+ Αρχιμ. Αυγουστίνου Γ. Μύρου
Δρ Θεολογίας – Φιλόλογος
Η ερμηνεία των Αγίων Γραφών είναι απαραίτητη για τον καθένα που έρχεται σε επαφή μαζί τους και επιθυμεί να συλλάβει το πραγματικό τους μήνυμα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι λέξεις, όπως καταγράφονται στις Άγιες Γραφές, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία σειρά από σύμβολα, τα οποία παριστάνουν συγκεκριμένα πράγματα ή συγκεκριμένες πραγματικότητες. Πίσω από τις λέξεις, π.χ., γη, άρτος, φως, αγάπη, βασίλεια, πατήρ, Βηθλεέμ, σουδάριον, ευρίσκονται συγκεκριμένα πράγματα. Κανένας σοβαρός άνθρωπος, όταν διαβάζει ένα βιβλίο, δεν ενδιαφέρεται απλώς για την εξωτερική μορφή των λέξεων, όπως αυτές φθάνουν στο μάτι του, αλλά για τα πράγματα, που εκείνες εκφράζουν. «Τις ουν ούτως ανόητος ως ονόματα ζητών πραγμάτων έρημα;», έρωτα ο άγιος Χρυσόστομος.
Επειδή όμως ο ανθρώπινος λόγος είναι από τη φύση του ατελής και αδυνατεί με κάθε του λέξη να εκφράσει τέλεια και ολοκληρωμένα μία συγκεκριμένη πραγματικότητα, ή άλλοτε με την ίδια λέξη σημαίνει πολλά πράγματα, η ακριβής αντιστοιχία λέξεων και πραγματικοτήτων χρειάζεται κάθε φορά να προσδιορίζεται. Με απλά λόγια, για οποιοδήποτε κείμενο είναι πάντα απαραίτητο αυτός που το διαβάζει συγχρόνως και να το ερμηνεύει.
Ο άνθρωπος μπορεί να ερμηνεύσει ορθότερα ένα κείμενο και να προσδιορίσει ακριβέστερα τη σχέση ανάμεσα στις λέξεις και στα αντίστοιχα πράγματα, όταν έχει την εμπειρία των πραγμάτων αυτών. Όταν δηλαδή ο ίδιος περπάτησε επάνω στη γη, όταν έφαγε το ψωμί, όταν λούστηκε μέσα στο φως του ηλίου, όταν γεύθηκε απλόχερα την αγάπη, όταν γνώρισε τον πατέρα του, όταν έζησε σ’ ένα βασίλειο του κόσμου και όταν επισκέφθηκε τη Βηθλεέμ, τότε μπορεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα να αντιλαμβάνεται τα πράγματα που εκφράζουν αντίστοιχα οι παραπάνω λέξεις-σύμβολα. Όταν όμως τα πράγματα είναι άγνωστα στην εμπειρία του, όπως π.χ. το ασσάριον ή το σουδάριον για τον κοινό άνθρωπο της εποχής μας, τότε καταφεύγει συνήθως σε άλλες γνωστές του εμπειρίες, που τις θεωρεί παρόμοιες, Αλλά εδώ υπάρχει φανερός ο κίνδυνος να παραποιήσει την αλήθεια. Για να μην αστοχήαει είναι απαραίτητο τότε να εμπιστευθεί εκείνους που έχουν την εμπειρία.
Εάν η εμπειρία αυτή χρειάζεται για την ερμηνεία κάθε κειμένου, πολύ περισσότερο είναι απαραίτητη για την ερμηνεία των Αγίων Γραφών. Αυτή την αλήθεια την είχε επισημάνει με σαφήνεια ο άγιος Ιλάριος, επίσκοπος Πικταβίου (4ος μ.Χ. αι.), ο οποίος έγραψε ότι «η Αγία Γραφή δεν ευρίσκεται στην ανάγνωση, αλλά στην κατανόηση». Και αυτό συμβαίνει, διότι στις Άγιες Γραφές, εκτός από τις εγκόσμιες και αισθητές πραγματικότητες, αναφέρονται και άλλες, θείες και πνευματικές, όπως είναι ο θεός, το πνεύμα, η χάρις, ο αγιασμός, ο παράδεισος, η κόλασις. Ο θνητός άνθρωπος αδυνατεί να τις γνωρίσει με μόνες τις αισθήσεις του. Για να ερμηνεύσει, όμως, τα παραπάνω γλωσσικά σύμβολα και να τα συνδέσει με τις αντίστοιχες πραγματικότητες είναι απαραίτητο να έχει την εμπειρία τους ή τουλάχιστον να αποδεχθεί την εμπειρία εκείνων που την έχουν, δηλαδή των αγίων. Πράγματι οι άγιοι ήσαν αυτοί οι οποίοι «ως ήδη προ οφθαλμών κείμενα κατοπτεύοντες τα πράγματα, ούτως άπαντα διελέγοντο». Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος κατά τον άγιο Χρυσόστομο, «εντεύθεν ήδη των εκεί γεγευμένος ην».
Την εμπειρία των θείων και πνευματικών πραγματικοτήτων, αλλά και τους ίδιους τους αγίους, δεν μπορεί να τους έχει κανείς παρά μόνον ευρισκόμενος μέσα στην μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, διότι αυτός είναι ο «χώρος» στον οποίο σίγουρα αποκαλύπτεται ο Θεός και προσφέρει την αγιαστική του χάρη. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, στο οποίο είναι αδιάλειπτα παρών ο Θεάνθρωπος Κύριος ως η αναπόσπαστη Κεφαλή του. Όλες οι γνήσιες πνευματικές εμπειρίες αποκτώνται κοντά στο Χριστό, διότι «εν αυτώ εκτίοθη τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα». Όσοι βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, όπως οι ποικίλοι αιρετικοί, είναι αποξενωμένοι από τον Χριστό και τελείως άγευστοι των πνευματικών πραγματικοτήτων, που έχουν σχέση με τους αγίους και αναφέρονται στις Άγιες Γραφές. Παραμένουν δε και αβοήθητοι οι αιρετικοί, επειδή έχουν αρνηθή ή τουλάχιστον έχουν παραποιήσει κατά τα μέτρα τους τους αγίους, αυτούς που έχουν αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία. Επομένως, χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές αδυνατούν να αντιστοιχήσουν τα γλωσσικά σύμβολα, τις αγιογραφικές λέξεις και εκφράσεις, με τις πραγματικότητες που αυτά εκφράζουν, και γι’ αυτό αποτυγχάνουν να φθάσουν στην ορθή ερμηνεία των θείων Γραφών. Όπως εύστοχα παρατηρεί πάλι ο άγιος Χρυσόστομος, απευθυνόμενος στον αποξενωμένο από την εκκλησιαστική ζωή άνθρωπο, «Ου μετέχεις των πραγμάτων, δια τούτο και των ρημάτων εκπίπτεις». Και ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλορόφοκυ σημειώνει χαρακτηριστικά: «Η Αγία Γραφή ανήκει στην Εκκλησία και ερμηνεύεται μέσα στο φυσικό της περιβάλλον. Οι αιρετικοί, που βρίσκονται εκτός Εκκλησίας δεν μπορούν να μπουν στον νου των Γραφών».
Είναι φανερό ότι οι αιρετικοί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν ορθά τις Άγιες Γραφές, ακριβώς επειδή, αντί για την εμπειρία της Εκκλησίας, αυτοί έχουν την εμπειρία του κόσμου, μέσα στον οποίο ζουν, ή της αιρετικής ομάδος, στην οποία ανήκουν. Ενδεικτικά θα αναφέρω στη συνέχεια δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Το πρώτο: Όταν οι αιρετικοί συναντούν στις Άγιες Γραφές τη λέξη «εκκλησία», δεν την κατανοούν ως το θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού, αλλά ως μία ανθρώπινη Οργάνωση, έστω και εάν την αποκαλούν «θείον Καθίδρυμα». Αυτό ισχύει τόσο για τους Προτεστάντες, όσο και για τους Ρωμαιοκαθολικούς. Οι πρώτοι ομιλούν για την «Αόρατη εκκλησία», η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά «μία χαλαρή εταιρεία όλων εκείνων που ονομάζουν τους εαυτούς τους χριστιανούς.». Οι δεύτεροι εφαρμόζουν ένα συγκεντρωτικό και απολυταρχικό τρόπο διοίκησης, που εκφράζεται με τα αυθαίρετα δόγματα του πρωτείου και του αλαθήτου και είναι τελείως ξένο προς εκείνο της Αρχαίας Εκκλησίας. Σε τελική ανάλυση βλέπει κανείς να αντιγράφονται τα κοσμικά πρότυπα των προοδευτικών από τους μεν και των συντηρητικών από τους δε, και να εφαρμόζονται αυτά στη διοίκηση των λεγομένων εκκλησιών τους.
Το χάσμα ανάμεσα στις δύο εκδοχές, αυτήν της Ορθοδοξίας και εκείνην της αιρέσεως, είναι ασύλληπτο, διότι, σύμφωνα με την πρώτη, θεμέλιο της Εκκλησίας είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, ενώ με τη δεύτερη οι φθαρτοί και θνητοί άνθρωποι της πτώσεως. Αυτή η ερμηνεία εκφράζει καθαρά την εμπειρία του κόσμου, όπου όλες οι Οργανώνεις έχουν δομή ανθρωποκεντρική, ενώ η δομή της μιας αληθινής Εκκλησίας του Χριστού έχει δομή θεανθρωποκεντρική.
Το δεύτερο παράδειγμα: Ξεκινώντας από αυτές τις ίδιες κοσμικές και αιρετικές προϋποθέσεις αδυνατούν έπίοης οι αιρετικοί να αντιληφθούν τι πράγματι ήταν «οι προϊστάμενοι» της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (Α’ Θεσ. 5, 12). Οι μεν Προτεστάντες δεν μπορούν να δεχθούν ότι ήσαν ιερείς, οι οποίοι προΐσταντο στην τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, και γι’ αυτό τους θεωρούν ως απλούς διοικητικούς προϊσταμένους ή ηγέτες μιας πρώιμης χριστιανικής κοινότητος, όπως ήταν γι’ αυτούς η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης. Ξεχνούν όμως πολύ εύκολα ότι Εκκλησία χωρίς Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει, καθώς επίσης και χωρίς λειτουργούς – ιερείς, που την τελούν, όπως γίνεται ολοφάνερο από αυτά τα βιβλικά κείμενα. Παρ’ όλα αυτά οι ίδιοι αδυνατούν να ιδούν την πραγματικότητα, επειδή η δική τους εμπειρία, που απέκτησαν μέσα στην αιρετική Ομάδα, είναι η εμπειρία ενός ποιμένα με καθοδηγητικό απλώς ρόλο και όχι πρωτίστως με την ευθύνη της ειδικής ιερωσύνης, για την τέλεση των Μυστηρίων. Οι Ρωμαιοκαθολικοί από το άλλο μέρος, όσοι δεν έχουν παρασυρθεί στην έρευνά τους από τους Προτεστάντες δέχονται μεν τους προϊσταμένους ως ιερείς, αλλά υπερτονίζουν τόσο πολύ τα διοικητικά τους καθήκοντα και τους εξομοιώνουν στην πράξη με τους κοσμικούς άρχοντες, ώστε αυτομάτως υποβαθμίζουν την ιερωσύνη τους. Οι παραπάνω θέσεις αντικατοπτρίζονται καθαρά στο δίλημμα που θέτουν και οι δύο: Ποιοι προηγούνται, οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους ή η Εκκλησία; Και οι μεν Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούν πρώτους τους Αποστόλους, οι δε Προτεστάντες πρώτη την Εκκλησία. Για τους Ορθοδόξους δεν τίθεται καν το δίλημμα διότι οι Απόστολοι θεωρούνται οργανικά ενταγμένοι στο Σώμα της Εκκλησίας, όπως τα νεύρα και οι αρτηρίες στο ανθρώπινο σώμα.
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία και το σταθερό φρόνημα της μιας Εκκλησίας, το Άγιο Πνεύμα συντελεί άφ’ ενός μεν στην κάθαρση, στον φωτισμό και στην απόκτηση της εκκλησιαστικής εμπειρίας από τον πιστό ερμηνευτή, άφ’ ετέρου δε στη ζωοποίηση του γράμματος των Αγίων Γραφών και στην σύνδεση των λέξεων με τις θείες πραγματικότητες. Μ’ αυτό το φρόνημα ο Ορθόδοξος πιστός δεν διαβάζει μόνον ιδιωτικά τις Άγιες Γραφές, ούτε απλώς εμπιστεύεται τον «Αλάθητο» ηγέτη του, αλλά ακούει σε κάθε Θεία Λειτουργία τα Βιβλικά αναγνώσματα ως μέλος του εκκλησιαστικού Σώματος και αποδεχόμενος την εμπειρία των αγίων, όπως τόσο εύγλωττα την εκφράζει η σχετική ευχή: «Έλλαμψον εν ταις καρδίαις ημών, φιλάνθρωπε Δέσποτα, το της στις θεογνωσίας ακήρατον φως και τους της διανοίας ημών διάνοιξον οφθαλμούς εις την των ευαγγελικών σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ένθες ημίν και τον των μακαρίων σου εντολών φόβον, ίνα τας σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες». Απαραίτητη προϋπόθεση για την ορθή κατανόηση των Αγίων Γραφών είναι ο φωτισμός του νου και της καρδίας, ο οποίος επιτυγχάνεται με την κάθαρση και την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος μέσα στο χώρο της μιας Αληθινής Εκκλησίας. Δικαιώνεται έτσι ο άγιος Ιερώνυμος (4ος-5ος αι.), ένας μεγάλος ερμηνευτής των Αγίων Γραφών, ο οποίος αναφερόμενος στους αιρετικούς των πρώτων χριστιανικών αιώνων γράφει: «Ο Μαρκίων και ο Βασιλείδης και οι άλλοι αιρετικοί δεν κατέχουν το ευαγγέλιο του Θεοῦ, καθόσον στερούνται του Αγίου Πνεύματος, άνευ του οποίου το διδασκόμενον ευαγγέλιον καθίσταται ανθρώπινο».
Οι αιρετικοί, κυρίως οι των προτεσταντικών παραφυάδων, ισχυρίζονται ότι ο καθένας από μόνος του μπορεί να ερμηνεύει την Αγία Γραφή, χωρίς καμία βοήθεια από την Εκκλησία. Τη θέση τους αυτή τη δικαιολογούν με βάση την πίστη τους ότι η Αγία Γραφή σημαίνει ακριβώς ό,τι λέγει, αλλά και ό,τι ο καθένας μόνος του φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα για να βρει τη σωστή ερμηνεία. Ο ισχυρισμός αυτός ισχύει και για εκείνους που θεωρητικά δέχονται ότι ακολουθούν την ερμηνεία της Εκκλησίας για τις Άγιες Γραφές, αλλά στην πραγματικότητα δέχονται την ερμηνεία του «Αλαθήτου» προκαθημένου τους, αφού το φρόνημα της Εκκλησίας εκφράζεται αλάνθαστα από αυτόν.
Όμως μία προσεκτική και φωτισμένη μελέτη των Αγίων Γραφών, όπως μας την δίδαξαν οι άγιοι της Εκκλησίας, αποδεικνύει ότι οι πεποιθήσεις αυτές των αιρετικών ακυρώνονται από τους ίδιους τους Γραφικούς λόγους. Ο Απόστολος Πέτρος εκφράζεται με σαφήνεια για το θέμα, όταν γράφει: «τούτο πρώτον γινώσκοντες, ότι πάσα προφητεία γραφής ιδίας επιλύσεως ου γίνεται». Είναι επομένως απαραίτητο να αναζητηθεί ένα σταθερό και εγγυημένο κριτήριο ερμηνείας. Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος έθετε ως υπέρτατη αρχή ερμηνείας των Αγίων Γραφών τον «κανόνα της πίστεως». Θεωρούμε ότι ο ιερός πατήρ ως πίστη δέχεται την αλήθεια που φυλάσσεται ακέραια στη συγκεκριμένη μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία. Αυτή η από αιώνες ζώσα ύπαρξη, το αθάνατο εκκλησιαστικό Σώμα του Χριστού, έχει την δική της διάνοια, τον «νουν Χριστού». Πρόκειται δηλαδή για το εκκλησιαστικό φρόνημα, το οποίο ταυτίζεται με το φρόνημα του Χριστού, και γίνεται ο «κανών», δηλαδή ο οδηγός μας για την ορθή ερμηνεία των Αγίων Γραφών. Αυτός ο απαραίτητος ερμηνευτικός κανόνας είναι άγνωστος στους αιρετικούς, με αποτέλεσμα να τους λείπει η πιο βασική προϋπόθεση για την ορθή ερμηνεία. Γι’ αυτό ο Μ. Αθανάσιος, όταν αντιμετώπιζε τους Αρειανούς με αναφορά στις Άγιες Γραφές, στις προσωπικές αιρετικές τους γνώμες αντιπαρέθετε την «εκκλησιαστικήν διάνοιαν», δηλαδή το φρόνημα της αιωνόβιας Εκκλησίας για την ερμηνεία των Αγίων Γραφών.
Ο άγιος Ειρηναίος πάλι μας παραδίδει ότι η Εκκλησία είναι το καλό σκευος, μέσα στο οποίο φυλάσσεται η Αλήθεια, η οποία ζωογονείται από την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Οι αιρετικοί λοιπόν, που είναι αποκομμένοι από την Εκκλησία, είναι κατά συνέπειαν και αποξενωμένοι από την Αλήθεια.
Για το θέμα που αναλύουμε μας διαφωτίζουν καλύτερα τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές του που πορεύονταν προς Εμμαούς. Ο αναστημένος Χριστός μαρτυρεί εκεί ότι αυτοί οι ίδιοι οι μαθηταί του αδυνατούσαν από μόνοι τους να ερμηνεύσουν τις Άγιες Γραφές, και γι’ αυτό τους ονομάζει «Ανόητους και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις εέλάλησαν οι προφήται». Γι’ αυτόν τον λόγο ανέλαβε ο ίδιος να τους εξηγήσει το αληθινό νόημα όσων ήταν εκεί γραμμένα γι’ Αυτόν. «Και αρξάμενος από Μωϋσέως διερμήνευεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού». Όταν δε αργότερα εμφανίστηκε σε όλους τους μαθητές του, έφαγε μπροστά τους, για να δείξει πως είναι πραγματική η ανάστασή Του, και τους υπενθύμισε τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης γι’ αυτήν. Επειδή όμως από μόνοι τους δεν μπορούσαν να τις ερμηνεύσουν, «διήνοιξεν αυτών τον νουν του συνιέναι τας Γραφάς».
Εάν οι Άγιες Γραφές μπορούσαν να ερμηνευθούν από μόνες τους, πρώτοι θα τις κατανοούσαν οι μαθηταί του και δεν θα αναλάμβανε ο Χριστός να τις ερμηνεύσει. Εάν πάλι το Άγιο Πνεύμα φώτιζε όλους τους αιρετικούς ξεχωριστά, τότε δεν έπρεπε να υπάρχει καμία διαφωνία σε συγκεκριμένα χωρία. Το γεγονός ότι υπάρχει τόση ποικιλία αντιτιθεμένων ερμηνειών στα ίδια αγιογραφικά χωρία, και μάλιστα για καίρια θέματα πίστεως, αποδεικνύει ότι δεν είναι το άγιο Πνεύμα που φωτίζει, αλλά το πνεύμα της πλάνης, που σκοτίζει τον νου και την καρδιά των αιρετικών.
Το ότι είναι απαραίτητη η καθοδήγηση για την ορθή ερμηνεία των Αγίων Γραφών φαίνεται καθαρά και στην περίπτωση του ευνούχου Αιθίοπος, ο οποίος την ώρα που μελετούσε τον προφήτη Ησαΐα δέχθηκε την επίσκεψη του διακόνου και ευαγγελιστού Φιλίππου και την ερώτησή του, « Άρα γε γινώσκεις α αναγιγνώσκεις;». Η απάντησή του είναι ενδεικτική. «Πως γαρ αν δυναίμην, εάν μη τις οδηγήση με». Και αμέσως παρέδωκε τον έαυτό του με απόλυτη εμπιστοσύνη στον Φίλιππο, τον οποίο παρεκάλεσε να ανέβει στο άρμα, να καθίσει κοντά του και να του εξηγήσει την περικοπή, που διάβαζε (Πραξ. 8, 26-40). Το παράδειγμα είναι ενδεικτικό ότι για την ορθή ερμηνεία των Αγίων Γραφών μας είναι απαραίτητη η καθοδήγηση των Αγίων της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι οι αιρετικοί, που αρνούνται ή παραμορφώνουν τους Αγίους και την κανονική ιεραρχία της Εκκλησίας, αδυνατούν να ερμηνεύσουν ορθά τις Άγιες Γραφές.
Είναι απαραίτητο να παρατηρήσουμε εδώ ότι η αιρετική ερμηνεία των Αγίων Γραφών δεν είναι απλώς μία άλλη ερμηνεία, η μία άλλη όψη της αλήθειας, όσο και εάν φαίνεται έτσι, αλλά η διαστρέβλωση της αλήθειας. Αυτό μας το εξηγεί πολύ καλά ο άγιος Ειρηναίος, που έζησε τον τρίτο μ. Χ. αιώνα.
Ο εκκλησιαστικός αυτός πατήρ χρησιμοποιεί μία παραστατική παρομοίωση. «Αυτοί (οι αιρετικοί) μοιάζουν με κάποιον που παίρνει μία ωραία εικόνα του βασιλιά, την οποία κατεσκεύασε με πολύτιμες ψηφίδες ένας σοφός τεχνίτης· και καταστρέφοντας την υπάρχουσα μορφή του ανθρώπου μεταφέρει εκείνες τίς ψηφίδες και τίς προσαρμόζει αναλόγως, ώστε να φτιάξει την κακότεχνη μορφή σκύλου ή αλεπούς. Έπειτα ισχυρίζεται και λέγει ότι αυτή είναι εκείνη η ωραία εικόνα του βασιλιά, την οποία κατεσκεύασε ο σοφός τεχνίτης και δείχνει τίς ψηφίδες, πού σωστά τοποθέτησε ο πρώτος τεχνίτης για την εικόνα του βασιλιά, αλλά κακώς ο άλλος τίς μετέβαλε σέ μορφή σκύλου. Με την εξωτερική όψι των ψηφίδων εξαπατά τούς απειροτέρους, πού δεν έχουν ακριβή γνώσι της βασιλικής μορφής, και τούς πείθει ότι αυτή η κακότεχνη μορφή της αλεπούς είναι εκείνη η ωραία εικόνα του βασιλιά. Κατά τον ίδιο τρόπο και αυτοί συρράπτουν μύθους γραϊδίων, έπειτα αποσπούν από διάφορα χωρία της Γραφής λόγια και λέξεις και παραβολές και θέλουν να προσαρμόσουν τα λόγια του Θεού στους μύθους τους.».
Η παρομοίωση είναι επιτυχέστατη. Αυτό ακριβώς κάνουν οι διάφοροι αιρετικοί, όταν ερμηνεύουν τις Άγιες Γραφές. Χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις και φράσεις πού χρησιμοποίησαν οι θείοι συγγραφείς των ιερών βιβλίων, αλλ’ επειδή στερούνται της αδιάκοπης εκκλησιαστικής εμπειρίας, οι εικόνες τίς οποίες κατασκευάζουν είναι αυθαίρετες και άσχετες με εκείνες πού κατέγραψαν οι θεόπνευστοι συγγραφείς. Το ακόμη δε χειρότερο, είναι κακοποιημένες και φρικτά διαστρεβλωμένες, κατ’ εξοχήν δε η εικόνα του Χριστού, πού είναι η αυτοαλήθεια και η πηγή της Αληθείας, αλλά και της Εκκλησίας, πού είναι τὸ θεανθρώπινο Σώμα Του.
Αυτό και μόνον το παράδειγμα είναι αρκετό να δείξει το απύθμενο βάθος της βλάβης πού προκαλεί η αίρεση, κάθε φορά πού επιχειρεί να ερμηνεύσει τις Άγιες Γραφές αυτόνομα, έξω από τον ζωτικό τους χώρο, πού είναι η μία Εκκλησία. Αυτή την Αλήθεια τη γνωρίζει πολύ καλά ο Άγιος Αθανάσιος, ο οποίος και σημειώνει: «Ου γάρ η λέξις, άλλ’ η διάνοια και η μετ’ ευσεβείας αγωγή συνίστησι τόν πιστόν. Διά τούτο οι Σαδδουκαίοι και οι Ηρωδιανοί, καίπερ τον νόμον διά χειλέων έχοντες, ενετράπησαν παρά του Σωτήρος ακούσαντες· Πλανάσθε μη ειδότες τας Γραφάς μηδέ την δύναμιν του Θεού. Καί δέδεικται πασιν ότι και οι δοκούντες τον νόμον λαλείν ηλέγχθησαν την διάνοιαν όντες αιρετικοί και θεομάχοι». Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη η επισήμανση του αγίου Χρυσοστόμου. «Χρειάζεται πολύ να αγρυπνήσουμε προσευχόμενοι, πολύ δε περισσότερο να δεχθούμε τη χάρη του Θεού, για να μην μείνουμε στο απογυμνωμένο γράμμα (των αγίων Γραφών). Διότι έτσι ακριβώς πλανώνται και οι αιρετικοί…».
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (ΤΕΥΧΗ 34-35)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ