῖος διανοητὴς στὸ πρόσωπο τοῦ ὁποίου οἱ μεταγενέστεροι καὶ σύγχρονοί μας ἄθεοι θὰ ἔβρισκαν ἕναν ἔνδοξο πρόδρομο.
Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα… δὲν γνωρίζουμε πολλὰ γιὰ τὰ ὅσα δίδασκε στὴν πραγματικότητα ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος. Μᾶς παραδίδονται ὅμως κάποια περιστατικὰ ἀπὸ τὴ ζωή του. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι τὸ ἑξῆς: Ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος παρακάθισε κάποτε σὲ ἕνα συμπόσιο, στὸ ὁποῖο ἦταν παροῦσα καὶ ἡ Ἱππαρχία, σύζυγος τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου Κράτη τοῦ θηβαίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικώτερους κυνικοὺς φιλοσόφους. Ἡ Ἱππαρχία ἦταν καὶ ἡ ἴδια φιλόσοφος καὶ ζοῦσε ἕνα βίο ἀντιδιαμετρικὰ ἀντίθετο μὲ τὴ ζωὴ τῶν γυναικῶν τῆς ἐποχῆς της. Σὲ αὐτὸ λοιπὸν τὸ συμπόσιο, ἡ Ἱππαρχία ἔφερε σὲ δύσκολη θέση τὸν Θεόδωρο τὸν Ἄθεο μὲ ἕνα σόφισμα. Τί ἔκανε ὁ Θεόδωρος; Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως, ὁ Θεόδωρος μὲ μιὰ βίαιη κίνηση ἀφαίρεσε τὸ ἔνδυμα τῆς Ἱππαρχίας καὶ τὴν ἄφησε ὁλόγυμνη ἐνώπιον ὅλων, δείχνοντάς την δὲ εἶπε: «Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἄφησε τὸν ἀργαλειὸ καὶ τὸ ράψιμο;»27. Ἡ Ἱππαρχία δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ τοῦ ἀπάντησε ψύχραιμα: «Ἐγὼ εἶμαι, Θεόδωρε· ἀλλὰ μήπως σοῦ φαίνομαι ὅτι ἔκανα κακὴ ἐπιλογή, ποὺ ἀξιοποίησα γιὰ τὴν παιδεία τὸν χρόνο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ξοδέψω στὸν ἀργαλειό;»28.
Γνωρίζουμε ὅτι ἐπὶ αἰῶνες οἱ γυναῖκες ἦταν καταδικασμένες νὰ ὑφίστανται μύριες ταπεινώσεις. Ἀλλὰ δὲν ξέρουμε πιὸ ταπει- νωτικὴ συμπεριφορὰ πιὸ πρόστυχη ἀπὸ αὐτήν, τὴ συμπεριφορὰ τοῦ Θεόδωρου τοῦ Ἄθεου πρὸς τὴν Ἱππαρχία. Ἡ Ἱππαρχία, μὲ τὴν ὑπερήφανη στάση καὶ ἀπάντησή της, θὰ ἄξιζε νὰ τιμᾶται ὡς μία ἀπὸ τὶς πρωτοπόρους τοῦ φεμινισμοῦ. Ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθεος, ἀπὸ τὴν ἄλλη, … ἔ, τὸ μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τιμᾶται!
Ποῦ νὰ βγοῦν οἱ ἄθεοι νὰ δοξάσουν τὸν Θεόδωρο τὸν Ἄθεο ὡς πρόδρομό τους; Ἡ Christine Overall στὸ συλλογικὸ ἔργο The Cambridge Companion to Atheism καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι «ὑπάρχουν πολλοὶ λόγοι γιὰ τὶς φεμινίστριες νὰ εἶναι ἄθεες μὲ τὴ θετικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου»29. Ἀλλὰ διερωτῶμαι εἰλικρινὰ τί θὰ ἐπέλεγε μιὰ συνειδητὴ φεμινίστρια, ἐὰν εἶχε νὰ διαλέξει ἀνάμεσα στὸν Θεόδωρο τὸν Ἄθεο καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, μὲ τὸν πρῶτο νὰ φέρεται ὅπως εἴδαμε, τὸν δὲ δεύτερο νὰ διακηρύσσει τὸ περίφημο «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ»30.
Ἂς ἀναζητήσουν λοιπὸν ἀλλοῦ οἱ ἄθεοι τὸν ἔνδοξο πρόδρομό τους στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ὁ Θεόδωρος ὁ Ἄθε- ος… δὲν κάνει…
Κριτίας ὁ Ἀθηναῖος
Ἕνας πραγματικὸς ἄθεος, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως, θὰ μποροῦσε νὰ βρεθεῖ στὴν ἄλλη περίοδο ἔξαρσης τῆς ἀθεΐας στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα, στὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας σοφιστικῆς, τὸν πέμπτο αἰῶνα π.χ. Πρόκειται γιὰ τὸν σοφιστή, ποιητὴ καὶ ρήτορα Κριτία τὸν Ἀθηναῖο. Ὁ Κριτίας εἶχε γράψει ἕνα ἔργο, χαμένο σήμερα ἀλλὰ σῳζόμενο ἀποσπασματικά, στὸ ὁποῖο ἀποδομοῦσε ὄχι τοὺς θεοὺς τοῦ Ὀλύμπου, ἀλλὰ τὴ θρησκεία γενικά, ἐμφανίζοντάς την ὡς ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. συγκεκριμένα, ὁ Κριτίας ἔγραφε ἐκεῖ περίπου τὰ ἑξῆς: Ὑπῆρξε ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν βυθισμένη στὴν ἀδικία, καὶ κυριαρχοῦσε σὲ αὐτὴν ἡ βία. Δὲν ὑπῆρχε ἀνταμοιβὴ γιὰ τοὺς καλοὺς οὔτε τιμωρία γιὰ τοὺς κακούς. Ἀργότερα, οἱ ἄνθρωποι θέσπισαν νόμους τιμωρούς, ὥστε ἡ δικαιοσύνη νὰ κυριαρχεῖ καὶ νὰ ἐλέγχει τὴν ὕβρη. Ἂν κάποιος ἔπεφτε σὲ σφάλμα, ὑφίστατο τιμωρία. Τὰ προβλήματα ὅμως δὲν λύθηκαν. Οἱ νόμοι ἐμπόδιζαν μὲν τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν φανερὰ βίαιες πράξεις, ἀλλὰ αὐτοὶ συνέχιζαν νὰ τὶς κάνουν κρυφά. Τότε κάποιος ἄνθρωπος εὐφυὴς καὶ σοφὸς ἐπινόησε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τὸν φόβο τῶν θεῶν, γιὰ νὰ ὑπάρχει κάτι νὰ φοβίζει τοὺς κακούς, κι ἂν ἀκόμα κάνουν, λένε ἢ σκέπτονται κάτι κρυφά. Ἔτσι, εἰσήγαγε τὴν ἔννοια τοῦ θεοῦ ὁ ὁποῖος βλέπει καὶ ἀκούει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὶς μύχιες σκέψεις τῶν ἀνθρώπων. Βεβαίως, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο «κάλυψε τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμμα». Τὸ συμπέρασμα τοῦ Κριτία εἶναι ὅτι κάπως ἔτσι κάποιος ἔπεισε γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ πιστεύσουν ὅτι ὑπάρχει γένος θεῶν.
Ὁ Σέξτος ὁ Ἐμπειρικός, ποὺ παραθέτει τὸ κείμενο τοῦ Κριτία, γράφει πολὺ χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Κριτίας ἦταν «ἐκ τοῦ τάγ- ματος τῶν ἀθέων» καὶ μὲ τὸ ἐν λόγῳ κείμενό του εἰσηγήθηκε τὴν ἄποψη ὅτι οἱ παλαιοὶ νομοθέτες ἔπλασαν τὸν θεὸ ὡς «ἐπίσκοπον τῶν ἀνθρωπίνων κατορθωμάτων καὶ ἀδικημάτων», προκειμένου νὰ μὴ διαπράττει κανεὶς ἀδικήματα κρυφά, ἀπὸ φόβο γιὰ τὴν τιμωρία τῶν θεῶν31. Σύμφωνα μὲ τὸν Guthrie, πρόκειται γιὰ τὴν πρώτη φορὰ ποὺ βρίσκουμε στὴν ἱστορία τὴ θεωρία ὅτι ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ πολιτικὴ ἐπινόηση32. Τὸ κείμενο τοῦ Κριτία, ποὺ εἴδαμε σὲ γενικὲς γραμμὲς τὸ περιεχόμενό του, ἔχει κατὰ λέξιν ὡς ἑξῆς (τὸ παραθέτουμε κατὰ λέξιν, διότι πρόκειται γιὰ ἕνα ἀληθινό «εὐαγγέλιο» τῆς ἀθεΐας ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα): «Ἦν χρόνος, ὅτ’ ἦν ἄτακτος ἀνθρώπων βίος καὶ θηριώδης ἰσχύος θ’ ὑπηρέτης, ὅτ’ οὐδὲν ἆθλον οὔτε τοῖς ἐσθλοῖσιν ἦν οὔτ’ αὖ κόλασμα τοῖς κακοῖς ἐγίγνετο.
Κἄπειτά μοι δοκοῦσιν ἄνθρωποι νόμους θέσθαι κολαστάς, ἵνα δίκη τύραννος ᾖ <ὁμῶς ἁπάντων> τὴν θ’ ὕβριν δούλην ἔχῃ ἐζημιοῦτο δ’ εἴ τις ἐξαμαρτάνοι.
Ἔπειτ’ ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπείργων αὐτοὺς ἔργα μὴ πράσσειν βίᾳ, λάθρᾳ δ’ ἔπρασσον, τηνικαῦτά μοι δοκεῖ <πρῶτον> πυκνός τις καὶ σοφὸς γνώμην ἀνὴρ (γνῶναι) <θεῶν> δέος θνητοῖσιν ἐξευρεῖν, ὅπως εἴη τι δεῖμα τοῖς κακοῖσι, κἂν λάθρᾳ πράσσωσι ἢ λέγωσι ἢ φρονῶσί <τι>.
Ἐντεῦθεν οὖν τὸ θεῖον εἰσηγήσατο, ὡς ἔστι δαίμων ἀφθίτῳ θάλλων βίῳ, νόῳ τ’ ἀκούων καὶ βλέπων, φρονῶν τ’ ἄγαν προσέχων τε ταῦτα, καὶ φύσιν θείαν φορῶν, ὃς πᾶν τὸ λεχθὲν ἐν βροτοῖς ἀκούσεται, τὸ δρώμενον δὲ πᾶν ἰδεῖν δυνήσεται.
Ἐὰν δὲ σὺν σιγῇ τι βουλεύῃς κακόν, τοῦτ’ οὐχὶ λήσει τοὺς θεούς· τὸ γὰρ φρονοῦν <ἄγαν> ἔνεστι. Τούσδε τοὺς λόγους λέγων διδαγμάτων ἥδιστον εἰσηγήσατο ψευδεῖ καλύψας τὴν ἀλήθειαν λόγῳ.
(…)
Οὕτω δὲ πρῶτον οἴομαι πεῖσαί τινα θνητοὺς νομίζειν δαιμόνων εἶναι γένος»33.
Ἰδοὺ λοιπὸν ὁ ἔνδοξος πρόδρομος τῶν μεταγενέστερων καὶ σύγχρονων ἀθέων στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα: ὁ Ἀθηναῖος σοφιστὴς Κριτίας, υἱὸς τοῦ πλούσιου Κάλλαισχρου, μαθητὴς τοῦ Σωκράτη, τοῦ Γοργία καὶ πολλῶν ἄλλων φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, θεῖος τοῦ Πλάτωνα (ἐξάδελφος τῆς μητέρας του). Ἀλλά… ὑπάρχει καὶ ἐδῶ ἕνα πρόβλημα… τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Θεόδωρου τοῦ Ἀθέου, ἔτσι καὶ ὁ Κριτίας ἔχει, πέραν τῶν συγγραμμά- των καὶ τῶν λόγων του, καὶ βίον καὶ πολιτείαν… Ὁ σοφιστὴς Κριτίας δὲν ἀρκέσθηκε στὶς φιλοσοφικὲς συζητήσεις καὶ θεωρίες, ἀλλὰ ἐνεπλάκη ἐνεργὰ στὴν πολιτικὴ ζωή.
Ἔμεινε περιώνυμος ὡς ὁ σκληρότερος ἀπὸ τοὺς τριάκοντα τυράννους, ποὺ δυνάστευσαν τὴν Ἀθήνα γιὰ ὀκτὼ μῆνες μετὰ τὸ τέλος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Τὸ καθεστὼς ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τοὺς λακεδαιμονίους μετὰ τὴ συνθηκολόγηση τῆς Ἀθήνας, τὴν ὁποία διαπραγματεύθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς τριάκοντα, φίλος τοῦ Κριτία, ὁ Θηραμένης. Ἡ ἐκφυλισμένη «δημοκρατία» τῶν δημαγωγῶν, στὴν ὁποία ἦλθε νὰ θέσει τέρμα τὸ καθεστὼς τῶν τριάκοντα, εἶχε πολλὰ στραβά, μὲ ἀποτέλεσμα κάποιοι Ἀθηναῖοι νὰ προσβλέπουν μὲ προσδοκίες στὴν καθεστωτικὴ ἀλλαγή. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ἦταν, καθ’ ὁμολογίαν του, καὶ ὁ Πλάτων. Ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων γράφει ὅτι οἱ τριάκοντα «μέσα σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἔκαναν τὸ προηγούμενο πολίτευμα νὰ φαντάζει χρυσάφι»34. Ἀφοῦ στερεώθηκαν στὴ ἐξουσία μὲ τὴ βοήθεια τῆς Σπαρτιατικῆς φρουρᾶς, ἐγκαθίδρυσαν ἕνα καθεστὼς τρόμου. Πολιτικὰ δικαιώματα διετήρησαν μόνο τρεῖς χιλιάδες Ἀθηναῖοι (οἱ τρισχίλιοι), προσκείμενοι στὸ καθεστώς. Σύντομα ὁ Κριτίας ξεχώρισε γιὰ τὴ σκληρότητά του, ἐξοντώνοντας ἀνενδοίαστα ὅλους τοὺς πραγματικοὺς ἢ δυνητικοὺς πολιτικούς του ἀντιπάλους. Μὲ δική του πρωτοβουλία θεσπίσθηκε νόμος βάσει τοῦ ὁποίου οἱ τριάκοντα εἶχαν τὴν ἐξουσία νὰ ἐκτελοῦν χωρὶς δίκη ὅποιον δὲν περιλαμβανόταν στοὺς τρισχιλίους φίλους τοῦ καθεστῶτος.
Πολλοὶ ὁδηγοῦνταν στὸν θάνατο, ἁπλῶς καὶ μόνο γιὰ νὰ σφετερισθοῦν οἱ τριάκοντα τὴν περιουσία τους. Ὁ Ἀριστοτέλης35, ὁ Ἰσοκράτης36 καὶ ὁ Αἰσχίνης37 ὑπολογίζουν τὸν ἀριθμὸ τῶν πολιτῶν ποὺ ἐκτελέσθηκαν χωρὶς δίκη στοὺς 1.500, ἕναν ἐξωφρενικὰ ὑψηλὸ ἀριθμό, καὶ καθ’ ἑαυτόν, πολλῷ δὲ μᾶλλον λαμβανομένου ὑπόψιν καὶ τοῦ μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος ποὺ κρατήθηκε στὴν ἐξουσία τὸ καθεστώς (ὀκτὼ μῆνες), ἀλλὰ καὶ τοῦ περιορισμένου ἀριθμοῦ τῶν πολιτῶν, ποὺ δὲν ξεπερνοῦσε τὶς 40.000!
Ἡ ὠμότητα τοῦ Κριτία προκάλεσε ἀντιδράσεις ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν μετριοπαθέστερων τοῦ καθεστῶτος. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ φίλος καὶ συνεργάτης τοῦ Κριτία Θηραμένης, ὁ ὁποῖος, σὲ ἕναν διάλογο ποὺ μᾶς διασῴζει ὁ Ξενοφῶν, δια- μαρτυρήθηκε ὅτι δὲν ἦταν λογικὸ νὰ δολοφονοῦν κάποιον, ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἦταν λαοφιλής. Ὁ Κριτίας τοῦ ἀπάντησε κυνικὰ ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ ξεχωρίζουν νὰ μὴν ξεφορτώνονται ὅσους θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ἐμποδίσουν· πρόσθεσε δὲ στὸν Θηραμένη ὅτι, ἂν αὐτὸς πίστευε πώς, ἐπειδὴ εἶναι τριάκοντα καὶ ὄχι ἕνας, πρέπει νὰ φροντίζουν τὸ πολίτευμα σὰν κάτι λιγώτερο ἀπὸ τυραννία, τότε εἶναι ἀνόητος38… στὸ τέλος, ὁ Κριτίας φρόντισε νὰ ξεφορτωθεῖ καὶ τὸν ἴδιο τὸν παλαιό του φίλο καὶ συνεργάτη Θηραμένη, καταδικάζοντάς τον σὲ θάνατο.
Ἡ βίαιη ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος τῶν τριάκοντα ἀπήλλαξε τὴν Ἀθήνα ἀπὸ μιὰ τυραννία τὴν ὁποία οἱ Ἀθηναῖοι ἐπὶ αἰῶνες θυμοῦνταν μὲ φρίκη, παρὰ τὴ μικρή της διάρκεια τῶν ὀκτὼ μόλις μηνῶν. Ὁ ἴδιος δὲ ὁ Κριτίας ἔμεινε στὴ συλλογικὴ μνήμη καὶ τὴν Ἱστορία ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς εἰδεχθέστερους καὶ βιαιότερους τυράννους ὅλων τῶν ἐποχῶν.
Καὶ τὸ ἐρώτημα εἶναι: Αὐτὸς ὁ Κριτίας, ὁ μισητὸς τύραννος, θὰ εἶναι ὁ ἔνδοξος πρόδρομος ποὺ ψάχνει ἡ μεταγενέστερη καὶ σύγχρονη ἀθεΐα στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα; Ὄχι! δὲν γίνεται…
Συμπέρασμα
Σὲ αὐτὴ τὴ μελέτη βρήκαμε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβεβαιώσουμε ἐπανειλημμένα καὶ διὰ πολλῶν τὸ συμπέρασμα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιότητα στὸ ὁποῖο κατέληγε ἡ περίφημη Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων τὸ 1946: ὅτι ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμὸς «εἶναι πράγματι πολιτισμὸς κατ’ ἐξοχὴν θεοκεντρικός39. Ἀκόμη καὶ διανοητὲς ποὺ σύρθηκαν στὰ δικαστήρια ἢ καὶ καταδικάσθηκαν μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀθεΐας, ὅπως ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Ἀναξαγόρας, ἄρθρωσαν μὲν ἐνίοτε ἕναν λόγο ἀμφισβήτησης, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν ἐξέφραζε μιὰ ἄρνηση τοῦ θείου, ἀλλὰ ἀπεναντίας μιὰ βαθύτερη θρησκευτικὴ ἀναζήτηση. Αὐτὸν τὸν λόγο συχνὰ οἱ χριστιανοὶ τὸν εἶδαν ἀργότερα ὡς προάγγελο τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Τόσο ὁ βαθιὰ θεοκεντρικὸς χαρακτήρας τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καὶ τὸ παράδοξο τῆς καταδίκης ἐπὶ ἀθεΐᾳ διανοητῶν ποὺ τὴ σκέψη τους χαρακτήριζε μιὰ γνήσια θρησκευτικὴ ἀναζήτηση, ἐξηγοῦνται ἀρκούντως, ἂν ἀναλογισθοῦμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἔβλεπαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες τὴ θρησκεία, ἕναν τρόπο πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὴ βλέπουμε ἐμεῖς σήμερα: Ἡ θρησκεία δὲν ἦταν στὴν Ἀρχαιότητα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι θέμα τῆς ἀτομικῆς θρησκευτικῆς συνείδησης ἑνὸς ἑκάστου, ὅπως τὴ βλέπουμε σήμερα· γινόταν ἀντιληπτὴ ὡς στήριγμα τῆς πόλεως, ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του· ἀντιμετωπιζόταν ὡς θεμέλιο τῆς κοινότητας καὶ τῆς συλλογικῆς ταὐτότητας· καὶ ὡς τέτοια, ἡ θρησκεία λογιζόταν ὡς ὑπόθεση συλλογικῆς ἐπιβίωσης.
Μὲ αὐτὴ τὴ λογική, ἀντιλαμβανόμαστε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους συνέβη διανοητὲς μὲ γνήσια θρησκευτικὴ ἀναζήτηση, σὰν τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Ἀναξαγόρα, νὰ συρθοῦν στὸ δικαστήριο κατηγορούμενοι ἐπὶ ἀσεβείᾳ καὶ ἐπὶ ἀθεΐᾳ: οἱ βαθύτερες θρησκευτικές τους ἀναζητήσεις γίνονταν ἀντιληπτὲς ὡς κίνδυνος γιὰ τὴ θρησκεία ὡς θεμέλιο τῆς συλλογικῆς ταὐτότητας τῆς πόλεως. Τέτοιοι διανοητὲς δὲν ἦταν βεβαίως ἄθεοι, ἐξ οὗ, ἄλλωστε, καὶ μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα οἱ χριστιανοὶ θὰ τοὺς ἀναγνώριζαν προθύμως ὡς προδρόμους τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας – σημειωτέον, ἐπίσης, καὶ οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοὶ διώχθηκαν κατηγορούμενοι ἐπὶ ἀθεΐᾳ.
Ὅλα αὐτὰ βεβαίως δὲν σημαίνουν ὅτι στὴν Ἀρχαιότητα δὲν ὑπῆρχαν ἄθεοι. Προφανῶς καὶ ὑπῆρχαν! Αὐτὸ μᾶς τὸ ὑποδεικνύουν οἱ ἴδιες οἱ πηγές – πέραν βεβαίως τῆς συνεπικουρίας τῆς κοινῆς λογικῆς. Ὁ Whitmarsh δὲν κάνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ νά «κομίζει γλαῦκα εἰς Ἀθήνας», ὅταν «ἀνακαλύπτει» ὅτι καὶ στὴν Ἀρχαιότητα ὑπῆρχαν ἄθεοι. Σαφῶς καὶ ὑπῆρχαν!
Προσδιορίσαμε μάλιστα ὡς περιόδους «ἀκμῆς» αὐτῆς τῆς ἀθεΐας στὴν Ἀρχαιότητα τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας σοφιστικῆς καὶ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο.
Ὑπῆρχε λοιπὸν ἀθεΐα, ὅπως ἄλλωστε εἶναι φυσικὸ σὲ κάθε ἐποχὴ νὰ ὑπάρχουν ἀρνητὲς τοῦ θεοῦ. Μὲ μία ὅμως διαφορά, τὴν ὁποία εἴδαμε νὰ τονίζει ὁ Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης40: ὅτι αὐτὴ ἡ ἀθεΐα δὲν «κυβερνοῦσε», δὲν εἶχε στὰ χέρια της τὰ ἡνία τοῦ πολιτισμοῦ.
Καὶ ὅμως, εἴδαμε ὅτι ὑπῆρξε στὴν Ἀρχαιότητα στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ ἀθεΐα πῆρε στὰ χέρια της τὰ ἡνία· ὄχι βέβαια τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ τῆς πολιτείας. Πολὺ πρὶν τὰ μεγάλα καθεστῶτα τῆς ἄρνησης τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα –τὸν κομμουνισμό, τὸν φασισμὸ καὶ τὸν ναζισμό–, ἡ ἀθεΐα κυβέρνησε στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ἔστω γιὰ λίγο, ἔστω γιὰ ὀκτὼ μόλις μῆνες. Αὐτὸ συνέβη, ὅταν ὁ πιὸ συνεπὴς καὶ ἀπερίφραστος κήρυκάς της, ὁ σοφιστὴς Κριτίας, βρέθηκε στὴν ἐξουσία ὡς ἐπικεφαλῆς τοῦ κα- θεστῶτος τῶν τριάκοντα. Ξέρουμε πολὺ καλὰ τὰ δείγματα γραφῆς ποὺ ἔδωσε ἡ ἀθεΐα σὲ αὐτὴ τὴ σύντομη διακυβέρνησή της: Ἀκόμη καὶ αἰῶνες ἀργότερα, οἱ Ἀθηναῖοι θυμοῦνταν μὲ φρίκη τὸ καθεστὼς τοῦ τρόμου ποὺ σημάδευσε τὴν ἐξουσία αὐτὴ τῆς ἄρνησης.
Βεβαίως, ἡ ἄρνηση τῆς ἐποχῆς μας ἔχει κάθε λόγο νὰ μὴν προβάλλει τὸν Κριτία, τὸν πρόδρομό της στὴν ἑλληνικὴ Ἀρχαιό- τητα, προκειμένου νὰ μὴ χρεωθεῖ τὴ φρίκη ποὺ σηματοδότησε ἡ ἐξουσία του. Ἀλλὰ εἶναι σημαντικὸ νὰ γνωρίζουμε ὅτι τὰ δείγματα γραφῆς ποὺ ἔδωσε ἡ ἄρνηση στὸ σύντομο αὐτὸ πέρασμά της ἀπὸ τὴν ἐξουσία, τοὺς μόλις ὀκτὼ μῆνες τοῦ καθεστῶτος τῶν τριάκοντα, δὲν ἦταν καθόλου διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ ἔδινε ἀργότερα, μὲ τὰ μεγάλα ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα.
- Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, Ἀθῆναι 1946, σελ. 139-140.
- Tim Whitmarsh, Battling the Gods. Atheism in the Ancient World, Alfred A. Knopf, New York 2015. Καὶ σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση: θεομαχία. Ἡ ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο κόσμο, μτφ. Γ. Καζαντζίδη, Ἐκδόσεις Polaris, Ἀθήνα 2018.
- Ἀλεξάνδρου ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Α΄, Ἐκδόσεις «συζήτησις», Ἀθῆναι 1980, σελ. 15.
- Πλουτάρχου, Περικλῆς, ed. K. Ziegler, λβ΄ 2.1-4.
- Tim Whitmarsh, Θεομαχία. Ἡ ἀθεΐα στὸν ἀρχαῖο κόσμο, σελ. 137-139.
- Ἀριστοτέλους, Πολιτικά, ed. W. D. Ross, 1253a18-26: «Καὶ πρότερον δὲ τῇ φύσει πόλις ἢ οἰκία καὶ ἕκαστος ἡμῶν ἐστιν. Τὸ γὰρ ὅλον πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ μέρους· ἀναιρουμένου γὰρ τοῦ ὅλου οὐκ ἔσται ποὺς οὐδὲ χείρ, εἰ μὴ ὁμωνύμως, ὥσπερ εἴ τις λέγοι τὴν λιθίνην (διαφθαρεῖσα γὰρ ἔσται τοιαύτη), πάντα δὲ τῷ ἔργῳ ὥρισται καὶ τῆ δυνάμει, ὥστε μηκέτι τοιαῦτα ὄντα οὐ λεκτέον τὰ αὐτὰ εἶναι ἀλλ’ ὁμώνυμα. Ὅτι μὲν οὖν ἡ πόλις καὶ φύσει καὶ πρότερον ἢ ἕκαστος, δῆλον».
- Ἡροδότου, Ἱστορίαι, ed. Ph.-E. Legrand, Ζ΄ 104.16-19: «Ἐλεύθεροι γὰρ ἐόντες οὐ πάντα ἐλεύθεροί εἰσι· ἔπεστι γάρ σφι δεσπότης νόμος, τὸν δειμαίνουσι πολλῷ ἔτι μᾶλλον ἢ οἱ σοὶ σέ».
- Τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα, τὸ ὁποῖο στηρίζεται στὴν ἰσότητα τῶν πολιτῶν, ὄχι μόνο δὲν περιορίζει τὴν ἰσχὺ τοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ τὴν προϋποθέτει ὡς θεμέλιο τῆς λειτουργίας του. εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δήλωση τοῦ Βίαντα τοῦ Πριηνέα ὅτι ἡ καλύτερη δημοκρατία εἶναι ἐκείνη στὴν ὁποία οἱ πάντες φοβοῦνται καὶ σέβονται τὸν νόμο σὰν τύραννο (Πλουτάρχου, Τῶν Ἑπτὰ Σοφῶν συμπόσιον, ed. F. C. Babbitt, 154 E 3-5: «Ὁ Βίας ἔφησε κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν ἐν ᾗ πάντες ὡς τύραννον φοβοῦνται τὸν νόμον»). Παράλληλα, ἡ ἀξία τοῦ νόμου ἀναγνωρίζεται καὶ σὲ κοσμικὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ νόμος λογίζεται ὡς θεμέλιο τῆς κοσμικῆς τάξεως: «Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνητῶν τε καὶ ἀθανάτων» (Πινδάρου, ed. H. Maehler (post B. Snell), ἀπ. 169a1-2). Ἡ σημασία τοῦ νόμου ἐξαίρεται καὶ ἀπὸ τοὺς τραγικοὺς ποιητές. Ὁ εὐριπίδης γράφει ὅτι «τὸ γάρ τοι συνέχον ἀνθρώπων πόλεις τοῦθ’ ἔσθ’, ὅταν τις τοὺς νόμους σῴζῃ καλῶς» (Εὐριπίδου, Ἱκέτιδες, ed. J. Diggle, 312-313), ἐνῷ εἶναι βεβαίως πολὺ γνωστὰ τὰ λόγια τοῦ Κρέοντα στὴν Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλῆ: «Ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν» (ed. A. Dain καὶ P. Mazon, 672). Κυρίως, ὅμως, ἡ σημασία τοῦ νόμου τονίζεται μὲ κάθε εὐκαιρία ἀπὸ τοὺς ἀττικοὺς ρήτορες: «Λυθέντων γε τῶν νόμων καὶ ἑκάστῳ δοθείσης ἐξουσίας ὅ,τι βούλεται ποιεῖν, οὐ μόνον ἡ πολιτεία οἴχεται, ἀλλ’ οὐδ’ ὁ βίος ἡμῶν τῶν θηρίων οὐδὲν ἂν διενέγκαι». (δημοσθένους, Κατὰ Ἀριστογείτονος Α΄, ed. S. H. Butcher, 20.8- 21.1). «Πόλεως εἶναι τὴν ψυχὴν τοὺς νόμους· ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα στερηθὲν ψυχῆς πίπτει, οὕτω καὶ πόλις μὴ ὄντων νόμων καταλύεται». (δημοσθένους, ed. J. Baiter καὶ H. Sauppe, ἀπ. 13.23). «Διόπερ καὶ ὁ νομοθέτης τοῦτο πρῶτον ἔταξεν ἐν τῷ τῶν δικαστῶν ὅρκῳ, “ψηφιοῦμαι κατὰ τοὺς νόμους”, ἐκεῖνό γε εὖ εἰδὼς ὅτι ὅταν διατηρηθῶσιν οἱ νόμοι τῇ πόλει, σῴζεται καὶ ἡ δημοκρατία» (Αἰσχίνου, Κατὰ Κτησιφῶντος, ed. V. Martin καὶ G. de Budé, 6.10-13).
- Ἡροδότου, Ἱστορίαι, Ζ΄ 144.14-17.
- Βλ. τὸ Α΄ μέρος αὐτῆς τῆς μελέτης: Ἀκτῖνες 780 (Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2020), σελ. 54-55.
- Tim Whitmarsh, ὅ.π., σελ. 147, 151, 154.
- Βλ. τὸ Α΄ μέρος αὐτῆς τῆς μελέτης: Ἀκτῖνες 780 (Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2020), σελ. 59-60.
- Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε τὰ ἑξῆς: στὸν ὕμνο του Εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν, ὁ Ἰουλιανὸς παρακαλεῖ τή «μητέρα τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων» νὰ δώσει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὴν εὐδαιμονία, τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ γνώση τῶν θεῶν, καὶ νὰ βοηθήσει τὸν ρωμαϊκὸ λαό «νὰ ἀποσβέσει τὴν κηλῖδα τῆς ἀθεότητας», δηλαδὴ τὸν χριστιανισμό, δίδοντάς του παράλληλα εὐμενῆ τύχη γιὰ πολλὲς χιλιάδες ἔτη (Εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν, ed. G. Rochefort, 20.1, 20.11-16: «Ὦ θεῶν καὶ ἀνθρώπων Μῆτερ, (…) δίδου πᾶσι μὲν ἀνθρώποις εὐδαιμονίαν, ἧς τὸ κεφάλαιον ἡ τῶν θεῶν γνῶσίς ἐστι, κοινῇ δὲ τῷ Ῥωμαίων δήμῳ μάλιστα μὲν ἀποτρίψασθαι τῆς ἀθεότητος τὴν κηλῖδα, πρὸς δὲ καὶ τὴν τύχην εὐμενῆ συνδιακυβερνῶσαν αὐτῷ τὰ τῆς ἀρχῆς πολλὰς χιλιάδας ἐτῶν»). σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἀρχιερέα τῆς Γαλατίας Ἀρσάκιο, ὁ Ἰουλιανὸς γράφει ρητῶς ὅτι πρέπει νὰ παύονται ἀπὸ ἱερεῖς ὅσοι δὲν προσέρχονται στὴ λατρεία τῶν θεῶν μαζὶ μὲ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς δούλους τους, ἀλλὰ ἀνέχονται τοὺς δούλους ἢ τοὺς υἱοὺς ἢ τίς «Γαλιλαῖες» συζύγους τους νὰ ἀσεβοῦν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ νὰ προτιμοῦν τήν «ἀθεότητα» (δηλαδὴ τὸν χριστιανισμό) ἀπὸ τὴ θεοσέβεια (Ἐπιστολὴ ΠΔ΄.Ἀρσακίῳ ἀρχιερεῖ Γαλατίας, ed. J. Bidez, 11-18: «Καὶ οὐκ ἀπόχρη τὸ σὲ μόνον εἶναι τοιοῦτον, ἀλλὰ πάντας ἁπαξαπλῶς οἳ περὶ τὴν Γαλατίαν εἰσὶν ἱερεῖς· οὓς ἢ δυσώπησον, ἢ πεῖσον εἶναι σπουδαίους, ἢ τῆς ἱερατικῆς λειτουργίας ἀπόστησον, εἰ μὴ προσέρχοιντο μετὰ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ θεραπόντων τοῖς θεοῖς, ἀλλ’ ἀνέχοιντο τῶν οἰκετῶν ἢ <τῶν> υἱέων ἢ τῶν Γαλιλαίων γυναικῶν ἀσεβούντων μὲν εἰς τοὺς θεούς, ἀθεότητα δὲ θεοσεβείας προτιμώντων»). Ὁμοίως καὶ στὸ παράδοξο ἔργο του, τὸν Ἀντιοχικὸ ἢ Μισοπώγωνα, ὁ Ἰουλιανὸς μέμφεται ἀνοικτὰ τοὺς Ἀντιοχεῖς, διότι ἐπέτρεπαν στὶς γυναῖκές τους νὰ βοηθοῦν ἀπὸ τὴν περιουσία τους τοὺς πτωχοὺς πρὸς δόξαν τῆς «ἀθεότητας» (δηλαδὴ τοῦ χριστιανισμοῦ) (Ἀντιοχικὸς ἢ Μισοπώγων, ed.C. Lacombrade, 35.19-25: «Νυνὶ δὲ ὑμῶν ἕκαστος ἐπιτρέπει μὲν τῇ γυναικὶ πάντα ἐκφέρειν ἔνδοθεν εἰς τοὺς Γαλιλαίους, καὶ τρέφουσαι ἀπὸ τῶν ὑμετέρων ἐκεῖναι τοὺς πένητας, πολὺ τῆς ἀθεότητος ἐργάζονται θαῦμα πρὸς τοὺς τῶν τοιούτων δεομένους (ἔστι δὲ οἶμαι τοιοῦτον τὸ πλεῖστον τῶν ἀνθρώπων γένος)»). Στὸ ἴδιο ἔργο ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς τὴν ἀνοικτὴ ἀποδοκιμασία εἰς βάρος του ἐκ μέρους τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἀντιόχειας: «Ὁ πληθυσμὸς εἶναι δυσαρεστημένος μαζί μου στὸ μεγαλύτερο μέρος του, μᾶλλον δὲ ὁλόκληρος, ἐπειδὴ ἐπέλεξε τὴν ἀθεότητα, καὶ βλέπει ἐμένα νὰ εἶμαι προσηλωμένος στοὺς πάτριους θεσμοὺς τῆς λατρείας» (ὅ.π., 28.23-26: «Ὁ μὲν γὰρ δῆμος ἄχθεταί μοι τῷ πλείστῳ μέρει, μᾶλλον δ’ ἅπας ἀθεότητα προελόμενος, ὅτι τοῖς πατρίοις ὁρᾷ τῆς ἀγιστείας θεσμοῖς προσκείμενον»).
- Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, ed. C. Mondésert, δʹ 56, 6.1-4: «Χρυσός ἐστι τὸ ἄγαλμά σου, ξύλον ἐστίν, λίθος ἐστίν, γῆ ἐστιν, ἐὰν ἄνωθεν νοήσῃς, μορφὴν παρὰ τοῦ τεχνίτου προσλαβοῦσα. Γῆν δὲ ἐγὼ πατεῖν, οὐ προσκυνεῖν μεμελέτηκα».
- Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, σελ. 139-140.
- Ἀριστοφάνους, Νεφέλαι, ed. K. J. Dover, 367: «Ποῖος Ζεύς; Οὐ μὴ ληρήσεις. Οὐδ’ ἐστὶ Ζεύς».
- Ἀριστοφάνους, ὅ.π., 247: «Ποίους θεοὺς ὁμεῖ σύ; Πρῶτον γὰρ θεοὶ ἡμῖν νόμισμ’ οὐκ ἔστι».
- Πλάτωνος, Νόμοι, ed. J. Burnet, 891b1-4: «Καὶ γὰρ εἰ μὴ κατεσπαρμένοι ἦσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι ἐν τοῖς πᾶσιν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀνθρώποις, οὐδὲν ἂν ἔδει τῶν ἐπαμυνούντων λόγων ὡς εἰσὶν θεοί· νῦν δὲ ἀνάγκη».
- Πλάτωνος, ὅ.π., 948c2-d1 «Νῦν δὲ δὴ ὅτε μέρος τι μέν, φαμέν, ἀνθρώπων τὸ παράπαν οὐχ ἡγοῦνται θεούς, οἱ δὲ οὐ φροντίζειν ἡμῶν αὐτοὺς διανοοῦνται, τῶν δὲ δὴ πλείστων ἐστὶ καὶ κακίστων ἡ δόξα ὡς σμικρὰ δεχόμενοι θύματα καὶ θωπείας πολλὰ συναποστεροῦσι χρήματα καὶ μεγάλων σφᾶς ἐκλύονται κατὰ πολλὰ ζημιῶν, οὐκέτι δὴ τοῖς νῦν ἀνθρώποις ἡ Ῥαδα- μάνθυος ἂν εἴη τέχνη πρέπουσα ἐν δίκαις».
- Ὅσοι ἐπιλέγουν νὰ δώσουν κάποια βάση στὰ γραφόμενα τοῦ εὐήμερου ταὐτίζουν τὴν Παγχαία μὲ τὴ σημερινὴ Σρὶ Λάνκα, τὴ νῆσο Κεϋλάνη.
- Διοδώρου Σικελιώτου, Βιβλιοθήκη ἱστορική, ed. F. Vogel καὶ K. T. Fischer (post I. Bekker & L. Dindorf), ε΄ 46, 3.1-4.1: «Μυθολογοῦσι δ’ οἱ ἱερεῖς τὸ γένος αὐτοῖς ἐκ Κρήτης ὑπάρχειν, ὑπὸ Διὸς ἠγμένης εἰς τὴν Παγχαίαν, ὅτε κατ’ ἀνθρώπους ὢν ἐβασίλευε τῆς οἰκουμένης· καὶ τούτων σημεῖα φέρουσι τῆς διαλέκτου, δεικνύντες τὰ πολλὰ διαμένειν παρ’ αὑτοῖς Κρητικῶς ὀνομαζόμενα· τήν τε πρὸς αὐτοὺς οἰκειότητα καὶ φιλανθρωπίαν ἐκ προγόνων παρειληφέναι, τῆς φήμης ταύτης τοῖς ἐκγόνοις παραδιδομένης ἀεί. Ἐδείκνυον δὲ καὶ ἀναγραφὰς τούτων, ἃς ἔφασαν τὸν Δία πεποιῆσθαι καθ’ ὃν καιρὸν ἔτι κατ’ ἀνθρώπους ὢν ἱδρύσατο τὸ ἱερόν». Πρβ. καὶ ὅ.π., Ϛ΄ 1, 6.1-4: «Εἶναι δ’ ἐν αὐτῇ (sc. στὴν Παγχαία) κατά τινα λόφον ὑψηλὸν καθ’ ὑπερ- βολὴν ἱερὸν Διὸς Τριφυλίου, καθιδρυμένον ὑπ’ αὐτοῦ καθ’ ὃν καιρὸν ἐβασίλευσε τῆς οἰκουμέ- νης ἁπάσης ἔτι κατὰ ἀνθρώπους ὤν».
- Πλουτάρχου, Περὶ Ἴσιδος καὶ Ὀσίριδος, ed. W.Sieweking, 360 A 5-6: «ὃς αὐτὸς (sc. ὁ Εὐήμερος) ἀντίγραφα συνθεὶς ἀπίστου καὶ ἀνυπάρκτου μυθολογίας πᾶσαν ἀθεότητα κατασκεδάννυσι τῆς οἰκουμένης, τοὺς νομιζομένους θεοὺς πάντας ὁμαλῶς διαγράφων εἰς ὀνόματα στρατηγῶν καὶ ναυάρχων καὶ βασιλέων ὡς δὴ πάλαι γεγονότων ἐν δὲ Πάγχοντι γράμμασι χρυ- σοῖς ἀναγεγραμμένων, οἷς οὔτε βάρβαρος οὐδεὶς οὔθ’ Ἕλλην, ἀλλὰ μόνος Εὐήμερος, ὡς ἔοικε, πλεύσας εἰς τοὺς μηδαμόθι γῆς γεγονότας μηδ’ ὄντας Παγχώους καὶ Τριφύλλους ἐντετύχηκε».
- Διογένους Λαερτίου, Βίοι φιλοσόφων καὶ σοφιστῶν, ed. H. S. Long, Β΄ 97.6-11: «Οἱ δὲ Θεοδώρειοι κληθέντες τὴν μὲν ὀνομασίαν ἔσπασαν ἀπὸ Θεοδώρου τοῦ προγεγραμμένου, καὶ δόγμασιν ἐχρήσαντο τοῖς αὐτοῦ. Ἦν δ’ ὁ Θεόδωρος παντάπασιν ἀναιρῶν τὰς περὶ θεῶν δόξας· καὶ αὐτοῦ περιετύχομεν βιβλίῳ ἐπιγεγραμμένῳ Περὶ θεῶν, οὐκ εὐκαταφρονήτῳ· ἐξ οὗ φασιν Ἐπίκουρον λαβόντα τὰ πλεῖστα εἰπεῖν».
- Διογένους Λαερτίου, ὅ.π., Β΄ 101.6.
- Διογένους Λαερτίου, ὅ.π., Β΄ 116.2-12: «Τοῦτόν (sc. τὸν στίλπωνα) φασιν περὶ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς τοῦ Φειδίου τοιοῦτόν τινα λόγον ἐρωτῆσαι· “ἆρά γε ἡ τοῦ Διὸς Ἀθηνᾶ θεός ἐστιν;” φήσαντος δέ, “ναί”, “αὕτη δέ γε”, εἶπεν, “οὐκ ἔστι Διός, ἀλλὰ Φειδίου”· συγχωρουμένου δέ, “οὐκ ἄρα”, εἶπε, “θεός ἐστιν”. Ἐν ᾧ καὶ εἰς Ἄρειον πάγον προσκληθέντα μὴ ἀρνήσασθαι, φάσκειν δ’ ὀρθῶς διειλέχθαι· μὴ γὰρ εἶναι αὐτὴν θεόν, ἀλλὰ θεάν· θεοὺς δὲ εἶναι τοὺς ἄρρενας. Καὶ μέντοι τοὺς Ἀρεοπαγίτας εὐθέως αὐτὸν κελεῦσαι τῆς πόλεως ἐξελθεῖν. Ὅτε καὶ Θεόδωρος τὸν ἐπίκλην θεὸν ἐπισκώπτοντα εἰπεῖν, “πόθεν δὲ τοῦτ’ ᾔδει Στίλπων; ἢ ἀνασύρας αὐτῆς τὸν κῆπον ἐθεάσατο;”. Ἦν δ’ ἀληθῶς οὗτος μὲν θρασύτατος· Στίλπων δὲ κομψότατος».
- Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, ed. C. Mondésert, β΄ 24, 2.1-8: «Ὧν δὴ χάριν (οὐ γὰρ οὐδαμῶς ἀποκρυπτέον) θαυμάζειν ἔπεισί μοι ὅτῳ τρόπῳ Εὐήμερον τὸν Ἀκραγαντῖνον καὶ Νικάνορα τὸν Κύπριον καὶ Διαγόραν καὶ Ἵππωνα τὼ Μηλίω τόν τε Κυρηναῖον ἐπὶ τούτοις ἐκεῖνον (ὁ Θεόδωρος ὄνομα αὐτῷ) καί τινας ἄλλους συχνούς, σωφρόνως βεβιωκότας καὶ καθεωρακότας ὀξύτερόν που τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων τὴν ἀμφὶ τοὺς θεοὺς τούτους πλάνην, ἀθέους ἐπικεκλήκασιν».
- Μὲ αὐτὸ τὸ τελευταῖο, τό «ἣ τὰς παρ’ ἱστοὺς ἐκλιποῦσα κερκίδας», ὁ Θεόδωρος παρέπεμπε σὲ ἕνα στίχο τοῦ Εὐριπίδη (Βάκχαι, 1236).
- Διογένους Λαερτίου, ὅ.π., στ΄ 97.1-98.7.
- Christine Overall, “Feminism and Atheism”, ἐν Michael Martin (ed.), The Cambridge Companion to Atheism, Cambridge University Press, Cambridge, New York etc. 2007, σελ. 246.
- Γαλ., γ΄ 28.
- Σέξτου Ἐμπειρικοῦ, Κατὰ μαθηματικῶν, ed. H. Mutschmann καὶ J. Mau, θ΄ 54.1-6: «Καὶ Κριτίας δὲ εἷς τῶν ἐν Ἀθήναις τυραννησάντων δοκεῖ ἐκ τοῦ τάγματος τῶν ἀθέων ὑπάρχειν φάμενος, ὅτι οἱ παλαιοὶ νομοθέται ἐπίσκοπόν τινα τῶν ἀνθρωπίνων κατορθωμάτων καὶ ἁμαρτημάτων ἔπλασαν τὸν θεὸν ὑπὲρ τοῦ μηδένα λάθρᾳ τὸν πλησίον ἀδικεῖν, εὐλαβούμενον τὴν ὑπὸ τῶν θεῶν τιμωρίαν».
- W. K. C. Guthrie, A History of Greek Philosophy, vol. 3, Cambridge University Press, Cambridge 1969, σελ. 244: “the first occurence in history of the theory of religion as a political invention to ensure good behaviour”.
- Κριτίου, eds H. Diels καὶ W. Kranz, ἀπ. Β 25.16-41 καὶ 57-48.
- Πλάτωνος, Ἐπιστολὴ Ζ΄, ed. J. Burnet, 324d3-8: «Καὶ ἐγὼ θαυμαστὸν οὐδὲν ἔπαθον ὑπὸ νεότητος· ᾠήθην γὰρ αὐτοὺς ἔκ τινος ἀδίκου βίου ἐπὶ δίκαιον τρόπον ἄγοντας διοικήσειν τὴν πόλιν, ὥστε αὐτοῖς σφόδρα προσεῖχον τὸν νοῦν, τί πράξοιεν. Καὶ ὁρῶν δήπου τοὺς ἄνδρας ἐν χρόνῳ ὀλίγῳ χρυσὸν ἀποδείξαντας τὴν ἔμπροσθεν πολιτείαν…».
- Ἀριστοτέλους, Ἀθηναίων πολιτεία, ed. H.Oppermann, 35, 4.5-6: «Καὶ χρόνου διαπεσόντος βραχέος, οὐκ ἐλάττους ἀνῃρήκεσαν ἢ χιλίους πεντακοσίους».
- Ἰσοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός, ed. G. Mathieu καὶ É. Brémond, 67.3-6: «Οἱ μὲν γὰρ (sc. οἱ τριάκοντα) παραλαβόντες τὴν πόλιν πεντακοσίους μὲν καὶ χιλίους τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀπέκτειναν, εἰς δὲ τὸν Πειραιᾶ φυγεῖν πλείους ἢ πεντακισχιλίους ἠνάγκασαν»· Κατὰ Λοχίτου, ed. G.Mathieu καὶ É. Brémond, 11.3-7: «Αὗται γὰρ αἱ φύσεις εἰσὶν αἱ παραδοῦσαι μὲν τὴν δύναμιν τὴν ἡμετέραν τοῖς πολεμίοις, κατασκάψασαι δὲ τὰ τείχη τῆς πατρίδος, πεντακοσίους δὲ καὶ χιλίους ἀκρίτους ἀποκτείνασαι τῶν πολιτῶν».
- Αἰσχίνου, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, ed. V. Martin καὶ G. de Budé, 77.5-7: «… καὶ τῆς δημοκρατίας τοῖς τριάκοντα ἀφεμένους, οἳ χιλίους καὶ πεντακοσίους τῶν πολιτῶν ἀκρίτους ἀπέκτειναν».
- Ξενοφῶντος, Ἑλληνικά, ed. E. C. Marchant, Β΄ 3, 15.1-17.1: «Τῷ μὲν οὖν πρώτῳ χρόνῳ ὁ Κριτίας τῷ Θηραμένει ὁμογνώμων τε καὶ φίλος ἦν· ἐπεὶ δὲ αὐτὸς μὲν προπετὴς ἦν ἐπὶ τὸ πολλοὺς ἀποκτείνειν, ἅτε καὶ φυγὼν ὑπὸ τοῦ δήμου, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε, λέγων ὅτι οὐκ εἰκὸς εἴη θανατοῦν, εἴ τις ἐτιμᾶτο ὑπὸ τοῦ δήμου, τοὺς δὲ καλοὺς κἀγαθοὺς μηδὲν κακὸν εἰργάζετο, ἐπεὶ καὶ ἐγώ, ἔφη, καὶ σὺ πολλὰ δὴ τοῦ ἀρέσκειν ἕνεκα τῇ πόλει καὶ εἴπομεν καὶ ἐπράξαμεν· ὁ δέ (ἔτι δὲ οἰκείως ἐχρῆτο τῷ Θηραμένει) ἀντέλεγεν ὅτι οὐκ ἐγχωροίη τοῖς πλεονεκτεῖν βουλομένοις μὴ οὐκ ἐκποδὼν ποιεῖσθαι τοὺς ἱκανωτάτους διακωλύειν· εἰ δέ, ὅτι τριάκοντά ἐσμεν καὶ οὐχ εἷς, ἧττόν τι οἴει ὥσπερ τυραννίδος ταύτης τῆς ἀρχῆς χρῆναι ἐπιμελεῖσθαι, εὐήθης εἶ».
- Διακήρυξις τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως Ἐπιστημόνων, σελ. 139-140.
- Ἀλεξάνδρου Ν. Τσιριντάνη, Ἡ πίστις ὡς βίωμα, τόμος Α΄, σελ. 15.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΚΤΙΝΕΣ» ΕΤΟΣ 83ο ΤΕΥΧΗ 780-781
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ