ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Στο υπ’ αριθμόν 1 φυλλάδιό μας, εκείνο του Νοέμβρη -Δεκέμβρη του 1998, διεξερχόμενοι το θέμα της καθιέρωσης της γιορτής των Χριστουγέννων στην αρχαίαν Εκκλησίαν, αναφέραμε, μεταξύ άλλων και ότι οι τότε Χριστιανοί καθυστέρησαν κάπως αρκετά να επιδείξουν ενδιαφέρον για την ιστορίαν και μάλιστα τη χρονολογίαν και ημερομηνίαν της ίδιας της Γέννησης του Ιησού Χριστού. Είχαμε, μάλιστα, υπογραμμίσει τότε, ότι για τους πρώτους Χριστιανούς δεν είχεν και τόση σημασίαν η ενασχόληση γενικά με τη Γέννηση -τέτοια επίδοση μάλλον τους θύμιζεν ειδωλολατρίαν – όσην είχεν ο προσδιορισμός του θανάτου, εν γένει, και, προκειμένου για τον Ιησούν Χριστόν, εκείνος της Σταύρωσης και Ανάστασής Του.
Κατά τινας, λοιπόν, το ενδιαφέρον για τον εντοπισμόν της ιστορικής χρονολογίας και ημερομηνίας της κατά σάρκα Γέννησης του Ιησού Χριστού άρχισε να δημιουργείται και το πρόβλημα να ανακύπτει, αλλά και το υπάρχον χρονολογικόν κενό να χαίνει αδηφάγον, όταν ο πάπας Τελεσφόρος (125 – 136 μ.Χ.) έκανε, για πρώτη φορά, λόγο για το ιδιαίτερον αυτό ιστορικό γεγονός και θέσπισε συνάμα τη γιορτήν των Χριστουγέννων.
Στο μετά χείρας φυλλάδιον, τού τρέχοντος διμήνου, ακριβώς δύο έτη μετά το πρώτον εκείνο, εξετάζομεν, όχι πια τα της γιορτής των Χριστουγέννων, άλλ’ αυτήν ταύτην τη Γέννηση σα γεγονός Ιστορικό, με την αιχμήν της έρευνάς μας στραμμένη στα προβλήματα χρονολογίας και ημερομηνίας της. Μόνον που, λόγω της στενότητας χώρου (παρά ταύτα, τήρηση τού τριπτύχου τού φυλλαδίου και περιορισμός σ’ αυτό δεν επετεύχθη) και της πληθύος και εκτάσεως της ύλης, λόγω δηλαδή τού αδιαχώρητου και εν προκειμένω, θα περιορισθύμε εφέτος στα δεδομένα μόνον της Καινής Διαθήκης,
Αφίνοντας για τα Χριστούγεννα του επομένου χρόνου όσα οι μετα-καινοδιαθηκικοί συγγραφείς, χρονολόγοι και χρονικογράφοι, μας άφησαν σχετικά με τον προσδιορισμόν της χρονολογίας και ημερομηνίας της του Κυρίου Γέννησης.
Ανεξάρτητα, πάντως, από το εάν θεωρήσουμεν ιστορίαν ή απλά και μόνον προϊόντα της χριστιανικής πίστης, χωρίς ιστορικές αξιώσεις, τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα για μας ιερά και θεόπνευστα αυτά κείμενα, μας παρέχουν οπωσδήποτε ωρισμένες μάλλον ελάχιστες και μάλιστα ισχνές και δη και σκόρπιες και συχνά ασαφείς χρονολογικές ενδείξεις, τις οποίες, δυστυχώς, ερμηνευτές αυτών των κειμένων, επί πλέον, όχι σπάνια, ταλαιπωρούν και βασανίζουν με προκρούστειες μεθόδους, όπως κατωτέρω θα διαπιστώσουμε, προκειμένου είτε να τις μεταβάλουν σε σαφή, εύγλωττα, ακριβή και, άρα, αναντίρρητα και εκτός πάσης συζήτησης ιστορικά δεδομένα προς θεμελίωση της Γέννησης τού Ιησού Χριστού, σαν ακριβώς προσδιορισμένου χρονολογικά ιστορικού συμβάντος, είτε και να τις μειώσουν, αποδυναμώσουν και υποβαθμίσουν, ώστε αυτές να παύσουν να είναι χρηστικές και λειτουργικές για το Χριστιανισμόν.
Οι χρονολογικές δυσκολίες, πραγματικές ή φανταστικές, που παρουσιάζουν σε μας τα Ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά αναφορικά προς το ακριβές έτος Γέννησης τού Ιησού, προκάλεσαν μιαν τεράστιαν, πλουσιοτάτην και άκρως ενδιαφέρουσα φιλολογίαν, τόσον αμφισβήτησης και άρνησης της αξιοπιστίας των Ευαγγελίων, όσον και παραδοχής και υποστήριξης των χρονολογικών δεδομένων τους. Η φιλολογία δε αυτή συνέβαλε σημαντικά στην ερεύνα πολλών προβλημάτων και ανεμόχλευσεν ποικιλότατα ζητήματα της αρχέγονης τού χριστιανισμού εποχής σχετικά με τη διοίκηση, την οικονομίαν, θρησκείαν κ.λπ. της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η εν λόγω φιλολογία, τέλος, είδεν το φως της ημέρας απ’ τις αρχές τού 19ου αιώνα, μέχρι και όλον τον 20όν, οπότε και μελετήθηκαν με χαρακτηριστικήν οξυδέρκειαν οι σχετικές αρχέγονες πηγές, ελληνικές και λατινικές, χριστιανικές και μη.
Εικόνα για την εν προκειμένω γενόμενην επιστημονική συζήτηση παίρνει ο ειδικώτερα ενδιαφερόμενος, απ’ το έργον τού Ε. Schurer (The History of the Jewish People in the Age of Jesus Christ, 3 vols. ed. and trans. G. Vermes and al, Edinburgh, 1973-87, pp 399-427, όπου και πλήρης βιβλιογραφία από το 1840 μέχρι το 1972). Πλέον πρόσφατες γνώμες βρίσκει κανείς στον Μ. Stern (The Province of Judea, vol. 1, pp. 308 – 76 και 372 – 74, in: The Jewish People in the First Century, ed. S. Safrai, M. Stern, D. Flusser, and W.C. van Unnik. CRINT. Philadelphia, 1974), και στον R.E. Brown (The Birth of the Messiah, pp. 547 – 56 Garden City, N.Y., 1977).
Τα χρονολογικά δεδομένα των Ευαγγελίων
για τη Γέννηση του Χριστού
1. Η χρονολογία του θανάτου Ηρώδη Α’ τού Μεγάλου:
Ο Ματθαίος, στο ευαγγέλιόν του, μας δίνει την εξής χρονολογικήν ένδειξη για την κατά σάρκα Γέννηση τού Ιησού Χριστού: «Τού δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου τού βασιλέως…» (Ματθ. β’, 1). Αυτό το χωρίο, σε συνδυασμό με το Ματθ.β’, 15,19-20, μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα:
Πρώτα – πρώτα, εδώ πρόκειται για τον Ηρώδη Α’ το Μέγα. Γνωρίζομεν άλλοθεν, ότι αυτός, από το 47 π.Χ., υπήρξεν κυβερνήτης της Γαλιλαίας και ότι μάλλον από το 38 π.Χ. τού εδόθη απ’ τη ρωμαϊκή Σύγκλητον, κατόπιν σύστασης τού Αντώνιου και συναίνεσης τού Οκτάβιου, ο τίτλος τού βασιληά της Ιουδαίας. Ο Ιώσηπος επίσης μας πληροφορεί, ότι ο Ηρώδης εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ επί 34 χρόνια και ότι απέθανεν εις ηλικίαν 70 ετών (Ιουδ. Αρχ. 14, 13, 1 και 17, 8, 1) και, μάλιστα, ότι ο θάνατός του (Ιουδ. Πόλ. 1, 33 και Ιουδ. Αρχ. 17, 6, 5) επήλθεν εν μέσω φρικτών πόνων και μεγάλης αγωνίας, ίσως την 1ην Απρίλη (δηλαδή στο μέσον τού μήνα Νισάν τού εβραϊκού ημερολογίου) τού έτους 4 π.Χ., κατά τη σήμερον ισχύουσα διονυσιακή χρονολογίαν, πράγματι δε και αληθεία σχεδόν δύο έτη μετά τη Γέννηση τού Χριστού.
Κατά δε το Ματθ. β’, 15 και 19 – 20, ο Ηρώδης ετελεύτησεν ολίγο χρόνο μετά τη Γέννηση τού Χριστού. Επιπροσθέτως, ο Ιώσηπος βεβαιώνει, ότι κατά το έτος τού θανάτου τού Ηρώδη έλαβε χώραν έκλειψη σελήνης και ότι ο θάνατος του επήλθεν πριν από ενα εβραϊκόν Πάσχα, που γιορτάσθηκε στις 12 Απρίλη. Με τη συνδρομήν των αστρονόμων υπολογίσθηκε, ότι η εν λόγω έκλειψη συνέβη ακριβώς τη νύκτα της 12 προς 13 Μάρτη τού έτους 750 από κτίσεως Ρώμης, όπερ αντιστοιχεί προς το δικό μας έτος 4 π.Χ. Άρα ο θάνατος τού Ηρώδη επισυνέβη οπωσδήποτε μεταξύ 13 Μάρτη και 12 Απρίλη τού έτους 4 π.Χ. Εμείς προτιμήσαμεν ανωτέρω το μέσον τού διαστήματος αυτού, δηλαδή την 1ην Απρίλη, ελλείψει άλλης δυνατότητας για μείζονα ακρίβειαν.
Συμπέρασμα:
Ο ακριβής προσδιορισμός τού θανάτου αυτού μας βοηθεί να πλησιάσουμεν τον ακριβή χρόνον της Γέννησης τού Χριστού. Εφ’ όσον, δηλαδή, ο Ματθαίος, όπως είδαμε, μας πληροφορεί, ότι η Γέννηση του Ιησού έγινεν ολίγο χρόνον προ τού θανάτου τού βασιληά Ηρώδη (δε γνωρίζομε βέβαια πόσον ακριβώς) , κι’ εφόσον αυτός ο θάνατος συνέβη το έτος 4 π.Χ., άρα ο Χριστός γεννήθηκεν το αργότερο μέχρι το 4 π.Χ., που ήταν το έτος 750 από κτίσεως Ρώμης. Δηλαδή, αυτό το έτος είναι, όπως λέμε, ο terminus ante quern (= το όριον προ τού οποίου) πρέπει να γεννήθηκεν ο Χριστός. Πόσον, όμως, προ τού 4 π.Χ. γεννήθηκεν ακριβώς ο Χριστός, δεν εμφαίνεται απ’ τα χρονολογικά αυτά στοιχεία τού Ευαγγελιστού μας. Τα κατωτέρω ίσως προσδιορίζουν ακριβέστερον πως τη χρονολογία Γέννησης τού Κυρίου.
2. Οι Μάγοι και ο αστέρας
«Τότε Ηρώδης λάθρα καλέσας τους Μάγους ηκρίβωσε παρ’ αυτών τον χρόνον τού φαινομένου αστέρος» (Ματθ. β’,7).Ο Ζυγαβηνός ορθότατα εκθέτει το σκοπόν της υπό τού Ηρώδη εξακρίβωσης: «Ηκρίβωσεν τον χρόνον τού αστέρος, ίνα εκείθεν αριθμήση τον χρόνον της τού Χριστού γεννήσεως· προσεδόκησε γαρ ότι, ότε ούτος εφάνη, τότε πάντως εγεννήθη και ο Χριστός». Προχωρούμεν:
«Τότε Ηρώδης ιδών οτι ενεπαίχθη υπό των Μάγων εθυμώθη λίαν και αποστείλας ανείλε πάντας τους παίδας εν Βηθλεέμ και πάσι τοις ορίοις αυτοίς από διετούς και κατωτέρω κατά τον χρόνον, ον ηκρίβωσε παρά των Μάγων» (Ματθ.β’, 16).
Πρόκειται, λοιπόν, για το χρόνον απ’ την εμφάνιση τού αστέρα, τον οποίον ακριβώς εξέτασεν και έμαθεν από τους Μάγους. Για να προχωρήσει, επομένως, μέχρι διετούς, φαίνεται, ότι είχε συμπληρωθεί έτος ήδη από την πρώτην εμφάνιση τού αστέρα και το δεύτερον έτος ήδη και ακόμη έτρεχεν.
Κάποιοι, όμως, διστάζουν να δεχθούν την ακρίβειαν των λόγων τού Ματθαίου γι’ αυτήν τη σφαγήν των νηπίων προφασιζόμενοι, ότι κανείς απ’ τους τότε σύγχρονους ιστορικούς δεν αναφέρει το γεγονός αυτό και ότι μόνο μεταγενέστεροι, ως ο Μακρόβιος, κάνουν λόγο για τη σφαγήν. Άλλ’ η σιωπή των άλλων, της οποίας τα αίτια είναι άγνωστα, δεν αίρει την ιστορικήν αξιοπιστίαν τού Ματθαίου και δε δύναται λογικώς ν’ αποτελεί κατά κανένα τρόπον επιχείρημα εκ της σιωπής (argumentum e silentio) κατά της ρητής μαρτυρίας τού Ευαγγελιστή, δεδομένου μάλιστα, ότι ο βίος τού Ηρώδη ήταν πλήρης εγκλημάτων και ανοσιουργημάτων: Στο σημείον αυτό θα επιμείνωμεν ολίγον:
Ο Ηρώδης μεμαρτυρημένως ήταν παθολογικά και υπερβολικά δοξομανής, φιλύποπτος, τύραννος, κακούργος, ώστε εκτός των άλλων δολοφονιών να μη φεισθεί της ζωής ούτε της συζύγου του, ούτε των ίδιων των τέκνων του, ούτε και άλλων συγγενών του. Δείγμα της παράφρονος εγκληματικότητάς του, της θηριωδίας και της συνειδησιακής πώρωσής του ήταν και η τελευταία εντολή, που έδωσεν ολίγον προ τού θανάτου του: αφού, δηλαδή, προσεκάλεσε στην Ιερουσαλήμ τιμητικά, όπως εκ πρώτης όψεως εφαίνετο, όλους τους αξιόλογους άνδρες τού ιουδαϊκού Έθνους, διέταξε να φονευθούν όλοι αυτοί άμα τω θάνατώ του, για να «θρηνήσει το έθνος και άκον επ’ αυτώ». Ευτυχώς, βέβαια, που αυτή του η εντολή δεν εξετελέσθη μετά το θάνατόν του.
Αλλ’ αυτήν τη φρικαλεότητα, που δημιουργούσε στο περιβάλλον του ο Ηρώδης, τη διεξετραγώδησε με «μαύρο χιούμορ» και με ένα λογοπαίγνιον ο ίδιος ο αυτοκράτορας της Ρώμης, ο Αύγουστος, ομιλών για τον Ηρώδην, όταν ο τελευταίος αυτός εζήτησεν από τον Οκταβιανόν Αύγουστο να επικυρώσει την εκτέλεση τού Αντίπατρου, τού ίδιου, δηλαδή, τού γιου τού Ηρώδη. Τότε ο Αύγουστος υποδηλώνων την οικογενειακήν αυτήν τραγωδίαν είπε, χαριτολογών και παίζοντας με δύο ομόηχες, άλλ’ όχι συνώνυμες λέξεις της ελληνικής γλώσσας, την εξής φράση: «Είναι προτιμότερον να είναι κανείς ύς τού Ηρώδη, παρά υς τού Ηρώδη». Ος γνωστόν, το πρώτον ύς σημαίνει τον άγριο χοίρον, το δε δεύτερον υς αποτελεί αρχαϊκόν τύπον του υιός. Δηλαδή: «Είναι προτιμότερο να είναι κανείς γουρούνι τού Ηρώδη, παρά γυιός του», αυτού, δηλαδή, τού θηριώδη Ηρώδη, ο οποίος σκότωνε τα ίδια του τα παιδιά. Πως, λοιπόν, να αμφιβάλλουμε και να θεωρούμεν απίθανην την πληροφορίαν τού Ματθαίου, για την υπό τού Ηρώδη σφαγήν εκείνων των νηπίων της Βηθλεέμ; Τι της σφαγής των νηπίων πιθανότερος ύποπτος, λοιπόν, ιστορικής αναξιοπιστίας ο Ματθαίος, για το λόγον, ότι μας πληροφορεί για την υπό τού Ηρώδη σφαγήν των νηπίων;
Τέλος, μιλώντας γι’ αυτόν τον προσδιορισμόν της χρονολογίας Γέννησης τού Χριστού με βάση το λαμπρό αστέρι της Βηθλεέμ, θα πρέπει να μνημονεύσουμε και της προσπάθειας παλαιοτέρων αλλά και συγχρόνων μας αστρονόμων να εξακριβώσουν το χρόνον εμφάνισής του, σαν ένδειξης τού ακριβούς χρόνου Γέννησης τού Χριστού: Έτσι, π.χ., ο μέγας αστρονόμος Kepler υποστήριξεν, ότι ο Χριστός γεννήθηκεν ένα ή δύο χρόνια μετά την τριπλή σύνοδον των πλανητών Άρη, Δία και Κρόνου στα όρια των αστερισμών Κριού και Ιχθύων, πιθανώς το 4 ή 5 π.Χ.
Κατ’ άλλους, σύγχρονους αστρονόμους αυτούς, όπως ο F. D‘ Occhieppo, καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιον της Βιέννης, ο Χριστός γεννήθηκε το 7 π.Χ. Με τη χρονολογίαν αυτή συμφωνούν και κάποιοι ιστορικοί. Οι Άγγλοι αστρονόμοι, έπειτα, D.Clark και F. Stephenson στηρίχθηκαν στα «Χρονικά της Σινίκης» και ανακοίνωσαν το 1977, ότι ο Χριστός γεννήθηκε μάλλον το 5 π.Χ.
Τέλος, ο αστρονόμος Ντέηβιντ Χιούζ τού βρετανικού Πανεπιστημίου τού Σέφιλντ, με ανακοίνωσή του, στις 15 Σεπτέμβρη τού 1993, ανέφερεν, ότι ο Χριστός γεννήθηκεν πριν 2.000 έτη ακριβώς, δηλαδή, στις 15 Σεπτέμβρη τού έτους 7 π.Χ. (Σ. Θεοδοσίου – Μ. Δανέζη, Η Οδύσσεια των Ημερολογίων, τόμ. Β’, σελ. 267 – 68, Έκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1995).
Τελικά, οι υπολογισμοί των ιστορικών και αστρονόμων διαφέρουν και κυμαίνονται από 4 ως 7 χρόνια πριν από το έτος, που λανθασμένα καθόρισεν ο Διονύσιος ο Μικρός ως έτος Γέννησης τού Χριστού, τον 6ον μ.Χ. αιώνα, γι’ αυτό και λέγεται ως παράδοξον και αστείον το, πάντως, γεγονός, ότι ο Χριστός γεννήθηκεν… προ Χριστού!
3. Η Λουκάνειος απογραφή επί Κυρηνίου ή Κυρήνου
Το πλήρες λατινικόν όνομα τού εξελληνισμένου «Κυρήνιος» (ιδέ Α. Pauly – G. Wissowa, Real -Encyclopadie der classischen Artertumswissenschaft, Stuttgart, Sypplements, 1903 – 56, Bd. 4:823) είναι: Publius Sulpicius Quirinus ή Quirinius (έτσι απαντά στον Τάκιτο, Σουετώνιον, εις επιγραφήν παρά τω Muratori, ιδέ I. Kajanto, Latin. Cognomina, σελ. 53,216,1965).
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκάν, ο Ιησούς Χριστός εγεννήθη κατά τη διάρκειαν μιας γενικής απογραφής, που τη διέταξεν ο Αυτοκράτορας της Ρώμης Οκταβιανός Αύγουστος και την εξετέλεσεν εις την Παλαιστίνην ο ρωμαίος Κυρήνιος ηγεμονεύων τότε στη Συρίαν.
Το κείμενον τού Λουκά αυτούσιο λέγει: «Εγένετο δε εν ταίς ημέραις εκείναις εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι πάσαν την οικουμένην» (Λουκ. β’, 1). Και:
«Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. β’, 2). Προφανώς, εδώ πρόκειται για τον Καίσαρα Οκταβιανόν Αύγουστον, ο οποίος, μετά τη ναυμαχίαν εις το Άκτιον (Σεπτέμβρης τού 31 π.Χ.), για την οποίαν ο Ιώσηπος γράφει, ότι συνέβη το 7ον έτος της βασιλείας τού Ηρώδη, έγινεν επί 43 έτη μονάρχης τού ρωμαϊκού κράτους.
Το δε εν λόγω «δόγμα» τού Καίσαρα για απογραφήν («απογράφεσθαι») της «Οικουμένης», αποτελούσεν «κυριαρχικήν απόφαση της νόμιμης Αρχής» περί εγγραφής των πολιτών, με επιμέλειαν των Αρχών, «σε δημόσιους καταλόγους» (tabulae publicae), που περιείχαν, πλην της κατοικίας, το όνομα, το επάγγελμα, την ηλικίαν, την οικογένειαν και την περιουσίαν καθενός απ’ αυτούς, είτε, απλά, για να γνωσθεί ο πληθυσμός και τα μέσα, που διέθετεν κάθε επαρχία, είτε προκειμένου να επιβληθεί κάποια φορολογία. Σ’ αυτήν τη δεύτερην περίπτωση, όταν, δηλαδή, πρόκειται για φορολογίαν, τίθεται μάλλον το ρήμα «αποτιμάν» και το ουσιαστικόν «αποτίμησις» (πρβλ. Πλουτάρχου, Κράσσον § 13 και Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχ., 18,1).
Τι, λοιπόν, μας πληροφορεί ο Λουκάς εις τα προαναφερθέντα εδάφια; (Λουκ. β’, 1,2). Ότι ολίγον πριν τη Γέννηση του Κυρίου ο Καίσαρας Αύγουστος διέταξε να γίνει απογραφή των υπηκόων τού ρωμαϊκού Κράτους. Μερικοί, όμως, ερευνητές (Bleek, Schleiermacher και πλήθος νεωτέρων) δεν είναι πρόθυμοι να δεχθούν την ιστορικήν ακρίβειαν της μαρτυρίας τού Λουκά γι’ αυτήν την απογραφή, για δυο λόγους:
Πρώτον: Διότι κανένας – λένε -ιστορικός απ’ τον εξωχριστιανικό χώρο δεν αναφέρει τίποτα για μιαν τέτοιαν απογραφήν. Μόνο -συνεχίζουν -, μεταγενέστεροι και μάλιστα χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Κασσιόδωρος, ο Ισίδωρος Ισπάλεως και ο Σουΐδας αναφέρουν τέτοιαν απογραφήν, οι οποίοι είναι πιθανότατον, ότι αντλούν την πληροφορίαν τους, όπως κι’ εμείς, απ’ το Λουκάν. Οι αρνητές αυτοί της ιστορικής ακριβείας τού Λουκά εν τέλει δέχονται, ότι, επί Αυγούστου και κατά τις ημέρες της Γέννησης τού Κυρίου, έγινε μία απογραφή, όχι όμως ρωμαϊκή, άλλ’ ιουδαϊκή, επιτοπίως, παρά των ιερέων και πρεσβυτέρων τού λαού, με σκοπόν την αναθεώρηση των καταλόγων των γενεών και φυλών.
Αλλά μια τέτοια απογραφή, οίαν προτείνουν οι αρνητές και αντιφάσκει και καθόλου δεν συμβιβάζεται μ’ αυτήν τού Λουκά. Το ότι δε ο Ιωσήφ κατευθύνθηκε στη Βηθλεέμ «δια το είναι εξ οίκου και πάτριας Δαβίδ», δε σημαίνει, ότι η απογραφή αυτή δεν ήταν ρωμαϊκή αλλά «καθαρά ιουδαϊκή». Διενεργήθηκεν μεν αυτή από τους Ρωμαίους, με τρόπον, όμως, που υπέδειξαν οι Ιουδαίοι άρχοντες ως τον καταλληλότερον, όπως θα δούμε. Ούτε αποτελεί επιχείρημα υπέρ των άρνητών το ότι η Ιουδαία δεν ήταν ακόμη ρωμαϊκή επαρχία, διότι έχομεν και άλλα άλλου τέτοια παραδείγματα, όπως θα αναπτύξουμε κατωτέρω, διενέργειας ρωμαϊκής απογραφής σε περιοχές, οι οποίες δεν ήσαν Επαρχίες ρωμαϊκές.
Ότι δε ο Αύγουστος κι’ ο τοποτηρητής του Κυρήνιος επέτρεψαν, καθώς η πολιτική σύνεση κι’ η θέση της Ιουδαίας, η οποία δεν ήταν ακόμη ρωμαϊκή Επαρχία, άλλ’ είχεν κάποια μορφήν ανεξαρτησίας, απαιτούσε, στους άρχοντες των Ιουδαίων την επιλογήν τού πιο κατάλληλου και πρόσφορου τρόπου εκτέλεσης της εν λόγω απογραφής, την οποίαν οι τελευταίοι αυτοί παρουσίασαν στο λαό σαν επιτόπιο μέτρον προς απλήν καταγραφήν των πολιτών και προς γνώση του πληθυσμού κι’ όχι σαν πλάγιο μέσο για σκοπούς φορολογικούς, εξηγεί την ησυχία, με την οποία διεξήχθη η πρώτη αυτή απογραφή, εν αντιθέσει με τη δεύτερη, μετά δεκαετίαν, η οποία και έγινε δια ρωμαίων υπαλλήλων και κατά τρόπο ρωμαϊκόν και με σκοπόν τη φορολογίαν, κι’ όχι, όπως η πρώτη, ως απλή απογραφή και καταμέτρηση και προς γνώση του πληθυσμού και η οποία, δεύτερη, προκάλεσεν ταραχές και στάσεις, τις οποίες και μνημονεύει ο Ιώσηπος στην αρχήν του 18ου βιβλίου της Αρχαιολογίας του.
Ίσως δε, επειδή η πρώτη απογραφή, ρωμαϊκής έμπνευσης, πρωτοβουλίας και εντολής, έγινε δια των ιουδαϊκών αρχών και επειδή δεν συνοδεύθηκεν από κανένα έκτακτον, ιδιαίτερον κι’ εντυπωσιακό γεγονός και πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, κι’ ύστερα περιέπεσε σε λήθη, δεν είναι παράξενον, που δεν τη μνημονεύει ο Ιώσηπος. Έτσι εξηγείται η σιωπή του Ιώσηπου γι’ αυτό το γεγονός. Άλλ’ οι αρνητές προτιμούν να δεχθούν τη σιγήν του Ιώσηπου σαν άρνηση της ιστορικότητας της απογραφής, παρά τη ρητή μαρτυρίαν του ευαγγελιστή Λουκά.
Κάποιοι άλλοι, πάλιν, για να δικαιώσουν το Λουκά φέρνουν άσχετα και ακατάλληλα επιχειρήματα, και στην ουσία ζημιώνουν και βλάπτουν την υπόθεση τους, όπως π.χ.:
1) Τη μαρτυρίαν του Σουετώνιου (Vita Octav. c. 27). Αλλ’ αυτή ομιλεί μόνον περί απογραφής του λαού της Ρώμης (populi romani), κι’ όχι των επαρχιωτών.
2) Την πληροφορίαν απ’ το λεγόμενον «αγκυρανό μνημείον» (monumentum ancyranum), το αντίγραφο, δηλαδή, των πράξεων και διατάξεων του Αυγούστου. Άλλ’ αυτό αναφέρεται μεν στην τριπλή απογραφήν, όμως μόνον αυτών που είχαν το ειδικόν προνόμιο να είναι Ρωμαίοι πολίτες (cives romani) κι’ οχι όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας.
3) Το χωρίον Δίωνα του Κάσσιου (54, 35), το οποίον και είναι άσχετον προς το θέμα μας, αφού αναφέρεται αποκλειστικά στην απογραφήν των ιδιωτικών κτημάτων του Αυγούστου, τα οποία αυτός δεν ήθελε να θεωρούνται δημόσια και να μη φορολογούνται, αλλ’ επιθυμούσε να τα δηλώσει, να τα υποβάλει, δηλαδή, στην απογραφή, για να πληρώνει κι’ αυτός, όπως όλοι οι πολίτες, φόρον.
4) Τέλος, το άλλο χωρίον του Δίωνα Κάσσιου (55, 13), επίσης αναφέρεται μόνο στους Ρωμαίους πολίτες, τους εκτός Ιταλίας, κι’ όχι σ’ όλους τους υπηκόους.
Επομένως, καμιά απ’ τις ανωτέρω τέσσαρες περιπτώσεις, που μερικοί επικαλούνται, δε μπορεί να θεωρηθεί εξωχριστιανική Ιστορική μαρτυρία περί τού διατάγματος τού Καίσαρα Αυγούστου για απογραφήν όλης της Οικουμένης, δηλαδή, της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μολονότι, όμως, στερούμεθα άμεσων μαρτυριών των εξωχριστιανικών ιστορικών, διαθέτομεν, οπωσδήποτε, άλλες, ρητές, σαφείς, αν και έμμεσες μαρτυρίες, έτσι ώστε όχι μόνο μπορούμε και δικαιούμαστε, άλλ’ είμαστε υποχρεωμένοι και αναγκασμένοι να δεχθούμε χωρίς δισταγμόν, αυτό, που λέγει ο Λουκάς: ότι, επί Καίσαρα Αυγούστου έγινε γενική απογραφή τού ρωμαϊκού Κράτους, η οποία στόχευε στη συλλογήν απογραφικών πληροφοριών για τον πληθυσμόν και τα μέσα κάθε επαρχίας:
Είναι η μαρτυρία τού Τάκιτου (Annal. 1, 11) και τού Σουετώνιου (Vita Octav. 28,101). Και οι δύο αυτοί κάνουν λόγο για την ύπαρξη απογραφικών καταλόγων, δηλαδή απογραφικών πινάκων της αυτοκρατορίας, οι οποίοι ήσαν μάλιστα γραμμένοι ιδιοχείρως από τον Καίσαρα Αύγουστον. Ο Τάκιτος αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι σ’ αυτούς τους πίνακες περιλαμβάνονταν “opes publicae, quantum civium sociorumque in armis, quot classes, regna, provi–nciae, tributa aut vestigalia et necessitates ac largitiones” (δηλαδή, «η δημόσια περιουσία, τόσον οι πολίτες όσον και οι εν όπλοις σύμμαχοι, όσον και οι τάξεις, τα κτήματα, οι επαρχίες, οι φόροι ή οι δασμοί, οι χρείες και το αυτοκρατορικόν ταμείον»).
Επί πλέον, γι’ αυτήν την απογραφήν, έχομεν την αρχαιότατη μαρτυρίαν τού Ιουστίνου (Απολογία Β’) και τού Τερτυλλιανού (Adv. Marc. 4, 7), οι οποίοι προκαλούν τους ειδωλολάτρες και αιρετικούς και τους παραπέμπουν προς πληροφόρηση τους και προς ελέγχον της ιστορικής ακρίβειας και αξιοπιστίας της μαρτυρίας τού Λουκά, σ’ αυτούς τους δημόσιους πίνακες ή απογραφικούς καταλόγους.
Και ναι μεν οι μαρτυρίες Ιουστίνου και Τερτυλλιανού είναι χριστιανικές, αλλ’ αφού αυτοί οι δύο απευθύνουν τη σχετικήν πρόκλησή τους στους συγχρόνους τους εθνικούς, οι οποίοι θα τους διέψευδαν, εάν αυτοί δεν έλεγαν αλήθειαν, ή, εάν δεν ήσαν ακριβείς, οι μαρτυρίες των δύο αυτών χριστιανών επέχουν θέση και εξωχριστιανικών μαρτυριών, ως προς την ιστορικήν τους αξίαν και την εξ αυτής απορρέουσαν αξιοπιστίαν.
Εδώ, πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμεν, ότι και ο Τερτυλλιανός επισημαίνει, ότι η κατά τη Γέννηση τού Χριστού απογραφή έγινεν επί ηγεμόνος Συρίας Sentius Saturninus.
Δεύτερον: Διότι διαστρεβλώνουν οι αρνητές το Λουκ. β’, 2, 9 αφού συγχέουν τις δύο απογραφές, που έγιναν επί Οκταβιανού Αυγούστου στην Ιουδαίαν. Μπερδεύουν, δηλαδή, αυτήν την πρώτην καθολικήν απογραφή γενομένην επί Αυγούστου και Κυρηνίου και τη δευτέραν, την επίσης επί Αυγούστου και Κυρηνίου, μερικήν όμως απογραφήν, η οποία ήταν στην ουσίαν «αποτίμηση» περιουσιών (Ιωσήπου, Ιουδ. Αρχαιολ., βιβλ. 17 περί το τέλος του, και βιβλ. 18, εις την αρχήν του), και για την οποίαν, δευτέραν, μας ομιλεί ο ίδιος ο Λουκάς, στο άλλο σύγγραμμά του, που μας άφησε, δηλαδή στο «Πράξεις Αποστόλων» (Πράξ. ε’, 37), πράγμα που σημαίνει, ότι ο Λουκάς εγνώριζεν ακριβώς και τη μίαν απογραφήν και την άλλην και ότι τις διακρίνει και τις διαστέλλει. Άρα δεν είναι δυνατό να τις συγχέει ο Λουκάς.
Πολλές, λοιπόν, είναι οι παρερμηνείες, που έκαναν και κάνουν οι διάφοροι ιστορικοί και καινοδιαθηκολόγοι στο Λουκά β’, 1 και Λουκά β’, 2, και οι οποίες ελέγχονται ως μαρτυρούσαι άγνοιαν τού ελληνικού συντακτικού εκ μέρους των ερμηνευτών, αλλά και παραβίαση των κανόνων της λογικής.
Ας δούμε τις κυριότερες απ’ αυτές: 1) Ο Ebrard και άλλοι νεώτεροι ερμηνεύουν στο Λουκ. β’, 2, το «αύτη» όχι ως δεικτικήν, άλλ’ ως οριστικήν αντωνυμίαν, για να συμπεράνουν, ότι: η απογραφή διετάχθη μεν τότε υπό του Αυγούστου, εξετελέσθη, όμως, κατά πρώτον, ότε ο Κυρήνιος, ηγεμόνευε στη Συρίαν. Και εννοούν, ότι ο Κυρήνιος, ηγεμόνευε στη Συρία μόνο μετά από δέκα έτη! Ότι, όμως, τέτοια ερμηνεία δεν είναι ορθή και ότι δεν καθυστέρησεν επί δέκα χρόνια η εκτέλεση της περί απογραφής εντολής του Καίσαρα Αυγούστου, το βλέπομεν εις τον επόμενο στίχον (Λουκ. β’, 3), όπου φαίνεται η απογραφή ως ευθύς ενεργούμενη, ενώ βέβαια η δεύτερη του Κυρηνίου έγινεν τουλάχιστον δέκα έτη μετά.
2) Ο Wieseler και πολλοί νεώτεροι δέχονται, ότι το «πρώτη» του κειμένου ετέθη αντί του «πρότερα» ή «πρώτη προ» και ότι το χωρίον ερμηνεύεται ως εξής: «αύτη η απογραφή πρότερα εγένετο της επί της ηγεμονίας του Κυρηνίου γενομένης».
Βέβαια, δεχόμεθα, ότι και στην Καινή Διαθήκην και στους θύραθεν συγγραφείς χρησιμοποιείται το «πρώτος» με την έννοιαν του «πρότερος», αλλά στο στίχο Λουκ. β’, 2, δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιον. Κι’ αυτό, διότι, για να δώσουμε τέτοιαν ερμηνεία, θα έπρεπε να υπάρχει στο κείμενον ο δεύτερος όρος της σύγκρισης, είτε ολόκληρος, είτε, τουλάχιστον, το άρθρον άντ’ αυτού. Θα έπρεπε, δηλαδή, το κείμενο να έλεγεν: «αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο ή η της ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου», είτε: «αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο της ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου». Εδώ, επίσης, η γενική της μετοχής είναι γενική απόλυτος συντακτικώς.
3) Ο Ewald και ο Huscke εξηγούν ως εξής: «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο προ της ηγεμονίας Κυρηνίου». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι το «ηγεμονεύοντος» τού κειμένου μας, όντας σύγχρονη χρονική μετοχή, δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί διαφορετικά, παρά δια τού «εν ω ηγεμόνευεν», δηλαδή, «καθ’ ον χρόνον ήταν ηγεμόνας». Αν ο ευαγγελιστής ήθελε να εκφράσει την ερμηνείαν, που κάνουν ο Ewald και ο Huscke, θα έγραφεν: «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο, ούπω ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου», ή, «Αύτη η απογραφή πρώτη εγένετο, προ τού ηγεμονεύσαι της Συρίας τον Κυρήνιον».
4) Παρερμηνεία, επίσης, είναι και η εξής: «Αύτη η απογραφή τότε μεν διετάχθη· εξετελέσθη δε, ότε ο Κυρήνιος ηγεμόνευεν της Συρίας». Αποτελεί δε ατόπημα τέτοια ερμηνεία και διότι η αυτή απογραφή εξετελέσθη αμέσως κι’ όχι μετά δεκαετίαν, και μάλιστα διότι η ίδια αυτή απογραφή ήταν καθολική και δεν ταιριάζει με τη δευτέραν, η οποία αποτελούσε μερικήν αποτίμηση και διεξήχθη επίσης υπό τού Κυρηνίου.
Επί πλέον, ενώ στο κείμενον το «αύτη» αρμόζει και αναφέρεται στο «πρώτη», με την παρερμηνείαν αυτήν αποσυνδέεται και αποκολλάται το «πρώτη» από το «αύτη». Αν ο ευαγγελιστής ήθελε να εκφράσει κάτι τέτοιον, θα έγραφεν: «Αύτη η απογραφή ου διεπράχθη, άλλη δε τις ύστερον εγένετο ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου».
Συμπεράσματα:
Η ορθή ερμηνεία, κατόπιν των ανωτέρω, είναι: «Αύτη η καθολική απογραφή, περί της οποίας γίνεται εδώ λόγος, πρώτη έλαβε χώραν εις την Ιουδαίαν, διότι καμία άλλη απογραφή ρωμαϊκή στην Ιουδαία δεν έγινεν προηγουμένως, και τούτο, καθ’ ον χρόνον ηγεμόνευεν της Συρίας ο Κυρήνιος, ο οποίος και την διενήργησεν, ως ο πλησιέστατος προς την Ιουδαία Ρωμαίος ανθύπατος».
Εξ άλλου, οι δεχόμενοι την ιστορικήν αξιοπιστίαν τού Λουκά, αποδέχονται, ότι ο Κυρήνιος υπήρξε δύο φορές ανθύπατος (proconsul ή praeses) της Συρίας: πρώτον, κατ’ αυτήν την απογραφήν, δηλαδή, «εν ταίς ημέραις Ηρώδου», ήτοι ολίγον προ της Γέννησης τού Χριστού και, δεύτερον, μετά δέκα έτη (κατά τον Ιώσηπον, Ιουδ. Αρχ. 18, 1, 1). Δέχονται, λοιπόν, ότι ο Κυρήνιος εχρημάτισεν ηγεμόνας της Συρίας μετά τον Sentius Saturninus (ηγεμόνα της Συρίας από το έτος 9 μέχρι 6 π.Χ.) και προ τού P. Quintilius Varus (ηγεμόνα της Συρίας από το 6 – 4 π.Χ.) και πάλιν μετά τον Varus.
Aκριβώς δε, αυτήν την προ της Γέννησης γενικήν απογραφήν προϋποθέτει, όπως είδαμε, και το Breviarium imperii, αλλά, όπως παρατηρεί και ο ημέτερος Δαμαλάς, και «η εγνωσμένη πρόθεσις τού Αυγούστου, ίνα εισαγάγη το αυτό φορολογικόν σύστημα εις όλην την ρωμαϊκήν επικράτειαν». Τούτο κατέδειξεν και ο νομοδιδάσκαλος Savigny (εν τη πραγματεία αυτού τη επιγραφομένη «Έρευναι περί τού φορολογικού συστήματος των Ρωμαίων», εν τω περιοδικώ συγγράμματι δια την Ιστορικήν επιστήμην τού Δικαίου, τόμ. 6).
Οι ενιστάμενοι, πάντως, οι οποίοι σύμφωνα με τον Ιώσηπον (Αρχ. 17, 13, 5 και 18, 1, 1) δέχονται τον Κυρήνιον ηγεμόνα της Συρίας μόνον από το 6 μ.Χ. και έπειτα, συμφωνούν μεταξύ τους στο ότι δήθεν ο Λουκάς περιέπεσεν εις μία διακεκριμένην, όσον και κραυγαλέαν πλάνην: Ο Λουκάς – λένε – ίσως ήταν ακριβής για το ίδιον το γεγονός της απογραφής, έπεσεν, όμως, έξω στο όνομα τού κυβερνήτη, επί τού οποίου έγινεν η απογραφή. Κυβερνήτης, πράγματι, – λένε -ήταν όχι ο Κυρήνιος, αλλά ο Sentius Saturninus. Και τονίζουν, ότι αυτό ήταν γνωστόν και στον Τερτυλλιανόν (Tertullianus, Adv. Marc. 4,19).
Τέλος, η άλλη ένστασή τους: «πως είναι δυνατό να γίνει ρωμαϊκή απογραφή τότε στην Ιουδαίαν, η οποία δεν αποτελούσεν ακόμη ρωμαϊκήν Επαρχίαν», λύνεται και λόγω της πολιτικοστρατιωτικής υποτέλειας της Ιουδαίας στους ρωμαίους και ειδικά εξ αιτίας της γνωστής δουλικής σχέσης τού Ηρώδη προς τον Αύγουστον και εκ τού ότι οι Ιουδαίοι ώφειλαν να δίνουν όρκον πίστης στον Καίσαρα, όπως και στον Ηρώδη. Επί πλέον, έχομεν και άλλην παρόμοιαν με τους Ιουδαίους περίπτωση λαού, όπως εκείνην των Κλιτών της Κιλικίας, οι οποίοι, αν και δεν αποτελούσαν μέρος ρωμαϊκής Επαρχίας, άλλ’ υπήγοντο στον βασιληά της Καππαδοκίας Αρχέλαον, όμως υποβλήθηκαν σε ρωμαϊκήν απογραφήν κατά τη μαρτυρίαν τού Τάκιτου (Annal. 9,41).
Μετά την ανωτέρω άρση των προβληθεισών ενστάσεων και για λόγους δικαιοσύνης προς τους συνηγόρους της αξιοπιστίας τού Λουκά, παραθέτομεν πέντε εκδοχές υπέρ τού Λουκά:
1) Κατά τον Zumpt και άλλους, αποδεικνύεται ιστορικώς, ότι είναι δυνατόν να ηγεμόνευσεν ο Κυρήνιος από το έτος 4 π.Χ. μέχρι το 6 μ.Χ.
2) Είναι, επίσης, δυνατό, μολονότι ο Κυρήνιος δεν ήταν – αν δεν ήταν – ακόμη ηγεμόνας της Συρίας, όμως να έλαβεν επίσημα μέρος στην απογραφήν, που έγινε κατά τις μέρες Γέννησης τού Χριστού. Εμείς, όμως, αντιπαρατηρούμε, στη δεύτερην αυτήν εκδοχήν, ότι ο Λουκάς δε λέγει μόνον, ότι ο Κυρήνιος διεξήγαγεν την απογραφήν, άλλ’ ότι τότε ήταν και ηγεμόνας («ηγεμονεύοντος της Συρίας Κυρηνίου», (Λουκ. β’, 2)). Επ’ αυτού είναι σύμφωνη και μία μεγάλη αυθεντία της Ιστορίας τού ρωμαϊκού Δικαίου, ο πολύς Mommsen, ο οποίος δεν υποστηρίζει μόνον τη σχέση Κυρηνίου και αυτής της «πρώτης» απογραφής, αλλά αποδέχεται ρητά και ότι τότε ο Κυρήνιος ήταν ο εν ενεργεία legatus στη Συρίαν, κατά το 3 – 1 π.Χ.
3) Ο δε πολύς Ramsay, τοποθετείται υπέρ τού Λουκά και είναι της γνώμης, ότι ο Κυρήνιος μάλλον έλαβεν έκτακτην εντολήν και εξουσιοδότηση από τον Varus να διενεργήσει την απογραφήν εις την Ιουδαίαν. Επικαλείται δε υπέρ της γνώμης του παρόμοιες αναθέσεις εντολής μνημονευόμενες στα αρχαία κείμενα, όπως τού Corbulo παρά τού Quadratus και τού Βεσπασιανού παρά τού Mucianus.
4) Και μία διαφωτιστική λεπτομέρεια από το κείμενον τού Λουκά: ο Ευαγγελιστής αυτός γράφει: «ηγεμονεύοντος», λέξη με γενικήν έννοιαν και σημασία δηλούσαν το αξίωμα οιουδήποτε άρχοντα: Δεν τον ονομάζει “legatus”, όπως άλλοι τον ονομάζουν για το έτος 6 μ.Χ. Ο δε απολογητής τού Χριστιανισμού Ιουστίνος (Α’ Απολογία, 34) αναφέρει, ότι ο Κυρήνιος, κατά την πρώτην αυτήν απογραφήν της Γέννησης, ήταν «επίτροπος» κατά το αξίωμα (procurator). Αλλά και ο ίδιος ο Λουκάς, σε μίαν άλλη περίπτωση (Λουκ. γ’, 1), χρησιμοποιεί πάλιν το «ηγεμονεύειν», και πάλιν επί Επιτρόπου.
5) Κάποιοι, τέλος, αμύντορες και υπερασπιστές της ορθότητας των πληροφοριών τού Λουκά για τον Κυρήνιο (Λουκ. β’, 1 – 3), μας παραπέμπουν στη φθαρμένην -ακέφαλην επιγραφήν, που βρέθηκε στην Tivoli, και που είναι γνωστή με την ονομασία lapis tiburtinus ή titulus tiburtinus και φυλάσσεται τώρα στο Μουσείον τού Βατικανού. Αυτή δε, αναφέρεται σ’ ένα ανώνυμο Ρωμαίο, για τον οποίον μας λέγει η επιγραφή, ότι έγινε δύο φορές κυβερνήτης της Συρίας. Ο Mommsen και ο W.R. Ramsay, καθώς και πολλοί άλλοι, συμφωνούν, ότι το εν λόγω ανώνυμον άτομον είναι ο Κυρήνιος και ότι η πρώτη φορά διακυβέρνησης του στη Συρίαν έγινεν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας τού Ηρώδη στην Ιουδαίαν, και ότι, άρα, ο Λουκάς έχει δίκαιον, είναι χρονολογικά ακριβής, και ιστορικά αξιόπιστος.
Μάλιστα, ο Ramsay, υποστηρίζει, ότι υπάρχουν, όπως προείπομεν, και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, που δύο άνδρες με το αξίωμα τού legatus Caesaris διορίστηκαν σε μίαν Επαρχίαν, ή ότι είναι, επίσης, δυνατόν ο Κυρήνιος να είχε λάβει έκτακτην εντολήν από τον ίδιον τον Καίσαρα παράπλευρα με τον κανονικόν – επίσημον Κυβερνήτην της Συρίας.
Άλλοι, όμως, Ιστορικοί θεωρούν προβληματική μίαν τέτοιαν υπεράσπιση της αξιοπιστίας του Λουκά, για δύο λόγους. Πρώτον: δεν είναι -λέγουν – αναντίρρητα αποδεδειγμένον, ότι η προαναφερθείσα επιγραφή εννοεί τον Κυρήνιον. Δεύτερον: το λατινικόν της κείμενο -λέγουν – μεταφράστηκε λανθασμένα.
Και όπως συγκεκριμένα επεσήμανεν ο Fitzmyer και άλλοι, στο κείμενον της επιγραφής η λέξη “iter“, ( = «για δεύτερη φορά»), δεν προσδιορίζει συντακτικώς το ρήμα: “optinuit“, αλλά την προηγούμενη φράση. Το κείμενο, δηλαδή, πρέπει να διαβαστεί και ερμηνευθεί ως εξής: «ανθυπατικός τοποτηρητής του Θείου Αυγούστου για δεύτερη φοράν, έλαβεν τη Συρίαν και Φοινίκην», και όχι: «ανθυπατικός τοποτηρητής του Θείου Αυγούστου, για δεύτερη φοράν έλαβεν τη Συρίαν και Φοινίκην», όπου η θέση του κόμματος αλλάζει τη σημασίαν της φράσης. Κι’ αυτό, γιατί υποστηρίχθηκεν και έγινε δεκτόν ότι το “iter” αναφέρεται πάντοτε στο προηγούμενον κι’ όχι στο επόμενον της φράσης, κατά το λατινικό Συντακτικόν.
6) Άλλοι εισηγήθηκαν ειδικώτερον, ότι οι αναφυείσες ασυμφωνίες, ή και αντιφάσεις μπορούν να αρθούν, με την αντίληψη για ενα “Imperium maius”, δηλαδή ανωτέραν εξουσίαν. Εννοούν δε μ’ αυτήν, ότι ήταν δυνατό να έλαβεν ο Κυρήνιος ειδικήν και έκτακτην αυτοκρατορικήν εντολήν να διεξαγάγει προσωπικά την απογραφήν, ενώ, στην πραγματικότητα, κάποιος άλλος να ήταν στη Συρίαν τοποτηρητής του Αυτοκράτορα και συγκεκριμένα ο Sentius Saturninus (9-6 π.Χ.). Έτσι, αυτοί λύνουν το πρόβλημα και μας παραπέμπουν μάλιστα στον Τερτυλλιανόν (Adv. Marc. 4, 19, 10 και Adv. Jud. 8), που υποστηρίζει, ότι στη γέννηση του Χριστού ηγεμόνευεν της Συρίας ο S. Saturninus και ότι αυτός έκανε και την απογραφήν.
Τέλος, σχετικά με τα είδη των ρωμαϊκών απογραφών και τους τρόπους διενέργειάς τους, γνωρίζομεν, ότι συγκεκριμένα ο Αύγουστος διέταζεν την εκτέλεση και εφαρμογή δύο τύπων απογραφής στην αυτοκρατορίαν: Ένα τύπο για τους Ρωμαίους πολίτες (cives romani), είτε αυτοί ήσαν στην Ιταλίαν, είτε στις Επαρχίες και ένα για τους απλούς υπηκόους επαρχιώτες. Κατά τη μαρτυρίαν τού Σουετώνιου (Augustus 27, 5), ο πρώτος τύπος εφηρμόσθη το 28 π.Χ., το 8 π.Χ. και το 14 μ.Χ. Ο δεύτερος τύπος διενεργείτο στις επί μέρους Επαρχίες και γι’ αυτό δεν εθεωρείτο «πάσης της Οικουμένης», όπως η απογραφή του Λουκά. Είναι δε γνωστόν και μεμαρτυρημένον από τους παπύρους της Οξυρύγχου, ότι τέτοια απογραφή, π.χ. στην Αίγυπτο, γινόταν κάθε 14 χρόνια, αρχίζοντας από το έτος 34 μ.Χ. μέχρι και το 258 μ.Χ. (Papyr. Oxyr. 2. 254, 255 και 256). Παρόμοια, στη Γαλατίαν, τέτοια απογραφή εγινεν το 27 π.Χ., το 12 π.Χ. και το 14 – 16 μ.Χ. Σώζονται δε αναφορές για τέτοιες απογραφές στη Λουζιτάνιαν, Ισπανίαν και Ιουδαίαν. Όμως, η Συρία ήταν μία όχι συγκλητική, άλλ’ αυτοκρατορική Επαρχία, όπου ο Αυτοκράτορας διόριζεν τους Τοποτηρητές, Έπαρχους ή Επιτρόπους για τη διενέργειαν απογραφών του λαού, στην οποίαν ο Αύγουστος ήταν άμεσα εμπλεκόμενος.
4. Από τη χρονολογία Βάπτισης του Ιησού και την τότε ηλικίαν του, μπορούμε να προσδιορίσουμε τη χρονολογία Γέννησής του;
Όπως ορθώς παρετήρησεν και άριστα διετύπωσεν ο Ewald, ο Ευαγγελιστής Λουκάς με τα εδάφια Λουκ. γ’, 1 και 23, είναι ο πρώτος συγγραφέας, ο οποίος «εσφήνωσε δι’ ακριβεστέρας χρονολογίας την ευαγγελικήν ιστορίαν εν τη παγκοσμίω ιστορία», δηλαδή, με το να προσδιορίσει χρονικά την έναρξη του κηρύγματος του Ιωάννη του Προδρόμου (Λουκ. γ’, 1) και να το συγχρονίσει (Λουκ. γ’, 23) με την αρχήν του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Ιδού οι λίαν ενδιαφέροντες χρονικοί προσδιορισμοί, που γράφει ο Λουκάς στο κείμενόν του.
– «Εν έτει πεντεκαιδεκάτω της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ηγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου της Ιουδαίας και τετραχρούντος της Γαλιλαίας Ηρώδου, Φιλίππου δε του αδελφού αυτού τετραρχούντος της Ιτουραίας και Τραχωνίτιδος χώρας, και Λυσανίου της Αβιληνής τετραρχούντος» (Λουκ. γ’, 1). Και:
– «Και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα, αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ τού Ηλί» (Λουκ. γ’, 23).
Αποδίδομεν, πρώτον, το νόημα τού εδαφίου Λουκ. γ’, 1: «Κατά το δέκατον πέμπτον έτος της ηγεμονίας, δηλαδή της μοναρχίας τού Τιβερίου …» (άρχισε το κήρυγμα του ο Ιωάννης ο Βαπτιστής). Γνωρίζομεν δε εκ της Ιστορίας, ότι ο Τιβέριος έγινεν ο μόνος κύριος τού ρωμαϊκού κράτους στις 19 Αυγούστου τού έτους 765 / 766 από κτίσεως Ρώμης (Ab Urbe Condita), δηλαδή το έτος 14 μ.Χ. της δικής μας χρονολογίας. Συνεπώς, το 15ον έτος της μοναρχίας Τιβερίου είναι το έτος 781 / 782 από κτίσεως Ρώμης, ήτοι το 28 / 29 μ.Χ. της χρονολογίας μας. Στο σημείον, όμως, αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψει μας τα εξής:
Η δική μας χρονολογία, που, ως γνωστόν, είναι η διονυσιακή, είναι εσφαλμένη τουλάχιστον κατά 5/6 χρόνια. Κι’ αυτό, διότι ο πολυμαθέστατος μοναχός Διονύσιος ο Μικρός τού 6ου αιώνα, έπεσεν έξω στον υπολογισμόν της γέννησης τού Χριστού. Ως έτος Γέννησης τού Σωτήρα έθεσεν το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης, ενώ ξέρουμε, ότι ο Ηρώδης απέθανεν το έτος 750 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή 4 χρόνια νωρίτερα.
Αν δε, τώρα, αναλογισθούμε, επί πλέον, και τη σφαγήν των νηπίων από δύο ετών και κάτω, που σημαίνει, ότι ο Ιησούς είχε γεννηθεί τουλάχιστον δύο έτη πριν απ’ το θάνατον τού Ηρώδη, πρέπει να συμπεράνουμεν, ότι, στην πραγματικότητα, ο Κύριός μας γεννήθηκεν όχι το 754, όπως υπολόγισεν ο μοναχός Διονύσιος, άλλ’ έξη τουλάχιστον ετη πριν απ’ τη διονυσιακή χρονολογία, δηλαδή περί το 748 από κτίσεως Ρώμης, το 6 / 7 π.Χ. της χρονολογίας μας, και ότι, επομένως, όταν άρχισεν το κήρυγμά του, κατά το 15ον έτος της ηγεμονίας τού Τιβερίου, δηλαδή κατά το 781 / 782 από κτίσεως Ρώμης, που ισοδυναμεί με το δικό μας 28 / 29 μ.Χ., ο Ιησούς ήταν τουλάχιστον 34 ετών τότε που άρχισεν το κήρυγμά του. Και, εάν εκήρυξεν επί τρία χρόνια, όπως συνήθως δεχόμεθα, άρα εσταυρώθη και ανέστη σε ηλικίαν 37 ετών.
Τέλος, το Λουκ. γ’, 23 («και αυτός ην ο Ιησούς ωσεί ετών τριάκοντα, αρχόμενος, ων, ως ενομίζετο, υιός Ιωσήφ τού Ηλί»), σημαίνει: Και αυτός ο Ιησούς (περί τού οποίου γίνεται ο λόγος) ήταν περίπου τριάντα ετών, όταν άρχιζεν το έργον Του». Μερικοί ερμηνεύουν λανθασμένα το «αρχόμενος» σαν να προσδιορίζει το «ωσεί ετών τριάκοντα», για να συμπεράνουν, ότι τάχα ο ευαγγελιστής μας προσδιορίζει, ότι τότε ο Ιησούς «έμπαινε στα τριάντα», «άρχιζεν τα τριάντα», «ήταν στην αρχήν των τριάντα ετών». Αλλά, το ότι δεν είναι δυνατόν να συνδέεται το «αρχόμενος» με το «τριάκοντα» και να αναφέρεται σ’ αυτό, φαίνεται κι’ απ’ τη λέξη «ωσεί» (= περίπου). Με το «ωσεί» ο Ευαγγελιστής θέλει ακριβώς να δείξει, ότι αγνοούσεν την ακριβή ηλικίαν τού Σωτήρα μας, γι’ αυτό και ομιλεί αορίστως χρησιμοποιώντας το «ωσεί». Αν, βέβαια, ήθελεν ο Λουκάς να πει, ότι ο Ιησούς ήταν «στην αρχήν των τριάντα ετών», θα έγραφεν: «και αυτός ο Ιησούς ήρχετο ών τριάκοντα ετών».
Οι χρονολογίες που δώσαμε σ’ αυτήν τη μελέτην ισχύουν, φυσικά, μόνον εάν δεχθούμεν, ότι ο Λουκάς χρησιμοποιούσε για τη χρονολόγηση των γεγονότων, που αφηγείται, ως ημερολόγιον, το Ιουλιανόν.
Το κείμενο είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέως κ.Χρίστου Βασιλειάδη και υπόκειται στο νόμο περί προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας (Ν. 2121/1993).Για αναδημοσιεύσεις επικοινωνήστε με την ιστοσελίδα μας