Φώτης Κόντογλους
ΟΙ ΤΑΠΕΙΝΟΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΙ
ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΟ σκλάβωμα του Γένους μας πίκρανε την ψυχή του Ορθόδοξου λαού μας και μας έκανε να καταφύγουμε στον Θεό, απελπισμένοι από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Αλλά «ον αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγεί δε υιόν ον παραδέχεται», και γι’ αυτό η παιδεία Του έρχεται μαζί με τα ταπεινά δώρα της. Είναι καλότυχος όποιος νοιώθει αυτά τα δώρα και τα δέχεται μ’ ευχαριστία. Την ταπεινή και θρηνητική προαίρεση των βασανισμένων Ελλήνων την παραδέχθηκε, και τα δώρα που μας έδωσε, για να φανεί πως «ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο υμάς», ήτανε ο πνευματικός πλούτος που γέμισε τη χριστιανική ψυχή μας, και μας έκανε να αποκτήσουμε «τη ταπεινώσει τα υψηλά, τη πτωχεία τα πλούσια.» Εσύ που διαβάζεις, μην τα πάρεις αυτά τα ρητά που γράφω για λόγια έμορφα μοναχά, αλλά να τα διαβάσεις με γνώση και θα δεις τι ουσία έχουνε μέσα τους.
Οι Έλληνες εκείνου του καιρού ήτανε κακοπαθημένοι και τυρανισμένοι, και συμμαζευθήκανε στα έγκατα του εαυτού τους κ’ εκεί είδανε τον εαυτό τους για πρώτη φορά «ενώπιον ενωπίω». Η ψυχή τους πέρασε από τη φωτιά του μαρτυρίου και καθαρίσθηκε.
Γι’ αυτό ό,τι έκανε ο λαός μας τότε, είτε Αγιογραφία, είτε συναξάρι, είτε μοιρολόγι ή άλλο τραγούδι, είχε την ευωδία της πίστης του Χριστού, που δε μπορούνε να την έχουνε ψυχές που δεν ταπεινωθήκανε και δεν κλάψανε.
Τρυπώνανε στα μοναστήρια οι παραπεταμένοι Χριστιανοί και γινόντανε καλόγεροι, και ζωγραφίζανε με δακρυσμένα μάτια τον «Ελκόμενο», τον Σταυρωμένο, τον Άγιο Γιάννη Πρόδρομο τον πιο φτωχόν από τους Άγιους, τον Αββά Σισώη μπροστά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον φτωχό Λάζαρο που γλύφανε οι σκύλοι τα πληγιασμένα ποδάρια του. Μέσα στη σκοτεινή Πρόθεση φιλοτεχνούσανε με κατάνυξή την «Άκραν Ταπείνωσιν», δηλαδή τον Χριστό νεκρόν σταυροχεριασμένον μέσα στον τάφο, με τα χέρια του τρυπημένα από τα καρφιά και με την κονταριά στην πλευρά του, καταβασανισμένον, όπως ήτανε κ’ η Ορθοδοξία κ’ η Ελλάδα, χωρίς «είδος ουδέ κάλλος», όπως είπε ο προφήτης Ησαΐας.
Ο Κωσταντίνος Παλαιολόγος στάθηκε ο τελευταίος βασιλέας της Ορθόδοξης Χριστιανωσύνης, φτωχός, με τον τριμμένον και παμπάλαιον μανδύα, με το ταπεινωμένο σκήπτρο, άγιος, ο πρώτος νεομάρτυρας της Εκκλησίας μας. Τα λόγια του ήτανε σαν τροπάρια. Παρακαλεστικά και ταπεινά μιλούσε στους υποταχτικούς του, στους στρατιώτες και στον λαό: «Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής. Καλώς γινώσκετε, αδελφοί, ότι οφείλομεν κοινώς πάντες ίνα προτιμήσωμεν τον θάνατον μάλλον η την ζωήν, πρώτον υπέρ της Πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον υπέρ Πατρίδος.»
Η Εκκλησία καταστάθηκε η κιβωτός μέσα στην οποία καταφύγανε οι παρατρεγμένοι, για να σώσουνε την ψυχή τους και την αγιασμένη Παράδοση. Εκεί μέσα ήτανε θησαυρισμένα τα δόγματα της αμωμήτου Πίστεως, η γλώσσα μας, η υμνωδία, η Αγιογραφία, τα χειρόγραφα, η ξυλογλυπτική, η χρυσοχοΐα, τα άμφια, όλα όσα ήτανε παρηγοριά και χαρά πνευματική για τον άνθρωπο σε τούτον τον κόσμο κ’ ελπίδα για τη μέλλουσα ζωή και μακαριότητα. Όλα ήτανε, εκείνον τον καιρό, παραπονεμένα και πικραμένα. Κ’ έξω από την εκκλησιά τα παιδιά ψέλνανε τη Μεγάλη Πέμπτη:
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον εσταυρώσανε τον πάντων Βασιλέα.»
Τότε ζωγραφίσθηκε ο Σταυρωμένος με εκείνον τον ευσεβή πόνο και τη συντριβή που νοιώθει όποιος διαβάζει με γνώση το Ευαγγέλιο. Εκείνον τον καιρό πιάσανε οι αγιογράφοι και ζωγραφίζανε στα κοιμητήρια και στα σκοτεινά σπήλαια των μοναστηριών τον αββά Σισώη, που στέκεται εξεστηκώς μπροστά στον ανοιχτόν τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί τον βλέπει κανωμένον σκέλεθρο, θέαμα πικρώτατο στην όψη. Κ’ η εικόνα γράφει απάνω στον ουρανό: «Ο μέγας εν ασκηταίς Σισώης έμπροσθεν του τάφου του βασιλέως των Ελλήνων Αλεξάνδρου, του πάλαι λάμψαντος εν δόξη, φρίττει, και το άστατον του καιρού και της δόξης της πρόσκαιρου λυπηθείς, ιδού, κλαίει:
Ορών σε τάφε, καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω, χρέος το κοινόφλητον εις νουν λαμβάνων. Πως ουν μέλλω διελθείν πέρας τοιούτον; Έ ! Έ ! θάνατε ! Τις δύναται φυγείν σε;»
Από τον καιρό εκείνον πιάσανε και ζωγραφίζανε οι αγιογράφοι στα μοναστήρια μια μεγάλη υπόθεση: την Ταφή του αγίου Εφραίμ του Σύρου. Στη μέση είνε το σκήνωμα του αγίου απάνω στο νεκρικό κλινάρι, σαβανωμένο με μαύρα σάβανα, έχοντας στο στήθος το εικόνισμα του Χριστού, και γύρω του παρεστέκουνται οι πατέρες που τον κηδεύουνε, και πλήθος ασκητάδες κι αναχωρητές με πρόσωπα και με κορμιά στεγνωμένα από την άσκηση, άλλοι ντυμένοι με παληόρασα από γιδότριχα, άλλοι με ψαθιά, άλλοι με προβιές. Από τα γύρω βουνά ακούνε το ξυλένιο σήμαντρο και κατεβαίνουνε από τις σκήτες κι από τις σπηλιές και τις τρύπες της γης άλλοι ερημίτες. Ετούτος είναι βαθύγερος και τον σηκώνουνε δυο νέοι καλόγεροι απάνω σ’ ένα ξυλοκρέββατο, παραπέρα ένα άλλος σέρνεται έχοντας στα χέρια του κάποια τσόκαρα, επειδή τα πόδια του είναι παράλυτα. Ένας άγιος γέροντας είναι καβαλλικεμένος σ’ ένα λιοντάρι, σαν τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη.
Στις ράχες και στα κράκουρα που ζώνουνε τον τόπο, βλέπεις σπηλιές και μέσα κάθουνται ασκητάδες με τους υποταχτικούς τους. Άλλοι δουλεύουνε κάνοντας χουλιάρια, κομπολόγια, εικονίσματα η γράφοντας βιβλία, άλλοι είναι γονατιστοί μπροστά στα εικονίσματα και κάνουνε την προσευχή τους. Ανάμεσα σε δυο βράχους φαίνεται μια κολόνα κι απάνω κάθεται ένας στυλίτης, κι από κάτω στέκεται ένας υποταχτικός και δένει στο σκοινί λίγο ψωμί και νερό για να τ’ ανεβάσει ο γέροντας. Εδώ κ’ εκεί βλέπεις κανένα ρημοκκλήσι χτισμένο απάνω στον βράχο. Αν προσέξεις καλά, θα δεις κάποιο κεφάλι ενός αναχωρητή που φαίνεται μέσ’ από μια τρύπα ανάμεσα στις πέτρες, και που κάνει κρυμμένος την προσευχή του.
Άλλα αγαπημένα θέματα κατά τα χρόνια εκείνα της θλίψεως είναι η Έγερσις του Λαζάρου, ο Επιτάφιος θρήνος, τα Μαρτύρια των Αγίων. Όλα είνε ζωγραφισμένα με τη σωστή έκφρασή τους, γιατί τα ζωγραφίζανε άνθρωποι συντετριμμένοι και ταπεινωμένοι, που νηστεύανε, κλαίγανε και «επορεύοντο σκυθρωπάζοντες όλην την ημέραν.»
Η απλοϊκή καρδιά είνε πιο σοφή από την πολύξερη, δεν έχει αλαζονικές επιθυμίες, αλλά αναπαύεται στην ελπίδα του Θεού και στον λόγο του που λέγει: «Μάθετε ουκ απ’ ανθρώπου, ουκ απ’ αγγέλου, ουκ από δέλτου, αλλ’ απ’ εμού.» Δεν πρέπει να κρίνουμε τα απλοϊκά έργα των συντετριμμένων με πνεύμα που δεν είνε «ευθές», αλλά πονηρό, ζητώντας τη ματαιότητα κι’ όχι αυτό που έχουνε αληθινά αυτά τα έργα, δηλαδή «την αφελότητα της καρδίας.»
Μα πως είνε μπορετό μ’ αυτό το φορτίο του εγωισμού, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που εινε ανάποδος από τον υλικό, εκεί που είνε μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, οι πραείς τη καρδία, τα ταπεινά και τα εξουθενωμένα, εκεί που μπαίνουνε όσοι είνε «νηπιάζοντες τη κακία;» Σ’ αυτόν τον κόσμο δεν υπάρχει ούτε τόπος ούτε καιρός, αλλά «ουρανός καινός και γη καινή», μ’ έναν λόγο εκεί καταργείται ολότελα η βασιλεία του λογικού κ’ επικρατεί το θαυμαστό και το αποκαλυπτικό.
Εκεί ο Χριστός εγείρει τον Λάζαρο, και λίγο παρέκει ο ίδιος ο Χριστός μπαίνει στα Ιεροσόλυμα καβάλλα στο γαϊδούρι που περπάτα στο ίδιο το βουνό, και παραπέρα «οσπίτια και τράπεζα και ο Χριστός καθήμενος και άνθρωποι με καλπάκια, και ο Ματθαίος με δύο γυναίκας φέροντας φαγητά και ένας νέος βαστών ποτήριον κερνά.» Όλα αυτά τα βλέπει ο θεατής να γίνουνται μαζί, την ίδια ώρα και στον ίδιο τόπο. Πολλά άπ’ αυτά τα γεγονότα ενώ γίνουνται μακρυά, τα βλέπει ο θεατής με τα καθέκαστά τους, επειδή η μαθηματική προοπτική έχει καταργηθή καθώς κι’ ο χρόνος. Ο Χριστός είνε υψηλότερος από τους άλλους και κρατά πάντα στ’ αριστερό χέρι του το «ειλητάριον», το τυλιγμένο χαρτί με τον θείον νόμον, σε κάθε πράξη που κάνει, είτε κάθεται στον εν Κανά Γάμον, είτε ανασταίνει τον υιόν της χήρας εν Ναΐν, είτε αγκαλιάζεται από τον Ιούδα με το φίλημα της Προδοσίας. Μέσα στην απλότητα της λαϊκής ελληνικής ψυχής υπάρχει κάποια πνευματικότητα άγνωστη στη ζωγραφική της δυτικής Εκκλησίας.
Στην προδοσία, ο Ιούδας περιπτύσσεται τον Δάσκαλό του με μια κίνηση σπουδής, δρασκελώντας την ξερή γη με τ’ ατριβόλια, ενώ γύρω τους σφίγγει ο όχλος «μετά μαχαιρών και ξύλων» και με φανάρια και με δαδιά άναμένα. Καμμιά σκηνοθεσία και δραματική έμφαση· ούτε ο Ιούδας είναι ασκημόμουτρος κακούργος, ούτε οι στρατιώτες παριστάνουνται με θηριώδη πρόσωπα, ούτε θεατρικές κινήσεις, ούτε ο Χριστός παριστάνεται δακρυσμένος, αλλά αυστηρός, πράος, μα και ελέγχοντας τον προδότη. Παντού σχήματα, πνευματικά, μετρημένα, σοβαρά, κάτω από τα οποία βουβή φρίκη για το μεγάλο κακούργημα που κάνει ο άνθρωπος καταπάνω στην ευσπλαχνία του Θεού. Ο Χριστός κυτάζει κατάματα τον Ιούδα με παράπονο και με πίκρα, κι’ όχι μοναχά στέκεται για να τον αγκαλιάσει, αλλά τα άγια πόδια Του σπεύδουνε να συναπαντήσουνε τον προδότη «ίνα πληρωθώσιν αι Γραφαί.» Κάτω από τη μασχάλη του Ιούδα, χωρίς να φαίνουνται με την πρώτη ματιά, στα κρυφά, ξεχωρίζουνε τα δυο άχραντα χέρια Του, τ’ αριστερό βαστώντας τυλιχτάρι που γράφει μέσα τον Νόμο της Αγάπης και το δεξί που εύλογα και συγχωρά. Βράχια ξερά διψασμένα είνε κάτω από τα ποδάρια τους, κι’ αποπάνω δυο κορφές και κείνες κατάξερες σηκώνουνται μέσα στον μαύρον ουρανό που δεν έχει μήτε άστρα μήτε φεγγάρι.
Παντού ο Κύριος είνε πράος, ταπεινός και πικραμένος. Ακόμα και στη Μεταμόρφωση, που φάνηκε η δόξα της θεότητός του, ο Χριστός στέκεται ταπεινά.
Όποιοι δεν είμαστε ευσεβείς, σκανδαλιζόμαστε από την απλότητα αυτής της ζωγραφικής, όπως οι φιλόσοφοι σκανδαλίζουνται από την απλότητα που έχει το Ευαγγέλιο. Μοναχά αυτές οι νηπιώδεις και εξουθενωμένες ψυχές εκφράσανε με σχήματα και χρώματα, ιματικά την αληθινή ουσία του Ευαγγελίου, κατά τον λόγο του Θεού που λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω, αλλά επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;» Την ώρα που λέγει ο παπάς το Ευαγγέλιο, κι’ ο Χριστός λέγει στους μαθητάδες του : «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και τελειωθήσεται πάντα τα γεγραμμένα δια των προφητών τω Υιώ του ανθρώπου.» (Λουκ. ιη’ 31), ο χριστιανός κυτάζει στην τοιχογραφία τον Χριστό που ανηφορίζει κατά την Αγία Πόλη, κι’ αποπίσω Του ακολουθάνε οι μαθητές Του στριμωγμένοι σαν κοπάδι φοβισμένο, κι’ ο Κύριος στρέφει το κεφάλι Του και τους μιλά. Η έκφραση δεν βρίσκεται μοναχά στο βαθύ και πικραμένο βλέμμα Του, στην κλίση της κεφαλής Του, στην κίνηση του χεριού Του, αλλά βρίσκεται σ’ όλο το κορμί Του, στα πόδια που περπατάνε βιαστικά, στο ιμάτιον που το παίρνει ο άνεμος επιτείνοντας τη σπουδή, στα ταπεινά αγριοβότανα που είνε φυτρωμένα στο κίτρινο χώμα.
Για να νοιώσετε με τι πνευματικόν, αλλά όχι αφηρημένον τρόπο ερμηνεύει ο ταπεινός εικονογράφος κάποια πνευματικά λόγια της υμνωδίας, παίρνω για παράδειγμα έναν Οίκον του Ακαθίστου Ύμνου που λέγει: «Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη απειρογάμω», βάζω τα λόγια που εξηγούνε αυτή την παράσταση μέσα στην Ερμηνεία των Ζωγράφων και που λένε : «Η Παναγία καθημένη επί θρόνου, και από τα δύο μέρη Άγγελοι βαστάζοντες οθόνην όπισθεν αυτής και επάνωθεν αυτής το Πνεύμα το Άγιον κατερχόμενον με λάμψιν πολλήν.» Για τον άγιον Αντώνιο γράφει η Ερμηνεία : «Ο άγιος Αντώνιος γέρων κοντοδιχαλογένης, έχων γυμνόν ολίγον τον πώγωνα και φορών σκέπασμα, λέγει εις χαρτίον : «Εγώ ουκέτι φοβούμαι τον θάνατον, αλλ’ αγαπώ αυτόν.»
Αυτούς τους ταπεινούς αγιογράφους που ζήσανε στον καιρό της σκλαβιάς κ’ ευωδιάσανε σαν αγνά αγριολούλουδα των βουνών, αυτά τα «οστέα τεταπεινωμένα», θάρθει μέρα που θα τους τιμήσουνε πολλοί από εκείνους που τους καταφρονάνε τώρα, κατά τα λόγια του προφήτη του Σολομώντα που λένε: «Και εν καιρώ επισκοπής αυτών αναλάμψουσι, και ως σπινθήρες εν καλάμη διαδραμούνται.»
Σύναξα με πόθο όσα ονόματα μπόρεσα από τους ταπεινούς εκείνους αγιογράφους που καταστολίσανε με την αγιασμένη τέχνη τους ένα πλήθος ακαταμέτρητο από μοναστήρια, εκκλησίες κ’ ερημοκκλήσια της Ελλάδας. Τα βάζω εδώ σαν φτωχικό μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των. Από πολλές εκκλησιές κι από σημειώσεις άλλων ευλαβών χριστιανών που τρέφουν σέβας κι αγάπη για τα ταπεινά έργα τους μπόρεσα να αντιγράψω και κάμποσες κτιτορικές επιγραφές.
Τα ονόματα και τις επιγραφές τις βάζω παρακάτω δίχως να κρατώ τάξη στις χρονολογίες και στους τόπους που βρεθήκανε: Δημήτριος Ιερεύς, σε διάφορα εξωκκλήσια του Μαρουσιού (1662).
Ιωάννης Ύπατος (1682). Έχει ζωγραφίσει τον νάρθηκα της Μονής Καισαριανής, όπου βρίσκεται και τούτη η επιγραφή : «Ιστόρηται ο πρόναος ούτος ήτοι νάρθηξ δια δαπάνης των προσδραμόντων τη Μονή φόβω λοιμού τη κραταια χειρί της πανυμνήτου, Τριάδος και σκέπη της μακαρίας Παρθένου, οίτινες είσιν ο ευγενής και λογιώτατος Μπενιζέλος υιος Ιωάννου, άμα ταις ευγενέσιν αδελφαίς και τη τεκούση και τη λοιπή αυτού συνοδεία. Επί ηγουμένου Ιεροθέου του σοφωτάτου ιερομονάχου. Δια χειράς δε Ιωάννου του εκ Πελοπόννησου. Έτει αχπβ’ μηνί Αυγούστω κ’.»
Ιωάννης Ιερεύς (1637). Έχει ζωγραφίσει το παρεκκλήσια των Τριών Ιεραρχών στο μοναστήρι του Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου είνε γραμμένη τούτη η επιγραφή : «Το παλαιόν παρεκκλήσιον των Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη παρά των οσιωτάτων ιερομονάχων και αυταδέλφων της θείας και σεβασμίας Μονής των Αγίων Πάντων ηγουμενεύοντος κυρού Κυρίλλου και Στεργίου ιερομονάχων και αυταδέλφων, έτει ζρλε’. Ιστορήθη δε και δια χειρός καμού του αμαρτωλού Ιωάννου ιερέως μετά των τέκνων αυτού εν έτει ζρμε’ εκ χώρας Σταγών».
Γεώργιος Ιερεύς Σακελλάριος Θηβών (1566). Ζωγράφισε τον νάρθηκα του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ, κατά την ακόλουθη επιγραφή : «Η μεν αρχή της ιστορίας τήσδε του άγιου νάρθηκος μηνός Ιουνίου κγ’, ετελειώθη δε Οκτωβρίου ιζ’ ημέρα α’, αφξς-‘ : ζοδ’. Ιστορήθη δια χειρός Γεωργίου ιερέως και Σακελλαρίου Θηβών ομού μετά του αυταδέλφου ημών Φράγκου.»
Δημήτριος Κακαβάς (1632). Ζωγράφισε το καθολικό της μονής Ζωοδόχου Πηγής Γόλας της Λακεδαιμόνιας, όπου βρίσκεται κ’ η επιγραφή: «Ανηγέρθη εκ βάθρων γης και ανιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ούτος ναός της υπερευλογημένης δεσποίνης ημών Θεοτόκου της επονομαζομένης Χρυσοπηγής εν τη τοποθεσία Γόλας δια κόπου πολλού και εξόδου και συνδρομής τινών φιλοχρίστων ων τα ονόματα ενταύθα ου γράφω, αλλ’ ο γράφων αυτά Θεός ο ερευνών καρδίας εν βίβλω ζωής και καταξιώσοι αυτούς εις την βασιλείαν αυτού την αιώνιον. Εν έτει αχλβ’ μηνί Οκτωβρίω ε’ Ίνδ. ιε’. Χειρ Δημητρίου Κακαβά». Αυτός ο αγιογράφος εζωγράφισε πολλές εκκλησίες στην Πελοπόννησο, ανάμεσα στις οποίες είνε το καθολικό της μονής Ζερμπίτσας, χτισμένο στα 1639, και το καθολικό της μονής Κούμαρη που χτίσθηκε στα 1602. Ο ίδιος αγιογράφος ζωγράφισε την εκκλησία της αγίας Μαρίνας στο Χιλιομόδι. «Χειρ Δημητρίου Κακαβά του ζωγράφου, έτους ζριε’.» (1608), καθώς και του αγίου Νικολάου στην Αναβρυτή απάνω στον Ταΰγετο (1625), κι ακόμα την εκκλησία του αγίου Βλασίου στο χωριό της Λακωνίας Τάγγινα (1627) και το ραγισμένο καθολικό της μονής του Προφήτου Ηλία κοντά στο Γεωργίτσι της Λακωνίας.
Θεόδουλος Κακαβάς. Ζωγράφισε την εκκλησία της Κοιμήσεως τη λεγάμενη του Στείρη, στην επαρχία της Κορινθίας κοντά στον Σαρωνικό κόλπο. Η επιγραφή λέγει «Δια χειρός καμού του ταπεινού Θεοδούλου Ιερομονάχου το επίκλην Κακαβάς εκ πόλεως Ναυπλίου. Έτει σωτηρίω αχξη’ εν μηνί Αυγούστου ια’.» (1668).
Γεώργιος και Δημήτριος Μόσχοι εκ πόλεως Ναυπλίας, αδελφοί. Ζωγραφίσανε ένα πλήθος εκκλησιές στην Πελοπόννησο. Τις περισσότερες τις ζωγραφίσανε κ’ οι δυο μαζί. Μοναχός του ο Γεώργιος ζωγράφισε το καθολικό της μονής των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων απάνω στο βουνό Μαλεβό (Πάρνωνα) κοντά στο χωριό Χρύσαφα, κατά την επιγραφή που λέγει: «Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανιστορήθη ο θείος και πάνσεπτος ούτος ναός των αγίων μεγάλων μαρτύρων μ’ των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων, δια συνδρομής κόπου τε και εξόδου πολλού των πανοσιωτάτων ιερομονάχων και μοναχών εις ψυχικήν σωτηρίαν αυτών ηγουμενεύοντος του ιερομονάχου Κυπριανού Παρθενίου Θεοδοσίου. Δια χειρός εμού του ελαχίστου ζωγράφου Γεωργίου Μόσχου εκ πόλεως Ναυπλίας εν έτει από στάσεως κόσμου γρκη’ από δε της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου αχκ’ (1620) Νοεμβρίου της τρεχούσης ινδικτιώνος.» Οι δυο μαζί ζωγραφίσανε το μικρό καθολικό της μονής των Αιμιαλών κοντά στη Δημητσάνα. Σώζεται η επιγραφή : «Ανηγέρθη εκ βάθρων και ανεκαινίσθη ο θειος και πάντιμος ναός ούτος της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας δια συνδρομής κόπου τε και εξόδου παρά του οσίου εν ιερομονάχοις και πνευματικού πατρός κυρίου Γρηγορίου του επίκλην Κοντογιάννης συν της αδελφής αυτού Ευπραξίας μοναχής και μετά της συναδελφότητος αυτών εις ψυχικήν αυτών σωτηρίαν και των μακαρίων γονέων αυτών. Δια χειρός ημών των ελαχίστων ζωγράφων και αυταδέλφων Δημητρίου και Γεωργίου εκ πόλεως Ναυπλίου. Εν έτει από κτίσεως κόσμου ζρις’.» (1608).
Γεώργιος Ντούντας εξ Αθηνών. Έχει ζωγραφίσει στην εκκλησία της μονής του αγίου Δημητρίου Δαμαλά μια εικόνα της Παναγίας Αμολύντου με την επιγραφή «Χειρί Γεωργίου Ντούντα του εξ Αθηνών, α’ψξδ’. (1764).
Ιωάννης ιερεύς οικονόμος Άργους. Από το χέρι του βρίσκεται μια εικόνα του αγίου Δημητρίου στην παραπάνω εκκλησία, με την επιγραφή: «Χειρ του ιερέως οικονόμου Άργους, αψδ’. (1704).
Ιωάννης Ρίτζης ιερεύς. Ζωγράφισε στα 1694 την εκκλησία της Θεοτόκου στο χωριό Στεφάνι της Κορινθίας κατά την επιγραφή που σώζεται και λέγει: «Η παρούσα ιστορία γέγονεν υπό χειρός του ιερέως Ρίτζη του και εφημερίου εν αυτώ «δηλαδή κατά το έτος αχsδ’ (1694), όπως είναι γραμμένο στην αρχή της επιγραφής, που λέγει πότε χτίσθηκε η εκκλησία.
Θεοδόσιος Κακαβάς, ίσως συγγενής του Δημητρίου Κακαβά. Έχει ζωγραφισμένη την εκκλησία της μονής των Ταξιαρχών κοντά στο χωριό Στεφάνι της Κορινθίας, όπως μαρτυρεί η παρακάτω επιγραφή: «Η παρούσα τοίνυν ιστορία γέγονεν παρ’ εμού του ταπεινού Θεοδοσίου του Κακαβά, τάχα και ζωγράφου, ζογ’.» (1665).
Μαρίνος Κακαβάς. Ζωγράφισε ένα ρημοκκλήσι του αγίου Νικολάου στα μέρη της Βυτίνας απάνω στα χαλάσματα της αρχαίας πολιτείας Κερνίτσας. «Ιστορήθη εξ εμού ταπεινού χειρός Μαρίνου Κακαβά. ζοε’ εν μηνί Νοεμβρίου β’ ετελειώθη ο ναός ούτος.»
Από την Κρήτη, εκτός από τους φημισμένους Αγιονορίτες Κρητικούς αγιογράφους που θα γράψουμε γι’ αυτούς χωριστά σε άλλο μέρος, βγήκανε και πολλοί άλλοι που σκορπίσανε στα Ελληνικά μέρη, προπάντων στον Μωριά, κι’ έχουνε ζωγραφισμένες εικόνες και σε σανίδια και στους τοίχους. Απ’ αυτούς σημειώνουμε ετούτους: Αθανάσιος ιεροδιάκονος ο Κρής (μοναστήρι Προφήτου Ηλιού Κορινθίας, 1798). Φιλόθεος ιερομόναχος (ναός Ευαγγελιστρίας του Λεωνιδιού). Εμμανουήλ Τζάνες ιερεύς, που ζωγράφιζε μοναχά εικόνες σε σανίδι. Βίκτωρ, κι’ αυτός εικονογράφος του ξύλου, που τα καλλίτερα έργα του είνε οι εικόνες του τεμπλέου στη μονή του Φιλοσόφου κοντά στη Δημητσάνα. Ο Χριστόδουλος Καλέργης που δούλεψε στο Μοναστήρι της Ορθοκοστάς στην Κυνουρία, και που βρίσκονται και εικονίσματα από το χέρι του στη Μύκονο. Οι Σκορδίληδες, ζωγράφοι σε σανίδι, που ζωγραφίσανε πολλά τέμπλεα στα νησιά Μήλο, Σίφνο, Κίμωλο κι’ άλλου. Οι τοιχογράφοι Πέτρος και Μιχαήλ Παιδιώται οι Κρήτες, που ζωγραφίσανε πολλά μοναστήρια κι’ εκκλησιές στην Πελοπόννησο, όπως το μοναστήρι της Μπούρας κοντά στην Μεγαλούπολη (1710), το μοναστήρι Καλάμι της Γορτυνίας (1705), τον άγιο Γιώργη της Ρεκίτσας Λακεδαίμονος (1711), την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών της Στεμνίτσας (1715), κάποιες εκκλησίες στα Χρύσαφα, κι’ αλλού.
Είνε κι’ άλλα μέρη που βγαίνανε αγιογράφοι, το χωριό Λινοτόπι της Καστοριάς, το χωριό Καπέσοβο στην Ήπειρο, οι Καλαρρύτες, το Γρεβενίτι, η Σαμαρίνα.
Βάζω παρακάτω, χωρίς σειρά, κάμποσες εκκλησίες με τα ονόματα των ζωγράφων που τις ζωγραφίσανε: Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου η λεγομένη «Φωτμού» κοντά στο Πετροχώρι της Τριχωνίας. Ζωγραφίσανε το καθολικό της «οι ζωγράφοι Μιχαήλ και Κώστας εκ Καστοριάς χώρας Λινοτόπι» (1589). Στη μονή Σπηλιώτισσας κοντά στο χωριό Άρτσίστα του Ζαγοριού η τοιχογραφία έγινε «δια χειρός του τε Ιωάννου υιού Αθανασίου του και αναγνώστου των εκ Καπεσόβου ορμωμένων κατά το αως’ έτος το σωτήριον εν μηνί Ιουλίω κ’» (1806). Στη μονή Βότσας κοντά στο χωριό Γρεβενίτσι του Ζαγοριού η τοιχογραφία της εκκλησίας «ανεκαινίσθη και ιστορήθη παρά τίνος ελαχίστου των ιστοριογράφων εκ της άνωθεν κειμένης κώμης Γρεβενίτι Αθανασίου ιερέως και των αυτού ιερομονάχων κυρίου Νικοδήμου και κυρίου Αντωνίου, Δανιήλ ιεροδιακόνου. ΑΧΠ» (1680). Η εκκλησία της μονής Ομβριακής άγιος Αθανάσιος κοντά στον Δομοκό ζωγραφίσθηκε «δια χειρός Γεωργίου και Ιωάννου εκ κώμης Μαυρίλα,αωι.» (1810). Ο ναός των Ταξιαρχών στο χωριό Μύριοι της Ευρυτανίας, αγιογραφήθηκε «δια χειρός Γεωργίου Γεωργίου και Γεωργίου Αναγνώστου εν έτει αφηη’ Αυγούστου κγ’.» (1598). Στο χωριό Κανιπίτσα της Βόνιτσας ο ναός των αγίων Αποστόλων αγιογραφήθηκε κατά το «έτος από Χριστού αφηε (1595) ο πρωτομάστορης Ιωάννης Νικόλαος και των τέκνων.»
Οι εικόνες του αγίου Γεωργίου στο χωριό Κλεινοβό της Καλαμπάκας ζωγραφισθήκανε «χειρί Δημ. Άθ. Καλαρρύτου, 1778.» Στο ίδιο χωριό οι εικόνες της εκκλησίας των αγίων Αποστόλων γράφουν απάνω «αψλς (1736) τεχνίτης Γε. Δ. Καλαρρύτης.» Και στις εικόνες της αγίας Παρασκευής που είνε στο ίδιο χωριό, είνε γραμμένο «Επί Ιεροθέου επισκόπου Ζητουνίων εκ Κλεινοβού. 1793. Χειρί Γεωργίου Ιωαννίνων.»
Στην Εκκλησία Αγία Τριάδα του χωριού Λειβάρτζι των Καλαβρύτων η επιγραφή λέγει «Έτει από ενσάρκου Χριστού οικονομίας αψν (1750) εν μηνί Απριλίου β και δια χειρός εμού Αντωνίου από κώμης και πατρίδος Νιζιρό του Καλαβρύτου.» Στην Απάνω Σιάτιστα η εκκλησία των αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου είνε ιστορημένη «δια χειρός του ευλαβεστάτου ιερέως Κωνσταντίνου και Νικολάου και Αναστασίου αυταδέλφων. 1728. Οκτωβρίου ις.»
Ο ναός των Προφητών Ηλιού και Ελισσαίου στη Σιάτιστα ιστορήθη «δια χειρών καμού του ταπεινού Αναστασίου Ιωάννου Καλούδη και αυταδέλφων μου εκ κώμης Καπεσόβου κατά Ιωάννινα. 1742. Νοεμβρίου 30.» Ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Αρτσίστα ζωγραφίσθηκε «δια χειρός του τε Ιωάννου υιού Αθανασίου του και αναγνώστου των εκ Καπεσόβου ορμωμένων, κατά το αως- έτος το σωτήριον, εν μηνί Ιουλίω κ’.» (1806). Στη μονή Μεταμορφώσεως του Δρενόβου η επιγραφή λέγει «δια χειρός Δημητρίου και Γεωργίου. Επί έτους αχξς-» (1666). Επί της Προθέσεως είνε γραμμένο «Μνήσθητι, Κύριε, των γονέων των ιστοριογράφων της εκκλησίας ταύτης Μανουήλ και Ζόγας.» Στη μονή της Καμένας η Καμίνου κοντά στο Δέλβινο η Αγιογραφία έγινε «δια χειρός καμού του αμαρτωλού. Μιχάλης ζωγράφος εκ κώμης Ζέρμας. αχξβ» (1662). Ο ναός της αγίας Παρασκευής στο χωριό Δολού της Μάνης αγιογραφήθη «εν έτει ζος·’. (1568) από δε Χριστού αχψη. Χειρ Παναγιώτου Βενιζέλου. Εις μνημόσυνον αιώνιον έσται δίκαιος.»
Πλην είνε τόσοι πολλοί οι ευλογημένοι αυτοί ιστοριογράφοι, που δεν είνε μπορετό να βάλω εδώ όσους έχω μαζέψει. Ίσως βοηθήσει ο Θεός να τους τυπώσω σε βιβλίο. Ας σημειώσω μοναχά πως οι Κρητικοί αγιογράφοι αφήσανε μεγάλη φήμη, κι’ αυτό φαίνεται από όσα γράφει ο Κύριλλος ο Σμυρναίος στο Προσκυνητάριον της μονής Δοχειαρίου στα. 1843. «Η εκκλησία, λέγει, με τους νάρθηκας υπάρχει ιστορημένη με έμμετρον και τεχνικωτάτην ζωγραφιάν από εκείνους τους θαυμαστούς και περιβοήτους Κρήτας τους ιστοριογράφους. Το δε τέμπλον είνε στολισμένον με εκείνας τας περίφημους δεσποτικάς αγίας εικόνας από τον έντεχνον κάλαμον ιστορημένας εκείνων των θαυμαστών και περίφημων ιστοριογράφων Αλβανιτών». Καθώς φαίνεται Αρβανίτες λέγει τους Ηπειρώτες, Καλαρρύτες κι’ άλλους.
Μακάριοι και τρισμακάριοι είσαστε σεις οι καταφρονεμένοι αγιογράφοι. Γιατί πεθάνατε χωρίς να ταράξει την ειρήνη σας το παίνεμα των ανθρώπων. Εσείς δεν δουλέψατε για τη ματαιοδοξία, αλλά σαν πουλιά καλλικέλαδα υμνήσατε τον Κύριο. Τον υμνήσατε μαζί με τον ήλιο, με τη σελήνη, με την πάχνη, με το χαλάζι, με τα κέδρα και μ’ όλα τα ξύλα του δρυμού. «Μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου. Μακάριοι οι εξερευνώντες τα μαρτύρια αυτού, εν όλη καρδία εκζητήσουσιν αυτόν». Ας είνε παρατημένα τα έργα σας στην αλησμονιά, ας περπατάνε τα μολυντήρια απάνω στους αγίους, ας υφαίνει απάνω τους το πανί του το ρογίδι (αράχνη). Εσείς βρισκόσαστε στην ειρήνη, στον ήσυχο τον τόπο, στα μέρη του Χριστού.
Κι εμείς οι λιγοστοί που τιμάμε τα αγιασμένα έργα τους, ας καταφρονιόμαστε από τον κόσμο, όπως καταφρονεθήκανε κ’ εκείνοι. Σιγά-σιγά η φυλή μας, αλλοίμονο, χάνει την παλιά σεμνότητά της, την ήμερη την ευσέβειά της. Μα ακόμα μοσκοβολάνε απ’ αυτές τα παλιά θεμέλια και τα ρημοκκλήσια που ζωγραφίσανε ο Θανάσης Αναγνώστης από το Καπέσοβο, ο ταπεινός Αντώνιος από κώμης Νιζερό, ο Ιωάννης Ύπατος ο Πελοποννήσιος, ο αμαρτωλός Ιωάννης και πτωχός ρακενδύτης, κ’ ένα πλήθος άλλα τέτοια «οστέα τεταπεινωμένα».
«ΚΙΒΩΤΟΣ» ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, Β.ΜΟΥΣΤΑΚΗ – ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΛ. & Ε. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΤΕΥΧΗ Β’-Γ’ – ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ