π. Γεωργίου Μεταλληνού (+)
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
Κατά τον Χρυσόστομο η εξουσία και φυσικά και η Πολιτεία, εμφανίζεται μετά την πτώση ως συνέπεια της αμαρτίας. Μέσα στον παράδεισο υπήρχε αρμονία και ομοτιμία. Η υποταγή του θελήματος του ανθρώπου στο κακό οδήγησε στις ποικίλες μορφές δουλείας. (48, 1038. Πρβλ. 54, 599). Πρώτη μορφή εξουσίας – δουλείας είναι εκείνη του άνδρα επάνω στη γυναίκα. Η αμαρτία κατέστρεψε τη φυσική ισοτιμία και έφερε την υποταγή. Έτσι ο ένας υποτάσσει τον άλλο. Ο ισχυρότερος υποτάσσει τον ασθενέστερο (ατομική και κοινωνική δουλεία). Άρα ο άνθρωπος ζει μετά την πτώση σε μια κοινωνία ανισότητας και δουλείας. Και μόνο με την αγιότητα – την αρετή – επιτυγχάνει την υπέρβαση της καταστάσεως αυτής (ΕΠ. 54,601) («Καν αιχμάλωτος η τις, καν δούλος, καν ξένος, καν επί αλλοτρίας διατριβή γης και την αρετήν έχει μεθ’ εαυτού, πάντων βασιλέων βασιλικώτερος έσται»).
Ο Θεός, στην αγάπη του για τον άνθρωπο, χρησιμοποιεί και τα προϊόντα της αμαρτίας για σωτηρία (ΕΠ. 61,291). Έτσι εξηγείται ο λόγος του Παύλου «ουκ έστιν εξουσία, ει μη από Θεού». (Ρωμ. 13,1 – ΕΠ. 54,597). Η πολιτεία στο σχέδιο του Θεού παίζει ρόλο σωστικό.
Έτσι ερμηνεύει ο Χρυσόστομος τις επίμαχες θέσεις του Παύλου γύρω από την θεολογία της εξουσίας, που αναπτύσσει ερμηνεύοντας το 13ο κεφ. της προς Ρωμαίους. Η εξουσία ως θεσμός προέρχεται από τον Θεό και προφυλάσσει από την αναρχία και την ακυβερνησία, που είναι τα μεγαλύτερα κακά. (ΕΠ. 63,231). Χωρίς την εξουσία θα επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας («ίνα μη ως ιχθείς καταπίνωμεν αλλήλους», ΕΠ. 54,596). Βέβαια, διευκρινίζει, ότι ο λόγος του Παύλου για υποταγή δεν αναφέρεται στα πρόσωπα, αλλά στο θεσμό. Διαφορετικά ισχύει πάντα το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις». (Πραξ. 5,34). Αυτόν άλλωστε το θείο νόμο τον εφάρμοσε σ’ όλη τη ζωή του. Τότε ο άρχοντας είναι σεβαστός, όταν ζητεί το θέλημα του Θεού. Όταν είναι άγρυπνος για το καλό και την προστασία του λαού. Διότι «άρχοντος μηδέν τους αρχομένους ωφελούντος, μηδέν αθλιώτερον» (60,74.63,232)! Υποτασσόμενος κανείς υπ’ αυτή την προϋπόθεση στην εξουσία «ουκ άρχουσιν υποτάσσεται, αλλά τω Θεώ» (ΕΠ. 60,613-14).
Συνεχίζοντας όμως την ερμηνεία των λόγων του Παύλου ο Χρυσόστομος, κάνει ένα σημαντικό για μας υπαινιγμό, πως ο λόγος του Αποστόλου ουσιαστικά αναφέρεται στην χριστιανική εξουσία και όχι στην άθεη ρωμαϊκή αρχή. «Ποιεί δε τούτο δεικνύς ως ουκ έπ’ ανατροπή της κοινής Πολιτείας ο Χριστός τους παρ’ αυτού νόμους εισήγαγεν, αλλ’ επί διορθώσει βελτίονι και παιδεύων μη περιττούς αναδέχεσθαι πολέμους και ανονήτους». Συνεχίζει δε: «και γαρ πολύς περιεφέρετο λόγος τότε, επί στάσει και καινοτομία διαβάλλων τους αποστόλους και ως έπ’ ανατροπή των κοινών νόμων και ποιούντας και λέγοντας. Όταν ουν δείξης τον κοινόν ημών Δεσπότην τούτο παρεγγυώντα τοις αυτού πάσι, και των διαβαλλόντων ως νεωτεροποιών απορράψεις τα στόματα και μετά πλείονος της παρρησίας υπέρ της αληθείας διαλέξη δογμάτων». (ΕΠ. 60,616). Καταλήγει δε ως εξής: «Ει γαρ Ελλήνων (ειδωλολάτρων) όντων τότε των αρχόντων ταύτα ενομοθέτησε, πολλώ μάλλον νυν επί των πιστών γίνεσθαι χρή» (ΕΠ. 60,618). Τα λόγια αυτά αποτελούν τη δικλείδα για την κατανόηση της σκέψεως του Χρυσοστόμου σχετικά με το πρόβλημα της εξουσίας – Πολιτείας.
Η εποχή του Χρυσοστόμου βρίσκει την Εκκλησία να ασφυκτιά κάτω από το σφιχταγκάλιασμα της Πολιτείας, συνεπεία των «καλών» σχέσεων μαζί της από το 313 κ.έ. (Η Κωνσταντίνειος εποχή συνεχίζεται, όπως και ο λεγόμενος «πειρασμός του Ευσεβίου». Το ξάφνιασμα δηλ. της Εκκλησίας για το σταμάτημα των διωγμών και την ανάδειξή της σε ευνοούμενη του Καίσαρα). Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας περιβάλλεται μανδύα χριστιανικό, μαζί με όλο το μηχανισμό του Κράτους, που παίρνει τη θέση των επτά διακόνων στο κοινωνικό-πολιτικό έργο της Εκκλησίας. Έτσι, ο Χρυσόστομος βλέπει την υπάρχουσα εξουσία ως χριστιανική. Γιατί κατά τεκμήριο ήταν τέτοια. Έτσι τουλάχιστον διεκήρυττε! Η δική μας πείρα, που ξεπερνά εκείνη του Χρυσοστόμου κατά 1600 χρόνια, μας βοηθεί να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Μη ζητούμε όμως το ίδιο να κάμει και ο Χρυσόστομος. Ήταν και αυτός τέκνο της εποχής του!
Είναι προς τιμή του, όμως, όπως και του Μ. Αθανασίου, ότι κράτησαν τόσο αξιοπρεπή στάση απέναντι στην (κατά κανόνα καπηλευομένη τον Χριστιανισμό) Πολιτεία. Ουσιαστικό είναι όμως, ότι θέλει την εξουσία χριστιανική, πράγμα που δεν απέχει πολύ από το να διακηρύττει ότι οι χριστιανοί πρέπει να επιδιώκουν την κατάληψή της. Δεν νοιώθει όμως ως πολιτικός αρχηγός, για να μπορεί να προτείνει κάποιο άλλο πολιτικό σχήμα. Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε πως ακόμη κυριαρχούσαν οι εσχατολογικές ιδέες και ότι η μορφή του κράτους ήταν κάτι το δεδομένο, στο οποίο μάλιστα χριστιανός επίσκοπος ο Ευσέβιος, έδωσε χριστιανικό – ιερατικό χαρακτήρα. (Πρβλ. «Επίσκοπος των εκτός»).
Τον Χρυσόστομο απασχολούσε η προϊούσα εκκοσμίκευση της Εκκλησίας, και το Κράτος ήταν θεωρητικά στους κόλπους της Εκκλησίας, – μια κατάσταση που συνεχίζεται θεωρητικά μέχρι σήμερα. Μια ριζική, λοιπόν, δομική αλλαγή δεν μπορούσε να διανοηθεί. Το πρόβλημα γι’ αυτόν περιοριζόταν στα πρόσωπα, στην συμφωνία τους με το θείο θέλημα. Για μας, λοιπόν, σήμερα είναι αρκετό πως ο Χρυσόστομος, όπως και άλλοι Πατέρες, θέλουν τους άρχοντες υποτεταγμένους στο θέλημα του Θεού και συνεπώς χριστιανούς (60,613). Η ιδεώδης κατ’ αυτόν κατάσταση είναι, άρχοντες και αρχόμενοι να υποτάσσονται στο νόμο του Θεού, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτεύματος, που υπό την προϋπόθεση αυτή αποκτά τεχνική μόνο σημασία (ΕΠ. 57,279). Η επέκταση μάλιστα της Εκκλησίας ως Βασιλείας του Θεού θα οδηγήσει στην μεταμόρφωση του κόσμου, μέσα στον οποίον όμως η ζωή του χριστιανού, λόγω της αμαρτίας, κάτω και από την πιο ιδεώδη πολιτική κατάσταση, δεν παύει να είναι ένας σταυρός (ΕΠ. 61, 645. 62,275 έ. κλπ.). Στην πίστη του στην αναγεννητική αυτή δύναμη της Εκκλησίας θεμελιώνονται και όλες οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του στα εκκλησιαστικά… (βλ. BAUR 11,51 έ.). Μια Εκκλησία με σάπια μέσα της στοιχεία δεν μπορεί ποτέ να αναγεννήσει την κοινωνία και να είναι το φως και το αλάτι της γης!
π. Γεωργίου Μεταλληνού – ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΗΝΥΜΑ – ΑΘΗΝΑ 1986
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ