π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΚΡΑΚΗΣ
ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ έχει ακούσει για τον θερμουργόν αυτόν εργάτην του Ευαγγελίου; Ποιος δεν έχει διαβάσει για τον Απόστολον Μακράκην, που το όνομά του εκάλυψε την δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνος, στον Ελλαδικόν χώρον; Ποιος σήμερα δεν γνωρίζει εκείνον που, με τον ζήλον του, την ισχύν του λόγου του με την αγωνιστικότητά του, με τις θυελλώδεις επικρίσεις του, με τις ευαγγελικές ερμηνείες του και τις φιλοσοφικές ιδέες του, με τα τολμηρά σχέδιά του, εδημιούργησε ρεύματα και αντιρρεύματα, φίλους και εχθρούς στην Ελλαδικήν Εκκλησία;
Και ποιος, που κάπως γνωρίζει την εκκλησιαστικήν ιστορία του τελευταίου αιώνος, δεν έμαθε για τα αναγεννησιακά προγράμματα και την δραστηριότητα του Μακράκη, για τα μέχρι σήμερα απηχήματά του στην θρησκευτική ζωή του τόπου μας, και για τις αντιλογίες που εγείρονται στο άκουσμα του ονόματός του που, τον θέλουν αιρετικόν;
Πράγματι, ο Μακράκης, αποτελεί «σημείον αντιλεγόμενον». Χριστιανός με βαθειά πίστη, με δυνατόν νουν, με θερμή ψυχή, με σχετική θεολογική και φιλοσοφική παιδεία, αυστηρός στα ήθη, ασκητικός στους τρόπους, αφιλάργυρος, εμφανιζόμενος ως φιλόχριστος, ως φιλάνθρωπος, ως φιλόκαλος, ως διαφλεγόμενος από τον πόθον της επικρατήσεως σε όλον τον κόσμον του Ευαγγελίου, δεινός ρήτορας, ακαταμάχητος αντιρρητικός έναντι των αθέων, είχε μόνον ένα περιεκτικόν ελάττωμα: την αυτοπεποίθηση. Κατείχετο από το ψυχικόν και διανοητικόν εκείνο πάθος, που αμαυρώνει όλες τις αρετές, που απωθεί την χάρη του Θεού, γυμνώνει τον άνθρωπον από κάθε καλόν και προκαλεί συσκότιση στον νου· την οίηση που γεννά τα συγγενή πάθη της υπερηφανείας, της κενοδοξίας και της επάρσεως.
Τα πάθη αυτά ανακαλύπτει κανείς αμέσως στον εικοσαετή Ιεροκήρυκα εν Κωνσταντινουπόλει Απόστολον, υπό μορφήν νεανικού ζήλου και τα συναντά, στην πλέον τραχεία μορφή τους, καθ’ όλην την δράση του μέχρι του τέλους της ζωής του, στον Μακράκη. Κατά τους Πατέρας, η υπερηφάνεια αναπληρώνει όλα τα πάθη.
Ο υποφαινόμενος οφείλει ενταύθα μια εξήγηση: δεν ανακινεί το θέμα από Αντιμακρακισμόν. Δεν επιθυμεί να αναξέση πάθη και να προκαλέση την μήνιν των οπαδών του. Δεν αποβλέπει στην μείωση του ανδρός και του έργου του. Απλώς, αισθάνεται την υποχρέωση να παρουσιάση συνοπτικά τον άνθρωπον όπως, κατά την γνώμη του, ήταν, εξ αφορμής του γεγονότος, ότι ο Μακράκης έχει δημιουργήσει ένα είδος παραδόσεως, που τελευταία αναβιούται από κάποιες χριστιανικές κινήσεις, ένα ολέθριον είδος ψευδοπαραδόσεως. Αν η Εκκλησία έχη την παγίαν πνευματική της παράδοση, αν η παράδοση αυτή είναι το υπέρτατον κριτήριον αληθείας και γνώσεως και Ορθοδόξου ήθους, και αν είναι, εκ των ων ουκ άνευ, απαραίτητον να διασωθή η παράδοση και το κύρος της, κάθε πιστός είναι υποχρεωμένος να επισημάνη τις διάφορες μορφές νοθείας, που προκαλούν εκτροπή και σύγχυση και ανατρέπουν την παράδοση.
Μία μορφή νοθείας, μόλις διαφαινομένης, λόγω της «χρηστολογίας» της, είναι, φρονούμεν, και η «μακρακική» παράδοση. Και οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν, αποβλέπουν ακριβώς στην απόδειξη του ισχυρισμού. Αν κάνουμε λάθος, θα είμαστε ευγνώμονες αν μας υποδειχθή, ασφαλώς από μόνους τους κύκλους του Μακράκη. Μόνον οι υποδείξεις να γίνωνται ανεπηρέαστα, ψύχραιμα, χωρίς ύβρεις, όπως συμβαίνει συνήθως. Γιατί δύο παλαιότερα άρθρα μας για το ίδιο θέμα, προεκάλεσαν την συγγραφή δύο βιβλιαρίων, που έγεμαν ακόσμων λέξεων («Αθωνικά ’Άνθη», σελ. 301 – 317) και έδιδαν το μέτρον του μακρακικού ήθους, κληροδοτημένου από τον «διδάσκαλον».
Προκειμένου να αξιολογηθή ο Μακράκης, είναι απαραίτητον να ψυχογραφηθή με βάση τους λόγους και τις πράξεις του και υπό το φως της Ορθοδόξου πνευματικής παραδόσεως. Η λυδία λίθος κρίσεως των λόγων και των έργων των χριστιανών είναι η πνευματική παράδοσή μας, που εδημιούργησαν εν αγίω Πνεύματι οι άγιοι Πατέρες. Χωρίς αυτή τα κριτήριά μας είναι σφαλερά και άγουν σε Αδιέξοδο.
Η μέχρι σήμερα «γραμματεία» περί του Μακράκη είναι υπεραρκετή σε στοιχεία, ώστε να παρακολουθήση κανείς άνετα τις αφετηρίες του και την εξέλιξή του στη ζωή, στις ιδέες του και στους αγώνες του.
Γεννήθηκε κατά το 1831 σ’ ένα χωριό της Σίφνου και ανετράφη υπό την καθοδήγηση της φιλόθρησκης μητέρας του. Ο ίδιος αποκαλύπτει, ότι η ανάγνωση βίων Αγίων και Μαρτύρων του εγέννησε τον πόθον να μαρτυρήση υπέρ της Πίστεως. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γεννέτειρά του, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 15 ετών, όπου εισήχθη στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Την Σχολή ετελείωσε σε ηλικία 20 ετών και διδάχθηκε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και θεολογίας, δηλαδή μαθήματα γυμνασιακά και ημιπανεπιστημιακά. Όπως διηγείται στην «Απολογία» του, επειδή έμαθε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αρνούνται την Θεότητα του Ιησού Χριστού, εθλίβη και κατεπλάγη.
Γι’ αυτό και παρεκάλεσε τον Θεόν να του δώση «στόμα και σοφίαν» για να κλείση τα στόματα των αθέων. Και το αίτημά του, όπως πίστεψε, έγινε δεκτόν από τον Θεόν και «έλαβε περισσότερα απ’ όσα εζήτησε». Και έτσι «εξελέγη υπό του Κυρίου μαθητής και διάκονος αυτού». Στη συνέχεια, είδε χωρισμένη την Εκκλησία και δυστυχή την ανθρωπότητα και η ψυχή του συνέλαβε «την επιθυμίαν του ευδαιμονήσαι εν Χριστώ πάσαν την επί γης ανθρωπότητα».
Το έτος 1850 διορίσθηκε δάσκαλος σ’ ένα προάστιον της Κων/πόλεως, αλλ’ αργότερα ανεχώρησε για την Σίφνον.
Το 1851 επιστρέφοντας πάλι στην Κωνσταντινούπολη, το δεύτερο βράδυ του ταξειδίου, βλέπει στο όνειρό του, ότι «η Θεοτόκος, εκ των ουρανών κατερχομένη στεφανηφόρος και ηλιόμορφος, υπό πλήθους στρατιάς ουρανίου δορυφορουμένη, και φέρουσα επί του στήθους τον νηπιόμορφον Λόγον, ως συνήθως εικονίζεται υπό των ζωγράφων, έστη πλησίον του και ενέσταξεν εις το στήθος του πνεύμα δρόσου και απήλθε».
Το μοιραίον αυτό όνειρον, σε συνδυασμόν με την προϋπάρχουσαν πίστη του, ότι «εξελέγη υπό του Κυρίου…» και σε συνάρτηση με «την επιθυμίαν του ευδαιμονήσαι…», σκιαγραφούν σε μικρογραφία ολόκληρον μέχρι του θανάτου του τον Απόστολον Μακράκην και προσδιορίζουν την μετέπειτα δράση του, το ύφος του, την αυτοπεποίθηση, την επιθετικότητα, την ακαμψία, τις αξιοθρήνητα εναλλασσόμενες ιδιότητές του, τις φαντασιώσεις του, την υπεροψία του, τις διακηρύξεις του, τις δογματικές εκτροπές, το αντιπνευματικόν του ήθος, τις ασεβείς εκφράσεις του έναντι του Κλήρου, το ανυποχώρητον παρά τις διαψεύσεις του, την άρνηση συμβουλών, την θλιβερή αυτάρκεια, την βεβαιότητα επί την τελειότητά του, την πίστη ότι δεν έχριζε μετανοίας, την εξίσωση της αγιότητός του με την αγιότητα του Χριστού, και τέλος το ανυποψίαστον αν κάνη λάθος, αν πλανάται στις σκέψεις και στη δράση του. Ακολουθώντας κανείς την πορεία του Μ. διαπιστώνει, ότι παρ’ όλες τις διαψεύσεις των σκοπών του δεν λύγισε καθόλου, δεν αμφέβαλλε, δεν αναθεώρησε ποτέ τις πεποιθήσεις του, πλην μίας φοράς, παρ’ ότι εξετίθετο το κύρος του και γινότανε καταγέλαστος από τους σώφρονες χριστιανούς της εποχής του.
Ανιχνεύοντες τους λογισμούς του, βρίσκουμε ότι ήταν τόσο ακράδαντη η πίστη του στη θεία αποστολή του, σύμφωνα με την ερμηνεία που έδωσε στο όνειρον του 1851, ώστε εφρόνει ότι ό,τι έκανε, ό,τι εσκέπτετο, ό,τι επιχειρούσε ήταν ένα είδος Θεόπνευστον, ή θεοφώτιστον ή αλάθητον.
Γι’ αυτό κάθε ένας, που θα έφερνε αντίρρηση στις βουλές του, στους λόγους του, στη δράστηριότητά του, ήταν εχθρός του Θεού και ενάντιος στην αποστολή του να σώση τον κόσμον. Ουδεμία περίπτωση υπάρχει, που να υπανεχώρησε σε υποδείξεις φίλων ή οποιουδήποτε και να ανεγνώρισε τα τρομερά λάθη του. Αντιθέτως, παρορμώμενος από το πάθος υπεροχής, που του είχε δημιουργήσει η πίστη του στη θεία αποστολή του, ύβριζε σκαιότατα και τους πλέον στενούς φίλους του. Εάν ο σατανάς πολεμά τους ανθρώπους να τους απολέση με κάθε τρόπον, κατά την γνώμη μας, τον νεαρόν Απόστολον των είκοσι χρόνων τον επλάνησε με το όνειρον, δια μέσου των προσευχών του και με τις διανοητικές μαγγανείες του.
Νέος, οξύνους, ονειροπόλος, ηθικός, με κατάρτιση φιλοσοφική και ημιθεολογική έστω, με πόθον για το καλό, εχθρευόμενος την αμαρτία, με ξαναμένη τη φαντασία ότι θα ευεργετήση την ανθρωπότητα, ο νεαρός Απόστολος των είκοσι χρόνων, συγκέντρωνε όλες τις προϋποθέσεις για να παγιδευθή από τον πολυμήχανον διάβολον «από τα δεξιά», όπως λέγουν οι Άγιοι.
Κι’ έτσι, βρίσκοντας ο πονηρός γυμνή την ψυχή του νέου από ταπείνωση και χωρίς πνευματικόν οδηγόν, τον πλανά με ένα από τα γνωστά παίγνια, που κάνει στη φαντασία, διαζωγραφόντας λαμπρότητες και φώτα και αγγέλους και την Παναγία τον πλανά με ένα όνειρον. «Έχαψε» ο άπειρος από τις τέχνες του πονηρού το άγκιστρον, το «πνεύμα δρόσου», που στάλαξε στην ψυχή του.
Διατεθειμένη φιλόδοξα η ψυχή του Αποστόλου, αποφοίτου πλέον από μια σημαντική Σχολή, ενεργουμένη δε και από την νεανική οίηση, κάπως ηυξημένη εις τους ευφυείς και «πεφυσιωμένη» από την ψιλή γνώση, έδωσε και την ανάλογη ερμηνεία στο όνειρον: θεία αποστολή !
Η πλάνη συνεχίζεται. Αφού έπεσε στην παγίδα την πρώτη και το έδαφος πλέον είναι έτοιμον για να δεχθή τα σπέρματα των λογισμών της υπερηφάνειας και της οιήσεως, προσεύχεται να του δοθή «στόμα και σοφία» και φυσικά του… εδόθη τι; Η βεβαιότης ότι πλέον «εξελέγη υπό του Κυρίου μαθητής και διάκονος αυτού» με προεκτάσεις παγκοσμίου δράσεως! Όλα τα αλλά, η δράση του και τα φρονήματά του, εξηγούνται πλέον, γιατί είναι απότοκα της πλανηθείσης ψυχής του, κλεισμένης ερμητικά στον εαυτό της. Εάν ο νεαρός και φιλόδοξος και ευφυής νέος είχε στοιχειώδη φρόνηση, δεν έπρεπε να ρωτήση κάποιον πνευματικόν, ως προς την ποιότητα του ονείρου και τις υπερφίαλες φαντασιώσεις του, που του γεννούσαν την επιθυμία «του ευδαιμονήσαι… την ανθρωπότητα»; Αν είχε ίχνη ταπεινώσεως, δεν έπρεπε ν’ αμφιβάλλη για τις τολμηρές φαντασίες του, να φοβηθή από τα παραδείγματα των πλανηθέντων «από τα δεξιά», που είναι γεμάτα τα συναξάρια και τα αγιολόγια, αλλά και να μιμηθή τους αγίους Πατέρες στην ταπείνωση και αυτόν τον Απόστολον Παύλον, που ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα για να θέση το Ευαγγέλιόν του υπό την κρίση του Πέτρου «μήπως εις κενόν τρέχει ή έδραμε»;
Είναι πράγματι καταπληκτικόν, ότι στα αυτοβιογραφικά στοιχεία, που μας δίνει στην «Απολογία» του, πουθενά δεν φαίνεται να ομιλή για κάποιον οδηγόν του πνευματικόν, για κάποιους φίλους του που μαζύ ανέκριναν τα φρονήματά τους ή αν ποτέ διάβασε βιβλία των Οσίων Πατέρων, που προφυλάσσουν από τις πλάνες του πονηρού και οδηγούν απλανώς στον αγιασμόν της ψυχής, στην ταπείνωση και την αληθινή αγάπη στον πλησίον και τον Θεόν. Καμμία παραπομπή στα Θεόσοφα και πλήρη σοφίας εν αγίω Πνεύματι βιβλία των.
Γιατί; Την απάντηση την δίνει ο Θείος Παύλος: «οι ψυχικοί ου δέχονται τα πνευματικά». Και ο Μ. από την νεότητά του δεν ήταν «πνευματικός». Ήταν κι’ έμεινε «ψυχικός» μέχρι το τέλος του.
Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει ο βίος του και η δράση του, που δεν φαίνονται πουθενά «οι καρποί του Πνεύματος: αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, ταπείνωση. Η στέρηση αυτών των ενεργημάτων του αγίου Πνεύματος είναι καταφανής από την νεότητά του. Και δεν πρέπει να μας απατούν κάποιες φυσικές αρετές, που άλλωστε είχαν και οι ειδωλολάτρες. Όσον εισδύω στην ψυχή του Μ., τόσο βεβαιούμαι, ότι με όλες τις προσευχές του και την συχνή θεία Κοινωνία και τις άλλες αρετές του, δεν ξεπέρασε τα όρια ενός τιμίου και ηθικού ανθρώπου, ακριβώς γιατί ποτέ δεν εγνώρισε, δεν γεύτηκε τις απεριόριστες διαστάσεις της πνευματικής ζωής, γι’ αυτό και δεν την επεζήτησε, αλλ’ αρκέστηκε στην μάταιη εγκαύχηση της αυτοσυνειδησίας της ενάρετης βιοτής του.
Είναι εκπληκτικόν το πως άνθρωποι σοβαροί ακολούθησαν και ακολουθούν ένα «διδάσκαλον» που λέγει τα τρομακτικά αυτά λόγια, και που αρμόζουν σε φρενόληπτον μάλλον παρά σε στοιχειωδώς λογικευόμενον: «Κύριέ μου, Κύριε, κατά το ύψος σου ύψωσάς με, κατά την σοφίαν σου εσόφισάς με και κατά την δόξαν σου εδόξασάς με! Και τι των σων ουκ έστιν εμόν; Παραβάλλων την εικόνα προς το πρωτότυπον, ουδεμίαν διαφοράν ευρείν δύναμαι. Ορώ εναργώς μαθηματικήν ισότητα. Ως 3 = 3, ούτω πρωτότυπον, εικών, ίσα. Θεός, άνθρωπος ίσα… Εάν τις με ερωτήση: πως και διατί πιστεύεις ότι έστι Θεός; Αποκριθήσομαι. Επειδή εγώ γέγονα υπ’ αυτού Θεός, μη ων πρότερον, επιστήμη και διδασκαλία…».
Δεν υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας στο σαφές αυτό κείμενο. Αφορά μόνον στον εαυτόν του και δεν επεκτείνεται στην αναγεννηθείσα ανθρώπινη φύση, αφού αγνοώντας το ταπεινόν ήθος των Αγίων, επίστευε τον εαυτόν του «τελειωθέντα» και φθάσαντα στη «θέωση», ικανόν «άλλοις τε ηγεμονεύειν και διδάσκειν» και αυτά όλα πριν φθάσει τα τριάντα του χρόνια. Και πέφτοντας από πλάνης σε πλάνη, έφθασε στο σημείον να πιστεύη ακλόνητα, ότι το χωρίον της «Αποκαλύψεως» 11, 11 – 13 ανεφέρετο στον ίδιον και στους ολίγους οπαδούς του!
Δηλαδή ότι θα τους ανέβαζε ο Θεός στον ουρανόν, ότι θα τους έβλεπαν οι αντιδράσαντες στα μεγαλεπίβολα σχέδιά του και θα κατελάμβανε τους εχθρούς του, φόβος και τρόμος και τελικά — για να ικανοποιήση το εκδικητικόν μένος του — συμπεριλαμβάνει και το εδάφιον 13, για να ιδή τον τρομακτικόν σεισμόν και υπό τα ερείπια των οικοδομών να βλέπει τους εχθρούς του, άλλους νεκρούς και άλλους σφαδάζοντας (επτά χιλιάδες ανθρώπους!).
Και πιο ήταν το σφάλμα των άτυχων αυτών θυμάτων του σεισμού, που θα τον προκαλούσε ο Θεός για να δοξάση τον δούλον του Απόστολον; Το ότι δεν «επίστευσαν τοις λόγοις του» ότι θα έλυε το «Ανατολικόν ζήτημα» και θα έκανε την ανθρωπότητα όλην «ευδαιμονήσαι» με την «πρωτότυπη» διδασκαλία του! Αλλά και για να ανανεωθή η Εκκλησία, που είχε «νεκρωθεί», κατά τον Μ., από την σιμωνία, «δια ποιμένων νέων λαβόντων την χειροτονίαν εν τω ουρανώ απ’ ευθείας και αμέσως παρά του Θεού». Εκείνοι δε που διαφωνούσαν στην ερμηνεία αυτή, ήσαν «άνθρωποι ασύνετοι, μωροί και τυφλοί»! Και αυτά διεκηρύττοντο στην Αθήνα ·— όπου θα εγένετο ο σεισμός —- σε ηλικία 63 ετών. Παραλείπω να σημειώσω την αστεία πλευρά αυτών των φαντασιώσεων, που προκαλεί αθέλητον γέλωτα με τις φαιδρότητες που ακολούθησαν.
Δεν πρόκειται εδώ να κάμω μελέτη για τον Μακράκη και για το άηθες στην Εκκλησία ήθος του. Απλώς αισθάνθη- κα την υποχρέωση να γράψω μερικές σκέψεις για την τόσον τελικά αρνητική αυτή προσωπικότητα και να προφυλάξω τους νέους μας θεολόγους από την εξ απειρίας μίμησή του. Επαναλαμβάνω ότι δεν αρνούμαι τις αρετές του ανδρός — φυσικές δε — , αλλά φρονώ πως χάνονται όλες μέσα στο κύκλωμα της δαιμονικής του επάρσεως. Εάν προς στιγμήν υποθέσουμε, ότι ο Μ. είναι παράδειγμα για μίμηση, έστω χωρίς τις ανθρωπολογικές και χριστολογικές πλάνες του, νομίζω ότι θα φθάναμε σ’ ένα ορθόδοξον προτεσταντισμόν και με μόνη την ανυποληψία, που είχε προς τους Πατέρας και την Ορθόδοξη πνευματική παράδοση.
Ξεκινώντας από την προτεσταντική αντίληψη, ότι «εν μόνον κύρος αναγνωρίζει, το της Γραφής, ερμηνευομένης κατά την ιδίαν αυτού μέθοδον και το της Εκκλησίας, αποφαινομένης δια Συνόδων», αντιλαμβάνεται κανείς, ότι αχρηστεύει όλην την διδασκαλίαν, την μη δογματικήν — και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη η πνευματική ζωή με την δογματική — των αγίων Πατέρων και ανοίγει διάπλατα τις θέσεις στην κατα το δοκούν ελεύθερη ερμηνεία της εν Χριστώ ζωής, όπως άλλωστε έκανε ο ίδιος.
Αν, κατά την άποψή του — την εωσφορικήν — «οι Πατέρες ασχοληθέντες μόνον περί τα δόγματα και περί την απόκρουσιν των αιρέσεων, εν τω περί ψυχής ζητήματι εσφάλησαν και επλανήθησαν, μη ερμηνεύσαντες ορθώς την αγίαν Γραφήν και επομένως ηγνόησαν, προκατειλημμένοι όντες, την τριμερή του ανθρώπου σύστασιν», τότε γιατί, με αυτόν τον συλλογισμόν, δεν «εσφάλησαν και επλανήθησαν» και σε τόσα αλλά ζητήματα, που άπτονται της περιοχής των δογμάτων και της Ορθοδόξου πνευματικότητας; Τότε τι γίνεται η «συμφωνία των Πατέρων», τι γίνεται η πνευματική παράδοση, τι γίνεται η διδασκαλία των μυστικών και νηπτικών θεολόγων, που στέκεται πλέον η περί μοναχισμού διδασκαλία των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων, όταν είναι πάντες, εκ των προτέρων, υποκείμενοι σε πλάνες;
Και πως, εντεύθεν, μπορούμε να διαβάζουμε τα βιβλία τους με αίσθημα ασφαλείας, αφού η γνώμη τους είναι μερική και την τινάζει στον αέρα ένας Μακράκης, «λαβών από Θεού βαθυτέραν και πληρεστέραν γνώσιν»;
Ιδού, λοιπόν, που βρίσκεται ο κίνδυνος από την μη ολοσχερή απόρριψη του ενεργουμένου αυτού υπό εωσφορικού πνεύματος, αν παρατρέξουμε τις βοώσες ανοησίες του. Γιατί ελέγχεται και για παχυλή θεολογική άγνοια, αφού το πρόβλημα της μετοχής του Πνεύματος έχει λυθή από τις Συνόδους του 1341 και 1347 — δοθέντος ότι μόνον συνοδικές αποφάσεις απεδέχετο — κι’ επομένως δεν υπήρχαν περιθώρια άλλων ερμηνειών. Αλλά για να αποδειχθή η δαιμονική υπερφροσύνη του, ως προς το κύρος των αγίων Πατέρων, αρκεί να υπομνησθή η φράση, με την οποία οι Σύνοδοι διετύπωναν τις αποφάνσεις των «Επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν…».
Είπαμε, ο σατανάς με το όνειρο, που αργότερα πίστεψε ο Μ. πως ήταν όραμα, του κατακυριάρχησε το ηγεμονικόν. Αν η ποιότης των ανθρωπίνων πράξεων καθορίζεται από τις διαθέσεις και τον σκοπόν, όλα τα έργα του Μ. επήγαζαν από την αίσθηση της υπεροχής έναντι πάντων. Οι λογισμοί και η δράση του ανέβλυζαν από την πίστη της θείας αποστολής του, γι’ αυτό κάθε αντίδραση, την έβλεπε σαν ενέργεια αμφισβητήσεως της θείας του αποστολής, πράγμα που έθιγε κι’ αυτόν προσωπικά. Επομένως, όσα εβουλεύετο καλά και όσα έκανε καλά, προήρχοντο από ακάθαρτη πηγή, γι’ αυτό και στον Θεόν δεν είχαν αξία, αλλά ούτε έβλαπταν τον διάβολον.
Αρχίζει σε ηλικία είκοσι ετών το διδασκαλικό του έργον στην Κωνσταντινούπολη, ως αναμορφωτής του κόσμου, υπό την άμεση επήρεια του ονείρου. Υπνοβατώντας, εισάγει στο πρόγραμμά του την, άγνωστη μέχρι τότε, συχνή θεία Κοινωνία μεταξύ των μικρών μαθητών. Προκαλείται αντίδραση και λαύρος επιτίθεται κατά των εκεί αρχιερέων και της Συνόδου, που αποκαλεί «διεφθαρμένη» και στολίζει με τόσα κοσμητικά επίθετα, εκληφθείς ως παράφρων.
Έκτοτε, οσάκις θα αναφέρει τον ιερόν Κλήρον, θα τον περιλούει με αφόρητες ύβρεις. Έτσι θα περάση όλον τον πολυκύμαντον βίον του.
Πόση διαφορά συμπεριφοράς των Αγίων! Στην ίδια περίπτωση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο και αποκαλύψας την παραδοσιακή συχνή θεία Κοινωνία, συνιστά: «όταν μας εμποδίζουν οι (προκατειλημμένοι) πνευματικοί να κοινωνώμεν τακτικά, να τους παρακαλούμεν μετά δακρύων…».
Σε ηλικία περίπου 30 ετών είχε φθάσει στη «θέωση» (!) όπως έλεγε και κομπορρημονώντας διακήρυττε, ότι ήταν πλέον δεδικαιωμένος και άτι απέκτησε «ισόχριστον καρδίαν!». Δεν χρειάζεται άλλο τίποτε, κατά τους Πατέρας, για να αποδειχθή, ότι η ψυχή που λέγει τα παρακάτω λόγια, νοσεί την νόσον του Εωσφόρου: «Πάντας τους νομίζοντας εαυτούς χρηστοτέρους και ηθικωτέρους και ευαγιελικωτέρους ημών προκαλούμεν να επιδείξωσιν, ώσπερ εγώ, όποιων αισθημάτων εστίν αυτών η καρδία, όποιων φρονημάτων η διάνοια και όποιων έργων η θέλησις αυτών…» ! Και συνεχίζει· «Απεδείξαμεν ότι έχομεν καρδίαν και αισθήματα, οία τα του Χριστού, διάνοιαν φρονούσαν κατά τας αγίας Γραφάς και θέλησιν και έργα σύμφωνα προς τον θείον νόμον. Ενί λόγω, απεδείξαμεν άμωμον όλην την φύσιν ημών, και ημάς αυτούς δεδικαιωμένους ενώπιον του υπερτάτου του Θεού κριτηρίου» ! θρίαμβος του ηθικισμού.
Ιδού που οδηγεί η έπαρση, η οίηση, η άγνοια της πνευματικής παραδόσεως, η έξαρση του πιετισμού, ο χριστιανικός φαρισαϊσμός, η μέτρηση των έργων, ο αυτοπεριορισμός της χριστιανικής ζωής σε επίπεδα ηθικισμού, η αγνωσία των απείρων δυνατοτήτων της εν αγίω Πνεύματι ζώσης ψυχής, η απομάκρυνση από τους Όσιους Πατέρας μας, που ζούσαν στον κόσμον σαν μέσα στον Άδη και θεωρούσαν τους εαυτούς των ευτελεστέρους απ’ όλην την κτίση και κάτω απ’ όλη την κτίση κι’ ακόμα «χείρονας δαιμόνων»! Ιδού που οδηγεί η χωρίς χάρη Θεού ψευτοηθική ζωή!
Εν πάση περιπτώσει, αυτός είναι ο Μακράκης. Απαιδαγώγητος ορθοδόξως, ασύμβουλος, ζώντας μέσα στο θάμβος ενός ιδιοκατασκέπαστου χριστιανισμού στις προσωπικές του τραγικές διαστάσεις, πρστεσταντίζων χωρίς να το υποπτεύεται, δουλεύων σε εωσφορικά πρότυπα χωρίς να το αντιλαμβάνεται, ναρκισσιζόμενος για τις ελεεινές αρετές του, φθάσας στο τέρμα και το τέλος των δυνατοτήτων του και των προθέσεων του για ηθικοπνευματική τελείωση στα 30 χρόνια του, — αφού είχε φθάσει πλέον την αγιότητα του Χριστού — κατέστησε την ψυχή του πλέον «σπήλαιον ληστών» – δαιμόνων.
Έτσι εξηγείται η μέχρι του θανάτου του υπερφίαλος δράση του, η συνεχής ταραχή του, ο πόλεμός του κατά παντός αμφισβητούντος τις ιδέες του, οι παράδοξες μεταλλαγές του, τα έμμονα αιρετικά φρονήματά του και η άνευ λόγου δαπάνη χρόνου και τριβή δυνάμεων περί όνου σκιάς, η ονειροπόλησή του, ότι θα πήγαινε ηγετικά στην Κωνσταντινούπολη, λύνοντας έτσι το Ανατολικόν ζήτημα, η αγέρωχη περιφορά του στην τότε αναλφάβητη και υπανάπτυκτη Αθήνα με την ράβδον του, επί της οποίας είχε γράψει: «νους, λόγος, δύναμις», η εγκατάλειψή του από τους εκλεκτούς του, ο αδόκιμος νους του και ο σκοτασμός της ψυχής, ώστε σε ηλικία 58 ετών να ζητήση να νυμφευθή και να γίνη καταγέλαστος από εχθρούς και φίλους!
Με αυτά τα πρόχειρα στοιχεία που συλλέξαμε, για μια ιχνογράφηση του Μακράκη, δεν γνωρίζω αv γεννήθηκε η απορία στον αναγνώστη του παρόντος: αφού ο χριστιανός αυτός στα 30 του χρόνια διαπίστωσε, ότι έφθασε στην απόλυτη δικαίωση απέναντι του Θεού, αισθανότανε την ανάγκη να προσευχηθή, να ζητήση το έλεος του Θεού, τη συγχώρηση των αμαρτιών του, να πη το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», να διαβάση τον πεντηκοστόν ψαλμόν; Πράγματι είναι ένα πρόβλημα, το πως προσηύχετο η ψυχή αυτή ύστερα από την έντονη αίσθηση της αυτοδικαιώσεώς της, και κατόπιν της πλήρους αυταρκείας της. Μήπως δεν οδηγείτο κατ’ ευθείαν στην οικείωση της αποδοκιμασθείσης υπό του Κυρίου φαρισαϊκής προσευχής; «Ευχαριστώ σοι…» κ.λ.π.
Ας θυμηθούμε εδώ την εξομολόγησή του στον Θεόν «Κύριέ μου, Κύριε, κατά το ύψος σου…», που ήδη σημειώσαμε. Ύστερα από την διαπίστωση αυτή, δηλαδή την αναπόφευκτη κατάληξη στην υπερήφανη προσευχή του φαρισαϊκού τύπου, άμεση συνέπεια ήταν η κατάργηση ή η αχρήστευση για τον Μ. του μεγίστου μέρους των κοινών προσευχών και της λατρείας, που αναφέρονται στις αιτήσεις, στις δεήσεις, στις ικεσίες. Ενώ οι αληθινοί, οι όντως άγιοι και τις έγραψαν και με αυτές προσηύχοντο τελωνικώς. Αδύνατον να κοινωνούσε προς τις προσευχές αυτές της Εκκλησίας, χωρίς η ψυχή του, κορεσμένη από την υπερήφανη αίσθηση της δικαιώσεως, να μη ανθίστατο.
Κλείνοντας τις πρόχειρες παρατηρήσεις μας, φρονούμεν ότι το συγιραφικόν έργον του Μ., ως εστερημένον χά- ριτος, δεν ημπορεί να ενσωματωθή στην Πατερική παράδοση. Γέμει πλανών και αναδίδει οσμήν αντορθοδόξου ήθους.
Και το ότι ηκούσθη τόσον στην εποχή του, αυτό οφείλετο στην ευγλωττία του και στην αφασία της Εκκλησίας, αλλά και στο ότι έθιγε τις πατριωτικές χορδές των αμαθών σε εποχή με έθνικές ανησυχίες και όνειρα.
Ο Μ., όπως εγράψαμε, επλανήθη από τον σατανάν. Η οίηση που του ενέβαλλε στην ψυχή, ήταν το κίνητρο και η πηγή των σκέψεων και των πράξεων του, γι’ αυτό και τα έργα του ήσαν μολυσμένα από τον τύφον. Όσον δια την αποδιδομένη στον Μ. θεολογική και συγγραφική αξίαν από τους οπαδούς του ή άλλους, νομίζουμε ότι αποτελεί υπερβολήν. Ήτο όντως ευφυής, αλλ’ εάν απλώς σωφρονούσε και δεν επλανάτο, τι περισσότερον θα προσέφερε των όσων προσφέρουν οι θεολόγοι και οι ιεροκήρυκες της σειράς; Αν «στίβαμε» τα συγγράμματα του Μ. δεν γνωρίζω τι θα έμενε. Εάν δεν ωθήτο από την οίηση και τις φαντασιοπληξίες του σε τολμηρές και θορυβώδεις εκδηλώσεις, θα έμενε, απλώς, ένας καλός Ιεροκήρυκας, ένας συνήθης θεολόγος, ένας αθόρυβος χριστιανός.
Αυτά φρονούμεν και «χωρίς φόβον και χωρίς πάθος» τα σημειώνομεν. Πιθανόν να σφάλωμεν σε λίγα ή σε πολλά σημεία. Αν είμαστε φιλόσοφοι ίσως να μη μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. Χάριτι Χριστού όμως είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι και έχουμε έγκυρα κοινά κριτήρια, που εξασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση. Κι’ αυτά συνοψίζονται στην Ορθόδοξη πνευματική παράδοση.
θ.μ.δ.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ .
Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους
Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί – Αγ. Όρος
ΤΕΥΧΗ 65-66 – ΙΟΥΝΙΟΣ/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ |
ΟΤΑΝ Ο ΜΑΚΡΑΚΗΣ ΠΗΓΕ ΝΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΑΡΣΕΝΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟ
…Ήρχισε να εξομολογήται, αλλά αντί να εξομολογηθή με ταπείνωση και συντριβή καρδίας τας αμαρτίας του, ήρχισε να διηγήται τα κατορθώματά του και ότι ελέγχει τους αμαρτάνοντας και ιδίως τους αρχιερείς, ιερείς, άρχοντας και δημοσιεύει μετά θάρρους τας αμαρτίας αυτών. Ο Πατήρ Αρσένιος με πραότητα του είπε: – Άκουσον τέκνον. Πρέπει να γνωρίζεις ότι εις την εξομολόγησιν οι άνθρωποι ομολογούν τα αμαρτήματά των και όχι τα κατορθώματά των. Το ότι κηρύττεις καλόν και θεάρεστον εστίν, αλλά να κηρύττης μετά ταπεινώσεως και ουχί υπερηφανείας. Το δε να ελέγχης και να δημοσιεύεις τα αμαρτήματα των άλλων, τούτο ου μόνον δεν οικοδομεί, αλλά κρημνίζει και προξενεί βλάβην εις εσέ και εις τους ακροατάς σου. Πρόσεχε σεαυτώ και εάν θέλεις να ωφεληθής και να ωφελήσης, να βλέπεις τα δικά σου αμαρτήματα και όχι των άλλων. Μην κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Σι τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Να προσεύχεσαι μετά ταπεινώσεως, και να κάνεις και μερικάς γονυκλυσίας. – Αι μετάνοιαι είναι διά τους καλογήρους. Εγώ έχω ανώτερο και υψηλότερο έργο, τον λόγον του Θεού και να ελέγχω και κατακρίνω τους αμαρτάνοντας. – Ώφειλες άνθρωπε να ταπεινωθής και υπακούσης διά να μην σε ταπεινώσει ο Κύριος, όστις υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι Χάριν. Γίνωσκε ότι γόνυ όπερ δεν κάμπτεται, συντρίβεται. Και πράγματι, αναχωρήσας ο Μακράκης της Μονής, καθήμενος επί ημιόνου, μόλις κατήλθε της Μονής ολίγα μέτρα έπεσε και έθλασε τον πόδα του κατά την πρόρρησιν του αγίου. Αλλά ούτε συνετίσθη, ούτε καν επήγε εις τους γιατρούς, παθών εκ γαγγραίνης απέκοψαν τον πόδα εκ του μηρού του και έμεινε χωλός. Καθ᾿ ην ώραν ο Μακράκης ανεχώρει εκ της Μονής, ο Πατήρ Αρσένιος προείπεν εις τινας παρεστώτας: να ηξεύρετε ότι ο άνθρωπος αυτός πάσχει εξ εωσφορικής υπερηφανείας, θα πέσει εις πλάνας και θα προξενήσει σχίσμα και βλάβην εις την εκκλησίαν. Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, “Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος”, έκδοση έκτη, Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996. |