Κωνσταντίνος Νιχωρίτης
καθηγητής Σλαβολογίας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑ.ΜΑΚ.
Σχέδια Βουλγάρων
για κατάληψη του Αγίου Όρους
μετά το 1912
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ 180Σ – 190Σ AI.
σελ. 630-634 – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
Παράλληλα, με την προτροπή του Παϊσίου Χιλανδρινού ξεκινά η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων. Ο Παΐσιος εγκαταβίωσε στις μονές Χιλανδαρίου και Ζωγράφου και αφιερώθηκε στη σύνταξη ενός έργου, με σκοπό να επισημάνει τους κινδύνους που ελλόχευαν από την υπερβολική μύηση στον ελληνικό τρόπο ζωής. Το έργο του, Ιστορία σλαβιανοβουλγαρική, το οποίο έγραψε στο Άγιον Όρος, αποτέλεσε ιερό βιβλίο για το βουλγαρικό λαό, καθώς επιχειρούσε να μεγιστοποιήσει τα προτερήματα των Βουλγάρων και να δημιουργήσει την αίσθηση ύπαρξης ένδοξου παρελθόντος. Η «έντονη ελληνοφοβία» του παρατηρήθηκε μέσω της σύγκρισης των «ευλογημένων», «απλοϊκών» και «φιλόξενων» Βουλγάρων έναντι των «πονηρών» και «υπερήφανων» Ελλήνων. Ο στόχος του ν’ απομακρύνει τους Βούλγαρους απ’ την ελληνική παιδεία και να τους ωθήσει στην αγάπη για κάθε τι βουλγαρικό, μέχρι ενός σημείου πέτυχε1.
Το βουλγαρικό στοιχείο στη μονή Ζωγράφου δεν ήταν απόλυτα καθαρό, γι’ αυτό και μέχρι το 1845 οι ακολουθίες ψάλλονταν εναλλακτικά στη σλαβονική και την ελληνική. Ωστόσο, έπειτα από επικράτηση του φυλετισμού, επιβλήθηκε η σλαβονική στις ακολουθίες και η βουλγαρική στην επικοινωνία. Οι οικονομικές ενισχύσεις από τη Βουλγαρία την κατέστησαν τη δυνατότερη οικονομικά μονή του Όρους μετά τη ρωσική μονή του Αγίου Παντελεήμονος2.
Η θέση των βουλγαρόφωνων μοναχών υπήρξε δύσκολη, έπειτα από τις εντάσεις, οι οποίες δημιουργήθηκαν ανάμεσα στις σχέσεις της Βουλγαρικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τελικά οι Βούλγαροι αγιορείτες παρέμειναν πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ονομάστηκαν βουλγαροορθόδοξοι, αφού δεν ακολούθησαν το βουλγαρικό σχίσμα. Μετά το σχίσμα οι μοναχοί δεν προέρχονται από τη Βουλγαρία αλλά από την ελληνική Μακεδονία, με αποτέλεσμα να μην είναι σαφής η διάκριση των Ελλήνων μοναχών από τους μοναχούς της μονής Ζωγράφου3. Παράλληλα, η εκδήλωση των εθνικών φρονημάτων των Βουλγάρων και οι αντιθέσεις τους με τους Έλληνες, καθώς επίσης και οι εθνικιστικές προπαγάνδες δε θα προκαλέσουν εχθρότητα μεταξύ των Αγιορειτών και οι Βούλγαροι θα μείνουν προσηλωμένοι στο αγιορείτικο τυπικό σε όλο το διάστημα της παρουσίας τους εκεί.
Εκτός της κυρίαρχης μονής του Ζωγράφου, βουλγαρικό χαρακτήρα έλαβαν και η σκήτη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Βογορόδιτσα στα βουλγαρικά ή Ξυλουργού, η οποία είχε βουλγαρόφωνους μοναχούς από το 18ο αιώνα. Ήταν η πρώτη κοινόβια σκήτη η οποία λειτούργησε στο Άγιον Όρος. Επιπρόσθετα, Βούλγαροι μοναχοί διεισδύουν και σε άλλα ιδρύματα, όπως σε εξαρτήματα του Παντοκράτορας και του Σταυρονικήτα. Το σημαντικότερο ήταν το «Άξιον Εστί», το οποίο αποτέλεσε αντιπροσωπεία της μονής Ζωγράφου στις Καρυές. Κατείχαν συνολικά 10 περίπου εξαρτήματα, τα περισσότερα των οποίων ήταν κελιά. Η ρωσική αύξηση του πληθυσμού στο Άγιον Όρος συνέβαλε στην ακμή και του βουλγαρικού μοναχικού στοιχείου, το οποίο όμως δεν είχε την έκταση των ρουμάνων μοναχών. Η ακμή αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση αξιόλογων μονυδρίων στη μονή Ζωγράφου, όπως ήταν τα Ξηροκάστρου, Αγίων Αποστόλων, Καμηλαύκα και Λειβαδιών4.
Η αφύπνιση του βουλγαρικού στοιχείου διατηρήθηκε στο Άγιον Όρος εντονότερο από οπουδήποτε αλλού, παρά το γεγονός ότι η μονή του Ζωγράφου και τα υπόλοιπα ιδρύματα του μοναχισμού δεν ιδρύθηκαν ως κέντρα εθνικά του βουλγαρικού γένους. Οι εσωτερικές εξελίξεις αύξησαν το «φυλετικό» φρόνημα των Βουλγάρων, οι οποίοι προσπάθησαν, μέσω του βουλγαρικού στρατού, να καταλάβουν τη μονή του Ζωγράφου. Η απόπειρα αυτή, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941, απέτυχε, αλλά οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, σε ρήξη των φιλικών μέχρι τότε σχέσεων ανάμεσα σε Έλληνες και Βούλγαρους. Η βουλγαρική προπαγάνδα και η προσπάθεια εκμετάλλευσης του επισιτιστικού προβλήματος των αγιορειτών μοναχών, προκάλεσε αψυχολόγητες και προκλητικές ενέργειες από την πλευρά των βουλγαρόφωνων μοναχών και μη, οι οποίοι επεδίωκαν την απαλλαγή του Αγίου Όρους από την ελληνική κυριαρχία και τη διεθνοποίησή του με την επιβολή βουλγαρικής διοίκησης.
Τον ίδιο μήνα της απελευθέρωσης του Αγίου Όρους από τις τουρκικές δυνάμεις και ειδικότερα στις 26 Νοεμβρίου του 1912, μεταβαίνει στην Αθωνική Πολιτεία απόσπασμα βουλγαρικού στρατού 50 οπλιτών με το δικαιολογητικό της επίσκεψης της βουλγαρικής μονής του Ζωγράφου για προσκύνημα5. Εφόσον οι σχέσεις των δύο συμμάχων -Ελλήνων και Βουλγάρων- ήταν φιλικές, οι Έλληνες μοναχοί επέτρεψαν την επίσκεψη στο βουλγαρικό λόχο. Ωστόσο, οι Βούλγαροι επεδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στη μονή Ζωγράφου και τον αρσανά αυτής, ενώ παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν εκεί όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913. Εν τω μεταξύ, το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, αλλά η εκεί παρουσία ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή χωρίς τη δημιουργία επεισοδίων. Το ελληνικό κράτος όμως, άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει προληπτικά μέτρα, καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να αναμένεται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους.
Η στρατιωτική δύναμη του ελληνικού στρατού και της χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος, ήταν μικρή κι έτσι έπειτα από συνεννόηση του αστυνόμου Βεργογιαννόπουλου και των κελιωτών Γ. Αβέρκιου και Ιωάννη Κομβολογά, δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από εκατό περίπου Έλληνες κελιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές6. Μετά την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και την άρνηση του βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του ελληνικού στόλου, ομάδα κελιωτών και λαϊκών με επικεφαλής το Βεργογιαννόπουλο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές. Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου7 και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά8. Οι Έλληνες ωστόσο, δεν προέβησαν σε καμία εχθρική ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών.
Ο πληθυσμός πάντως, των βουλγάρων αγιορειτών επηρεάστηκε άμεσα από το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Το έτος 1913, οι Βούλγαροι κατά εθνότητα μοναχοί ήταν 243, ενώ οι κατά υπηκοότητα βούλγαροι ήταν 17. Ωστόσο, το 1910, όπου ο αγιορείτικος πληθυσμός βρισκόταν στο απόγειό του, οι Βούλγαροι μοναχοί είχαν φτάσει τους 307. Οι μεγάλες διακυμάνσεις των αριθμών οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στις ανασυντάξεις των Βαλκανικών κρατών9.
1 Δημήτριος Γόνης, Ιστορία των Ορθοδόξων., σσ. 115-116.
2 Π. Χρήστου, Το Άγιον Όρος., σ. 103.
3 Νικηφ. Μυλωνάκος, Ο Άθως., σ. 147.
4 Π. Χρήστου, Το Άγιον Όρος., σ. 103.
5 Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιον Όρος., σ. 158.
6 I. Μαμαλάκης, Το Άγιον Όρος (Άθως)., σ. 481.
7 Δωρόθεος Μοναχός Το Άγιον Όρος., σ. 158.
8 Χρήστου, Το Άγιον Όρος., σ. 311.
9 Δωρόθεος Μοναχός, Το Άγιον Όρος., σ. 158.
ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ 180Σ – 190Σ AI.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗ – Θεσσαλονίκη, Μπακατσέλου 14
Τηλ. 2310 236555 Fax 2310 272672 – e-mail: [email protected]
© Κωνσταντίνος Νιχωρίτης – Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, 2019
ISBN: 978-960-267-283-9
Το παρόν πόνημα, κατά βάση, έχει σκοπό να συμπληρώσει τη μόρφωση των φοιτητών, προπτυχιακού και μεταπτυχιακού κύκλου, και όσων ενδιαφέρονται για τη σλαβολογία και τις σχέσεις της Ρωσίας με τους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου κατά τον 18ο-19ο αι. Η Ρωσία υπήρξε η χώρα υποδοχής και φιλοξενίας ή και μόνιμης εγκατάστασης πολλών Ελλήνων και γενικά Βαλκάνιων διανοούμενων υπόδουλων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με την μετανάστευση αυτή μεταφέρεται το βυζαντινό πνεύμα και διαμορφώνεται ο πολιτισμός της Ρωσίας, η οποία εξελίσσεται σε ισχυρή αυτοκρατορία και οι υπόδουλοι εξαθλιωμένοι ορθόδοξοι βαλκάνιοι έχουν συνεχώς στραμμένα τα βλέμματα τους για βοήθεια και νιώθουν μια στοιχειώδη ασφάλεια, διότι η Ρωσία υπήρξε κεντρική δύναμη με οικονομική και πολιτική επιρροή. Αλλά κατά την περίοδο μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854- 1856), όπου βαθμηδόν πρυτανεύει η αντίληψη για την εγγενή επεκτατικότητα του Ρωσικού κράτους ξετυλίγεται η ρωσική εξωτερική πολιτική, η οποία εκλαμβάνεται ως «πανσλαβική» στη Δύση και ως σλαβικό ζήτημα στη Ρωσία. Με την δημιουργία της ιδέας του Πανσλαβισμού οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Ρουμάνοι δεν περίμεναν πλέον σωτηρία από την Ρωσία και απογοητεύονταν.
Ο Κωνσταντίνος Γ. Νιχωρίτης είναι καθηγητής Σλαβολογίας στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του ΠΑ.ΜΑΚ. Γεννήθηκε στην Καλλιθέα και μεγάλωσε στη Δάφνη Θηβών. Σπούδασε Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Σόφιας (με υποτροφία από την Ελλαδική Εκκλησία) και έκανε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία Επιστημών Σόφιας με αντικείμενο τη μεσαιωνική σλαβική γλώσσα και γραμματεία, την ιστορία και τον πολιτισμό των Σλάβων, την παλαιογραφία και την παλαιοσλαβολογία. Συνέχισε μεταδιδακτορικές σπουδές, Dr Habil, στη Βαλκανιολογία με αντικείμενο την περίοδο της Τουρκοκρατίας (υφηγεσία στο πανεπιστήμιο του ΒελίκουΤυρνόβου της Βουλγαρίας. Έχει διδάξει στα πανεπιστήμια: Μακεδονίας, Δυτ. Μακεδονίας, Α.Π.Θ., Θράκης, Ακαδημία Επιστημών Σόφιας και στο πανεπιστήμιο: Neofyt Rilsky — Blagoevgrad. Διετέλεσε Διευθυντής του μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών: Σπουδές στις Γλώσσες και τον Πολιτισμό των χωρών της ΝΑ Ευρώπης, στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Δυτ. Μακεδονίας (2009-2014). Συμμετείχε σε διεθνή συνέδρια σε Ελλάδα και εξωτερικό.Έχει εκτενείς δημοσιεύσεις σε θέματα Ιστορίας, Φιλολογίας, Θεολογίας και Πολιτισμού, των Σλάβων. Είναι συγγραφέας πολλών μονογραφιών. ΕνδεικτικάΈργα: “Atonskata knizovna tradi- cija v razprostranenieto na Kyrillometodievskite izvori” (Η Αθωνίτικη λόγια παράδοση και η διάδοση των πηγών για τους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο) (Διατριβή). Εκδ. Ακαδημίας Επιστημών Σόφιας (1990), “Sveta gora Aton I Bälgarskoto Novomäcenicestvo” (Το Άγιο Όρος και οι Βούλγαροι Νεομάρτυρες), (Μεταδιδακτορική Διατριβή), Εκδ. Ακαδημίας Επιστημών Σόφιας, 2001. «Παλαιοσλαβική και εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα και γραμματική» Θεσσαλονίκη, 2ΟΟ4.”Σλαβωνική γλώσσα: Εκ της χρηστομάθειας της σλαβωνικής γλώσσης ερανισθείσης υπό Νεοφύτου Ιερομονάχου Ριλλιώτου, λεξικόν (1852)» Θεσσαλονίκη 2008. «Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος (Ο πνευματικός βίος και ο πολιτισμός των Σλάβων)», εκδ. ΜπαρμπουνάκηςΧ., Θεσσαλονίκη, 2013. «Οι επιδράσεις της πνευματικές παράδοσης του Αγίου Όρους στο βίο και τον πολιτισμό των Σλάβων», εκδ. ΜπαρμπουνάκηςΧ., Θεσσαλονίκη, 2013. «Παγανιστικές λατρείες του σλαβικού κόσμου», εκδ. Μπαρμπουνάκης X., 2013. «Θέματα Ιστορίας και Πολιτισμού των Σλαβικών Λαών». Εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2015. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών: Konstantine’s Letters της Σχολής καλών Τεχνών του πανεπιστημίου της Νίτρας – Σλοβακία και του περιοδικού Proglas του Τμ. Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Βελίκου Τυρνόβου της Βουλγαρίας και τέλος είναι μέλος του ΔΣ της Ένωσης, Ελλήνων Σλαβολόγων. Κατά την ακαδημαϊκή του καριέρα έχει διατελέσει επιβλέπων καθηγητής 15 μεταπτυχιακών εργασιών φοιτητών, καθώς και 4 διδακτορικών διατριβών και 1 μεταδιδακτορικής. Έχουν καταχωρηθεί λήμματα για το πρόσωπό μου στις πιο κάτω Εγκυκλοπαίδειες: 1. Kirillo-MethodievskaEnciklopedija,«H Κύριλλο-Μεθοδιανή Εγκυκλοπαίδεια», 4, Sofia 2004, 713-715, 2. Chuzdestranna Balgaristika prez 20i vek. Enciklopedichen Spravochnik. Sofia 2008, str. 385,Έχουν καταχωρηθεί λήμματα για το πρόσωπό μου στις πιο κάτω Εγκυκλοπαίδειες: 3 «Οι ξένοι Βουλγαρολόγοι. Εγκυκλοπαιδικός κατάλογος». Σόφια 2008, σ. 385,4. Λεξικό της Ελληνικής διανόησης, τ. Β1, Θεσσαλονίκη 2008, σ. 259, 5. Βοιωτοί Δημιουργοί, Συγγραφείς-ποιητές, από το 1931 έως τις ημέρες μας. Ν. Τασιόπουλος, «Ιστορικά Βοιωτικά Μελετήματα», Αθήνα 2016, σσ. 270- 271.
H φωτογραφία παραπάνω δείχνει φρουρούς ενός μοναστηριού στο Άγιο Όρος αφού απέκρουσαν τους Βούλγαρους εισβολείς (1913). Μερικοί είναι πιθανώς μοναχοί και υπάρχει ένας Χωροφύλακας ανάμεσά τους.