π. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Οι ομάδες* στις οποίες αναφερθήκαμε υπογραμμίζουν την προσωπική πνευματική εμπειρία. Το ίδιο κάνουν και άλλες ομάδες, πεντηκοστιανές, χαρισματικές, νεοπεντηκοστιανές, «υπερδογματικές», ακόμη και οι «φωτισμένες», οι άνθρωποι της «Χριστιανικής Οργάνωσης Ειρήνης» (ΧΟΕ), όσοι υπογραμμίζουν το λεγόμενο «δυναμικό ευαγγελισμό» (Power Evangelism) κα. Όμως κρίνουμε σκόπιμο να αναλύσουμε σ’ αυτό το σημείο το θέμα της πνευματικής εμπειρίας σε γενικότερα πλαίσια.
Σύμφωνα με την αγία Γραφή στο κέντρο της Χριστιανικής ομολογίας τίθεται η πίστη στον Ένα Κύριο (Δευτερ. στ’ 4). Σ’ αυτό το σημείο η Γραφή παρουσιάζει ενότητα.
O Φίλιππος μετράει τη γνησιότητα της εμπειρίας του με βάση τη διδαχή των προφητών, το ίδιο κάνει και ο Ναθαναήλ (Ίω. α’ 45-46). Ή ομολογία πίστης στο πρόσωπο τού Χριστού διαφοροποιεί την Εκκλησία από τη συναγωγή. 0ποιος επέμενε σ’ αυτή την ομολογία εκηρύσσετο αποσυνάγωγος (Ιω. β’ 22. ιβ’ 42).
Στην αγία Γραφή δεν προσδιορίζει η εμπειρία την πίστη, αλλά η πίστη, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος (Ρωμ. ι’ 9), κατοχυρώνει τη γνησιότητα της εμπειρίας πού αποκτάται σε ενότητα με την ομολογία και τη ζωή της Εκκλησίας.
O απόστολος Παύλος δεν στηρίζεται στην προσωπική του εμπειρία την παρασιωπά (Γαλ β’ 3-9). Μόνο ο Λουκάς κάνει λόγο για την εμπειρία τού Παύλου και τούτο για να υπογραμμίσει τη σχέση του με τον Χριστό, η οποία μόνη έχει αποφασιστική σημασία. Η μεταστροφή τού Παύλου είναι έργο τού Θεού, γι’ αυτό και γίνεται Μέγας, όχι για την εμπειρία, αλλά για το περιεχόμενο της πίστης.
O ίδιος ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει πώς παρέδωσε το ευαγγέλιο πού παρέλαβε, ότι ο Χριστός απέθανε για τις αμαρτίες μας, ετάφη και ανέστη, και παρακινεί τους Κορινθίους να φυλάττουν αυτό το ευαγγέλιο.
Σαν απόδειξη δεν φέρει προσωπικές πνευματικές εμπειρίες, αλλά τις εμπειρίες άλλων, δηλαδή της Εκκλησίας τού αποστόλου Πέτρου, των δώδεκα, των πεντακοσίων, τού Ιακώβου και των λοιπών αποστόλων. Τελευταία αναφέρει και τη δική του εμπειρία, πού όμως της δίνει δευτερεύουσα σημασία, για να καταλήξει πώς και αυτός και εκείνοι, «ούτω κηρύττομε και ούτος επιστεύσατε» (Α’ Κορ. ιε’ 1-11).
H πίστη λοιπόν δεν προσδιορίζεται από την προσωπική εμπειρία, αλλά παραδίδεται και παραλαμβάνεται μέσα στην Εκκλησία (Α’ Τιμ. στ’ 20. Β’ Τιμ. α’ 14. β’ 2. ‘Ιούδα 3). Το περιεχόμενο της πίστης είναι το μέτρο για τη γνησιότητα της εμπειρίας. O απόστολος Θωμά ήθελε να έχει την εμπειρία τού θαύματος, το «σημείο», πού ζητούσαν οι Ιουδαίοι (Α’ Κορ. α’ 22)’ όμως αυτός ο τρόπος πίστης υπερνικάται από τον Χριστό, μακάριοι, λέγει είναι όσοι δεν είδαν και επίστευσαν (Ίω. κ’ 28).
Οι απόστολοι είχαν αναμφίβολα την ημέρα της πεντηκοστής μοναδική εμπειρία (Πράξ. β’ 2). Όμως για τις τρεις χιλιάδες πού πίστεψαν στο κήρυγμα τού Πέτρου αναφέρεται πώς διέμεναν «εν τη διδαχή των αποστόλων, και εν τη κοινωνία, και εν τη κλάσει. τού άρτου και εν ταίς προσευχαίς»(Πράξ. β’ 41).
H διδαχή δηλαδή δεν ήταν αποτέλεσμα της προσωπικής εμπειρίας τού καθενός, αλλά προκαθορισμένο μέγεθος, εναρμονισμένη με τη Ζωή της Εκκλησίας. Ό καθένας εκαλείτο να δεχθεί αυτή τη διδαχή σαν κάτι το δεσμευτικό και να οικοδομήσει την προσωπική του εμπειρία πάνω σ’ αυτή τη διδαχή. Έτσι μπορούσε να είναι βέβαιος και για τη γνησιότητα της εμπειρίας τoυ.
Τούτο γιατί δεν είναι όλες οι εμπειρίες γνήσιες, προερχόμενες από το πνεύμα της αληθείας (βλ Έξοδ. ζ’ 10-11. 20-22. η’ 7.3 κ’α.). H αγία Γραφή μας βεβαιώνει πώς 0ποιος παραβαίνει και δεν μένει πιστός στη διδαχή τού Χριστού «Θεόν ουκ έχει.. ει τις έρχεται προς υμάς, και αυτήν την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις τήν οικίαν»(Β’ Ιω. 9).
H γνησιότητα ενός χριστιανού και ενός κήρυκα τού ευαγγελίου δεν είναι πνευματικές του εμπειρίες, αλλά η διδαχή τού Χριστού. O ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς «πνευματικές εμπειρίες» θα προβάλλονται και από ψευδόχριστους και ψευδοπροφήτες με αποτέλεσμα να φέρουν σύγχυση, και να πλανούν ακόμη και «εκλεκτούς» (Ματθ. κδ’ 24-25. Β’ Κορ. ια’ 13-15. Αποκ, ιγ’ 12-18. ιστ’ 14. ιθ’ 20). Γι’ αυτό και ο απόστολος Ιωάννης συνιστά: «Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον» (Α’ Ιω. δ’ 1).
Αν κανείς βασισθεί στις προσωπικές του εμπειρίες, είναι εύκολο να πλανηθεί. Αν λόγου χάρη χαρακτηρίσει κανείς το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς σαν γνήσια πνευματική εμπειρία και την θέσει στο κέντρο της πνευματικής ζωής, αξιολογώντας την σαν εξωτερικό «σημείο» για το «βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος», είναι σίγουρο πώς θα οδηγηθεί στην πλάνη.
Θα θεωρήσει το φαινόμενο αυτό «απόδειξη» μιας «νέας πεvτηκοστής» και την ομάδα πού προβάλλει τέτοιες εμπειρίες σαν την «εκκλησία των εσχάτων καιρών», σαν την «νύμφη», πού θα παραλάβει ο Κύριος. Τότε γι’ αυτόν η Ορθόδοξη Εκκλησία, γίνεται «κατ’ όνομα εκκλησία», ή και «πόρνη Βαβυλώνα», από την οποία πρέπει «τα παιδιά του Θεού» να εξέλθουν!
Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν διατρέχει τέτοιο κίνδυνο, γιατί υποτάσσει την προσωπική του εμπειρία σε μία αυθεντία, πού είναι έξω από αυτόν, δηλαδή στην αυθεντία του θελήματος του Θεού (Πράξ. ε’ 29).
Η εμπειρία του τότε δεν είναι υποκειμενική, δεν προσδιορίζεται από φυσικές καταστάσεις, δεν είναι αποτέλεσμα δαιμονικής επίδρασης. Στόχος του κάθε πιστού μέσα στην Εκκλησία δεν είναι η εμπειρία, είτε «γλωσσολαλιά» λέγεται αυτή, είτε «προφητεία», «δυνάμεις», «χαρίσματα ιαμάτων» ή οτιδήποτε άλλο (Α’ Κορ. ιβ’ 29), αλλά η «καθ’ υπερβολήν οδός», η αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» και είναι μεγαλύτερη από την πίστη και από την ελπίδα (Α’ Κορ. ιβ’ 31. ιγ’ 13).
Αυτή η αγάπη αναφέρεται ταυτόχρονα στον Θεό και στον πλησίον και δεν μπορεί να απομονωθεί από τις άλλες εντολές (Μάρκ. κβ’ 37-40. Γαλ. ε’ 14. Α’ Ίω. δ’ 16-21) «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας, ο κόσμος ου δύναται λαβείν» (Ίω. ιδ’ 15-17).
Όποιος δεν τηρεί τις εντολές του Κυρίου δεν λαμβάνει το Πνεύμα το Άγιο, ούτε έχει γνήσιες πvευματικές εμπειρίες, πού είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε’ 22). H υπακοή στη διδαχή των αποστόλων, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Θεού, είναι γνώρισμα της αληθινής θεογνωσίας «ο γινώσκων τον Θεόν ακούει ημών, ος ουκ εστίν εκ του Θεού ουκ ακούει ημών. Εκ τούτου γινώσκομεν το πνεύμα της αληθείας και το πνεύμα της πλάνης» (Α’ Ίω. δ’ 6).
H απολυτοποίηση της προσωπικής εμπειρίας μπορεί να αποβεί καταστροφική για το άτομο. Τούτο γιατί οι εμπειρίες μπορούν να μεθοδευτούν και να κατασκευασθούν, με σκοπό να υποτάξουν τα άτομα και να τα κάνουν εξηρτημένα από τα κέντρα αποφάσεων των διάφορων ομάδων, πού επικαλούνται «εμπειρίες», για να «αποδείξουν» πώς έχουν θεία εξουσιοδότηση. Τούτο βλέπουμε σε πολλές προτεσταντικές ομάδες. Η ηγεσία τους αυτοπροβάλλεται σαν απόλυτη εξουσία, σαν εκπρόσωπος του Θεού πάνω στη γη και απαιτεί απόλυτη υποταγή. Ανταρσία εναντίον της λογίζεται ανταρσία εναντίον του Θεού.
O κίνδυνος αυτός δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία γιατί ή πνευματική εμπειρία δεν απολυτοποιείται. Ακόμη και στην περίπτωση προσωπικών πνευματικών εμπειριών, αυτές, ουσιαστικά, δεν είναι ατομικές εμπειρίες, αποκομμένες από την πίστη, τη λατρεία και τη ζωή της Εκκλησίας. Εξάλλου, στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι η εμπειρία πού προσδιορίζει το περιεχόμενο της πίστης και τον τρόπο της ζωής, αλλά η πίστη της Εκκλησίας και η ζωή σε ενότητα «μετά πάντων των άγίων», αυτή είναι πού «μετράει» και τη γνησιότητα μιας πνευματικής εμπειρίας.
(Περισσότερα για το θέμα των πνευματικών εμπειριών βλ. Ά. Άλεβιζοπούλου, «Πνευματικές εμπειρίες στην αναζήτηση νοήματος ζωής», εκδ. ΠΕΓ, Άθήνα 1989. του ίδιου, «Αποκρυφισμός, Γκουρουϊσμός, Νέα Έποχή», Πρέβεζα 1990, σ. 287-291).
Ευσεβιστικές και Μεθοδιστικές κοινότητες
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ