Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου
– Γέροντα, ποῦ ὀφείλεται ἡ δικαιολογία;
– Στὸν ἐγωισμό. Ἡ δικαιολογία εἶναι πτώση καὶ διώχνει τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴ δικαιολογῆται κανείς, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγαπήση τὴν ἀδικία ποὺ γίνεται εἰς βάρος του. Αὐτὴ ἡ δικαιολογία μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι δὲν τὸ ἔπαθε ὁ Ἀδάμ; Ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: «μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸ δένδρο ποὺ σοῦ εἶπα νὰ μὴ φᾶς;», ἐκεῖνος δὲν εἶπε: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ναί, ἔσφαλα», ἀλλὰ δικαιολογήθηκε. «Ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ ἔδωσες, εἶπε, αὐτὴ μοῦ ἔδωσε καὶ ἔφαγα». Σὰν νὰ ἔλεγε: «Ἐσὺ φταῖς ποὺ ἔπλασες τὴν Εὔα»! Μήπως ἦταν ὑποχρεωμένος ὁ Ἀδὰμ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἀκούση τὴν Εὔα; Ρωτάει ὁ Θεὸς καὶ τὴν Εὔα κι ἐκείνη ἀπαντάει: «Τὸ φίδι μὲ ἀπάτησε». Ἂν ἔλεγε ὁ Ἀδάμ: «ἥμαρτον, Θεέ μου, ἔσφαλα» καὶ ἂν ἔλεγε καὶ ἡ Εὔα: «ἐγὼ ἔσφαλα», ὅλα θὰ τακτοποιοῦνταν. Ἀλλὰ ἀμέσως δικαιολογία‐δικαιολογία.
– Γέροντα, τί φταίει, ὅταν κάποιος δὲν καταλαβαίνη πόσο κακὸ εἶναι ἡ δικαιολογία;
– Τί φταίει; Ὅτι φταίει! Ὅταν κανεὶς δικαιολογῆ συνεχῶς τὸν ἑαυτό του καὶ νομίζη ὅτι οἱ ἄλλοι δὲν τὸν καταλαβαίνουν, ὅτι ὅλοι εἶναι ἄδικοι καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ πάσχει, εἶναι τὸ θύμα, ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα εἶναι ἀνεξέλεγκτος. Καὶ τὸ παράξενο μερικὲς φορὲς ποιό εἶναι; Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔχει ἀδικήσει καὶ φταίει, λέει: «Ἐγὼ θὰ τὴν δεχόμουν τὴν ἀδικία, ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ κολασθῆ ὁ ἄλλος». Πάει δηλαδὴ νὰ δικαιολογηθῆ, δῆθεν ἀπό… ἀγάπη, γιὰ νὰ ἔρθη σὲ συναίσθηση ὁ ἄλλος, ἀπὸ τὸν ὁποῖο νομίζει ὅτι ἀδικήθηκε, καὶ νὰ μὴν κολασθῆ! Ἢ ἀρχίζει νὰ δίνη ἕνα σωρὸ ἐξηγήσεις, μὴν τυχὸν καταλάβη ὁ ἄλλος κάτι λάθος καί… κολασθῆ! Βλέπετε ὁ διάβολος τί λεπτὴ ἐργασία κάνει;
Ὅποιος δικαιολογεῖται δὲν μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ πνευματικὰ
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι σήμερα μικροὶ‐μεγάλοι ὅλα τὰ δικαιολογοῦν μὲ ἕναν λογισμὸ σατανικό. Ὅλα ὁ διάβολος τοὺς τὰ ἑρμηνεύει μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ ἔτσι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἡ δικαιολογία εἶναι σατανικὴ ἑρμηνεία.
– Καὶ πῶς γίνεται, Γέροντα, μερικοὶ σὲ κάθε λόγο νὰ βρίσκουν ἀντίλογο;
– Ὤ, εἶναι φοβερὸ νὰ συζητᾶς μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ συνήθισε νὰ δικαιολογῆται! Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς μὲ ἕναν δαιμονισμένο! Ὅσοι δικαιολογοῦνται – ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχωρέση – ἔχουν γέροντα τὸν διάβολο. Εἶναι βασανισμένοι ἄνθρωποι. Δὲν ἔχουν μέσα τους εἰρήνη. Τὸ ἔχουν κάνει ἐπιστήμη αὐτό. Δηλαδή, ὅπως ἕνας κλέφτης δὲν κοιμᾶται ὅλη νύχτα καὶ σκέφτεται πῶς θὰ τὰ καταφέρη γιὰ νὰ κλέψη, ἔτσι καὶ αὐτοὶ συνέχεια σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο σφάλμα τους. Ἤ, ὅπως κάποιος σκέφτεται πῶς νὰ βρῆ εὐκαιρία νὰ κάνη ἕνα καλὸ ἢ πῶς νὰ ταπεινωθῆ, αὐτοὶ ἀντίθετα σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Δικηγόροι γίνονται! Δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βγάλης πέρα μαζί τους. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Τί ἔχω πάθει μὲ κάποιον! Ἐνῶ τοῦ λέω: «ἐκεῖνο ποὺ κάνεις εἶναι στραβό, τὸ ἄλλο πρέπει νὰ τὸ προσέξης, δὲν πᾶς καλά, πρέπει νὰ κάνης αὐτὸ κι αὐτό…», κι ἐκεῖνος γιὰ τὸ καθετὶ βρίσκει δικαιολογίες, στὸ τέλος μοῦ λέει: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»! «Βρὲ χρυσέ μου ἄνθρωπε, τόσες ὧρες τί λέμε; Λέμε τὰ σφάλματά σου, ὅτι δὲν πᾶς καλά, κι ἐσὺ συνέχεια δικαιολογεῖσαι. Τρεῖς ὧρες τώρα μὲ ἔσκασες, μὲ ἔλειωσες! Πῶς δὲν σοῦ εἶπα;». Νὰ τοῦ λὲς παραδείγματα, γιὰ νὰ τοῦ δώσης νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι σατανικὸς ἐγωισμὸς ἔτσι ὅπως ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα, ὅτι δέχεται δαιμονικὲς ἐπιδράσεις καί, ἂν δὲν ἀλλάξη, χάθηκε, καὶ τελικὰ νὰ λέη: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»! Ἀλήθεια, εἶναι νὰ μὴ σκάσης; Ἂν εἶναι ἀδιάφορος κανείς, τὰ προσπερνάει ὅλα μὲ τὸ «δὲν βαριέσαι». Ἀλλά, ἂν δὲν εἶναι ἀδιάφορος, σκάζει. Ἐγὼ τοὺς μακαρίζω τοὺς ἀδιάφορους.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Γ’ «Πνευματικὸς Ἀγώνας»