Kirsten Dyck:
Η Ιστορία της White-Power Μουσικής
στην Ανατολική Ευρώπη
Απόσπασμα από το βιβλίο Reichsrock: the international web of white-power and Neo-Nazi hate music (Rutgers University Press, 2017). Η Kirsten Dyck είναι ακτιβίστρια και ακαδημαϊκός. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Αν και η υποκουλτούρα της white-power μουσικής της ηπειρωτικής Ευρώπης ήταν και ακόμη είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του παγκόσμιου ιστού της white-power μουσικής, οι ακροδεξιοί Δυτικοευρωπαίοι σίγουρα δεν ήταν οι μόνοι που διδάχτηκαν και εμπνεύστηκαν από την ρατσιστική μουσική που προέρχονταν από την Αγγλία στη δεκαετία του 1980. Στην πραγματικότητα, η ρατσιστική σκίνχεντ υποκουλτούρα διαδόθηκε και σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αφήνοντας πρόχειρα αντιγραμμένες κασέτες πρώιμων white-power άλμπουμ. Η πτώση του Σιδερένιου Παραπετάσματος στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε συνδυασμό με την έκρηξη της τεχνολογίας του διαδικτύου που ακολούθησε, προκάλεσε μια έκρηξη στη δεκαετία του 1990 στην παραγωγή και διανομή στην Ανατολική Ευρώπη. Αν και η white-power μουσική χρειάστηκε λίγο περισσότερο για να διαδοθεί σε κάποιες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης από ότι στην Βόρεια Αμερική και την ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη, μόλις έφτασε στο πρώην ανατολικό μπλοκ, προκάλεσε την ανάπτυξη κάποιων από τις μεγαλύτερες και πιο δυναμικές white-power μουσικές σκηνές. Σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη, απογοητευμένη νεολαία αντιμετώπιζε τις οικονομίες υπό κατάρρευση, τις όλο και μεγαλύτερες εντάσεις μεταξύ εθνικοτήτων, και την πολιτική αστάθεια ακούγοντας white-power μουσική.
Στο κείμενο θα δούμε την ιστορία της white-power μουσικής στην Ανατολική Ευρώπη . Όπως και στην Δυτική Ευρώπη, πολλές διαφορετικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης έδωσαν μουσικούς και οπαδούς στον παγκόσμιο ιστό της white-power σκηνής, δεν έφτασαν όμως όλες στο ίδιο μέγεθος και σημασία. Το κείμενο περιορίζεται στις σκηνές από τις χώρες εκείνες που είχαν την μεγαλύτερη επίδραση στην white-power σε διεθνές επίπεδο. Οι σκηνές της white-power μουσικής από χώρες όπως η Σερβία, η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Εσθονία και η Σλοβακία βρίσκονται έτσι έξω από τους στόχους του εγχειρήματος. Το κείμενο εστιάζει στην white-power μουσική από χώρες που έχουν παράξει μεγάλο αριθμό από διεθνώς αναγνωρισμένες white-power μπάντες. Αρχικά εξετάζει την Ρωσία, μαζί με τις στενά συγγενικές αλλά μικρότερες σκηνές στην Λευκορωσία και την Ουκρανία. Στην συνέχεια εξετάζει την ανάπτυξη της white-power μουσικής στην Πολωνία καις την Ελλάδα.
Αντίθετα από τις ιστορίες των περισσότερων χωρών στην Δυτική Ευρώπη, οι μετά τον 2ο ΠΠ ιστορίες όλων σχεδόν αυτών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης μοιράζονται μια ιστορία κομμουνιστικής διακυβέρνησης. Σε όλες αυτές τις χώρες με εξαίρεση την Ελλάδα, η κομμουνιστική περίοδος κράτησε, με διαφορετικά επίπεδα επιτυχίας, από το τέλος του 2ου ΠΠ μέχρι την κρίσιμη περίοδο μεταξύ 1989 και 1991όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε και τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κράτη αναδιοργανώθηκαν – μερικές φορές βίαια – σε διαφορετικού βαθμού λειτουργικές δημοκρατίες και οικονομίες της αγοράς. Σε μέρη όπως η πρώην Γιουγκοσλαβία, βίαιες συγκρούσεις αιώνων αναδύθηκαν ξανά στη δεκαετία του 1990 μετά το τέλος του κομμουνισμού, ενώ σε χώρες όπως η Πολωνία πέρασαν πιο ειρηνικά σε καπιταλιστική δημοκρατία.
Όμως ακόμη και στις χώρες που η μετάβαση αυτή υπήρξε η ομαλότερη, η διαδικασία της μετατροπής ολόκληρων πολιτικών και οικονομικών δομών από κρατικό σοσιαλισμό σε καπιταλιστική δημοκρατία υπήρξε δύσκολη και επίπονη, όχι μόνο με όρους κεφαλαιακής επένδυσης, αλλά και με όρους ανθρώπινου π η μετάβαση αυτή επηρέασε την πρώην Ανατολική Γερμανία, που μπορούσε να βασιστεί σε μια πλούσια Δυτική Γερμανία για να σηκώσει τα βάρη της επανένωσης. Για τους πολίτες στις άλλες χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ που δεν μπορούσαν αν στραφούν σε ένα δυτικό αντίστοιχο για αυτού του είδους την βοήθεια, η αλλαγή από κομμουνισμό σε οικονομία αγοράς ήταν ακόμη πιο επίπονη.
Η απογοήτευση με τις περιορισμένες ευκαιρίες και άνιση οικονομική ανάπτυξη έκανε πολλά άτομα στην μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη θετικά διακείμενα προς εξτρεμιστικές ιδεολογίες όπως ο νεοναζισμός. Αν και ένα κομμάτι αυτού του εξτρεμισμού παίρνει τοπικοποιημένες μορφές, μεγάλο μέρος του είναι ανάλογος και ακολουθεί τις ρατσιστικές ιδεολογίες της Δυτικής Ευρώπης. Επειδή αυτές οι δυτικοευρωπαϊκές εκδοχές των ιδεολογιών λευκού σοβινισμού τυπικά εστιάζουν είτε στην νορδική ή την μεσογειακή ανωτερότητα, οι ακτιβιστές του λευκού σοβινισμού στην Ανατολική Ευρώπη έχουν αναπτύξει τις δικές τους φιλοσλαβικές μορφές νεοναζισμού για να απευθυνθούν σε ρατσιστικές ομάδες και άτομα στις χώρες τους. Φυσικά οι αρχικές ρατσιστικές ιδεολογίες του Hitler, καθώς ήταν συνδεδεμένες με την επιθυμία του 3ου Ράιχ να επεκταθεί η γερμανική επικράτεια σε περιοχές ελεγχόμενες από σλαβικούς πληθυσμούς, τοποθετούσε τους λαούς σλαβικής καταγωγής κοντά στον πάτο της ναζιστικής φυλετικής ιεραρχίας κατά την περίοδο του 2ου ΠΠ. Αν και το 3ο Ράιχ δεν στόχευσε εθνικές ομάδες όπως οι Ρώσοι, οι Ουκρανοί, οι Πολωνοί και οι Τσέχοι για ολοκληρωτική εξόντωση στο βαθμό που το έκανε για τους Εβραίους, τους Ρομά και τους Σίντι, εκμεταλλεύτηκε μεγάλα κομμάτια αυτών των πληθυσμών ως σκλάβους στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της, σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς στην πορεία. Για αυτό, η ναζιστική διαχείριση στις αποικίες του 3ου Ράιχ στην Ανατολική Ευρώπη πήρε μια πολύ πιο βάναυση μορφή από ότι έκανε στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης, με πολιτικές που στόχο είχαν την καταστροφή της ντόπιας διανόησης και αναγκάζοντας πολλά άτομα σε καταναγκαστικά έργα για την γερμανική πολεμική προσπάθεια. Σύγχρονοι Σλάβοι νεοναζί, γνωρίζοντας την ιστορία αυτή, κατασκευάζουν εκδοχές της νεοναζιστικής ιδεολογίας που περιλαμβάνουν τους Σλάβους μέσα στην προνομιούχα «Άρια» κατηγορία ενώ πολλοί (τουλάχιστον μερικές φορές) αναγνωρίζουν την ζημιά που προκάλεσαν οι αρχικοί Ναζί στη διάρκεια του 2ου ΠΠ. Η χώρα-προς-χώρα μελέτη στο κείμενο αναλύει πως αυτή αναθεώρηση του νεοναζιστικού ρατσισμού πήρε μορφή σε συγκεκριμένα μέρη. Αυτή η φιλοσλαβική αναδιατύπωση της νεοναζιστικής φιλοσοφίας δείχνει την κυριαρχία του νεοναζισμού μεταξύ ομάδων λευκών σοβινιστών, δείχνει όμως και πόσο δυναμικός και προσαρμόσιμος μπορεί αν είναι ο σύγχρονος ρατσισμός. Προσαρμόζοντας το νεοναζισμό ώστε να καλύπτει ευρύ φάσμα ευρωπαϊκής καταγωγής εθνικές ομάδες, οι Σλάβοι νεοναζί δεν αύξησαν μόνο το πληθυσμιακό μέγεθος της βάσης από όπου τα διεθνή νεοναζιστικά κινήματα αντλούν οπαδούς, αλλά και δημιούργησαν ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της παν-λευκής ενότητας μπροστά στις υποτιθέμενες απειλές από τους Εβραίους και τους υποτιθέμενους βοηθούς τους στον Τρίτο Κόσμο.
Κάποιοι νεοναζί από την Δυτική Ευρώπη ακόμη διατηρούν βαθιές νορδικές αντισλαβικές προκαταλήψεις· ένας νεοναζί μουσικός από την σημαντική ρωσική μπάντα Kolovrat (αγκυλωτός τροχός ή σβάστικα), για παράδειγμα, έχει παραπονεθεί πως «εθνικιστές από την Φιλανδία ζουν ακόμη στην δεκαετία του ’40 του περασμένου αιώνα», και πως «κάποιοι Γερμανοί δεν μπορούν να δουν την προφανή διαφορά μεταξύ ‘Ρώσου’ και ‘κομμουνιστή’», πιστεύει επίσης «πως όλες αυτές οι ψευδο-φυλετικές ‘θεωρίες’ σχετικά με ‘μογγολοειδείς υπάνθρωπους’ Ρώσους (και Σλάβους γενικότερα) δεν είναι τίποτα παραπάνω από ξεκάθαρες βλακείες». . Η πανευρωπαϊκή θεωρία φυλετικής υπεροχής του «λευκού εθνικισμού» που ακολουθούν αυτές οι Ανατολικοευρωπαϊκές white-power μπάντες μοιάζουν σιγά σιγά να κερδίζουν σε σχέση με την παλιότερη ενδοευρωπαϊκή διαμάχη.
Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία
Η Ρωσία, ω το κέντρο της πρώην Σοβιετικής αυτοκρατορίας, μοιάζει ως το λογικό μέρος για να αρχίσει μια μελέτη της white-power μουσικής στην Ανατολική Ευρώπη. Αν η ανάπτυξη νεοναζιστικής μουσικής μοιάζει αρχικά παράδοξη στις πρώην Συμμαχικές χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία, αυτό ισχύει δυο φορές για την Ρωσία, που δέχτηκε το βάρος της τρομερά καταστροφικής ανατολικής εκστρατείας του Hitler και υπέφερε 20-25 εκατομμύρια θανάτους, σχεδόν τους μισούς από το συνολικό αριθμό νεκρών του 2ου ΠΠ. Ακόμη και σήμερα, πολλά νεαρά ζευγάρια Ρώσων επιλέγουν να βγάλουν τις γαμήλιες φωτογραφίες στο Τάφο του Άγνωστου Στρατιώτη στην Μόσχα αντί σε κάποιο θρησκευτικό ίδρυμα ή πάρκο, και το βιβλίο του Hitler, το Mein Kampf είναι απαγορευμένο στην Ρωσία ως «εξτρεμιστικό». Ο 2ος ΠΠ – που στη Ρωσία ονομάζεται ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος – είναι ένα από τα καθοριστικά γεγονότα στη συλλογική ρωσική μνήμη, και το αντιναζιστικό συναίσθημα παραμένει υψηλό μέσα στο γενικό πληθυσμό.
Ωστόσο το Σοβιετικό σύστημα μοιράζονταν κάποια σημαντικά γνωρίσματα με το 3ο Ράιχ που ίσως βοήθησαν στο να κάνουν τις νεοναζιστικές ιδεολογίες να μοιάζουν λογικές τουλάχιστον σε μερικούς Ρώσους στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Όπως και το 3ο Ράιχ, το σοβιετικό κράτος – παρά το γεγονός πως πολλές white-power μπάντες εσφαλμένα συγχέουν το μπολσεβικισμό με το σιωνισμό και μια παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία – έτρεφε βαθύ αντισημιστιμσό που πήγαζε από αιώνες αντισημιτικής προκατάληψης υπό το προηγούμενο τσαρικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, ήταν τσαρικοί Ρώσσοι αξιωματούχοι που πλαστογράφησαν το διαβόητο αντισημιτικό φυλλάδιο Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών το 1905. Το έγγραφο αυτό διέδωσε αρχικά την ιδέα μιας συνομωσίας για έναν εβραϊκό κόσμο, μια ιδέα που αποτελεί το κέντρο της σύγχρονης νεοναζιστικής ιδεολογίας. Παρά το γεγονός πως η πλαστή προέλευση των Πρωτοκόλλων αποκαλύφθηκε μια δεκαετία πριν ο Hitler ανέβει στην εξουσία, το φυλλάδιο αυτό βοήθησε στην δαμόρφωση της αντισημιτικής αντίληψης του ίδιου του Hitler και τις ρατσιστικές πολιτικές του 3ου Ράιχ.
Το σοβιετικό κράτος εφάρμοσέ επίσημα αθεϊσμό, αλλά ο κυβερνητικός αντισημιτισμός της τσαρική περιόδου συνέχισε παρόλα αυτά και στην Σοβιετική περίοδο. Μόνο ο θάνατος του Stalin το 1953 ήταν που απέτρεψε τους Εβραίους της Ρωσίας από το ακολουθήσουν την μοίρα πολλών «καταπιεσμένων» λαών που υπέστησαν μαζική εξορία, φυλάκιση, καταναγκαστικά έργα, και γενοκτονία στην άπω ανατολή της ΕΣΣΔ. Ο ρωσικός αντισημιτισμός του Stalin αλληλοκαλύπτονταν με βασικά στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας, και όχι εντελώς τυχαία· πολλοί Γερμανοί και Αυστριακοί αντέδρασαν με ανησυχία στο ρεύμα Ρωσοεβραίων μεταναστών που δραπέτευσαν από τα ρωσικά πογκρόμ των τελών του 19ου αιώνα με το να μετεγκατασταθούν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, που σημαίνει πως ο Hitler και οι σύντροφοι του ενηλικιώθηκαν σε ένα περιβάλλον αυξημένου αντιεβραϊκού συναισθήματος του οποίου είχε προηγηθεί τουλάχιστον μισός αιώνας ρωσικού αντισημιτισμού. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Ρώσοι που υποστήριζαν τις ρωσοκεντρικές εθνικές πολιτικές της ΕΣΣΔ ανακάλυψαν πως με ελάχιστες τροποποιήσεις, οι αντισημιτικές ιδεολογίες του Hitler μπορούσαν να απευθυνθούν και στην αίσθηση τους περί εθνικού σοβινισμού. Ακόμη και στις δεκαετίες αμέσως μετά την καταστροφή που έσπειραν οι στρατιές του Hitler σε τεράστιες εκτάσεις της Σοβιετικής περιοχής, νεοναζιστικές ομάδες άρχισαν να εμφανίζονται στην Σοβιετική Ένωση. Ο Vsevolod, ο τραγουδιστής της ρωσικής νεοναζιστικής μπάντας Vandal – που όπως και πολλοί white-power μουσικοί αποφεύγουν να δημοσιοποιούν το επίθετο τους για να προστατεύσουν την ταυτότητα τους από κυβερνητικές υπηρεσίες και αντιρατσιστές ακτιβιστές – εξηγούσε στο περιοδικό Blood & Honour το 2001 πως οι Ρώσοι ναζί και νεοναζιστικό κίνημα που υπήρχαν πριν την πτώση του κομμουνισμού περιλάμβαναν Ρώσους εθελοντές που πολέμησαν για το 3ο Ράιχ κατά τον 2ο ΠΠ, μαζί με ένα μυστικό Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1954 την χρονιά μετά τον θάνατο του Stalin, σε αντίδραση προς την βάναυση μεταχείριση Ρώσων εθνικών στο σύστημα των γκούλαγκ κατά την σταλινική περίοδο.
Μια ακόμη από τις βασικές ομοιότητες μεταξύ των δυο καθεστώτων ήταν πως, όπως το 3ο Ράιχ, η ΕΣΣΔ – ιδιαίτερα κατά τα σταλινικά χρόνια – ήταν βαθιά ξενοφοβική. Σε κάποιες περιπτώσεις , έχοντας απλά περάσει χρόνο υπό ξένη επιρροή ως αιχμάλωτος πολέμου σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης ήταν ικανός λόγος για να χαρακτηρίσει η σοβιετική κυβέρνηση ένα άτομο ως εχθρό του κράτους και να τον καταδικάσει σε μακρά ποινή σε καταναγκαστικά έργα στο σύστημα των γκούλαγκ. Αυτή ξενοφοβική παράνοια επεκτείνονταν όχι μόνοι σε πραμγατικούς ξένους , αλλά και πολλές από τις εσωτερικές μειονότητες της ΕΣΣΔ· ακόμη και όταν η Ρωσία βοηθούσε αρχικά να ηττηθεί ο Hitler και στη συνέχεια να διθκατούν ηγέτες του 3ου Ράιχ για τους ρόλους τους στο Ολοκαύτωμα, το καθεστώς του Stalin είχε διαπράξει γενοκτονίες εναντίον εθνικών ομάδων όπως οι Ουκρανοί, οι Ταταροι της Κριμαίας, οι Καλμούκοι και οι Τσετσένοι. Οι ρωσοκεντρικές πολιτικές εθνικής και γλωσσικής αφομοίωσης ανάγκασε εκατομμύρια μη Ρώσους σοβιετικούς πολίτες να ρωσοποιήσουν τα ονόματά τους, αν εγκαταλείψουν παραδοσιακές θρησκείες και έθιμα και να μιλούν ρωσικά αντί των μητρικών γλωσσών τους. Αν και αυτές οι πολιτικές χαλάρωσαν λίγο με τους διαδόχους του Stalin, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα φυλετικής καχυποψίας και ρωσικού εθνικού σωβινισμού που δεν εξαφανίστηκε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Στην πραγματικότητα, το τέλος του σοβιετικού κράτους ήταν μόνο μια νέα αρχή για την εσωτερική αναταραχή της Ρωσίας. Οικονομικά, το χάος της περιόδου της περεστρόικα (перестрoйка, που σημαίνει ανακατασκευή ή ανοικοδόμηση) του Mikhail Gorbachev στην δεκαετία του 1980, που προηγήθηκε και επιτάχυνε την πτώση του σοβιετικού συστήματος, επέτρεψε σε μια ομάδα πλούσιων Ρώσων επιχειρηματιών να αγοράσουν την πλειονότητα της πρώην κρατικής υποδομής της Ρωσίας, μετατρέποντας τους ίδιους σε ολιγάρχες και αφήνοντας την πλειονότητα των Ρώσων με ελάχιστα μετά από δεκαετίες δουλειάς στο σοσιαλιστικό σύστημα. Πολιτικά η ρωσική κυβέρνηση έδωσε σε μερικές από τα πρώην μέλη κράτη της την ανεξαρτησία τους, αλλά κράτησε σφιχτά άλλες περιοχές, καταλήγοντας συγκεκριμένα σε μια σειρά από αιματηρούς πολέμους στην Τσετσενία. Οι δαπανηρές συγκρούσεις στην Τσετσενία, σε συνδυασμό με παράγοντες όπως η οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μεταξύ των νοτιοανατολικών Ασιατών εμπορικών εταίρων της Ρωσίας, εξασθένισαν την αναπτυσσόμενη οικονομία αγοράς της Ρωσίας κατά την πρώτη δεκαετία μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ και προκάλεσε μια εξάμηνη περίοδο οικονομικής κατάρρευσης και υπερπληθωρισμού το 1998. Πολλοί καθημερινοί Ρώσσοι έχασαν τις οικονομίες τους στην κρίση, οδηγώντας σε ευρεία ανέχεια και απογοήτευση.
Για να επιδεινωθούν τα πράγματα από ρωσικής πλευράς, Τσετσένοι τρομοκράτες, ριζοσπαστικοποιήθηκαν μετά από δεκαετίες γενοκτονικών Σοβιετικών πολιτικών και δύσκολων μετασοβιετικών πολέμων, άρχισαν να επιτίθονται σε ρωσικούς πολιτικούς στόχους κατά την περίοδο αυτή. Συμπλέγματα διαμερισμάτων, θέατρα, τραίνα, σταθμοί του μετρό, αεροδρόμια και ακόμη και ένα κατάμεστο δημοτικό σχολείο σε μια μικρή νότια ρωσική πόλη έγιναν στόχοι βομβών με αφετηρία τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και του 2000, με απολογισμό που συνεχίζει να αυξάνεται. Κορυφαίοι ερευνητές, μεταξύ τους ο John Dunlop, ερευνητής στο Κέντρο Χούβερ του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, ερεύνησαν αυτές τις επιθέσεις και είπαν πως μια σειρά επιθέσεων το 1990 σε συμπλέγματα διαμερισμάτων που σκότωσαν εκατοντάδες άτομα, που η ρωσική κυβέρνηση απέδωσε σε Τσετσένους μαχητές, μπορεί στην πραγματικότητα να σκηνοθετήθηκαν από κυβερνητικούς αξιωματούχους για να αυξήσουν την στήριξη του πληθυσμού για ένα πόλεμο στην Τσετσενία και την αρχική εκλογή του Vladimir Putin ως προέδρου στην Ρωσία· οι επιθέσεις, ωστόσο, άλλες επιθέσεις, όπως εκείνη στο δημοτικό σχολείο, ήταν ξεκάθαρα πραγματικό έργο Τσετσένων τρομοκρατών. Λόγω της δημόσιας οργής για τις επιθέσεις, ανεξάρτητα από το ποιοι ήταν οι πραγματικοί δράστες, ο ρατσισμός ήταν ιδιαίτερα διάχυτος εναντίον των «μεταναστών» από την Τσετσενία – μετανάστες που ήταν στην πραγματικότητα σοβιετικοί πολίτες μέχρι την διάσπαση της ΕΣΣΔ. Ο Vsevolod των Vandal διατυπώνει αυτή την άποψη λακωνικά όταν είπε στο Blood & Honour το 2001 πως «Το να είσαι NS σκίνχεντ είναι η αντίδραση στην κακή οικονομία και την εισροή έγχρωμων μεταναστών στη γη μας».
Για χρόνια, οι ρωσικές ρατσιστικές οργανώσεις ήταν μεταξύ των βιαιότερων του κόσμου. Οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα διαπίστωσαν αύξηση ρατσιστικών επιθέσεων κατά την τελευταία δεκαετία, αν και οι αριθμοί είναι δύσκολο να επιβεβαιωθούν επειδή η ρωσική κυβέρνηση δεν διατηρεί δημόσια στατιστικά για την ρατσιστική βία. Τουλάχιστον δυο ακροδεξιές παραστρατιωτικές οργανώσεις πραγματοποιούν ακόμη και εκπαιδευτικά καμπ για να διδάξουν σε νεαρούς ακτιβιστές πως να χρησιμοποιούν όπλα. Το αντιρατσιστικό κέντρο SOVA στην Μόσχα, που καταγράφει ρατσιστικές επιθέσεις, έχει συγκεντρώσει στοιχεία για περίπου 450 ρατσιστικές δολοφονίες και πάνω από 2500 τραυματισμούς σε ρατσιστικές επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Ιανουαρίου 2004 και Μάϊου 2010· ο διευθυντής του κέντρου, Alexander Verkhovsky, αναφέρει πως χρειάζεται προσοχή λόγω της χαμηλής αναφοράς των επιθέσεων, οι πραγματικοί αριθμοί είναι μάλλον οι διπλάσιοι. Κάποιοι από τους φόνους, όπως ο διπλός φόνος τον Αύγουστο του 2007 ενός Ταγκεστανού και ενός Τατζίκου κυριολεκτικά κάτω υπό ένα λάβαρο με την σβάστικα, έχουν μεταδοθεί στον κόσμο μέσω βίντεο στο διαδίκτυο. Επιπλέον, οι νεοναζιστικές ομάδες είναι γνωστές για την επίθεση και δολοφονία αντιρατσιστών ακτιβιστών, όπως ο Nikolai Girenko, ενός ερευνητή που θα κατέθετε ως εμπειρογνώμονας στην δίκη αρκετών νεοναζί, προτού εκτελεστεί μέσα από την πόρτα του διαμερίσματός του στη Μόσχα το 2004. Ο ρατσισμός των ρωσικών νεοναζιστικών ομάδων βρίσκει στήριξη από καθιερωμένους θεσμούς όπως η διοίκηση του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, που το 2005 ανάγκασε τους φοιτητές να παρακολουθήσουν μια ακραία αντιαμερικάνικη, αντισημιτική και αντιτσετσενική διάλεξη από τον πρόεδρο του τμήματος κοινωνιολογίας, όπως και από ηγέτες της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας, κάποιοι από τους οποίους εξέφρασαν δημόσια άρνηση του Ολοκαυτώματος. Στο κλίμα αυτό, όλο και μεγαλύτερος αριθμός ομάδων μεταναστών και εθνικές μειονότητες έχουν γίνει στόχος ρατσιστικών επιθέσεων. Μεταξύ τους περιλαμβάνονται όχι μόνοι Τσετσένοι και άλλοι λαοί από την περιοχή του Καυκάσου, όπως Αζέροι, Γεωργιανοί και Νταγκεστανοί, αλλά και Εβραίοι και άτομα από την Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία. Κάποιες από αυτές τις ομάδες , όπως οι Τατζίκοι, είναι πρώην σοβιετικοί πολίτες, ενώ άλλοι είναι πρόσφατοι μετανάστες από μέρη όπως το Βιετνάμ και η Κίνα. Έρευνες από το αντιρατσιστικό Κέντρο Levada έδειξαν πως μεταξύ 2001 και 2006, περισσότεροι από τους μισούς Ρώσους συμφωνούσαν με το σύνθημα «η Ρωσία για τους Ρώσους», ένα επίπεδο ξενοφοβίας που τροφοδοτούνταν από την απειλή της τσετσενικής τρομοκρατίας και την αύξηση της της μετανάστευσης από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Υποκινούμενοι από την οικονομική ανασφάλεια, όλο και περισσότεροι μεσοαστοί Ρώσοι άρχισαν αν υποστηρίζουν ακροδεξιές ιδεολογίες και να προετοιμάζουν ρατσιστικές επιθέσεις· στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δράστες βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων προέρχονταν κυρίως από φτωχές γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, αλλά το ποσοστό των φοιτητών και των επιχειρηματιών μεταξύ των δραστών έχει αυξηθεί από τότε.
Η ρωσική κυβέρνηση συχνά φάνηκε απρόθυμη να έρθει αντιμέτωπη με τον ρατσισμό και την βία των ρατσιστικών οργανώσεων, αν και τα τελευταία χρόνια, δικαστήρια άρχισαν να τιμωρούν μερικούς από τους πιο βίαιους δράστες, με βάση την απαγόρευση από το ρωσικό σύνταγμα της πρόκλησης εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους. Στην Μόσχα ιδιαίτερα, η κυβέρνηση έκανε άλματα για να για να καταπολεμήσει την ρατσιστική βία με το να διορίσει νέο εισαγγελέα το 2008 για να αντιμετωπίσει τις ρατσιστικές επιθέσεις, όπως και για να δημιουργήσει μια αντιτρομοκρατική μονάδα στελεχωμένη από πρώην ερευνητές του οργανωμένου εγκλήματος μέσα στο Υπουργείο Εσωτερικών. Μια οργάνωση εννέα νεοναζί που αποκαλούνταν White Wolves καταδικάστηκε το 2010 για το φόνο τουλάχιστον έντεκα ξένων και ανάρτηση βίντεο των επιθέσεων στο διαδίκτυο· η υπόθεση τους έδειξε πως η ρωσική κυβέρνηση άρχισε να παίρνει τις ρατσιστικές επιθέσεις πιο σοβαρά.
Η όλο και μεγαλύτερη όμως προσοχή των ρωσικών δικαστηρίων στην ρατσιστική βία δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι νεοναζιστικές ομάδες έχουν σταματήσει τις επιθέσεις τους σε υποτιθέμενους «εχθρούς». Αντίθετα, μοιάζει να έχουν μετατοπίσει την βία στον ομοφυλόφιλο πληθυσμό στη Ρωσία, που έχει γίνει πρόσφατα ευάλωτος καθώς η Ρωσία πέρασε ένα νέο νόμο εναντίον της «ομοφυλοφιλικής προπαγάνδας» τον Ιούνιο του 2013. Οργανώσεις όπως η Occupy Pedophilia έχουν αρχίσει να αναρτούν ψεύτικα γκέι προφίλ γνωριμιών στο διαδίκτυο και έπειτα επιτίθονται και γελοιοποιούν οποιονδήποτε συμφωνεί σε προσωπικό ραντεβού. Σε πολλές περιπτώσεις, οι οργανώσεις έχουν βιντεοσκοπήσει τις επιθέσεις και διανείμει τα βίντεο δημόσια, αποκαλύπτοντας ομοφυλόφιλους για να τους απομονώσουν από τα κοινωνικά τους υποστηρικτικά δίκτυα. Τα ποσοστά αυτοκτονιών είναι ψηλά μεταξύ αυτών των θυμάτων – ιδιαίτερα έφηβοι – και σε μια ιδιαίτερα βάναυση περίπτωση τον Ιούνιο του 2013, ένας άνδρας στο Βόλγογκραντ βασανίστηκε μέχρι θανάτου από αντιομοφυλόφιλους ακτιβιστές, που υπέκυψε μετά σε άγριο ξυλοδαρμό μετά από σοδομισμό με ένα μπουκάλι μπύρας και τραύματα στα γεννητικά του όργανα. Η ρωσική κυβέρνηση από πλευρά της συνέβαλλε σ’ αυτό το κλίμα βίας με το να σβήσει ίχνη διαδηλώσεων υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων από τους ρωσικούς σέρβερ και φυλακίζοντας ακτιβιστές των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και μέλη της φεμινιστικής punk κολεκτίβας Pussy Riot, που οργάνωσαν και βιντεοσκόπησαν μια μεγάλη διαμαρτυρία κατά του Putin στην σημαντική για την Μόσχα εκκλησία του Χριστού του Σωτήρα τον Φεβρουάριο του 2012.
Με δεδομένη την σχετικά δημόσια εικόνα και τα υψηλά επίπεδα βίας μεταξύ των σύγχρονων Ρώσων λευκών σοβινιστών ακτιβιστών, όπως και την μακρά ιστορία της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας και του αντισημιτισμού της Ρωσίας, το γεγονός πως η white-power και νεοναζιστική μουσική εδραιώθηκε στην Ρωσία γίνεται όλο και λιγότερο παράδοξο από ότι με μια πρώτη ματιά. Στην πράξη, οι ντόπιοι white-power μουσικοί άρχισαν να παίζουν ρατσιστική ροκ μουσική στη Μόσχα λίγο μετά μόλις την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σύμφωνα με τον Denis Gerasimov, τραγουδιστή και βασική κινητήρια δύναμη πίσω από το πολύ γνωστό white-power μοσχοβίτικο συγκρότημα των Kolovrat, white-power και νεοναζιστικά συγκροτήματα όπως οι Crack, με έδρα την Μόσχα, όπως και το συγκρότημα των Totenkopf από την Αγία Πετρούπολη – ένα όνομα που στα γερμανικά σημαίνει νεκροκεφαλή, αναφερόμενη στο σύμβολο του κρανίου με τα οστά των SS – άρχισαν να αναπτύσσονται κατά τα πρώτα χρόνια της μετασοβιετικής περιόδου. (Να σημειωθεί πως το ρωσικό white-power συγκρότημα των Totenkopf είναι διακριτό από το γερμανικό, ιταλικό και από την Σιγκαπούρη συγκροτήματα που χρησιμοποίησαν το ίδιο όνομα). Ωστόσο, αυτά τα πρώτα white-power συγκροτήματα χρησιμοποιούσαν νεοναζιστική εικονογραφία απλά για την πρόκληση παρά από κάποια βαθιά ιδεολογία, παίζοντας έναν πρωτο-νεοναζιστικό ρόλο παρόμοιο με των Böhse Onkelz στην Γερμανία. Μεταγενέστερα white-power συγκροτήματα χλευάζουν αυτά τα πρώτα συγκροτήματα για την ρηχή χρήση των νεοναζιστικών συμβόλων· ο Gerasimov για παράδειγμα, λέει πως «ο ‘NS’ τους ήταν του είδους του ‘NS’ που ο Sid Vicious των Sex Pistols επιδείκνυε σε μια εβραϊκή γειτονιά του Παρισιού φορώντας ένα μπλουζάκι με την σβάστικα, φτηνή ποζεριά και πρόκληση, τίποτα περισσότερο». Για έναν σκληροπυρηνικό νεοναζί όπως ο Gerasimov, αυτού του είδους το φλερτ με το νεοναζισμό – μια μακρόχρονη τακτική πρόκλησης ακόμη και από υποθετικά μη ρατσιστές punk μουσικούς όπως οι Sex Pistols και η Siouxie Sioux – μπορεί να αποτελούν μια ενοχλητική παραποίηση του πραγματικού νεοναζισμού. Παρόλα αυτά τα πρώιμα συγκροτήματα έθεσαν τις βάσεις για σοβαρά νεοναζιστικά συγκροτήματα, δείχνοντας σε μελλοντικούς οπαδούς και μουσικούς πως ο βίαιος ρατσισμός είχε ακροατήριο στην μετασοβιετική Ρωσία.
Ο Gerasimov ίδρυσε το συγκρότημα του, Kolovrat, το 1994-1995 υπό το όνομα Russkoye Getto (Русское Гетто), αναφορά στην εργατική γειτονιά των μουσικών στη Μόσχα, όπως και την συμπάθεια τους για το κόμμα του Ρώσου πολιτικού Alexander Petrovich Barkashov, το Russkoye Natsional’noye Edinstvo (Русское Национальное Единство ή Ρωσική Εθνική Ενότητα), που υποστήριζε πως η Ρωσία θα έπρεπε να μετατραπεί σε ένα οχυρό τύπου γκέτο απομονωμένη από ξένους. Ο Gerasimov και οι Kolovrat ήταν μεταξύ των πρώτων Ρώσων μουσικών που, όπως λέει ο Gerasimov, «άρχισαν να παίζουν RAC (ΣτΜ: Rock Against Communism, Ροκ Κατά του Κομμουνισμού) μουσική στην επικράτεια της πρώην ΕΣΣΔ με σοβαρή ιδεολογική άποψη». Οι στίχοι των τραγουδιών των Kolovrat κατά τα τελευταία 20 χρόνια επικεντρώθηκαν σε μια γενική λίστα ρατσιστικών θεμάτων, ανάμεσα τους «πρώτα και κύρια (εννοώ την κριτική στο σημερινό δήθεν ‘δημοκρατικό’ και ‘φιλελεύθερο’ καπιταλιστικό σύστημα)· την μεγάλη ευρωπαϊκή κληρονομιά, την ένδοξη ιστορία της και τις πλούσιες παραδόσεις της· ντις τραγωδίες του 2ου ΠΠ, που ονομάζουμε «Αδελφικό Πόλεμο» · σλαβονική ενότητα και την περηφάνια μας να είμαστε Σλάβοι· την στήριξη στα αδέρφια μας στην Σερβία στην άνιση μάχη τους για την ιερή γη του Κόσοβου· τον αγώνα μας για την επιβίωση της φυλής μας κλπ» τα τραγούδια των Kolovrat περιλαμβάνουν τα «Арийский Реванш» (ariiskii revansh ή Άρια εκδίκηση) και «Наш Символ-Свастика» (nash simbol-svastika ή το σύμβολο μας-σβάστικα), μαζί με διασκευές τραγουδιών όπως το γνωστό «88 RAC’n’Roll Band», μια διασκευή του «88 Rock’n’Roll Band» των Landser. Τέτοια κομμάτια χρησιμοποιούν ιδιαίτερα νεοναζιστικό και άλλο ρατσιστικό συμβολισμό, υποστηρίζοντας και ρωσική και πανευρωπαϊκή λευκή ανωτερότητα.
Κατά τα πρώτα χρόνια των Kolovrat, τα νεοναζιστικά λυρικά θέματα προκάλεσαν σχετικά λίγα προβλήματα για τους Ρώσους white-power μουσικούς. Με αφετηρία ωστόσο το 2000, η ρωσική αστυνομία άρχισε να επεμβαίνει σε νεοναζιστικές συναυλίες. Οι Kolovrat – ως ένα από τα ηγετικά συγκροτήματα της σκηνής – έγιναν βασικός στόχος αυών των επιδρομών. Μια συναυλία των Kolovrat το 2000 κατέληξε σε μάχη κατά των αστυνομικών, αφού συνελήφθησαν 100 θεατές, και μια συναυλία τον Νοέμβριο του 2002 στην μνήμη του Ian Stuart Donaldson στην περιοχή της Μόσχας κατέληξε στην σύλληψη περισσότερων από 300 θεατών. Οι Kolovrat λένε πως πολλές ακόμη από τις συναυλίες τους στην περιοχή της Μόσχας έχουν δεχτεί επιδρομές κατά τα τελευταία χρόνια, και πως «είμαστε υπό συνεχή καταπίεση και ενεργή παρακολούθηση στην Ρωσία έτσι ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να παίξουμε ακόμη και σε μια μικρή ιδιωτική συναυλία για 100 συντρόφους στην πόλη μας τα τελευταία δυο χρόνια». Όμως, από το 2010 το συγκρότημα έχει δώσει πάνω από 250 συναυλίες σε όλη την Ρωσία και πολύ περισσότερες στο εξωτερικό, κάνοντάς τους το πιο διάσημο ρωσικό white-power συγκρότημα στην διεθνή σκηνή.
Επιπλέον της προσέλκυσης της αυξανόμενης προσοχής από την ρωσική αστυνομία για τις μεγάλες συναυλίες και την νεοναζιστική προπαγάνδα τους, κάποια μέλη των Kolovrat έχουν αντιμετωπίσει νομικές δυσκολίες σε άλλα μέρη της Ευρώπης. Τον Φεβρουάριο του 2004, συνέλαβαν τον ίδιο τον Gerasimov στο αεροδρόμιο της Πράγας για προώθηση ναζισμού και νεοναζισμού όταν οι τσέχικες αρχές ανακάλυψαν νεοναζιστικά σύμβολα όπως «88» και «Ian Stuart» στα ρούχα του, όπως και νεοναζιστικά CD στη βαλίτσα του. Τα τσέχικα δικαστήρια των απάλλαξαν από τις κατηγορίες τον Οκτώβριο του 2004 και του επέτρεψαν να επιστρέψει στην Ρωσία, αλλά μόνο επειδή – τουλάχιστον κατά την άποψη του δικαστή – δεν μπορούσε να προωθήσει το ναζισμό και το νεοναζισμό με τα CD του όταν όλα τα αντικείμενα ήταν «κλεισμένα στη βαλίτσα». Το Δεκέμβριο του 2004, ένα ανώτερο δικαστήριο ανέτρεψε την απαλλαγή του, αν και ο Gerasimov είχε επιστρέψει με ασφάλεια στη Ρωσία μέχρι τότε. Το συγκρότημα έχει παραπονεθεί ανοιχτά για το περιστατικό αυτό, που τα μέλη θεωρούν πολιτική δίωξη.
Παρά την κυβερνητική καταστολή, η ρωσική white-power μουσική σκηνή έχει αναπτυχθεί με γοργούς ρυθμούς από τις ταπεινές της αρχές κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Ήδη από το 1995, Ρώσοι σκίνχεντ δημιούργησαν παράρτημα της Blood & Honour στη Μόσχα, μετά από συνάντηση με μέλη της Blood & Honour Βερολίνου σε μια διεθνή συναυλία white-power μουσικής στη Βουδαπέστη. Ως αποτέλεσμα τέτοιου ακτιβισμού, το 1996 και το 1997 εμφανίστηκαν περισσότεα συγκροτήματα με σοβαρές ρατσιστικές πεποιθήσεις στη σκηνή, ανάμεσα τους οι Shturm (Штурм) και Radegast (Радегаст, ο θεός της φιλοξενίας στην σλαβική μυθολογία). Ένα τυπικό heavy metal συγκρότημα από το Γιάροσλαβ που ονομάζονταν TKNF, που είχε εκφράσει ρατσιστικά συναισθήματα περιστασιακά κατά το παρελθόν, άρχισε να εξερευνά ανοιχτά τον νεοναζισμό το 1996-1997. Αφού οι Shturm και TKNF πραγματοποίησηαν μια συναυλία στη Μόσχα που προσέλκυσε ένα απρόσμενα μεγάλο κοινό 350 ατόμων, δημιουργήθηκαν περισσότερα νεοναζιστικά συγκροτήματα, όπως οι με έδρα τη Μόσχα Vandal (Вандал, αργότερα γνωστοί ως Банда Москвы-Banda Moskvy) και το συγκρότημα Ultra – αρχικά γνωστοί ως S.T.S. ή Shit-Town Streetbulls – που προέρχονταν από την πόλη του Ιβάνοβου και πήραν το όνομά τους από τους σκληροπυρηνικούς «ultras» οπαδούς της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Η αναπτυσσόμενη αυτή white-power σκηνή άρχισε να πραγματοποιεί συναυλίες στη Μόσχα με τυπική προσέλευση 450 έως 600 οπαδών.
Μαζί με τα punk και metal προσανατολισμένα συγκροτήματα της πρώιμης white-power μουσικής σκηνής στη Ρωσία, μια σειρά από ρωσικά white-power συγκροτήματα επέλεξαν να παίξουν παγανιστικά προσανατολισμένη ακουστική και neo-folk μουσική, απατώντας στις ακουστικές κυκλοφορίες δυτικοευρωπαίων μουσικών όπως ο Frank Rennicke και οι Ian Stuart & Stigger. Κάποια από αυτά βρήκαν θερμή υποδοχή μεταξύ οπαδών ακόμη και έξω από τη Ρωσία. Για παράδειγμα, το white-power neo-folk συγκρότημα Volkolak (Волколак, λυκάνθρωπος), που προέρχεται από την περιοχή Αμούρ στην ρωσική Άπω Ανατολή, χρησιμοποιεί αυλούς, παραδοσιακά κρουστά, και άλλα όργανα που είναι ασυνήθιστα στην white-power μουσική. Το 2008 σε μια κριτική του άλμπουμ των Volkolak, Слава Яриле (δόξα στον Γιαρίλε, τον σλαβικό παγανιστικό θεό της βλάστησης, της γονιμότητας και της άνοιξης) από το 2004, ένας Κροάτης οπαδός στο Stormfront γράφει:
«Μπορεί κανείς να νιώσει δύναμη και λευκή περηφάνια στα τραγούδια τους και να αισθανθεί πως τόσο όμορφα τραγούδια δεν μπορούν να γραφτούν από κάποιον που δεν είναι λευκός. Αυτό δεν είναι ρατσισμός αλλά απλό γεγονός. Στην καθαρή φωνή του τραγουδιστή μπορεί να αισθανθείς μεγάλη περηφάνια και μίσος να αναμιγνύονται. Περηφάνια στο να είσαι Ρώσος, και μίσος για όσους ζουν στην Ρωσία και δεν είναι Ρώσοι. Άκουσα αυτό το άλμπουμ πολλές φορές. Είναι κάπως μαγικό για εμένα, αν και δεν είμαι Ρώσος. Πιστεύω πως όλοι θα νιώσουν περηφάνια ενώ το ακούν, ακόμη και αν δεν μιλούν ρωσικά. Αν θες να ακούσεις κάτι να χαλαρώσεις, ή να προσφέρεις στα αυτιά σου κάτι που είναι NS αλλά δεν είναι black metal ή ροκ, και πιστεύεις πως οι Prussian Blue είναι πολύ παιδιάστικο για σένα και αστείο, αυτό είναι κατάλληλο για σένα»
Αν και οι κριτικές CD του συγκεκριμένου οπαδού στο Stormfrontείναι σχεδόν αποκλειστικά NSBM, η τεχνική ικανότητα των Volkolak, ο ανυποχώρητος ρατσισμός τους και ο neo-folk ήχος τους σίγουρα άφησαν μια έντονη εντύπωση. Όπως δείχνει αυτή η κριτική, όπως άλλοι μη ροκ white-power μουσικοί, οι Volkolak απευθύνονται σε συγκεκριμένους οπαδούς της white-power μουσικής που απεχθάνονται σκληρές μορφές της ροκ μουσικής.
Η πλειοψηφία των βασικών white-power συγκροτημάτων στη Ρωσία παίζουν, ωστόσο, punk και metal προσανατολισμένη μουσική. Ένα από τα πιο διάσημα και μακροβιότερα ρωσικά white-power ροκ συγκροτήματα, οι Korroziya Metalla (Коррозия Металла, μια αναφορά στην heavy metal μουσική). Όπως οι TKNF, οι Korroziya Metalla είναι heavy metal συγκρότημα που προϋπάρχουν της πτώσης της ΕΣΣΔ, οι Korroziya Metalla όμως άρχισαν να επικεντρώνονται σε ρατσιστικά και νεοναζιστικά θέματα μετά το 1989. Η ηγετική μορφή του συγκροτήματος είναι ο μπασίστας Sergei “Pauk” (αράχνη) Troitsky, που έχει υπάρξει κατά περιόδους ως τραγουδιστής και κιθαρίστας σε διάφορα σημεία επίσης. Ο Troitsky – που κατέβηκε ανεπιτυχώς για δήμαρχος σε κάμποσες μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, ανάμεσα τους η Μόσχα το 1993 και το 2013, και το Χίμκι το 2012 – δεν είναι μόνο ανοιχτός για το φασισμό του («Τι μπορεί να ενοχλεί αυτό;», ρωτά τον δημοσιογράφο Jacek Hugo-Bader), αλλά και για τον ανοιχτό του μισογυνισμό: «Στην Μόσχα μια καλή πουτάνα κοστίζει 10000, αλλά στις επαρχίες μπορείς να έχεις ένα τοπ μόντελ με 800 ρούβλια (16£). Τρεις από αυτές ήρθαν μαζί μας για το επόμενο σκέλος της περιοδείας και χόρευαν γυμνές στη σκηνή στις συναυλίες. Ήταν αστέρια αλλά τις διώξαμε στη διαδρομή γιατί θέλαμε να έχουμε καινούριες σε κάθε πόλη». Αυτό το είδος μισογυνισμού διαφέρει από το πατριαρχικό μιλιταριστικό ήθος των περισσότερων white-power συγκροτημάτων από την Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα σχετικά με την αμετανόητη στάση του Troitsky να κάνει σεξ με Ρωσίδες ιερόδουλες, μια πρακτική που πολλοί white-power μουσικοί εκτός Ρωσίας θα θεωρούσαν μάλλον ως ταπεινωτική σε κατά τα άλλα «καθαρές» λευκές γυναίκες.
Το συγκρότημα του Troitsky είναι γενικά γνωστό ως thrash metal, αλλά έχουν πειραματιστεί και με το NSBM. Για να κυκλοφορήσουν μουσική με πολύ ακραίους στίχους για τα περισσότερα καθιερωμένα δισκογραφικά στούντιο, ο Troitsky ίδρυσε την δική του δισκογραφική εταιρεία, την KTR, αρκτικόλεξο για το Korporatsiya Tyazhyologo Roka (Корпорация Тяжёлого Рока). Το εξώφυλλο του άλμπουμ του 1995 με τίτλο 1.996 έδειχνε μια σβάστικα επικαλυμμένη με δυο τρισκέλια· το λυρικό περιεχόμενο του άλμπουμ αντιστοιχούσε με το πολιτικό συναίσθημα του εξώφυλλου, περιλαμβάνοντας ένα τραγούδι με τίτλο «White Power» που προειδοποιούσε για μια λευκή γενοκτονία και προέτρεπε ανοιχτά για βία εναντίον μαύρων και Κινέζων μεταναστών. Πολλά πρώην μέλη των Korroziya Metalla, ανάμεσα τους οι Maxim Layko και Vasiliy Kazurov, συνέχισαν με το να παίξουν στο σημαντικό ρωσικό white-power συγκρότημα D.I.V., που τραγουδούν τραγούδια όπως «Mein Kampf» και «Rap Monkey».
Τον Μάιο του 2013, η ρωσική κυβέρνηση έφτασε στο σημείο να τοποθετήσει ένα από τα τραγούδια των Korroziya Metalla – το «Bey Chertey» (Бей Чертей, τσακίστε τους διαβόλους) – σε μια λίστα με εξτρεμιστικό υλικό. Αυτό έγινε επιδή το συγκρότημα χρησιμοποιεί τη ρωσικξή λέξη για το διάβολο – chyort (чёрт), που προέρχεται από την ρωσική λέξη για μαύρος – chyornyy (чёрный). Για αυτό όταν οι στίχου του Troitsky το 1999 παροτρύνουν τους ακροατές να σώσουν την Μόσχα ακόμα και την ίδια την Ρωσία με το να τσακίσει τους «διαβόλους», το τραγούδι δεν αναφέρεται απλά στο θρησκευτικό συναίσθημα, αλλά και σε άμεση ρατσιστική βία. Όταν ο Hugo-Bader ρώτησε τον Troitsky για το γεγονός πως οπαδοί χρησιμοποίησαν τον ρατσισμό σε τραγούδια των Korroziya Metalla, όπως το «Bey Chertey» ως έμπνευση για πραγματική βία εναντίον μειονοτήτων στη Ρωσία, ο Troitsky απάντησε λέγοντας πως «Η μουσική είναι κάτι αφηρημένο – δεν μπορείς να την πάρεις κυριολεκτικά. Δεν είναι δικό μου φταίξιμο αν κάποιος με ερμηνεύσει με λάθος τρόπο». Ένα δικαστήριο στη Μόσχα διαφώνησε, ωστόσο, και απαγόρεψε το τραγούδι. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα μιας όλο και μεγαλύτερης τάσης προς την κυβερνητική καταστολή της white-power μουσικής και των νεοναζιστικών ομάδων στην Ρωσία, ένα μοτίβο στο οποίο ο Denis Gerasimov των Kolovrat αναφέρεται όταν λέει πως «υπάρχει έντονη καταστολή στη διάρκεια των τελευταίων κάμποσων ετών στη Ρωσία, περίπου 150 σύντροφοι εκτίουν ποινές στη φυλακή, και πάνω από 10 σύντροφοι είναι καταδικασμένοι σε ισόβια».
Αν και η αστυνομική παρακολούθηση και λογοκρισία κάνουν την ζωή πολλών white-power μουσικών στη Ρωσία δύσκολη, η ρωσική white-power μουσική σκηνή από τη σύλληψη της διατηρούσε ένα διεθνές προφίλ με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς με τις white-power μουσικές σκηνές στη γειτονική Ουκρανία και Λευκορωσία. Αν και η Ουκρανία και η Λευκορωσία υπέφεραν τόσο Σοβιετική όσο και Ναζιστική κατοχή στη διάρκεια του 20ου αιώνα – το μακελειό στην Ουκρανία, Λευκορωσία και Πολωνία κατά τα μέσα του 20ου αιώνα ήταν στην πραγματικότητα τόσο άγριο που ο ιστορικός Timothy Snyder ονόμασε αυτό το πεδίο μάχης που βρίσκονταν ανάμεσα στην γερμανική και τη ρωσική αυτοκρατορία, η «ματωμένη γη» – κάποια άτομα σε αυτές τις χώρες παρόλα αυτά θεωρούν τις νεοναζιστικές ιδεολογίες ελκυστικές σήμερα. Όπως οι white-power μουσικοί στη Ρωσία, οι white-power μουσικοί από την Ουκρανία και την Λευκορωσία τείνουν να τονίζουν την πανευρωπαϊκή και πανσλαβική ενότητα αντί του εθνικού σοβινισμού, επανακαθορίζοντας το ναζισμό για να συμπεριλάβουν και τους Ανατολικοευρωπαίους. Όπως ένα μέλος του ουκρανικού white-power συγκροτήματος Sokyra Peruna είπε σε μια συνέντευξητο 2010, «Είναι μια παλιά σλαβική παροιμία, τα περασμένα να μείνουν περασμένα».
Φυσικά η ύπαρξη τέτοιων παροιμιών δεν αποτρέπει μια σταθερή απέχθεια προς τα ναζιστικά εγκλήματα στην Ουκρανία, αλλά επειδή το σοβιετικό καθεστώς έκανε τις δικές του φρικαλεότητες εναντίον των εθνοτικά Ουκρανών τόσο πριν όσο και μετά τον 2ο ΠΠ – λιμοκτονώντας εν γνώσει του εκατομμύρια εθνοτικά Ουκρανούς μέσω αδίστακτων πολιτικών γεωργικών κολεκτιβοποιήσεων σε μια γενοκτονία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 γνωστή σήμερα ως Χολομόντορ (Голодомор, ή εξόντωση από πείνα), και μετά στέλνοντας πολύ περισσότερους να πεθάνουν από πείνα, εξάντληση και απάνθρωπες συνθήκες στο σύστημα των γκούλαγκ – η ΕΣΣΔ και το διάδοχο ρωσικό κράτος, αντί για τους Ναζί, συχνά αντιμετωπίζουν το βάρος της εχθρικότητας των εθνοτικά Ουκρανών για ιστορικά εγκλήματα.
Στην πραγματικότητα, η καχυποψία για τη Ρωσία μεταξύ των εθνοτικά Ουκρανών είναι τόσο ακραία τα τελευταία χρόνια που όταν ο Ουκρανός πρόεδρος Viktor Yanukovych επέλεξε να υπογράψει μια συμφωνία με τη Ρωσία αντι μιας εμπορικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση στα τέλη του 2013 και τις αρχές του 2014, βίαιες διαμαρτυρίες στην πρωτεύουσα του Κιέβου μετατράπηκε σε κανονική επανάσταση, αναγκάζοντας τον Yanukovych να παραιτηθεί και να εγκαταλείψει την χώρα. Ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin κλιμάκωσε την ένταση στέλνοντας στρατιώτες στην Χερσόνησο της Κριμαίας που κατά πλειοψηφία ήταν εθνοτικά Ρωσική, ενθαρρύνοντας ένα αμφισβητούμενο δημοψήφισμα τον Μάρτιο του 2014 στο οποίο οι κάτοικοι της Κριμαίας ψήφισαν την ενσωμάτωση στην Ρωσία. Τόσο το NATO όσο και ο ΟΗΕ έχουν κηρύξει αυτή τη κίνηση ως παράνομη, και ο ΟΗΕ αποφάσισε το Μάρτιο του 2014 να συνεχίσει να αναγνωρίζει την Κριμαία ως τμήμα της Ουκρανίας, όχι της Ρωσίας. Οι εθνοτικά Ουκρανοί τώρα ανησυχούν πως ο Putin μπορεί να προσπαθήσει να επανεντάξει και τμήματα της ανατολικής Ουκρανίας στην Ρωσία. Η κρίση αυτή είναι ακόμη υπό εξέλιξη, και τα τελικά αποτελέσματα για την Ουκρανία, την Ρωσία και την διεθνή κοινότητα είναι κάθε άλλο παρά ξεκάθαρα. Αυτό που είναι φανερό είναι πως οι εντάσεις παραμένουν από τη σοβιετική εποχή και συνεχίζουν να επηρεάζουν τις σχέσεις μεταξύ των εθνικών ομάδων στην Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο σύγχρονο ναρκοπέδιο που είναι η Ανατολική Ουκρανία.
Παρόλα αυτά, στους white-power κύκλους, ο λευκός εθνικισμός και οι αναφορές σε πανευρωπαϊκή ενότητα έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο – αν και όχι πάντοτε – να υπερνικούν εκφράσεις εθνικού σοβινισμού μεταξύ ρατσιστών από διαφορετικές εθνικές και εθνοτικές καταγωγές. Η διεργασία αυτή είναι φανερή, για παράδειγμα, στα νήματα συζήτησης σχετικά με την σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία στο ρωσικό υποφόρουμ του Stormfront. Λευκοί ρατσιστές από όλο το κόσμο εκφράζουν διαφορετικές απόψεις για την αναμέτρηση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, κάποιοι εκφράζουν στήριξη για τον παλιομοδίτικο σοβιετικό ιμπεριαλισμό και κάποιοι εκφράζουν αγανάκτηση με αυτό που θεωρούν ως ελεγχόμενη από Εβραίους ρωσική δομή εξουσίας που χτυπά τους ανθρώπους στην Ουκρανία. Σε μια συζήτηση, ένας διαχειριστής του φόρουμ αποθαρρύνει την υποστήριξη για όποια εσωτερική διαμάχη μεταξύ ευρωπαϊκής καταγωγής ομάδες, λέγοντας «Σκατένια κυβέρνηση στην Ουκρανία, ακόμα πιο σκατένια στην Ρωσία. Περισσότεροι μετανάστες, περισσότεροι σκατένιοι νόμοι στην Ρωσία από ότι στην Ουκρανία για την ώρα. Σύντομα, πιθανώς, μια Ευρασιατική Ένωση και ενσωμάτωση με 80 εκατομμύρια ‘συμπατριώτες’. Λέτε για το ξεκίνημα ενός πολέμου, ίσως ακόμη και ενός 3ου ΠΠ, την απώλεια πολλών ζωών, για την απόσπαση εδάφους από την μια σκατένια κυβέρνηση σε μια άλλη». Ένα άλλο μέλος απαντά σε αυτή τη ρητορική ερώτηση λέγοντας,
«Η κυβέρνηση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ θα είναι ακόμη πιο σκατά κατά τη γνώμη μου. Ασκούν περισσότερο έλεγχο στις χώρες τους. Η προπαγάνδα του Putin είναι αδύναμη και είναι ευκολότερο να καταρριφθεί. Η Ρωσική Ομοσπονδία θα είναι ευκολότερο να ανατραπεί. Με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ θα έχεις τόσους Τούρκους και άλλους λασπερούς όσους έχει και στη Γερμανία τώρα».
Ο διαχειριστής απαντά,
«Συνέκρινε απλά αντικειμενικά την Ανατολική Ευρώπη με τη Ρωσία, και ένα συμπέρασμα είναι εμφανές: το Πουτινιστάν είναι χειρότερο από λευκή εθνικιστική σκοπιά. 10 χρόνια πριν ο κόσμος τουλάχιστον μπορούσε να πει ‘τουλάχιστον στη Ρωσία δεν έχουμε εκείνους τους νόμους για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, νόμους που τιμωρούν μη πολιτικά ορθές απόψεις’ όπως στην Ευρώπη και ούτω καθεξής. Τώρα όμως όλα αυτά ε΄χουν περάσει και τώρα υπάρχει ένα αστυνομικό κράτος το ίδιο κακό όσο τα χειρότερα ευρωπαϊκά παραδείγματα όπως η Γερμανία».
Εδώ – όπως σε πολλές συζητήσεις μεταξύ λευκών σοβινιστών στο διαδίκτυο – μπορεί να δει άτομα με διαφορετικές απόψεις να συναντιόνται για να συζητήσουν πως να προσεγγίσουν καλύτερα την σύγκρουση Ρωσίας/Ουκρανίας. Σκληροπυρηνικά φιλορωσικά και φιλοουκρανικά συναισθήματα εμφανίζονται στις συζητήσεις του Stormfront, αλλά συχνότερα, τα μέλη συμμετέχουν σε συζητήσεις σαν και αυτή, αναλύοντας πως να αντιμετωπίσουν καλύτερα αυτό που βλέπουν ως εκτεταμένο πρόβλημα της εβραϊκής κυριαρχίας και στις δυο χώρες στο πλαίσιο της πολιτικής πυριτιδαποθήκης. Αν και αυτή η συζήτηση δείχνει το γεγονός πως οι λευκοί σοβινιστές δεν συμφωνούν πάντα μεταξύ τους σε ζητήματα ενδοευρωπαϊκής σύγκρουσης, δείχνει επίσης πως η γενικότερη θέση μεταξύ των white-power οπαδών διεθνώς μοιάζει να είναι πως οι λευκοί λαοί θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να πολεμήσουν τους Εβραίους και τους μη λευκούς μετανάστες ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες εθνικές τους καταβολές ή πολιτικές πεποιθήσεις. Με το τρόπο αυτό, οι λευκοί σοβινιστές από την Ουκρανία, την Ρωσία και τις γύρω χώρες να διαμορφώνουν την ιδέα το να «αφήσουν τα περασμένα, περασμένα» και να προχωρήσουν σε αμοιβαία ωφέλιμες σχέσεις πέρα από εθνικές και εθνοτικές γραμμές πιο πρόθυμα από τους ανθρώπους στις κοινωνίες που τους περιβάλλουν.
Όπως στην Ρωσία, οι white-power μουσικές σκηνές αναπτύχθηκαν στην Ουκρανία και στην Λευκορωσία στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι σκηνές στις δυο αυτές χώρες ήταν μικρότερες από ότι στην Ρωσία, εν μέρει κυρίως επειδή η Ουκρανία και η Λευκορωσία είναι πολύ μικρότερες από τη Ρωσία τόσο γεωγραφικά όσο και πληθυσμιακά. Στην Ουκρανία, ένα από τα πρώτα και πιο γνωστά white-power συγκροτήματα ήταν οι Nokturnal Mortum, ένα death metal και NSBM συγκρότημα που ξεκίνησε το 1991 με το όνομα Suppuration και που έχει γεννήσει side projects όπως το συγκρότημα Aryan Terrorism,. Άλλο ένα σημαντικό ουκρανικό white-power συγκρότημα ήταν οι Sokyra Peruna (Сокира Перуна, το τσεκούρι του Περούν, από τον σλαβικό θεό Περούν), αρχικά γνωστοί ως Bulldog, που δημιουργήθηκαν το 1998 από δυο πρώιμες hatecore συγκροτήματα της δεκαετίας του 1990. Μεταγενέστερα ουκρανικά white-power που επίσης έπαιξαν βασικό ρόλο στη σκηνή περιλαμβάνουν το συγκρότημα από το Χάρκοβο Dub Buk (δρυς και οξιά), ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε το 1997 από έναν πρώην κιθαρίστα των Nokturnal Mortum, που κυκλοφόρησε τα τραγούδια της στα ρωσικά αντί της μητρικής τους ουκρανικής. Άλλα σημαντικά συγκροτήματα περιλαμβάνουν τους Munruthel, Whites Load, Drudkh, Nachtigall, και Khors (από το όνομα του σλαβικού θεού του ήλιου).
Μεταξύ τους οι Nokturnal Mortum παίρνουν τα περισσότερα εύσημα από τους ακροατές τους λόγο της ικανότητας των μουσικών τους ως γνώστε πολλών οργάνων· αντίθετα με τα περισσότερα NSBM συγκροτήματα που χρησιμοποιούν προγράμματα υπολογιστών για να μιμηθούν τον ήχο των οργάνων που τα μέλη συγκροτημάτων δεν ξέρουν να παίξουν, τα μέλη των Nokturnal Mortum, σύμφωνα με τα λόγια ενός οπαδού που γράφει μια κριτική στο Stormfront για το demo του 2003, Weltanschauung (γερμανικά για το κοσμοθεωρία), «χρησιμοποιούν αληθινά πνευστά όργανα όπως γκάιντες και φλάουτο, βιολί, ακόμη και πραγματικό κόρνο αγελάδας». Παρόμοια ένας άλλος οπαδός γράφει, «Δυσκολεύτηκα να διατυπώσω με λέξεις πόσο πολύ εκτιμώ το Weltanschauung των ΝΜ. Πάντα πίστευα πως η παραδοσιακή μουσική και το black metal ταίριαζαν όπως το βούτυρο στο ψωμί και το άλμποουμ αυτό είναι απόδειξη του».
Οι Dub Buk και πολλά άλλα συγκροτήματα που περιλαμβάνουν μουσικούς που σχετίζονται με τους Nokturnal Mortum έχουν επίσης δεχτεί θετική υποδοχή από τους οπαδούς τόσο μέσα όσο και έξω από την Ουκρανία. Οι οπαδοί των Dub Buk συγκεκριμένα λένε πως απολαμβάνουν ιδιαίτερα την έντονη χρήση σλαβικής παγανιστικής θεματολογίας στη μουσική των Dub Buk, όπως σε αυτή την κριτική στο Stormfront για το άλμπουμ του 1999 Місяць Помсти (misyats’ pomsti, που σημαίνει μήνας ή σελήνη της εκδίκησης) από τον ίδιο χρήστη που αναφέρθηκε παραπάνω σε σχόλιο για την ικανότητα των Nokturnal Mortum ως γνώστες πολλών οργάνων:
«Οι Dub Buk είναι πιο μελωδικοί αλλά σκληροί και γεμάτοι μίσος με πολύ γρήγορα παγανιστικά τραγούδια, εκπληκτικά τύμπανα που αν και γρήγορα παραμένουν μελωδικά, μαζί με έντονα πλήκτρα που προσφέρουν riff που θυμίζουν folk, ακούγονται πολύ παγανιστικοί και η εκπληκτική δουλειά που περιμένεις από ένα ουκρανικό συγκρότημα. Η ποιότητα παραγωγής είναι πολύ χαμηλή, όχι κάτι που δεν περιμένεις από ένα black metal συγκρότημα, και προσθέτει στην ατμόσφαιρα. Το άλμπουμ αυτό δεν έχει επαναλαμβανόμενα riff για μεγάλα διαστήματα, ένα τραγούδι διαρκεί 11 λεπτά. Με αυτά τα μελωδικά ουκρανικά black metal συγκροτήματα πρέπει να έχεις υπομονή να τα ακούσεις και να εκτιμήσεις την μουσική. Τα λυρικά θέματα τραγουδιούνται στο σύνολο τους στα ρωσικά, μιλούν για εθνικιστικά συναισθήματα, παγανισμό και αντιχριστιανισμό».
Ο σλαβικός παγανισμός και αντιχριστιανισμός όμως δεν είναι τα μόνα σημαντικά λυρικά θέματα που εμφανίζονται στην ουκρανική white-power μουσική. Όπως και οι Ρώσοι ομόλογοι τους, πολλά ουκρανικά white-power συγκροτήματα εκφράζουν επίσης ξεκάθαρη συγγένεια με νεοναζιστικές ιδεολογίες. Στην ίδια ανάρτηση που περιέχει την κριτική για το Місяць Помсти των Dub Buk, ο ίδιος χρήστης του Stormfront σχολιάζει το δίσκο των Stormfront από το 2002, Иду На Вы! (idu na vy!, έρχομαι σε σένα!), γράφοντας, «Το τελευταίο κομμάτι είναι ένα είδος ορχηστρικού εθνικιστικού τραγουδιού, παρόμοιο με εκείνα του 3ου Ράιχ. Σπουδαίος τρόπος για να κλείσει ο δίσκος». Το σημαντικότερο, ο ακροατής αυτός αντιδρά όχι μόνο στην χρήση νεοναζιστικών στίχων από τους Dub Buk, αλλά και του τρόπου με τον οποίο το συγκρότημα αναφέρεται στον ήχο των γερμανικών εμβατηρίων της εποχής του 3ου Ράιχ μέσα από τα τραγούδια του, κάνοντας ξεκάθαρο πως πολλοί οπαδοί της white-power μουσικής καταναλώνουν την white-power μουσική όχι μόνο για το λυρικό περιεχόμενο, αλλά και επίσης για σημαντικές πτυχές του μη λεκτικού ρατσιστικού συμβολισμού που χρησιμοποιούν οι white-power μουσικοί.
Έχοντας ως έμπνευση τον νεοναζιστικό συμβολισμό και ιδεολογία τόσο στους στίχους των τραγουδιών και στο ηχητικό ύφος, τα ουκρανικά white-power συγκροτήματα λένε πω αυτοί, όπως οι Ρώσοι και οι άλλες σλαβικές ομάδες , θα πρέπει να θεωρηθούν κομμάτι της νεοναζιστικής Άριας ελίτ. Αυτό είναι στη πράξη κοινό θέμα στην white-power μουσική σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Παρόλο που η ουκρανική white-power μουσική σκηνή είναι μικρότερη από τη ρωσική σκηνή, τα μέλη της διαμορφώνουν το πως νεοναζί από όλο το κόσμο αντιλαμβάνονται και του τι σημαίνει να είσαι τόσο λευκός όσο και νεοναζί. Το μικρό μέγεθος της ουκρανικής white-power μουσικής σκηνής σε σύγκριση με εκείνη στην Ρωσία, που είναι η έδρα μιας από τις μεγαλύτερες σκηνές στο κόσμο, έρχεται σε αντίθεση με την δύναμη του ουκρανικού νεοναζισμού. Όπως στη Ρωσία, οι ουκρανικές αρχές μπορεί να αντιτίθενται στην ακραία νεοναζιστική προπαγάνδα, αλλά ο ρατσισμός προς εθνικές μειονότητες είναι ακόμη έντονος· η Διεθνής Αμνηστία, για παράδειγμα, έχει κατηγορήσει την ουκρανική αστυνομία για σταθερή αποτυχία να αντιμετωπίσει ρατσιστικές επιθέσεις σε Εβραίους, Ρομά και ξένους.
Η λευκορωσική σκηνή, που παρέμεινε μικρότερη από την ουκρανική, κυριαρχήθηκε από ένα συγκρότημα που μεταξύ 1995 και 2003 αποκαλούνταν Apraxia – το όνομα μιας διαταραχής της κινητικότητας που το άτομο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει εκούσιες κινήσεις ανεξάρτητα από τη θέληση και την ικανότητα του να τις πραγματοποιήσει – αλλά από το 2003 συνέχισε να παίζει με το όνομα Molot (Молот, ουκρανικά για το σφυρί). Άλλα σημαντικά λευκορωσικά συγκροτήματα τους Blackmoon Warrior 88, Panzerterror SS και Kamaedzitca (Камаедзiца, από την ετήσια γιορτή στις 24 Μαρτίου, σύμφωνα με ένα μέλος τους, για το ξύπνημα των αρκούδων κατά την σλαβική παγανιστική θρησκεία). Το γεγονός πως η λευκορωσική white-power σκηνή είναι μικρότερη από εκείνη στην Ρωσία και την Ουκρανία δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι ρατσιστικές ιδέες είναι λιγότερο δημοφιλείς στην Λευκορωσία από ότι στην Ρωσία ή την Ουκρανία. Πρακτικά, όπως διατύπωσε ένας Λευκορώσος χρήστης του Stormfront την περιγραφή του λευκορωσικού κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος της Λευκορωσίας σε μια ανάρτηση στο φόρουμ το 2014, «στην Λευκορωσία ένα μεγάλο μέρος των μέσων είναι ιδιοκτησία του κράτους. Αυτό στην πραγματικότητα είναι καλό σήμερα. Αποτρέπει τους δυτικούς Εβραίους από το να αγοράσουν τα μέσα. γενικότερα η Λευκορωσία είναι ένα σπουδαίο λευκό έθνος που τελικά απορρίπτει τα δυτικά δηλητήρια όπως τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και τα σχετικά». Η δήλωση αυτή φυσικά αντιπροσωπεύει τις θέσεις ενός ατόμου και όχι μιας ολόκληρης χώρα· πολλοί λευκοί σοβινιστές στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ επικρίνουν το μέγεθος του ελέγχου του κράτους ως απομεινάρι αυτού που κάποιοι βλέπουν ως εβραϊκό κομμουνισμό. Ωστόσο, αυτή η θέση δείχνει πως οι λευκοί σοβινιστές στην Λευκορωσία δεν αισθάνονται απειλή από αριστερά και δήθεν εβραϊκά ιδανικά και συμφέροντα αλλά από τα δυτικά αντίστοιχά τους. Η έλλειψη μιας μεγάλης white-power μουσικής σκηνής στην Λευκορωσία, έτσι μπορεί να μην προέρχεται απλά από την πολιτική διαφωνία με τις ιδεολογίες της λευκής υπεροχής μεταξύ του γενικού πληθυσμού, αλλά μάλλον σε μια πιθανή έλλειψη ενδιαφέροντος για punk και metal εμπνευσμένους ήχους που χαρακτήρισαν την πλειονότητα της white-power μουσικής τις πρώτες τρεις δεκαετίες της ύπαρξης του είδους.
Η παρουσία μιας μεγάλης white-power μουσικής σκηνής στη Ρωσία, μαζί με τα μικρότερα ξαδέρφια της στην Ουκρανία και την Λευκορωσία, δείχνει την προσαρμοστικότητα των ιδεολογιών της λευκής υπεροχής και του νεοναζισμού. Εβδομήντα χρόνια πριν, θα ήταν γελοίο να σκεφτείς πως Γερμανοί Ναζί θα συμφωνούσαν να δουλέψουν με Ρώσους, Λευκορώσους και Ουκρανούς με οποιοδήποτε τρόπο που θα έμοιαζε ισότιμος. Σήμερα η δύναμη των υποκουλτουρών της λευκής υπεροχής έχει αλλάξει αυτή τη δυναμική. Μια ανακοίνωση το 2007 από το ρωσικό τμήμα Διεθνούς Εταιρίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα έδειξε πως η Ρωσία μόνο είναι η έδρα περισσότερων από 50000 σκίνχεντ, περισσότερους από το σύνολο της Δυτικής Ευρώπης· στην Ρωσία, αντίθετα από την Δυτική Ευρώπη, αυτό το σκίνχεντ κίνημα είναι κυρίως ρατσιστικού προσανατολισμού, και κάποιοι υπολογίζουν πως 2000-3000 σκίνχεντ μόνο στη πόλη της Μόσχας είναι έτοιμοι να επιτεθούν ακόμη και να σκοτώσουν μετανάστες. Δείχνοντας πως είναι έτοιμοι να διαπράξουν ακραίες πράξεις βίας εναντίον φυλετικών και σεξουαλικών άλλων – και πολύ συχνά δείχνοντας πως οι εθνικές κυβερνήσεις τους θα τους επιτρέψουν να μείνουν ατιμώρητοι με τέτοια βία – αυτοί οι σκίνχεντ έχουν κάνει αδύνατο για τους νορδικά επικεντρωμένους νεοναζί της Δυτικής Ευρώπης να τους αγνοήσουν ή να χλευάσουν.
Σύμφωνα με ένα μέλος των Nokturnal Mortum, συγκροτήματα από την Ανατολική Ευρώπη όχι μόνο επικοινωνούν με εκείνες στην Δυτική Ευρώπη, αλλά και συνεργάζονται σε βίαια εγκλήματα: «Η Ευρώπη έχει δείξει αρκετό ενδιαφέρον για τα ουκρανικά συγκροτήματα. Είμαστε μαζί σε τρομοκρατικές πράξεις. Στο παρελθόν κάψαμε εκκλησίες. Τώρα είμαστε περισσότερο σε πολιτικά κινήματα εναντίον των υπανθρώπων». Αν τα white-power συγκροτήματα μπορούν συμφιλιώσουν ιστορικές έχθρες όπως αυτή μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας – ή παρόμοια μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας – αυτό σημαίνει πως πολλοί από αυτούς είναι σοβαροί για την πίστη τους σε μια πανευρωπαϊκή λευκή υπεροχή, και πως είναι πρόθυμοι να οραματιστούν εκ νέου τις παλιές φυλετικές ιεραρχίες ώστε να απαντήσουν στις νέες δημογραφικές πιέσεις από έξω από την Ευρώπη. Αυτό το είδος της προσαρμοστικότητας είναι που επιτρέπει στο να κρατηθούν ζωντανές οι ρατσιστικές ιδεολογίες ακόμη και μέσα από μεγάλες κοινωνικο-ιστορικές αλλαγές όπως η πτώση του Σιδερένιου Παραπετάσματος, και δείχνει πως δίχως συντονισμένες προσπάθειες για την αντιμετώπιση ρατσιστικών συμπεριφορών, ο βίαιος ρατσισμός θα συνεχίσει να είναι κομμάτι της κουλτούρας της Ανατολικής Ευρώπης για το επόμενο μεγάλο διάστημα.
Πολωνία
Η Πολωνία, όπως και η Ρωσία. Είναι η έδρα μιας από τις μεγαλύτερες white-power και νεοναζιστικές μουσικές σκηνές στην Ανατολική Ευρώπη. Όπως η Λευκορωσία και η Ουκρανία υπέφερε τρομερά στα χέρια και των Ναζί και των Σοβιετικών στα μέσα του 20ου αιώνα. Το νεοσύστατο πολωνικό κράτος είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία του όταν η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κατέρρευσε το 1918 – η πρώτη περίοδος ανεξαρτησίας μετά από περισσότερο από έναν αιώνα – αλλά το 1939, Ναζί και Σοβιετικοί διπλωμάτες υπέγραψαν το Σύμφωνο Molotov-Ribbentrop για να διαιρέσουν μεταξύ τους την Πολωνία. Μετά από σύντομο διοάστημα πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939, το δυτικό μισό έπεσε στους Ναζί και το ανατολικό στους Σοβιετικούς.
Καμμιά από τις δυνάμεις κατοχής δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους Πολωνούς, πόσο μάλλον τα εκατομμύρια Εβραίων που είχαν έρθει στην Πολωνία αιώνες πριν για να ζήσουν εκμεταλλευόμενοι την θρησκευτική ανοχή της μεσαιωνικής πολωνικής κυβέρνησης. Ακόμη και πριν ο Hitler και ο Stalin αρχίσουν να πολεμούν ο ένας τον άλλο τον Ιούνιο του 1941, και τα δυο καθεστώτα επιτέθηκαν στη πολωνική διανόηση και εξανάγκασαν τεράστιο αριθμό Πολωνών πολιτών σε καταναγκαστικά έργα. Το ναζιστικό καθεστώς έφτιαξε και τα έξι βασικά στρατόπεδα εξόντωσης – Τσέλμνο, Μπελζέκ, Τρεμπλίνκα, Σόριμπορ, Μάιντανεκ και Άουσβιτς-Μπίρκεναου – σε πολωνικό έδαφος. Πολλοί εθνοτικά Πολωνοί μαζί σχεδόν με το σύνολο των Εβραίων γειτόνων τους, χάθηκαν στα στρατόπεδα αυτά. Η σοβιετική μυστική αστυνομία, από πλευράς τους, έστειλαν χιλιάδες εθνοτικά Πολωνούς στο σύστημα των γκούλαγκ του Stalin, εξοντώνοντας σχεδόν 22000 μέλη της πολωνικής διανόησης μόνο το 1940 στο Δάσος του Κατίν κοντά στο Σμόλενσκ και κατηγόρησαν για την φρικαλεότητα τους Γερμανούς. Μέχρι να κατακάτσει η σκόνη του 2ου ΠΠ, περίπου μεταξύ 2700000 και 2900000 Πολωνοί εβραίοι είχαν σκοτωθεί και οι νικητές Σοβιετικοί είχαν εγκαταστήσει μια πολωνική κομμουνιστική κυβέρνηση ως σοβιετικό κράτος δορυφόρο.
Ο τρόμος καιη βία συνέχισε στην πολωνία μέχρι το θάνατο του Stalin. Ακόμη και μετά το 1953, η υποστηριζόμενη από τους Σοβιετικούς πολωνική κυβέρνηση συνέχισε να καταστέλει κάποια τμήματα της πολωνικής κοινωνία, ιδιαίτερα την πανίσχυρη Καθολική Εκκλησία στην οποία ανήκει το 96% των σύγχρονων Πολωνών. Εξαιτίας αυτών των καταπιέσεων, αντίθετα με τη Ρωσία, το κομμουνιστικό καθεστώς δεν κέρδισε ποτέ ευρεία υποστήριξη στην Πολωνία· μέχρι τα 1970 και τα 1980 μαζικές εργατικές διαδηλώσεις είχαν ξεσπάσει υπό ηγέτες όπως ο μελλοντικός Πολωνός πρόεδρος και αποδέκτης του βραβείου Νόμπελ Lech Wałęsa του κινήματος Solidarność (Αλληλεγγύη). Η πολωνική κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο μεταξύ 1981 και 1983 για να προσπαθήσει να τερματίσει την αναταραχή. Παρόλα αυτά, η σημαντική οικονομική αστάθεια, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οδήγησαν στην πτώση του πολωνικού κομμουνισμού το 1989. Εν μέρει λόγω της κακουχίας των Πολωνών υπό τον ελεγχόμενο από τους Σοβιετικούς κομμουνισμό, ακόμη και πριν από την πτώση του Σιδερένιου Παραπετάσματος, τουλάχιστον ένας μικρός τομέας του πολωνικού πληθυσμού θεωρούσε την βίαιη ναζιστική περίοδο ως προτιμότερη από την σοβιετική κατοχή· εν τέλει, όπως ο Πολωνός ιστορικός Jan Gross γράφει στην ιστορία του μετά τον 2ο ΠΠ πολωνικό αντισημιτισμό, όχι όλοι οι Πολωνοί στη διάρκεια ακόμη και των χρόνων του πολέμου αντιμετώπισαν τα πάντα σχετικά με το ναζιστικό καθεστώς εχθρικά ή αρνητικά: «Μεγάλα στρώματα της πολωνικής κοινωνίας εκμεταλλεύτηκαν τις ναζιστικές πολιτικές και συμμετείχαν στην καταστροφή των Εβραίων γειτόνων τους. Ότι η πολωνική κοινωνία αποδείχτηκε ευάλωτη στον πειρασμό του ολοκληρωτισμού και πως πολυάριθμοι Πολωνοί στην οργανωμένη από τους Ναζί θυματοποίηση των Εβραίων συμπολιτών διευκολύνθηκε από τον αυτόχθονα αντισημιτισμό». Όπως στη Ρωσία, απογοητευμένοι Πολωνοί άρχισαν να επανακαθορίζουν το ναζισμό στα ύστερα χρόνια της κομμουνιστικής περιόδου επανατοποθετώντας τις βάρβναρες πολιτικές του ναζιστικού καθεστώτος προς τις σλαβικές εθνικές ομάδες, τοποθετώντας τους ίδιους ως Άριους και μιλώντας για μια πανευρωπαϊκή ενότητα στη βάση ενός κοινού αντισημιτισμού και της ξενοφοβίας.
Κάποιοι σημαντικοί Γερμανοί white-power μουσικοί στα τελευταία χρόνια εξέφρασαν δημόσια διαφωνία με την ιδέα πως οι Πολωνοί είναι πραγματικά Άριοι. Το τραγούδι των Landser, «Polacken Tango», για παράδειγμα, κοροϊδεύει ανοιχτά την πολωνική αξίωση στην αριανότητα, γιορτάζοντας πως η γερμανία νίκησε την Πολωνία τον 2ο ΠΠ μέσα σε 18 μέρες στο ξεκίνημα του 2ου ΠΠ και πήρε πολλούς Πολωνούς ως αιχμαλώτους πολέμου. Παρόμοια, άλλα γερμανικά συγκροτήματα όπως οι Radikahl και οι Gestapo έχουν μιλήσει εναντίον της ιδέας της συμπερίληψης των ουγγρικών, των ελληνικών και ρωσικών συγκροτημάτων μέσα στον ιστό της white-power μουσικής. Ακόμη και ο Ian Stuart Donaldson εμφανίζεται σε τουλάχιστον ένα απόσπασμα ταινίας να διώχνει Πολωνούς από την σκηνή, προκαλώντας θυμό από πολλούς Πολωνούς οπαδούς της white-power μουσικής, όπως ένα χρήστη του Stormfront που εξέφρασε κατάπληξη και δυσπιστία αφού είδε πρώτη φορά τα αντιπολωνικά σχόλια του Donaldson το 2007:
«*** πραγματικά είπε *** Πολωνοί, τα αποβράσματα της γης… Δεν το είχα ακούσει ξανά: Έγραψε ένα καλό τραγούδι για τους Πολωνούς και τώρα λέει πως είμαστε τα αποβράσματα της γης και επιπλέον οι Skrewdriver είναι μάλλον το αγαπημένο μου συγκρότημα… Πιστεύω πως δεν το εννοούσε, το είπε μόνο για να αρέσει στους Γερμανούς… αλλά μάλλον όχι… Στοιχηματίζω θα γράφει τώρα τραγούδια για το πόσο *** είμαστεκαι τέτοια. Μιλά για ευρωπαϊκά αδέρφια και ενότητα όλη την ώρα, αλλά προσβάλει τους Πολωνούς, σα να είναι απλά Εβραίοι».
Όμως όλο και περισσότεροι δυτικοευρωπαϊκά συγκροτήματα μιλάνε για ενότητα με τους ανατολικοευρωπαίους, λέγοντας πως, για παράδειγμα, σε τραγούδια όπως το «Festung Europa» – γερμανικά για Φρούριο Ευρώπη, έναν όρο της ναζιστικής εποχής που αναφέρεται σε σχέδιο των Ναζί να οχυρώσουν ολόκληρη την Ευρώπη εναντίον μιας εισβολής των Συμμάχων – των Kraftschlag πως «wir sind Europäer» (είμαστε όλοι Ευρωπαίοι). Ένας χρήστης του Stormfront σχολίασε τον αντιπολωνικό σοβινισμό των Landser το 2011 γράφοντας, «Οι σοβινιστές είναι οι ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΙ εχθροί μας. Χειρότεροι από τους Εβραίους, τους κομμουνιστές, φιλελεύθερους ή όποιον άλλο».
Παρά την αντίδραση από κάποιους Πολωνούς και άλλους Σλάβους σε οργανωμένα νεοναζιστικά κινήματα, οι λευκοί σοβινιστές σκίνχεντ και η white-power μουσική υπήρχε για δεκαετίες στην Πολωνία. Τα πρώτα πολωνικά white-power συγκροτήματα στην πραγματικότητα εμφανίστηκαν στην Πολωνία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, πολύ πριν την πτώση του Σιδερένιου Παραπετάσματος. Αυτή η πρώιμη ρατσιστική μουσική σκηνή βίωσε σημαντικές δυσκολίες από τις κομμουνιστικές αρχές. Η δυτική white-power μουσική ήταν δύσκολο να βρεθεί, και τα πολωνικά συγκροτήματα δεν μπορούσαν να ηχογραφήσουν δίσκους ή να παίξουν σε κανονικές συναυλίες λόγω της κυβερνητικής καταστολής. Τα περισσότερα από αυτά τα συγκροτήματα εξέφραζαν μεταβατικές white-power ιδεολογίες, αντλώντας στοιχεία από οργανωμένες απόψεις της λευκής υπεροχής από δυτικοευρωπαϊκές οργανώσεις λευκής υπεροχής, αποφεύγοντας όμως τα πιο εμφανή σύμβολα του νεοναζισμού, όπως σβάστικες και αναφορές στον 2ο ΠΠ. Τα πολωνικά σκίνχεντ συγκροτήματα της κομμουνιστικής περιόδου όπως οι Ramzes & the Hooligans έτσι δεν μοιάζουν να είναι ιδεολογικά αφοσιωμένοι νεοναζί. Ωστόσο βασίστηκαν στον διάχυτο ρατσισμό, τον πολωνικό εθνικό σοβινισμό, και την ξενοφοβία που διέτρεχε κάποια τμήματα της πολωνικής κοινωνίας, όπως συγκροτήματα σαν τους Böhse Onkelz και τους Totenkopf έκαναν την ίδια περίοδο στην Γερμανία και στην Ρωσία.
Η ειρωνεία αυτής της ξενοφοβίας είναι πως η Πολωνία υπήρξε ιστορικά μια από τις πιο φυλετικά ανεκτικές και διαφοροποιημένες χώρες στην Ευρώπη, προσελκύοντας τον μεγάλο προπολεμικό εβραϊκό πληθυσμό της από άλλα μέρη της Ευρώπης μέσα από την φιλόξενη νομοθεσία της. Ωστόσο, το 3ο Ράιχ σκότωσε το 90-95% των Εβραίων της Πολωνίας, μαζί με πολλές από τις άλλες φυλετικές μειονότητες της χώρας. Εκείνοι που επιβίωσαν το Ολοκαύτωμα επέστρεψαν στο σπίτι τους σε μια ατμόσφαιρα βίαιου αντισημιτισμού και άλλου ρατσισμού μεταξύ του πολωνικού λαού που έσπρωξε τους περισσότερους επιζώντες να φύγουν για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ. Ως την δεκαετία του 1950 η κατά συντριπτική πλειοψηφία Πολωνία είχε γίνει μια από τις πιο ομοιογενείς εθνικά χώρες στο κόσμο, με πληθυσμό που αποτελούνταν κατά 95% από εθνοτικά Πολωνούς. Έτσι η πολωνική νεολαία που είχε μεγαλώσει στη διάρκεια της κομμουνιστικής περιόδου είχαν ελάχιστη εμπειρία συμβίωσης με μια εθνική ομάδα εκτός της δικής τους, κάνοντάς τους πρακτικά ευάλωτους στην ξενοφοβική ρητορική όταν οι ορίζοντες τους άρχισαν να επεκτείνονται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές εκείνης του 1990.
Ένα τέτοιο νεανικό συγκρότημα ήταν οι Legion, ένα πρώιμο και επιδραστικό πολωνικό white-power συγκρότημα που συντάχθηκε με ένα από τα πρώτα πολωνικά ακροδεξιά πολιτικά κόμματα της μετά τον 2ο ΠΠ εποχής, μια οργάνωση που ονομάζονταν Narodowe Odrodzenie Polski (Πολωνική Εθνική Αναγέννηση). Η Narodowe Odrodzenie Polski, αν και ακροδεξιά οργάνωση, δεν ήταν νεοναζιστική· στην πραγματικότητα, η πολωνική σκίνχεντ σκηνή είχε διχοτομηθεί μεταξύ των τυπικών νεοναζί σκίνχεντ που υπήρχαν σε άλλες χώρες και μια ντόπια πολωνοκαθολική υπερεθνικιστική φράξια. Οι Legion ήταν ένα από τα λίγα πολωνικά white-power συγκροτήματα που αναδύθηκαν πριν την πτώση του κομμουνισμού, μαζί με τους Honor – ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα στην white-power σκηνή διεθνώς – και λιγότερο γνωστά συγκροτήματα όπως οι BTM, οι Baranki Boże (αμνοί του κυρίου), οι Zadruga (μια μορφή κοινότητας στημένη γύρω από μια φατρία μεταξύ των Νότιων Σλάβων) και οι Szczerbiec (το όνομα του τελετουργικού ξίφους ενθρόνισης της Πολωνίας, το μόνο κομμάτι των μεσαιωνικών κειμηλίων του πολωνικού στέμματος που υπάρχουν ακόμη). Μια από τις κασέτες των Legion πούλησε περισσότερες από 30000 αντίγραφα ακόμη και πριν από την πτώση του Σιδερένιου Παραπετάσματος.
Μετά το 1989, η πολωνική white-power μουσική σκηνή γέμισε από μια μαζική είσοδο νέων Πολωνών λευκών σοβινιστών σκίνχεντ και δεκάδες white-power συγκροτήματα. Αυτά τα συγκροτήματα περιλάμβαναν το διαβόητο νεοναζιστικό συγκρότημα Konkwista 88 από το Βρότσλαβ, που ήταν το πρώτο πολωνικό white-power συγκρότημα που κυκλοφόρησε το δικό του σίνγκλ σε βινύλιο το 1993· πριν από τότε, τα πολωνικά white-power συγκροτήματα είχαν κυκλοφορήσει την μουσική τους μόνο σε κασέτες. Τα μέλη των Konkwista 88 συνεργάστηκαν με τους Honor και άλλα νεοναζιστικά συγκροτήματα για να ιδρύσουν μια οργάνωση στα πρότυπα του Blood & Honour με το όνομα Aryjski Front Przetrwania (Άριο Μέτωπο Επιβίωσης) και ένα σχετικό περιοδικό στα πολωνικά, Szturmowiec. Η οργάνωση αυτή διαλύθηκε, ωστόσο, όταν ένα βασικό μέλος εγκατέλειψε το κίνημα της λευκής υπεροχής και έδωσε σημαντικές πληροφορίες για την οργανωτική δομή της ομάδας στον αριστερό τύπο.
Άλλες οργανώσεις ήρθαν να καλύψουν το κενό που άφησε πίσω του το Aryjski Front Przetrwania, περιλαμβανόμενης μιας επαγγελματικής δισκογραφικής με τίτλο Fan Records, που ηχογραφούσε συγκροτήματα και από την ναζιστική και την καθολική υπερεθνικιστική πτέρυγα του πολωνικού σκίνχεντ κινήματος, ανάμεσα τους οι Legion, οι Surowa Generacja (ακραία γενιά), οι Odrodzenie 88 (αναγέννηση 88) και οι Szczerbiec. Η Fan Records έκλεισε το 1997 μετά από επιδρομή της αστυνομίας, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πολλές από τις white-power κυκλοφορίες της εμφανίστηκαν στα συνηθισμένα πολωνικά καταστήματα δίσκων. Άλλοι διάδοχοι του Aryjski Front Przetrwania περιλαμβάνουν ένα βραχύβιο παράρτημα της Blood & Honour στο Όλστιν το 1996, που αναγκάστηκε να κλείσει μετά από κυβερνητική επιδρομή και δεν επανιδρύθηκε μέχρι το 2002, μαζί με μια παρόμοια προπαγανδιστική οργάνωση, την Narodowa Scena Rockowa (Εθνική Ροκ Σκηνή), που προωθούσε μόνο υπερεθνικιστικά καθολικά συγκροτήματα και όχι νεοναζί μουσικούς μέσω της δισκογραφικής της, την Hard Records. Τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είδαν και νέα πολωνικά συγκροτήματα να μπαίνουν στην white-power μουσική σκηνή, όπως οι Ofensywa (Επίθεση), Nowy Lad (Νέα Τάξη), Sztorm 68 – που περιλάμβανε το τραγουδιστή των Szczerbiec – οι Feniks (Φοίνικας), οι Odwet 88 (Αντεπίθεση 88), Ekspansja (Επέκταση), Salut, αν και λίγα από αυτά τα συγκροτήματα επιβίωσαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990: Σημαντικά ξένα white-power συγκροτήματα όπως οι Bound for Glory και οι Extreme Hatred από τις ΗΠΑ οι No Remorse και οι Brutal Attack από την Βρετανία, οι Ιταλοί ADL 122 και οι Τσέχοι Excalibur άρχισαν να κάνουν συναυλίες στην Πολωνία στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Στη δεκαετία του 2000 – παρά το γεγονός πως οι Honor αναγκάστηκαν να διαλυθούν μετά τον θάνατο το 2005 του τραγουδιστή τους Mariusz Szczerski – μια σειρά από white-power συγκροτήματα εμφανίστηκαν στην σκηνή. Αυτές περιλάμβαναν τους Antisemitex, τους Hammer of Hate, τους White Devils, τους Tormentia, τους White Master, τους The Invasion, τους Głos Prawdy (Φωνή της Αλήθειας), τους Agressiva 88 και τους Gammadion.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, επιπλέον τάσεις έξω από την Πολωνία άρχισαν να επηρεάζουν την πολωνική νεοναζιστική μουσική σκηνή. Η νορβηγική NSBM συγκεκριμένα, ενέπνευσε μια σειρά από white-power μουσικούς να αρχίσουν να παράγουν οι ίδιοι NSBM. Σημαντικός ανάμεσα σε αυτούς τους μουσικούς ήταν ο Robert «Rob Darken» Fudali, ο μουσικός πίσω από τα NSBM studio project Graveland και Lord Wind. Άλλα NSBM περιλαμβάνουν τους Dark Fury, τους Abusiveness, τους Selbstmord (γερμανικά για αυτοκτονία) και Gontyna Kry (αρχαία σλαβονικά για Ναός του Αίματος). Η ακουστική white-power μουσική Γερμανών καλλιτεχνών όπως ο Frank Rennicke και η Annett Moeck επίσης επηρέασαν την πολωνική σκηνή, που έδωσε τον αντισημίτη τραγουδιστή/τραγουδοποιό Leszek Czajkowski.
Η πολωνική αστυνομία είναι πιο επιεικής με τους white-power μουυσικούς από ότι οι αρχές σε κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα τελευταία είκοσι χρόνια, αν και ο πολωνικός ποινικός κώδικας πρακτικά έχει αυστηρού νόμους εναντίον της ρητορικής μίσους. Αντιφασιστικές ακτιβιστικές ομάδες όπως η Nigdy Wiecej (ποτέ ξανά) και η εκστρατεία της Music Against Racism, ωστόσο, έχουν εργαστεί με σημαντικά αντιρατσιστικά πολωνικά και ξένα συγκροτήματα για να προωθήσουν αντιρατσιστικές νοοτροπίες μεταξύ του πολωνικού πληθυσμού. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, τα πολωνικά white-power συγκροτήματα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν συναυλίες σε μεγάλους χώρους, αλλά έχει γίνει δύσκολο να οργανώσουν ανοιχτά συναυλίες από τότε που η Πολωνία εντάχθηκε στην ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, λέγοντας πως βρίσκονται υπό αυξημένη αστυνομική παρακολούθηση την τελευταία δεκαετία.
Όπως στη Ρωσία, την Ουκρανία και την Λευκορωσία, η παρουσία των νεοναζί μουσικών και άλλων ακτιβιστών στην Πολωνία μέσα στη ζωντανή μνήμη του 2ου ΠΠ δείχνει πως τουλάχιστον κάποιοι Πολωνοί ήταν σε θέση να αναδιατυπώσουν την ιστορία του 3ου Ράιχ και τις φιλοσοφίες του Εθνικοσοσιαλισμού τόσο στα μυαλά τους όσο και στη συλλογική πολωνική μνήμη. Πολλοί Πολωνοί white-power μουσικοί ακολουθούν νεοναζί και λευκούς σοβινιστές ακτιβιστές σε άλλα μέρη λέγοντας πως η απειλή από τους Εβραίους και άλλες ξένες μειονότητες θα προκαλέσουν σύντομα δημογραφική κατάρρευση στην Πολωνία. Αυτό που δεν μπορεί να συμπεριλάβει αυτή η οπτική, είναι φυσικά το γεγονός πως η Πολωνία ήδη έχει περάσει μια τεράστια δημογραφική κατάρρευση με τη μορφή του Ολοκαυτώματος, που σε λιγότερο από έξι χρόνια πήγε την Πολωνία από πολυεθνική χώρα με φυλετική ανοχή με ιστορία αιώνων σε ένα από τα πιο ομοιόμορφα εθνικά κράτη στο κόσμο. Η διαδικασία της συλλογικής λήθης έχει επιτρέψει σε κάποιους Πολωνούς white-power μουσικούς να πουν πως το 3ο Ράιχ ήταν πρακτικά καλό για τους εθνοτικά Πολωνούς, ένα συναίσθημα που αποκόπτει βολικά την ιστορία των ναζιστικών σφαγών και της καταναγκαστικής εργασίας που επηρέασαν και τους εθνοτικά Πολωνούς, αν και σε μικρότερο βαθμό από ότι επηρέασαν τους Πολωνοεβραίους και τους Ρομά/Σίντι.
Με την ρομαντικοποίηση του ναζιστικού καθεστώτος για να δαιμονοποιήθεί η σοβιετική κατοχή και το μεταγενέστερο πολωνικό κομμουνιστικό καθεστώς δορυφόρος, οι Πολωνοί νεοναζί λένε πως οι Πολωνοί και άλλοι σλαβικής καταγωγής λαοί μπορούν να επανοραματιστούν την ναζιστική φιλοσοφία με τέτοιο τρόπο ώστε να συμπεριλάβουν τους ίδιους μέσα στις πιο προνομιούχες κατηγορίες της. Οι Πολωνοί είδαν μεγαλύτερο μέρος του Ολοκαυτώματος να ξετυλίγεται στις πίσω αυλές τους από ότι ίσως κάθε άλλη εθνικότητα στην Ευρώπη, και ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλο πως ο Hitler ποτέ δεν σκόπευε να μπουν οι σλαβικοί λαοί στην φυλετική του ελίτ. Όμως η Ανατολική Ευρώπη στην μετά το 1989 εποχή είναι διαφορετικό μέρος από ότι ήταν το 1945, και δεν θα πρέπει κάποιος να αγνοήσει την ικανότητα των Πολωνών νεοναζί να αλλάξουν τον κόσμο του ακτιβισμού της λευκής υπεροχής. Με δεδομένα τα ψηλά ποσοστά της μη λευκής μετανάστευσης στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, οι νορδικά εστιασμένοι νεοναζί από την Βόρεια και Δυτική Ευρώπη έχουν αρχίσει να αποδέχονται πως ίσως έχουν περισσότερα κοινά με τους Ανατολικοευρωπαίους γείτονες τους από ότι πίστευε ο Hitler. Όλο και μεγαλύτερη συνεργασία με Γερμανούς λευκούς σοβινιστές ακτιβιστές – ιδιαίτερα στον απόηχο της απαγόρευσης της Blood & Honour Deutschland το 2000, που εμπόδισε την ικανότητα των Γερμανών διανομέων να πουλήσουν white-power μουσική μέσω ντόπιων εταιρειών – ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αξίωση των Πολωνών στη αριότητα. Αντί έτσι να δείχνει απλά μικα υποκριτική παρανόηση της ιστορίας του 20ου αιώνα, ο πολωνικός και ο άλλος σλαβικός νεοναζισμός πρακτικά δείχνει ένα σημαντικό βήμα στην εξέλιξη της ιδεολογίας της λευκής υπεροχής, τέτοιο που αντιδρά στην αυξανόμενη ευκολία της παγκόσμιας μετανάστευσης και επικοινωνίας με το να μειώνουν την εστίαση τους στον εθνικό σοβινισμού του 19ου αιώνα ώστε να τονίσουν την φυλετική ενότητα πέρα από κρατικά σύνορα. Αυτή η ικανότητα για ανάπτυξη νέων ρατσιστικών φιλοσοφιών που ελκύουν νεότερες γενιές σημαίνει πως ο νεοναζισμός και άλλες μορφές του ακτιβισμού της λευκής υπεροχής είναι πολύ πιο δυναμικές και λιγότερο ξεπερασμένες από ότι πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να πιστεύουν.
Ελλάδα
Η σύγχρονη Ελλάδα όπως και η Πολωνία, είναι η έδρα μιας ζωντανής white-power μουσικής σκηνής που αποτελείται από συγκροτήματα που εκφράζουν και παλιού τύπου εθνικό σοβινισμό και νεότερες πανευρωπαϊκές και νεοναζιστικές ιδεολογίες. Τα πρώτα χρόνια της white-power μουσικής, η ελληνική white-power μουσική σκηνή ‘εμοιαζε ασήμαντη σε σύγκριση με τις μεγαλύτερες σκηνές σε μέρ όπως η Βρετανία και η Γερμανία. Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που κατέστρεψε πρόσφατα την ελληνική οικονομία και προκάλεσε κάποια από τα χειρότερα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα από οπουδήποτε αλλού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ελληνικοί white-power μουσικοί κύκλοι και οι νεοναζιστικές οργανώσεις μεγεθυνθήκαν εκθετικά.
Η Ελλάδα είναι μοναδική μεταξύ των χωρών που αναλύθηκαν σε αυτό το κείμενο ως προς το γεγονός πως αντίθετα με την Ρωσία, την Ουκρανία, την Λευκορωσία ή την Πολωνία, η μετά τον 2ο ΠΠ Ελλάδα δεν πέρασε ποτέ στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης ή μιας υποστηριζόμενης από τους Σοβιετικούς κομμουνιστικής κυβέρνησης δορυφόρου. Αρχικά μια ουδέτερη χώρα σστο πόλεμο, η Ελλάδα απέκρουσε αρχικά μια ιταλική επίθεση το 1940 για να πέσει στον Hitler και τους Ναζί το 1941, η βάρβαρη γερμανική κατοχή έληξε τον Οκτώβριο του 1944 όταν Έλληνες αντάρτες και Βρετανικά στρατεύματα τελικά πήραν την Αθήνα. Οι Έλληνες κομμουνιστές πολέμησαν για τον έλεγχο της χώρας σε ένα εμφύλιο μεταξύ 1944 και 1949, τελικά όμως οι κρατικές δυνάμεις με την στήριξη των Αμερικάνων και των Βρετανών κέρδισαν. Με την βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ, η ελληνική οικονομία ανέκαμψε γρήγορα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, κάνοντας την Ελλάδα να μοιάζει ως μια από τις δημοκρατικές ιστορίες επιτυχίας στην Ευρώπη μετά τον 2ο ΠΠ.
Ωστόσο βαθιά χάσματα μεταξύ της πολιτικής αριστεράς και δεξιάς παρέμειναν ζωντανά για πολύ καιρό μετά το τέλος της ναζιστικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ενώ αριστεροί και δεξιοί πολιτικοί τσακώνονταν μεταξύ τους, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού είδαν την ευκαιρία να αρπάξουν την εξουσία. Στις 21 Απριλίου 1967, οι ακροδεξιοί αυτοί αξιωματικοί πραγματοποίησαν το πραξικόπημα τους, χρησιμοποιώντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού για να καταλάβουν σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις και να συλλάβουν βασικούς αντιπάλους. Εγκαθίδρυσαν μια υπερεθνικιστική στρατιωτική χούντα, αφαιρώντας τις περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες των Ελλήνων πολιτών παίζοντας με το φόβο της κομμουνιστικής απειλής. Στη διάρκεια των εφτά ετών που η χούντα παρέμεινε στην εξουσία, οι αρχές της συνέλαβαν, κράτησαν και βασάνισαν χιλιάδες πολιτικούς αντιπάλους σε φυλακές σε νησιά. Το 1974, υπό την αυξανόμενη δημόσια αντίθεση, η χούντα έπεσε σε εσωτερική πολιτική διαμάχη και αυτό οδήγησε στην κατάρρευση της. Η Ελλάδα στο σημείο εκείνο αποκατέστησε την δημοκρατική διακυβέρνηση της και άρχισε να αναπτύσσει την οικονομία της ξανά. Όμως όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που βίωσαν ακροδεξιές δικτατορίες στα μέσα ως τα τέλη του 20ου αιώνα, το τέλος της χούντας δεν σήμαινε πως οι υποστηρικτές των υπερεθνικιστικών ιδεολογιών εξαφανίστηκαν. Με την οικονομική ανάπτυξη ήρθαν αυξανόμενοι αριθμοί μεταναστών εργατών και προσφύγων από τον 3ο Κόσμο, που αποτελούσαν μέχρι και το 10% του ελληνικού εργατικού δυναμικού μέχρι τα μέσα του 1990. Επιπλέον αυτής της εισσροής ξένων εργατών στην Ελλάδα υπήρξε ο πρόσφατος εμφύλιος στην Συρία, που προκάλεσε ένα μαζικό κύμα προσφύγων από την Συρία και άλλους αναζητούντες άσυλο να καταφύγει στην ευρωπαϊκή ένωση· η Ελλάδα, ως μια από τις βασικές πύλες εισόδου για τους μετανάστες αυτούς, είδε 124000 αφίξεις τους πρώτους εφτά μήνες του 2015, μια αύξηση πάνω από 750% σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2014. Το ρεύμα αυτό προκάλεσε θυμό όχι μόνο μεταξύ των παραδοσιακών Ελλήνων υπερεθνικιστών αλλά και μεταξύ ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού νεαρών νεοναζί, περιλαμβανομένων και σκίνχεντ.
Στην πραγματικότητα, το ρατσιστικό σκίνχεντ κίνημα έφτασε στην Ελλάδα το 1979. Οι πρώτοι Έλληνες σκίνχεντ στα χρόνια αμέσως μετά την χούντα ήταν σημαντικοί για την ανάμιξη νεοναζιστικών και πανευρωπαϊκών ρατσιστικών ιδεολογιών με τις ελληνικές εθνικές σοβινιστικές φιλοσοφίες. Στην αρχή, οργανώθηκαν κυρίως ως μικρές συμμορίες ή παρέες όπως στην Βρετανία και τη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Περίπου το 1987, ωστόσο – όπως ακριβώς ο Ian Stuart Donaldson δημιουργούσε δεσμούς μεταξύ ρατσιστών σκίνχεντ και δεξιών πολιτικών οργανώσεων στη Βρετανία – οι Έλληνες σκίνχεντ άρχισαν να συνεργάζονται με υπερδεξιές πολιτικές οργανώσεις της Ελλάδας, όπως η Εθνική Πολιτική Ένωσις (ΕΠΕΝ) και ο Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή (ΧΑ). Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές εκείνης του 1990, αυτό το νέο είδος πολιτικοποιημένων Ελλήνων σκίνχεντ παρήγαγε την πρώτη σοδιά εγχώριων ελληνικών white-power ροκ συγκροτημάτων – οι περισσότερες από τις οποίες έπαιζαν oi! Punk – όπως οι Last Patriots, οι Cause of Honour, οι Απολίτιστοι, οι Aryan Resistance, οι No Surrender, οι Rock’n’Roll Rebels, οι Southrise, οι United Boots και οι Warrior’s Pride. Η δεκαετία του 1990 γνώρισε μια άνθιση της white-power μουσικής στην Ελλάδα που αντικατόπτριζε την άνθιση της white-power μουσικής μεταξύ των ευρωπαϊκής καταγωγής πληθυσμών αλλού. Τα ελληνικά white-power συγκροτήματα άρχισαν να επιραματίζονται με νέα μουσικά είδη που επηρέαζαν τις white-power μουσικές σκηνές στην Δυτική Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική, περιλαμβανόμενων του heavy metal και του hatecore. Υπό την επιρροή του νορβηγικού NSBM, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ελληνικά συγκροτήματα όπως οι Naer Mataron – όνομα που σύμφωνα με τα μέλη του συγκροτήματος προέρχεται από ένα αρχαίο σουμεριακό όνομα του Άδη, του θεού του κάτω κόσμου – άρχισαν επίσης να παράγουν NSBM από μόνοι τους. Η ελληνική white-power μουσική σκηνή είχε μεγαλώσει τόσο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 που η Blood & Honour ίδρυσε ελληνικό παράρτημα τον Φεβρουάριο του 1999, την Blood & Honour Hellas, που άρχισε να παράγει το δικό της αγγλοφωνο περιοδικό Blood & Honour Hellas το Μάιο της ίδιας χρονιάς. Μαζί με την Blood & Honour, εγχώρια white-power έντυπα και οργανωτές επίσης συνέχισαν να παράγουν τις δικές τους συναυλίες και δημοσιεύσεις.
Από το 2002, νεότερα ελληνικά συγκροτήματα όπως οι Boiling Blood, το hatecore συγκρότημα Iron Youth και οι der Stürmer (από τον τίτλο μιας από βασικές προπαγανδιστικές εφημερίδες του 3ου Ράιχ) αντιπροσωπεύουν την ελληνική white-power μουσική σκηνή σε διεθνείς white-power συλλογές και σε διεθνή white-power φεστιβάλ. Πολλά από αυτά τα συγκροτήματα έχουν δεχτεί επιδοκιμασίες από οπαδούς έξω από την Ελλάδα, σε μέρη όπως όπως μια λαμπρή κριτική από τον Ολλανδό χρήστη Ju-87 στο Stormfront το 2005 για τον δίσκο των Iron Youth, Durch das Volk, mit dem Volk, für das Volk («από το έθνος, με το έθνος, για το έθνος» σύνθημα του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας μετά τον 2ο ΠΠ), λέγοντας «Κάθε οπαδός του λευκού εθνικιστικού metal/hatecore πρέπει να το αγοράσει αυτό. Είναι σίγουρα ένα από τα πιο επαγγελματικά συγκροτήματα στη σκηνή». Τα τελευταία χρόνια, οι Iron Youth και άλλα white-power συγκροτήματα των αρχών του 2000 επηρέασαν μια ακόμη νεότερη γενιά από ελληνικά συγκροτήματα όπως οι Pogrom και οι Legion Hellas.
Η ελληνική white-power μουσική σκηνή για μια επρίοδο είχε το δικό της χώρο συναυλιών, το Skinhouse Hellas, που άνοιξε στην πόλη των Τρικάλων το 2005, ένα βασικό κέντρο για την ελληνική white-power μουσική σκηνή. Ο χώρος αυτός φιλοξενούσε πολλά από τα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς δικτύου της white-power μουσικής σκηνής όπως οι Brutal Attack, οι Mistreat, οι Vinland Warriors, οι Sleipnir, οι Bully Boys και οι Whitelaw. Αν και κάποια white-power συγκροτήματα είχαν φιλικές σχέσεις με ιδιοκτήτες συγκεκριμένων χώρων στο παρελθόν, αυτού του είδους δημόσια διαφημισμένου αποκλειστικά white-power χώρου αντιπροσώπευε ένα δίχως προηγούμενο βήμα της white-power μουσικής και έδειχνε πως οι white-power μουσικοί σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας απολάμβαναν στενούς δεσμούς όχι μόνο με ιδιοκτήτες χώρων αλλά και με την αστυνομία και τον ευρύτερο πληθυσμό, που επέτρεπε σε μια τέτοια επιχείρηση να συνεχίσει να λειτουργεί για μια δεκαετία. Ωστόσο, μέχρι τα τέλη του 2015, η επίσημη ιστοσελίδα του Skinhouse Hellas είχε εξαφανιστεί, δείχνοντας πως ο χώρος είχε κλείσει, μάλλον λόγω κυβερνητικών διώξεων κατά της ΧΑ και των οπαδών της.
Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ του ευρύτερου ελληνικού πληθυσμού και των white-power συγκροτημάτων ευνοήθηκαν από την πρόσφατη οικονομική κρίση. Σε μια ατμόσφαιρα οικονομικής αβεβαιότητας και αναστάτωσης, το κόμμα της ΧΑ κέρδισε μια άνευ προηγουμένου εκλογική επιτυχία, ιδιαίτερα το 2012, και πολλοί «τυπικοί» Έλληνες πολίτες άρχισαν να εκφράζουν ρατσιστικές και ξενοφοβικές πολιτικές ιδεολογίες που κάποτε ευημερούσαν μόνο στα άκρα. Πολλά ελληνικά white-power συγκροτήματα, όπως οι Iron Youth και οι Stosstrupp (Τάγμα Εφόδου, αναφορά στην πρώιμη ναζιστική οργάνωση Stosstrupp Adolf Hitler), βασισμένοι στην ευρύτερη αποδοχή τους, συμμάχησαν με την ΧΑ και συμμετείχαν και στον πολιτικό ακτιβισμό και σε βία δρόμου.
Κάποιοι συγκεκριμένοι μουσικοί, όπως ο Γιώργος «Καιάδας» Γερμενής – που δεν ήταν μόνο ο μπασίστας του ελληνικού NSBM συγκροτήματος Naer Mataron, αλλά και ένας από τους βουλευτές της ΧΑ στην ελληνική βουλή – χρησιμοποίησε την εκλογική επιτυχία της ΧΑ για να εξασφαλίσει πολιτικό αξίωμα, συνεχίζοντας ταυτόχρονα να συμμετέχει σε βία δρόμου. Τον Μάιο του 2013, ο Γερμενής χρησιμοποίησε την κοινοβουλευτική του ταυτότητα για να παρακάμψει την αστυνομική ασφάλεια που περιέβαλε τον δήμαρχο της Αθήνας Γιώργο Καμίνη, προσπαθώντας να επιτεθεί στον δήμαρχο και προσπαθώντας να τραβήξει όπλο πριν τον σταματήσει η ομάδα ασφαλείας του δημάρχου. Στην πάλη, ο Γερμενής χτύπησε ένα δωδεκάχρονο κορίτσι στο πρόσωπο αντί να τραυματίσει τον δήμαρχο. Ενώ white-power μουσικοί όπως ο Sergei Troitsky στην Ρωσία προσπάθησαν να εκλεχτούν σε δημόσια αξιώματα στην Ανατολική Ευρώπη, το γεγονός πως γνωστοί white-power μουσικοί και ενεργοί Έλληνες νεοναζί όπως ο Γερμενής κατόρθωσαν να έχουν εθνικού επιπέδου εκλογική επιτυχία δείχνει και το βάθος της παρούσας πολιτικής αστάθειας της Ελλάδας και την δύναμη των ιδεολογιών της λευκής υπεροχής στην σύγχρονη Ελλάδα.
Μετά το φόνο ενός αριστερού μουσικού το Σεπτέμβριο του 2013 από μέλος της ΧΑ, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση θεώρησε την ΧΑ ως «νεοναζιστική εγκληματική ομάδα» και φυλάκισε τον Γιώργο Γερμενή, μαζί με άλλα βασικούς ηγέτες του κόμματος, για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Το κρατικό Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ανέφερε πως ο Γερμενής «είχε το ρόλο ‘ταγματάρχη’ στην στρατολόγηση και εκπαίδευση νέων μελών όπως και σε επιθέσεις κατά μεταναστών». Όταν μεταφέρθηκε από τις φυλακές στην ελληνική βουλή το Μάιο του 2014 για να μιλήσει για τις κατηγορίες δήλωσε πως «Αυτό θα καταγραφεί στην ιστορία ως η μέρα που εκλεγμένος νομοθέτης εμφανίστηκε στο Κοινοβούλιο με χειροπέδες από τη φυλακή. Είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι». Οι πρώην συνάδελφοι του στη βουλή τον αγνόησαν, αφαιρώντας την βουλευτική ασυλία για όλους τους 18 πολιτικούς που εκλέχθηκαν στο κοινοβούλιο το 2012. Οι φυλακισμένοι αρχηγοί της ΧΑ πήγαν σε δίκη που ξεκίνησε το Μάιο του 2015.
Χρήστες του Stormfront, αναμενόμενα, αντέδρασαν στην είδηση της καταστολής με θυμό· ένας Έλληνας χρήστης, ακούγοντας πως ο αρχηγός της ΧΑ, Νικόλαος Μιχαλολιάκος είχε συλληφθεί το Σεπτέμβρη του 2013 έφτασε στο να εκφράσει επιθυμία για εκδίκηση: «Αυτό είναι απαράδεκτο. Αυτή είναι η ψευτοδημοκρατία που μας πουλάνε τόσα χρόνια. Αισθάνομαι τόσος θυμό που θέλω να πάρω την καραμπίνα και να πάω να τους πάρω τα κεφάλια. Όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες και αλήτες». Άλλα μέλη του Stormfront ήταν πιο επιφυλακτικά στην αποδοκιμασία τους, αλλά ένας χρήστης συνόψισε τον τόνο της αντίδρασης στο Stormfront γράφοντας, «Οι μαρξιστές Εβραίοι φοβούνται την Χρυσή Αυγή. Εμποδίζει τα σχέδια τους για το πολιπολιτισμικό βόθρο τους και να μας κάνουν όλους σκλάβους, ενώ αυτοί ζουν σαν βασιλιάδες».
Παρά το γεγονός πως η τύχη της ΧΑ άλλαξε, η πολιτική επιτυχία μιας φιλικής προς την white-power μουσική Χρυσής Αυγής βοήθησε την ελληνική white-power σκηνή να ανέλθει σε διεθνή σημασία γρήγορα κατά τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα με σκηνές σε χώρες όπως η Γερμανία και η Σουηδία, η ελληνική white-power μουσική σκηνή βίωσε κάτι κοντινό σε χρυσή εποχή στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Αν οι Έλληνες white-power μουσικοί μπορούν να συνεχίσουν την δημόσια βία και τον ανοιχτό νεοναζιστικό ακτιβισμό θα εξαρτηθεί όχι μόνο από το αποτέλεσμα της δίκης της ΧΑ, αλλά και από το πως η ελληνική κυβέρνηση θα επιλέξει να αντιμετωπίσει τα πρώην απλά μέλη της ΧΑ και πως η διεθνής κοινότητα θα αντιδράσει στην καταστροφική ύφεση στην Ελλάδα. Όποιο μέλλον και αν περιμένη την ελληνική white-power μουσική σκηνή, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων white-power μουσικών και της ελληνικής εθνικής κυβέρνησης έκαναν την ελληνική white-power σκηνή, τουλάχιστον για λίγο, μια από τις πιο πολιτικά σημαντικές στο κόσμο. Για αυτό το λόγο είναι που η ελληνική σκηνή αξίζει αναφοράς εδώ, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα – μια μικρή χώρα – δεν μπορεί να παράξει το μεγάλο αριθμό white-power συγκροτημάτων που δραστηριοποιούνται σε χώρες όπως η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι νορδικά εστιασμένες νεοναζιστικές ομάδες μπορεί να ήταν επιφυλακτικές για white-power συγκροτήματα από τις μεσογειακές χώρες κατά το παρελθόν, αλλά η βιαιότητα της ελληνικής σκηνής μοιάζει να άλλαξε τα μυαλά τους. Όπως οι white-power μουσικοί από την Βορειοανατολική Ευρώπη και την Δυτική Μεσόγειο, οι Έλληνες white-power μουσικοί εργάζονται ώστε να επανακαθοριστεί τι σημαίνει να είσαι νεοναζί και λευκός εθνικιστής ακτιβιστής. Οι Έλληνες white-power μουσικοί μπορεί να έχουν μια ιδιαίτερα σημαντική φωνή στην διαδικασία.
Οι Έλληνες και οι άλλοι Ανατολικοευρωπαίοι white-power μουσικοί έχουν παρόμοιες ρατσιστικές ιδέες με τους Δυτικοευρωπαίους ομόλογους τους. Απρόλα αυτά, η ίδια τους η ύπαρξη ενσαρκώνει την προσαρμοστικότητα της ιδεολογίας της σύγχρονης λευκής υπεροχής και του νεοναζισμού· υπό τον Hitler, πολλοί από αυτούς δεν θα θεωρούνταν Άριοι, πόσο μάλλον να κάνουν καμπάνιες για ναζιστικούς πολιτικούς στόχους δίπλα από Νορβηγούς και Γερμανούς. Οι white-power μουσικές σκηνές στην Ανατολική Ευρώπη είναι σημαντικές για τον παγκόσμιο ιστό της white-power μουσικής για τον ίδιο λόγο που οι white-power μουσικές σκηνές της Δυτικής Μεσογείου είναι σημαντικές. Δείχνουν πως οι ιδεολογίες της λευκής υπεροχής και του νεοναζισμού δεν είναι απλά αναδιατυπώσεις απαρχαιωμένων πολιτικών αναλύσεων, αλλά αντίθετα ρευστές και ομόλογες φιλοσοφίες που προσελκύουν σύγχρονους ακόλουθους εξαιτίας της συνάφειας τους με σύγχρονα γεγονότα.
Οι white-power μουσικές σκηνές στην Ανατολική Ευρώπη είναι επίσης σημαντικές για τον παγκόσμιο white-power μουσικό ιστό επειδή αντιπροσωπεύουν την πιο σημαντική περιοχή ανάπτυξης του είδους κατά την τελευταία δεκαετία. Αντίθετα από τους Δυτικοευρωπαίους συγγενείς τους, πολλοί από τους οποίους έχουν περάσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια παλεύοντας στα χέρια προσεκτικών και καλλά εξοπλισμένων υπηρεσιών επιβολής του νόμου, οι white-power μουσικοί σε χώρες όπως η Ρωσία και η Ελλάδα συχνά απόλαυσαν την ανοχή – και μερικές φορές και την άμεση υποστήριξη και συμμετοχή – των τοπικών αρχών. Αυτό επέτρεψε στην white-power μουσική να εξελιχθεί στην Ανατολική Ευρώπη με τρόπους που θα ήταν αδύνατο για την Δυτική Ευρώπη. Ενώ πολλοί white-power μουσικοί από τις γερμανικές χώρες παραμένουν αντίθετοι με την παρουσία σλαβικών και μεσογειακών λευκών σοβινιστών ακτιβιστών σε νεοναζιστικές ομάδες, πολλοί μοιάζει να έχουν παρατηρήσει την γρήγορη ανάπτυξη των ανατολικοευρωπαϊκών white-power και νεοναζιστικών ομάδων με θαυμασμό. Οι αντολικοευρωπαίοι white-power μουσικοί αλλάζουν ξεκάθαρα τις δυναμικές του white-power του μουσικού ιστού μακριά από την παραδοσιακή ναζιστική ιδεολογία της Νορδικής υπεροχής προς ένα πανευρωπαϊκό λευκό σοβινισμό που μπορεί να συμπεριλάβει ομάδες που ο Hitler θα προτιμούσε να αποκλείσει. Αυτό σημαίνει πως έχουν μάλλον όχι μόνο μια θέση στην ιστορία της white-power μουσικής αλλά και στο μέλλον της. Καθώς θα εξελιχθούν οι επόμενες δεκαετίες, εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί θα καθορίσουν αν οι white-power μουσικοί από διάφορες Αντολικοευρωπαϊκές χώρες θα συνεχίσουν ή όχι να παίζουν ανενόχλητοι ρατσιστική μουσική. Αν αφεθούν ήσυχοι, οι μουσικοί αυτοί έχουν δείξει πως θα συνεχίσουν με ευχαρίστηση το χτίσιμο white-power μουσικών σκηνών που προωθούν μίσος και βία.
Inside a Neo Nazi Music Festival (2021)