Ἁγίου Φιλαρέτου Μόσχας
(Κήρυγμα ΚΗ’, στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου)
«Ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ».
(Ματθ. 6,18)
Μπροστὰ στὸν τάφο τῆς Ἁγίας Παρθένου, ἡ Ἐκκλησία σήμερα μᾶς ὑποβάλλει σὲ εὐσεβῆ περισυλλογή. Διότι, τί ἄλλο εἶναι μία ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἂν ὄχι μία εὐσεβὴς περισυλλογή, μὲ τὴν ὁποία τὸ πνεῦμα ἀναπαύεται ἀπὸ τὸ μόχθο τῆς σαρκὸς καὶ ἐπανακτᾶ δύναμη γιὰ τὶς ἐργάσιμες ἡμέρες τῆς ζωῆς;
Τί βλέπουμε καθὼς στεκόμαστε πλησίον τοῦ τάφου τῆς Ἁγίας Παρθένου; Ἕνα ἀσυνήθιστο θέαμα! Συνήθως ὑπάρχει φῶς καὶ λαμπρότητα μέχρι τὸν τάφο, ἐνῶ πέρα ἀπὸ αὐτὸν ἀφάνεια καὶ ἀβεβαιότητα. Ὡστόσο, ἐδῶ βλέπουμε ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο∙ στὴν πλευρὰ αὐτὴ τοῦ μνήματος, τέτοια ὑψηλὴ τελειότητα καὶ ἀρετὴ μέσα σὲ τόσο βαθὺ μυστήριο καὶ ἀφάνεια! Πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, τόσο φῶς καὶ τόση δόξα, τέτοια θριαμβευτικὴ ἀνταπόδoση τῆς τελειότητος καὶ τῆς ἀρετῆς!
Δὲν χρειάζεται πολλὴ προσπάθεια νὰ ἐξηγήσουμε ὅτι ἡ πνευματικὴ ἀξία τῆς ὑπερευλογημένης Παρθένου Μαρίας εἶναι ὁμολογουμένως ἀπαράμιλλα ὑψηλή. Αὐτὸ γίνεται προφανὲς ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀποστολῆς, γιὰ τὴν ὁποία ἐξελέγη καὶ ἀνατράφηκε. Ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐξευρεθεῖ ἀρετὴ ὑψηλότερη ἀπὸ τὴ δική Της, τότε θὰ ἦταν ἀνάρμοστο νὰ ἔχει ἐκλεγεῖ Αὐτὴ ὑπεράνω ὅλων, γιὰ νὰ γίνει τὸ σκήνωμα, ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἀλλὰ στὶς βουλὲς καὶ στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀντιφατικό. Συνεπῶς, ὅσο βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ Μαρία εἶναι «εὐλογημένη ἐν γυναιξί», δηλαδὴ εὐλογημένη μὲ τὴ μεγαλύτερη εὐλογία πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς γυναῖκες, μὲ τόση βεβαιότητα ἡ ἀρετή Της εἶναι ἡ ὑψηλότερη, ἡ ἀγνότερη, ἡ τελειότερη, μολονότι εἶναι ἀγνὴ καὶ τέλεια διαμέσου τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος κατέστη ἡ ἀνταμοιβὴ τῆς ἀγνότητος καὶ τῆς ὑπεροχῆς Της.
Ἐν τούτοις, ἂς ἀναλογιστοῦμε πόσο λίγα ἦταν γνωστά, πόσο λίγα ἦταν ἀντιληπτὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀξία τῆς Μαρίας πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό Της.
Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ Τὴν γνωρίζει καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, στὸν ὁποῖο δόθηκε ἡ τιμὴ νὰ γίνει ὁ ἔμπιστος φύλακας τοῦ ἐπίγειου αὐτοῦ Θησαυροῦ, τοῦ στεγανὰ σφραγισμένου οὐράνιου Θησαυροφυλακίου; Ὡστόσο, ὁ Ἰωσὴφ στὴν ἀρχὴ ἀντιλήφθηκε τόσο λίγα γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς κλήσεώς Της, ὥστε σκέφτηκε ἀκόμα καὶ τὸ ὅτι ἴσως ὄφειλε νὰ τὴν παραδειγματίσει δημόσια, παρόλο ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸ κάνει. Ἦταν ἔτοιμος νὰ Τὴν «ἀπολύσει λάθρα»∙ δηλαδὴ θὰ πετοῦσε τὸ ἀνεκτίμητο αὐτὸ κόσμημα, ἂν δὲν φυλασσόταν καὶ ὁ ἴδιος προσεκτικὰ ἀπὸ τοὺς ἀκόμα πιὸ φωτεινοὺς Φύλακες, τοὺς Ἀγγέλους. «Καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ’ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ».
Ὦ, θαυμαστὴ σιωπηλὴ Παρθένος! Δὲν ἦταν ἐντελῶς φυσικὸ νὰ πληροφορήσεις Ἐσὺ τὸν Ἰωσὴφ γιὰ αὐτὸ ποὺ τὸν πληροφόρησε τελικὰ ὁ Ἄγγελος; Γιὰ ποιὸ λόγο ἀνέμενες τὸν μακρινὸ ἀγγελιοφόρο ἀπὸ τὸν Οὐρανό; Γιατὶ δὲν ἔσπευσες νὰ συνδράμεις στὸν Δίκαιο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος παραλίγο θὰ ἔπεφτε σὲ ἀδικία; Ἀναμφίβολα, γιὰ νὰ «μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις» ἡ ἀρετή Σου, ἡ Χάρη Σου, ἡ ἀξία Σου, ἀλλὰ μόνο «τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ».
Τὸ μυστήριο τῆς ὕψιστης μεγαλοπρέπειας τῆς Παρθένου Θεοτόκου ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν ἀστέρα, ἀπὸ τοὺς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, ἀπὸ τοὺς ποιμένες, ἀπὸ τὸν Δίκαιο Συμεών. Ἀλλὰ οἱ Ἄγγελοι ἐπέστρεψαν στὸν Οὐρανό, οἱ μάγοι στὴν Ἀνατολή, ὁ ἀστέρας ἐξαφανίστηκε, ὁ Συμεὼν ἀναχώρησε μὲ εἰρήνη ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸ φῶς τῆς δόξης τῆς Βηθλεὲμ ἀφανίστηκε ἀπὸ τὶς ἐξωργισμένες κραυγὲς τοῦ Ἡρώδη καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀθώων, ἡ Μαρία κατέφυγε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔπειτα στὴ Ναζαρὲτ κρύβοντας τὴ μεγαλοπρέπεια καὶ τὴ δόξα Της μέσα στὴν καρδιά Της. «Ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει… ταῦτα συμβάλλουσα τῇ καρδίᾳ αὐτῆς».
Ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ ἡ δόξα τῆς σοφίας καὶ τῆς θαυματουργικῆς δυνάμεως τοῦ Υἱοῦ τῆς Μαρίας φανερώθηκε στὴν Ἰουδαία καὶ στὴ Γαλιλαία. Καὶ θὰ ἅρμοζε ἡ ἀντανάκλαση τῆς δόξης τοῦ Υἱοῦ νὰ φωτίζει τὸ πρόσωπο τῆς Μητρός. Κάποια στιγμὴ φάνηκε ἀναπάντεχα ὅτι αὐτὸ θὰ ἄρχιζε πράγματι νὰ συμβαίνει. Μία γυναίκα, ἡ ὁποία ἴσως θὰ ἦταν ἡ ἴδια μητέρα ἢ θὰ ἐπιθυμοῦσε θερμὰ νὰ εἶναι, ἐξέφρασε πιὸ παραστατικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὴ μακαριότητα τῆς ὑπερευλογημένης Μητρός, ἐκδηλώνοντας δημόσια τὸν ἐνθουσιασμὸ ποὺ τὴν παρακίνησε νὰ δοξάσει τὸν Ἰησοῦ καὶ μαζὶ μὲ Ἐκεῖνον τὴ Μητέρα Του. «Ἒπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ∙ μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὒς ἐθήλασας». Ἂς σημειώσουμε ὅτι μιλᾶ περιφραστικά, μακαρίζει τὴν κοιλία καὶ τοὺς μαστούς, ἀλλὰ δὲν προφέρει τὸ ὄνομα Αὐτῆς ποὺ μακαρίζει. Γιατί; Ἀναμφίβολα ἐπειδὴ δὲν Tὴν γνώριζε οὔτε προσωπικά, οὔτε κατ’ ὄνομα.
Ἄλλοι γνώριζαν τὴ Μαρία καὶ προσωπικὰ καὶ κατ’ ὄνομα -δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει διαφορετικά- παραδόξως, ὅμως, Tὴν ἀγνοοῦσαν. Ἂς ἀκούσουμε τί ἔλεγαν οἱ συμπατριῶτες καὶ οἱ γείτονες τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας: «Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὔτη καὶ αἰ δυνάμεις;». Δηλαδὴ ἀναγνώριζαν τὴ σοφία τοῦ Ἰησοῦ, εἶδαν τὰ θαύματα, τὰ ἐπιβεβαίωσαν καὶ ὡς ἐκ τούτου παρακινήθηκαν νὰ μάθουν ὅλα ὅσα Τὸν ἀφοροῦσαν. «Οὐχ οὖτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριάμ;». Παρατηροῦμε ὅτι δὲν ἦταν σὲ θέση οὔτε κἂν νὰ ὁμολογήσουν τὸν Ἰωσὴφ ὡς υἱὸ Δαυὶδ καὶ τὴ Μαρία ὡς θυγατέρα Δαυίδ. Γνώριζαν μόνο ἐπιφανειακὰ ὅτι ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἕνας τεχνίτης καὶ ὅτι ἡ Μαρία ἦταν ἁπλῶς ἡ Μαρία. Γιατὶ δὲν ἤξεραν οὔτε αὐτὸ ποὺ οἱ Ἑβραῖοι τόσο προσεκτικὰ ἀγωνίζονταν νὰ γνωρίζουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους; Γιατὶ δὲν γνώριζαν τὴ φυλὴ καὶ τὴν καταγωγὴ τῆς Μαρίας; Εἶναι δυνατὸν αὐτὸ νὰ ἑρμηνευτεῖ διαφορετικά, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος ἐπιθυμοῦσε «νὰ μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις» μὲ κανέναν τρόπο; Διότι δὲν ἀποζητοῦσε τὴν ἀνθρώπινη παρηγοριά, δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθεῖ στὴν πτωχεία Της ἀποκαλύπτοντας στοὺς ἀνθρώπους ἔστω μόνο τὴν μεγαλοπρέπεια τῆς γενεαλογίας Tης. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ δὲν φανέρωσε τὴν κατάγωγή Της, περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι τὴν ἀρετὴ καὶ τὴ Χάρη Της.
Ὡστόσο, τί νὰ θαυμάσει κανεὶς στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ξένοι, οἱ ὁποῖοι Τὴν γνώριζαν λίγο ἢ πολύ, ἀρνοῦνταν νὰ δοῦν τὴ δόξα Ἐκείνης ποὺ «ὅλες οἱ γενεὲς θὰ μακαρίζουν», ὅταν ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός Της –θὰ ἔπρεπε νὰ διστάζω νὰ τὸ ἀναφέρω, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει κανένας ἐνδοιασμὸς στὸ νὰ ἐπαναλάβω τὰ λόγια τῆς Ἀληθείας;- ὁ Ἴδιος ὁ Υἱός Της προφανῶς δὲν ἤθελε νὰ Τῆς ἀποδώσει ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων τὴν τιμὴ ποὺ ἀξίζει σὲ μία μητέρα καὶ φαίνεται νὰ Τὴν ἀγνοεῖ ἢ νὰ εἶναι ἀπρόθυμος νὰ Τὴν ἀναγνωρίσει. «Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου;», ρώτησε, σὰν νὰ ἔψαχνε σὲ ποιὸν νὰ ἀποδώσει τὸ ὄνομα, τὴν τιμὴ καὶ τὴ δόξα τῆς Μητέρας Του προσπερνώντας ἐν σιωπῇ Αὐτήν, στὴν Ὁποία ἡ Γέννησή Του ἔδινε τὸ δικαίωμα τοῦ τίτλου. «Μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν». Μιλώντας, ὅμως, κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν ἀρνεῖται τὴν κατὰ σάρκα Μητέρα Του, διότι Ἐκείνη περισσότερο ἀπὸ ὅλους ἄκουει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μάλιστα τὸν ἄκουσε πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τὸν ἐκτελεῖ μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια ἀπὸ ὅλους, Ἐκείνη ποὺ Τοῦ ἑτοίμασε ἄξιο σκήνωμα στὴν κοιλία Της.
Πρωτίστως, ὅμως, ὁ Κύριος ἐξαίρει μὲ τὸ λόγο Του αὐτό, ἐκείνους ποὺ ἀκοῦν καὶ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς παρακινεῖ στὴ συνέχιση τοῦ σωτηριώδους ἔργου. Κατὰ δεύτερον, μὲ τὸν προαναφερθέντα λόγο Του συμμορφώνεται στὸν κανόνα τῆς Μητέρας Του «νὰ μὴ φανῇ τοῖς ἀνθρώποις» κρατώντας σὲ ἀπόσταση ὅσο εἶναι δυνατὸν κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἐπιζητώντας μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ∙ γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἀναμένει, ἀναβάλλοντας νὰ φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὸ πλήρωμα τῆς μεγαλοπρέπειας καὶ τῆς δόξης Αὐτῆς ποὺ εἶναι «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφίμ».
Προχωρώντας περισσότερο στὴν ἐπίγεια πορεία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Μαρίας διαπιστώνω τὸ ἴδιο φαινόμενο παντοῦ. Ὅπου ὑπερπερισσεύει ἡ δόξα, ἐκεῖ ἡ Μαρία δὲν ἐμφανίζεται -ὅπως γιὰ παράδειγμα, στὴ θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἰερουσαλήμ. Ἐπίσης, ὅπου ἐμφανίζεται ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ δὲν συναντᾶται μὲ τὴ δόξα –γιὰ παράδειγμα: «Εἰστήκησαν δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ».
Ἂς ἀκολουθήσουμε τὸν Ἐσταυρωμένο διὰ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου στὸ χῶρο τῆς δόξης τοῦ Ἀναστημένου. Ἔφτασε ἡ ὥρα κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνο ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ὁ τελευταῖος στὴν πίστη ἀπὸ τοὺς Μαθητὲς δοξάζει τὴ Θεότητά Του ἀναφωνώντας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἡ δόξα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀκολουθεῖται σύντομα ἀπὸ τὴ νέα δόξα τῆς Ἀναλήψεώς Του στὸν Οὐρανό. Ἀναζητῶ, ὅμως, ἕναν ἄνθρωπο, μία πράξη, ἕνα λόγο στὸν ὁποῖο τουλάχιστον τώρα θὰ ἐμφανιστεῖ ἡ δόξα τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἀνήγγειλε στὴν αὐγή της ἡ Δικαία Ἐλισάβετ, χωρὶς μάρτυρες καὶ χωρὶς ἄμεσα ἐπακόλουθα. Ψάχνω, ἀλλὰ εἰς μάτην: «Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχὴ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρία τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ». Τί παράξενη ἀπαρίθμηση. Ὄχι μόνο ἔπειτα ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἔπειτα ἀπὸ κάποιες ἄγνωστες γυναῖκες, μόλις ποὺ θυμήθηκαν νὰ ἀναφέρουν ὀνομαστικῶς τὴ Μαρία, τὴ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Μήπως ὁ συγγραφέας πράγματι δὲν τιμᾶ τὴ Θεοτόκο; Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει ἀπὸ τὸ νὰ δεχτοῦμε τέτοια σκέψη, ποὺ εἶναι προσβλητικὴ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἁγία Παρθένο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ. Τότε τί δηλώνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς συγγράφει τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα ποὺ ἡ εὐλογημένη Παρθένος συμπεριφέρθηκε ἀνάμεσά τους. Καὶ παρόλο ποὺ Αὐτὴ μὲ τὸ ὕψος τῆς Χάριτος προΐστατο ἀθέατα καὶ ἐν πνεύματι στὴ σύναξη τῶν Ἀποστόλων, μὲ τὴν ταπείνωση τῆς καρδιᾶς Της δὲν ἀνέχτηκε νὰ γίνει ἐν σώματι ὁρατὸς ἀποδέκτης ὁποιασδήποτε δόξης, δὲν ἀποδέχτηκε πρωτεῖα καὶ τοποθέτησε τὸν Ἑαυτό Της ἀνάμεσα στὶς ἄλλες γυναῖκες διδάσκοντας μὲ τὸ παράδειγμά Της, αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπ. Παῦλος δίδαξε στὴ συνέχεια διὰ τῶν λόγων του: «Αἱ γυναῖκες ὑμῶν ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις σιγησάτωσαν», «γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ∙ γυναικὶ δὲ διδάσκειν οὐκ ἐπιτρέπω». Θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ λάβουν ὑπόψιν τους αὐτὸ τὸ παράδειγμα οἱ παραστρατημένοι ἀδελφοί μας, οἱ ὁποῖοι πρὶν ἀπὸ τὴν Κρίση τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας καταδικάσει ἀδιάκριτα ὅλη τὴν ἱεραρχία, τιμωρώντας ἔτσι τοὺς ἑαυτούς τους μὲ ἐθελούσια ἀποκήρυξη τῆς ἱερωσύνης, ἐμπιστεύονται τὴ μετάδοση τοῦ θείου λειτουργήματος σὲ παρθένους, οἱ ὁποῖες ἀναμφίβολα δὲν εἶναι σοφές, ἀλλὰ ἀνόητες. Διότι ποιὰ παρθένος, ἂν δὲν ἦταν ἀνόητη, θὰ τολμοῦσε νὰ δεχτεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αὐτὸ ποὺ ἡ ἁγία Παρθένος καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ δὲν τόλμησε νὰ ἀναλάβει;
Ἂς ἀτενίσουμε τὴν ἄλλη προοπτική, τὴν ἀπρόσμετρη στοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλὰ εὔκολα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὴ λαμπρότητά της, τὴν ὁποία διάνοιξε ἡ ἁγία Παρθένος μὲ τὴν Κοίμησή Της. Ἀμέσως μόλις ἔλαβε χώρα τὸ γεγονὸς αὐτό, οἱ Ἀπόστολοι, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόκρυφη παράδοση, συνάχθηκαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς, ὄχι τόσο γιὰ νὰ θρηνήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸν ἐνταφιασμό Της. Καὶ ὅπως πρωτύτερα ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔγινε μέσο ἀποδείξεως τῆς ἀλήθειας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ τώρα, ἡ καθυστέρηση τοῦ Θωμᾶ κατέστη τὸ μέσο τοῦ δοξασμοῦ τῆς Μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ἡ δόξα τῆς Ὁποίας μέχρι τότε δὲν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, καθὼς ἡ ζωή Της ἐπάνω στὴ γῆ παρέμεινε κρυμμένη. Ἔχοντας πλέον δεχτεῖ δόξα ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἀπορρίπτει πιὰ ἐπάνω στὴ γῆ τὴν ἀνθρώπινη ἐξύμνηση, ποὺ νωρίτερα ἦταν ἀνεπιθύμητη στὴν ταπείνωσή Της, ἐνῶ τώρα εἶναι ὠφέλιμη καὶ εὐεργετικὴ σὲ ὅσους ζοῦν στὴ γῆ.
Ἡ δόξα Της εἶχε, ἐπίσης, ἐχθρούς, ὅπως καὶ ἡ δόξα τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ, ὅμως, φανερώνεται ὑπεράνω ὅλων ἡ Θεία δύναμη τῆς Χάριτος, στὴν ὁποία οἱ ἐχθροὶ δὲν ἀποτέλεσαν τόσο ἐμπόδιο, ὅσο μᾶλλον ἕνα μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ της. Τί κατάφεραν οἱ αἱρετικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ μὲ αὐθάδεια καὶ πανουργία ἀγωνίστηκαν νὰ ἀφαιρέσουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο τὸν ἐξαίρετο χαρακτηρισμό Της ὡς «Θεοτόκο»; Κατάφεραν τὸ νὰ ἀρχίσει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, προφυλάσσοντας ἀπὸ τὴν κακεντρέχεια καὶ τὴν ἀναίδεια, νὰ ἐξυμνεῖ μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη ζέση τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο∙ γι’ αὐτὸ στὴν ἐποχή μας δὲν ὑπάρχει ἡμέρα, οὔτε Ἱερὴ Ἀκολουθία ποὺ νὰ μὴν κοσμεῖται πλουσίως ἀπὸ τὴ Θεία δόξα Της. Καὶ αὐτὸ δὲν συνιστᾶ ἁπλῶς λεκτικὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἀληθινὴ πάλη μεταξὺ τῶν πνευματικῶν δυνάμεων, καθὼς καὶ τέλεια νίκη τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς αντιδίκους Του. Διότι τὰ χείλη ποὺ Τὴν ἐξυμνοῦν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες θὰ εἶχαν κουραστεῖ, ἂν στὴ φωνὴ τῆς δεήσεως καὶ στὴ δοξολογία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου δὲν συναντοῦσαν οἱ πιστοὶ τὴν κραταιὰ βοήθειά Της, ἡ ὁποία μεταδίδει στὴν ψυχή τους τὸν Χριστὸ καὶ τὴ Χάρη Του, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ἡ Ἴδια εἰκονίζεται στὶς ἱερὲς παράστάσεις, κρατώντας Τον στὴν ἀγκάλη Της. «Χαῖρε, κεχαριτωμένη!». Ἡ Θεία δόξα Σου ἀκτινοβολεῖται στὰ θεΐκὰ θαύματα!
Αὐτά, ἀδελφοί μου, βλέπω σήμερα παριστάμενος στὴν τελετὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ καθήκοντος στὴ θέση μου, ἐνατενίζοντας τὸν τάφο τῆς ἁγίας Παρθένου καὶ Θεοτόκου. Ἂλλὰ γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ θεώρηση; Διότι κάθε εὐσεβὴς περισυλλογὴ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ὀκνηρή, ἀλλὰ δραστήρια. Ἐπιπλέον, τὸ παράδειγμα τῆς ἀφανοῦς ζωῆς Της θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ κατανοήσουμε, νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις… ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ». Νὰ κοπιάζεις ἀγαθοεργώντας καὶ ὑπηρετώντας τὸν Θεό∙ πρόσεχε, ὅμως, ὥστε τὰ ἔργα σου, οἱ κόποι σου, οἱ ἀρετές σου, ἡ εὐσέβειά σου νὰ μὴ φανερωθοῦν στοὺς ἀνθρώπους χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγκαῖο, θεληματικά, μὲ αὐτοϊκανοποίηση καὶ ματαιοδοξία. Ἔχε τὸν Θεὸ ὡς μάρτυρα τῆς συνειδήσεώς σου καὶ Ἐκεῖνος θὰ γίνει ἡ ἀντιμισθία σου γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτελεῖς κρυφὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἢ πάσχεις πρὸς χάριν Του.
Ὁ Κύριος ἐντέλλεται τὴν ἀφάνεια, πρῶτον, γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης: «Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς», «σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Κατὰ δεύτερον, γιὰ τὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας: «Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖον σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ». Κατὰ τρίτον, γιὰ τὰ ἔργα τῆς αὐτοθυσίας καὶ νεκρώσεως τῆς σαρκός: «Μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ». Ἑπομένως, ὁ Κύριος εὐαρεστεῖται στὴν ἀφάνεια τῆς σεμνότητος καὶ τῆς ταπεινώσεως σὲ ὅλα τὰ καθήκοντα τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν Ἴδιο, στὸν πλησίον του καὶ στὸν ἑαυτό του –σὲ κάθε ἀρετή, σὲ κάθε ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
Κάποιοι θὰ ἀναρωτηθοῦν, πῶς θὰ ἐκπληρωθοῦν τότε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Οὔτω λαμψάτω τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Μὴν προβληματίζεστε γιὰ αὐτό. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου θὰ ἐκπληρωθεῖ μόνος του, χωρὶς τὴν παρέμβασή μας. Ἔχει λεχθεῖ: «Οὔτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν», ἀπὸ μόνο του, μὲ φυσικὸ τρόπο. Δὲν εἰπώθηκε: «Προβάλλετε τὸ φῶς σας». Τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπὸ μόνα τους ἔργα φωτός∙ ἐργαστεῖτε ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ τὸ φῶς θὰ λάμψει τὴν ὥρα καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς τοῦ φωτός, θὰ προστάξει. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ πρέπει νὰ φοβόμαστε εἶναι τὸ νὰ διαπράξουμε ἔργα τοῦ σκότους, δαιμονικὲς πράξεις, οἱ ὁποῖες βεβαίως δὲν θὰ ἀποδώσουν φῶς, οὔτε ὁ Θεὸς θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ αὐτές.
Κάποιοι, ἐπιπλέον, θὰ σκεφτοῦν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχόμαστε ἢ νὰ κηρύττουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐφόσον ἀκόμα καὶ τὰ ἔργα τῆς εὐσεβείας πρέπει νὰ γίνονται ἐν τῷ κρυπτῷ; Πρὸς ἀπάντησιν, θὰ σᾶς ὑπενθυμίσω ὅτι στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία, στὴν ὁποία ὁ Σωτήρας μας μιλάει γιὰ τὴν προσευχὴ ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀναφέρεται ἐπίσης στὸ δῶρο ποὺ προσφέρουμε στὸ Ἱερὸ Θυσιαστήριο -«ἐὰν οὖν προσφέρεις τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον»- γεγονὸς ποὺ λαμβάνει χώρα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς κοινῆς Θείας Λατρείας φανερὰ καὶ ἱεροπρεπῶς. Ἀπὸ αὐτὸ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ ἐντολὴ τῆς προσευχῆς ἐν τῷ κρυπτῷ δὲν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ χρέος νὰ μοιραζόμαστε τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὡστόσο, ἁρμόζει καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ἀνάλογη σύνεση. Δηλαδή, νὰ μὴν προσερχόμαστε ματαιόδοξα μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ στεκόμαστε ταπεινὰ μπροστὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα «Τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ». Ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό, ἐπιτελοῦμε πράξεις εὐσεβείας ἀπὸ κοινοῦ μὲ ὅλους τοὺς συμπαρόντες, ἀλλὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ καταστείλουμε ἢ νὰ μὴν ἐπιτρέψουμε νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ ὁρισμένα συναισθήματα εὐλάβειας -ἀναστεναγμοί, λυγμοὶ ἕτοιμοι νὰ διαφύγουν ἢ δάκρυα ποὺ πρόκειται νὰ κυλήσουν. Τέτοια διάθεση πρέπει νὰ κρατοῦμε, ὥστε ἀκόμα καὶ ὅταν βρισκόμαστε σὲ πολυπληθῆ σύναξη, νὰ στεκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Πατρὸς ἐν τῷ κρυπτῷ.
Ἂς συλλογιστοῦμε, ἀδελφοί μου, πόσο ἀγενές, κουραστικὸ καὶ ἄχρηστο εἶναι τὸ νὰ ζοῦμε μόνο γιὰ τὴν ἐπίδειξη, ὅπως κάνουν πολλοὶ στὴν πνευματική, κοινωνικὴ καὶ οἰκογενειακὴ ζωή. Ἐπιδεικνύουν τὰ πάντα, ἐκθέτουν τὰ πάντα, διατυμπανίζουν τὰ πάντα, διαλαλοῦν κάθε ἀσήμαντη πράξη, ὅπως ἡ κλῶσσα ἀναγγέλλει κάθε νέο αὐγό της. Ἀλλὰ οἱ ἀναγγελίες τῆς κλώσσας ἔχουν τουλάχιστον μία βάση, διότι εἰδοποιοῦν γιὰ ἕνα αὐγὸ ποὺ πράγματι ὑπάρχει καὶ παραμένει, ἐνῶ οἱ κενόδοξοι ἄνθρωποι ἀνακοινώνουν κάτι ποὺ εἴτε δὲν ὑπάρχει ἢ ποὺ θὰ σβήσει μὲ τὴ γνωστοποίησή του. Γιὰ παράδειγμα, ἕνα ἔργο ἐλεημοσύνης ποὺ ἔγινε, ἀσφαλῶς ὑπάρχει∙ ἀλλὰ ἂν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔπραξε καυχηθεῖ γιὰ αὐτό, τότε ἡ ἀγαθὴ πράξη ἀναιρεῖται. Εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον ἀγαθὸ στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀντιθέτως βασιλεύει σὲ αὐτὴν ἡ ἔπαρση. Δὲν ὑπάρχει ἀγαθὸ στὴν πράξη του, ὁ καρπὸς τῆς οἰήσεως δὲν εἶναι ἀγαθός. Δὲν φαίνεται τίποτα καλὸ οὔτε κἂν στὰ μάτια τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, διότι διεισδύει ἡ κενοδοξία καὶ ἂν ἐξυμνήσουν τὸ ἔργο κενόδοξου ἀνθρώπου, τὴν ἴδια ὥρα φανερώνουν τὴ μομφὴ τῆς κενοδοξίας του. Πόσο περισσότερο μᾶλλον ἀπουσιάζει τὸ ἀγαθὸ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπέρριψε τοὺς ματαιόδοξους λέγοντας ὅτι «ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν».
Χριστιανοί! Ἂς εἴμαστε καὶ ἂς μὴν ὑποκρινόμαστε∙ αὐτὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικότερους κανόνες. Ἂς μάθουμε τὴν ἀσύγκριτη μεγαλοπρέπεια τῆς σεμνότητος, τῆς σιωπῆς, τῆς ἀφανοῦς ἀρετῆς. Εἶναι ἰδίωμά της τὸ νὰ παραμένει κρυφὴ ἐπάνω στὴ γῆ, ἐπειδὴ γεννᾶται ἄνωθεν καὶ ὑπάρχει στὸν Οὐρανό. Ἂν καὶ τέλεια στὴν ἀφάνεια, προφυλαγμένη ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, συχνὰ νοθεύεται καὶ ἐξασθενίζει ἡ καθαρότητά της. Ἂς τὴν προσφέρουμε, ὅμως, θερμὰ καὶ ἀκατάπαυστα μπροστὰ στὸν καθαρὸ καὶ ἐξαγνιστικὸ ὀφθαλμὸ τοῦ Θεοῦ. «Καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ». Ἀμήν.