Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου
Ἡ ταπείνωση δὲν ἀγοράζεται ἀπὸ τὸν μπακάλη ὅπως τὰ ψώνια. Ὅταν λέμε: «δῶσ᾿ μου, Θεέ μου, ταπείνωση», ὁ Θεὸς δὲν θὰ πάρη τὴν σέσουλα καὶ θ᾿ ἀρχίση: «πάρε ἕνα κιλὸ ταπείνωση ἐσύ», «μισὸ κιλὸ ἐσύ», ἀλλὰ θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἔρθη λ.χ. κάποιος ἄνθρωπος ἀδιάκριτος νὰ μᾶς φερθῆ σκληρὰ ἢ θὰ πάρη ἀπὸ ἄλλον τὴν Χάρη Του καὶ θὰ ἔρθη νὰ μᾶς βρίση. Ἔτσι θὰ δοκιμασθοῦμε καὶ θὰ ἐργασθοῦμε, ἐὰν θέλουμε νὰ ἀποκτήσουμε τὴν ταπείνωση.
Ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν σκεφτόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνη ὁ ἀδελφός μας κακός, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἐμεῖς, καὶ θυμώνουμε μὲ τὸν ἀδελφό. Καί, ἐνῶ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ ταπείνωση, δὲν δεχόμαστε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς στέλνει, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε, ἀλλὰ δυσανασχετοῦμε.
Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ χρωστᾶμε εὐγνωμοσύνη σ᾿ αὐτὸν ποὺ μᾶς ταπεινώνει, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μεγαλύτερος εὐεργέτης μας. Ὅποιος ζητάει στὴν προσευχή του ταπείνωση ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν δέχεται τὸν ἄνθρωπο ποὺ τοῦ στέλνει ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν ταπεινώση, δὲν ξέρει τί ζητάει.
ΛΟΓΟΙ Ε’ «Πάθη καὶ Ἀρετὲς»