π. Στέφανος Στεφόπουλος
Ι. Στη σελίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να διαβάσει πολύ ενδιαφέροντα θέματα, εκκλησιαστικά και όχι μόνο. Πριν λίγες ημέρες διάβασα ένα υπέροχο αφιέρωμα στα εκκλησάκια του Αμαρουσίου του Φώτη Κόντογλου που επιγράφεται: «Τα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού». Ας δούμε πως περιγράφει το θέμα αυτό ο γνωστός σε όλους μας Κόντογλου για να ξαναθυμηθούν οι παλαιότεροι και να γνωρίσουμε οι νεώτεροι!
“Άμα χαλαστεί ο άνθρωπος, αρχίζει να σιχαίνεται τα απλά και τα φτωχά πράγματα. Μα πολλές φορές ξανάρχεται στον παλιό εαυτό του, σαν τον μεθυσμένον που ξεμέθυσε, και τότε καταλαβαίνει και πάλι μεγάλη όρεξη για την απλότητα , και χαίρεται μέσα του και ειρηνεύει, και θέλει να ζει ταπεινά και ήσυχα. Τότε του αρέσουνε πάλι τα ταπεινά και τα’ απονήρευτα πράματα, και νοιώθει μέσα του τη γλυκύτητα του Χριστού και την ειρήνη που είναι μέσα στο Ευαγγέλιο…Αυτή την ήμερη και κρυφή χαρά του Χριστού (τη λέγω χαρά του Χριστού γιατί Εκείνος μας την έδωσε, και γιατί άλλος κανένας δεν μπορεί να την δώσει), την έχουνε τα ρημοκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, προπάντων όσα είναι κτισμένα προ τρακόσια χρόνια ίσαμε την Επανάσταση του Εικοσιένα.
Αυτόν τον καιρό οι Έλληνες ήτανε βουνίσιοι, δεν γνωρίζανε γράμματα, μα μέσα τους είχανε την κρυφή σοφία της θρησκείας. Είτανε βασανισμένοι, φτωχοί, ταπεινοί, ντροπαλοί, μ’ όλο που είτανε καρτερικοί και πολεμούσανε απάνω στα βουνά με παλληκαριά μεγάλη. Από τον καιρό που πάρθηκε η Πόλη, το έθνος μας είτανε πικραμένο, κι αυτή η πίκρα έκανε την καρδιά μας να πάγει πιο βαθιά. Γιατί η θλίψη φέρνει την υπομονή, και η υπομονή την ταπείνωση. Για τούτο, αν διαβάσεις τα λόγια που είπε ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος στους στρατιώτες μια μέρα πριν σκοτωθεί, θα κλάψεις, θαρρείς πως είναι τροπάρι της Μεγάλης βδομάδας. Να, αυτό θέλω να πω πως είχανε οι Έλληνες σε κείνα τα χρόνια της σκλαβιάς, και πως η ταπείνωση δεν εμπόδιζε την παληκαρριά, ίσια ίσια την έκανε πιο τιμημένη και πιο αληθινή. Για τούτο κοίταξε τι σεμνότητα είχε ο Μπότσαρης, ο Διάκος, ο Κατσαντώνης, ο Ανδρούτσος, ο Βλαχάβας, ο Κανάρης, ο Τομπάζης, ο Κουντουριώτης, ο Τσαμαδός, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ρογών Ιωσήφ, ο Ησαίας Σαλώνων και οι άλλοι καπεταναίοι, κοσμικοί και κληρικοί. Κύτταξε και θα βρεις αυτό που λέγω, στα γραψίματα του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη, του Φωτάκου, του Σκουζέ, στα τραγούδια των τσοπαναραίων. Τυραννισμένος κόσμος, υπομονετικός, Χριστιανός. Ε, απ’ αυτή τη συμπαθητική μοσκοβολιά, που θαρρείς πως βγαίνει από τα αγριολούλουδα των βουνών μας, απ’ αυτή την ευωδία μοσκοβολάνε τα φτωχά τα ρημοκκλήσια μας, που είναι κτισμένα σε κάθε μέρος, απάνω σε βουνά και σε διάσελα, σε βράχια έρημα και σε κλεισούρες, σε νησιά και σε ακροθαλασσιές, κ’ ημερεύουνε την πλάση αυτά τα αγιασμένα σπιτάκια του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων. Σ’ όποιο μέρος πας, θα σε καλωσορίσουνε και θα σε προσκαλέσουνε να μπεις μέσα, από την χαμηλή την πόρτα τους, για να σε ειρηνέψουνε και να σε παρηγορήσουνε. Τα βουνά γύρω στην Αθήνα είναι καταστολισμένα απ’ αυτά τα ταπεινά προσκυνήματα.
Γύρω στο Μαρούσι βρίσκονται κάμποσα τέτοια ρημοκκλήσια, πολύ συμπαθητικά. Ένα είναι οι Άγιοι Ασώματοι, και βρίσκεται μπαίνοντας στο χωριό(!!!) από το δρόμο της Κηφισιάς. Το χτίσιμό του είναι απλό, το λεγόμενο βαρέλι, μονόκλιτος βασιλική, δηλαδή με μια καμάρα για σκεπή, όπως είναι όλα αυτά τα εκκλησάκια. Απ’ έξω κείτουνται κάποια λιθάρια αρχαία, όπως κείτουνται στα πιο πολλά ρημοκκλήσια. Από μέσα είτανε όλο ζωγραφισμένο, πλην η αγιογραφία χάλασε χαμηλά από την υγρασία και απομείνανε μονάχα κάτι λίγες στην καμάρα, η Μεταμόρφωσις, η Σταύρωσις, η Ανάστασις, και κάποια στηθάρια (στηθάρια λέγανε οι αγιογράφοι τους αγίους που είναι ζωγραφισμένοι έως το στήθος, προπάντων μέσα σε στρογγυλές κορνίζες) αγίων. Σ’ ένα μέρος ξεχωρίζει και ο φιλόσοφος Πλάτων, γιατί συνηθίζανε πολλές φορές να τον ζωγραφίζουνε στις εκκλησίες εκείνον τον καιρό, μαζί με άλλους σοφούς Έλληνες.
Άλλο εξωκκλήσι είναι η Αγία Σωτήρα, κ’ έχει μέσα λίγες τοιχογραφίες, τον Χριστό, τον Πρόδρομο, τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και κάποιους άλλους αγίους. Από την άλλη μεριά του Μαρουσιού, κατά το βασίλεμα του ήλιου, βρίσκουνται πιο πολλά εξωκκλήσια και μια πιο μεγάλη εκκλησιά, που τη λένε Παναγία Νερατζιώτισσα. Είναι και αυτή σκεπασμένη με μια καμάρα, χωρίς κουμπέ, κ’ είναι στεργιωμένη με δυναμάρια. Απ’ έξω απ’ την εκκλησιά κείτουνται πολλά σκαλιστά μάρμαρα από παλαιά χτίρια χριστιανικά. Από μέσα βρίσκουνται ακόμα εδώ κι εκεί κάποιες αγιογραφίες, πλην είναι χαλασμένες και ξαναζωγραφισμένες από τωρινό άτεχνο χέρι…”!
Θα σταματήσουμε σ’ αυτό το σημείο την περιήγηση στο “χωριό” του Μαρουσιού και θα συνεχίσουμε λίαν συντόμως.
ΙΙ. Την προηγούμενη φορά σταματήσαμε την περιήγησή μας στα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού έχοντας αναφέρει τα σχετικά με την Παναγία τη Νερατζιώτισσα. Συνεχίζουμε σήμερα με τα άλλα εκκλησάκια έτσι όπως τα περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου.
“Αντίκρυ στη Νερατζιώτισσα είναι ένα μικρό γυμνοβούνι, και λένε πως εκεί απάνω είτανε χτισμένος προ χιλιάδες χρόνια ο ναός της Αμαρυσίας Αρτέμιδος. Χαμηλά βρίσκεται ένα ρημοκκλήσι γκρεμισμένο, ο Άγιος Νικόλαος. Στέκεται όρθιο το μισό κτίριο μαζί με τη χυβάδα του ιερού, και ξεχωρίζει ακόμα η Πλατυτέρα, φαγωμένη από τις βροχές. Πολλές φορές κάθισα κι έκανα την προσευχή μου με μεγάλη κατάνυξη σ’ αυτό το χάλασμα. Η ρεπιασμένη όψη του το κάνει πιο σεβάσμιο και πιο ταπεινό. Οι πέτρες από τον καιρό χωρίσανε η μια από την άλλη, κ’ είναι σκεπασμένες από μούσκλια κι αγριόχορτα, οι σουβάδες είναι μισοκιτρινισμένοι από τη μούχλα, και τα ερημικά αγριολούλουδα ανεμίζονται ντροπαλά στους χαλασμένους τοίχους, σαν να προσκυνάνε την Παναγία που κάθεται μέσα στη χυβάδα. Το άγιο πρόσωπό της είναι σκεπασμένο από χορταράκια, τα χέρια της μαυρίσανε, ο Χριστός που κρατά στα γόνατά της είναι μισοσβυσμένος, ο θρόνος της είναι καταφαγωμένος από τα νερά και από τον αγέρα. Απάνω στο ρούχο της μολυντήρια και γουστέρες περπατάνε, μελίσσια και γουστέρες της ψέλνουνε το «Επί σοι χαίρει, Κεχαριτωμένη, πάσα η κτίσις», σφαλάγκια (αράχνες) της υφαίνουνε «σκηνήν περιέπουσαν». Από τους ανθρώπους τη θυμούνται μονάχα κάποιες γυναίκες φτωχές, χωριάτισες, και πάνε κι ανάβουνε ένα καντήλι πούναι σφαλισμένο μέσα σ’ ένα φανάρι οπού κρέμεται απόνα καρφί. Καμμιά φορά βρίσκεται κι ένα λιβανιστήρι απάνω στην αγία τράπεζα… απάνω σ’ αυτό το χαμοβούνι, στην κορφή του, είναι χτισμένο ένα εκκλησάκι, ο άγιος Γιάννης ο Πέλικας. Απ’ όλα τούτα τα εξωκλήσια ο άγιος Γιάννης είναι για μένα το πιο αγαπημένο. Στη χαμηλή την πόρτα από πάνω βρίσκεται μια μικρή θυρίδα, και μέσα είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Γιάννης ο Πρόδρομος. Τον κυττάζεις μονάχα και ησυχάζουνε τα φυλοκάρδια σου, φεύγουνε από μέσα σου οι στενοχώριες, καθαρίζει κι αλαφρώνει η καρδιά σου, γίνεσαι αξέγνοιαστος σαν το παιδί από τη χαρά… Οι βαφές είναι χωματένιες και γλυκειές από την παληοσύνη… μερμήγκια βοσκάνε απάνω στη μηλωτή του, μελίσσια βουσβουνίζουνε ήσυχα σαν να είναι κερήθρα εκείνη η θυρίδα. Το κεφάλι του άγιου Γιάννη είναι ανεμαλλιασμένο σαν πρίνος, το πρόσωπό του και τα χέρια του κεραμιδιά σαν ηλιοκαμένα, το ρούχο του είναι πράσινο ξεθωριασμένο, κι από τον καιρό πήρε μια γλυκύτητα που δεν μπορώ να την παραστήσω σ’ όποιον δεν νοιώθει αυτή τη γλώσσα…
Η ζωγραφική είναι απείραχτη, μονάχα πούναι καπνισμένη από το λιβάνι κι’ από τα κεριά. Από τη μια μεριά έχει στασίδια παλιά. Το τέμπλο είναι ξύλινο σκέτο, χωρίς πλουμίδια. Τα καντήλια είναι αναμμένα μοσκοβολά το λιβάνι. Σαν μπεις μέσα, θαρρείς πως μπαίνεις στη σκηνή του Αβραάμ. Εκείνη η ζωγραφιστή καμάρα σε σκεπάζει με ειρήνη και με κατάνυξη, τα’ άγιο βήμα είναι γεμάτο πίστη και μαρτύριο. Όλα είναι ταπεινά, όλα παρηγορητικά… Μέσα στο σκοτεινό άγιο βήμα είναι ζωγραφισμένη η Πλατυτέρα, και από κάτω οι πατέρες άγιος Βασίλειος, Χρυσόστομος, Γρηγόριος και Αθανάσιος, όλοι με σκούρα και ασκητικά πρόσωπα, στραβοζωγραφισμένοι, με λίγη τένχη… Στην καμάρα είναι ζωγραφισμένο το δωδεκάορτο, κι από κάτω στέκουνται ολόσωμοι άγιοι, όσιοι, ιεράρχες, μάρτυρες, καμωμένοι με χρώματα χωματένια σαν κανάτια, κίτρινες ώχρες, χοντροκόκκινα κεραμιδί, μαύρα λαδοπράσινα και άσπρα, που είναι ταιριασμένα με μία ήσυχη θρησκευτική σεμνοχρωμία… Αναπαύεται η ψυχή σου κυττώντας τον άγιο Γιώργη, τον άγιο Δημήτρη, τον αββά Σισώη, τους αγίους Τεσσαράκοντα στη λίμνη της Σεβάστειας. Καλότυχος όποιος έφταξε να χαίρεται με τέτοια άτεχνα, καταφρονεμένα και φτωχά έργα!
Όσα εξωκκλήσια βρίσκουνται γύρω στο Μαρούσι όλα είναι ζωγραφισμένα από το ίδιο χέρι. Φαίνεται πως αυτός ο αγιογράφος είτανε ντόπιος απ’ το χωριό, και δούλευε εκεί τριγύρω, και πως είτανε παπάς και λεγότανε Δημήτριος. Μέσα στο Μαρούσι σώζεται ένα παλιό εκκλησάκι, ο άγιος Δημήτριος, που έχει λίγους άγιους ζωγραφισμένους στη χυβάδα του ιερού. Κόντά στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη είναι γραμμένη τούτη η επιγραφή «1622 χειρ διμιτρίου ιερέος». Λοιπόν αυτό το αγιασμένο χέρι έχει ζωγραφισμένα όλα εκείνα τα ρημοκκλήσια του Μαρουσιού”.
Πράγματι ωραίο θα ήταν τότε το Μαρούσι αφού ο Κόντογλου το χαρακτηρίζει χωριό! Με όλα τα χαρακτηριστικά της ελληνικής υπαίθρου και κυρίως με τα πολλά τα ρημοκκλήσια του!
- * Κείμενο δημοσιευμένο στην εφημερίδα των Βορείων Προαστίων «Αμαρυσία»