ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
ΛΟΓΟΣ ΙΔ’
ΠΕΡΙ ΕΟΡΤΩΝ
Πως δηλαδή πρέπει να εορτάζονται, ποιων είναι σύμβολα τα τελούμενα σ’ αυτές και εναντίον εκείνων που υψηλοφρονούν κατ’ αυτές. Επίσης γι’ αυτούς που αξίως ή αναξίως κοινωνούν και ποια είναι η διαφορά σ’ αυτούς. Προς το τέλος, πως συνάπτεται κάποιος δια της κοινωνίας με τον Θεό και πως δεν συνάπτεται.
Εκείνος που μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει ότι δημιουργήθηκε εκ του μη όντος και εισήλθε γυμνός στον κόσμο, αυτός θα γνωρίσει τον πλάστη του και μόνον αυτόν θα φοβηθεί και θ’ αγαπήσει και γι’ αυτόν θα δουλεύει με όλη του την ψυχή και τίποτε από όσα βλέπει δεν θα προτιμήσει αντί αυτού, αλλά, γνωρίζοντας με κάθε βεβαιότητα ότι είναι ξένος όλων των επιγείων, και θα μπορούσαμε να ειπούμε, και αυτών που βρίσκονται στους ουρανούς, θα παραδώσει όλη την ψυχική του διάθεση στη λατρεία του δημιουργού του. Διότι, εάν είναι ξένος άπ’ αυτά με τα οποία επλάσθηκε και μέσα στα οποία ζει, πολύ περισσότερο είναι ξένος εκείνων, από τα οποία απέχει πάρα πολύ κατά την φύση, την ουσία και την διαγωγή. Και εκείνος που αναγνώρισε ότι είναι ξένος από τα επίγεια και διαπίστωσε ότι εισήλθε γυμνός σ’ αυτό το θέατρο και πρόκειται γυμνός να εξέλθει1 από αυτό, πως δεν θα πενθήσει; Πως δεν θα κλάψει όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και όλους τους ομογενείς και ομοιοπαθείς του ανθρώπους; Και εκείνος που αγαπά και φοβάται μόνο τον Θεό, πως θα ευφρανθεί σωματικώς ή πως θα εορτάσει σωματικώς κατά την συνήθεια των ανθρώπων, δηλαδή χωρίς επίγνωση και αλόγιστα, όταν ο ίδιος ο Κύριος λέγει πάντοτε προς αυτούς, «ο κόσμος θα χαρεί, εσείς όμως θα λυπηθείτε, άλλ’ έχετε θάρρος, διότι εγώ ενίκησα τον κόσμο», «θα αναστηθώ μέσα σας, ο κακός κόσμος θα καταποθεί από την ζωή που χορηγείται σ’ όλους από το Πνεύμα μου, και βλέποντάς με, θα χαρεί η καρδιά σας και την χαρά σας κανείς δεν θα την αφαιρέσει από σας»;
Πως λοιπόν εκείνος που βλέπει τον ουράνιο Δεσπότη θα επιθυμήσει κάποιο επίγειο πράγμα, ή θα σκεφθεί κάτι που δεν αρέσει στον Θεό; Πως, βλέποντας τον εαυτό του με βεβαιότητα ξένο, γυμνό και πτωχό, αν και έχει τα πάντα, για να μιλήσω αποστολικώς, θα καυχηθεί, ή πως θα επαρθεί για όσα κάνει, ή πως θα μεγαλοφρονήσει για πλήθος κεριών και λύχνων, για αρώματα και μύρα, ή για σύναξη λαού, ή για γεμάτη και πολυτελή τράπεζα, και πως θα καυχηθεί για λαμπρούς φίλους και για παρουσία ενδόξων ανδρών της γης; Καθόλου βέβαια. Διότι γνωρίζει ότι όλα αυτά και όλοι μαζί σήμερα υπάρχουν και αύριο παρέρχονται, ότι σήμερα τα παρόντα φαίνονται και μετά από λίγο εξαφανίζονται. Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλώς πως να εορτάζει, έχει καθόλου τον νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος ευρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ουρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς την φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβησθούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρήσουν ο καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι.
Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λέγεις, ‘Να, εόρτασα την γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος’. Μη μου λέγεις αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, άλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για την σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής. Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μη ειπώ ότι άναψα στον ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύχνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στην γη, και επί πλέον, να νοιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμασθώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβησθούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος; Εάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από την σάρκα μου και τον ρύπο της, τι θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγματι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διότι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιο το κέρδος μου; Πες. Ποια είναι η απόλαυση από τα όσα ελέχθηκαν;
Δεν εδιάλεξα αυτές τις εορτές, λέγει ο Κύριος. Διότι λέγει, «ποιος τα εζήτησε αυτά από τα χέρια σας;». Δεν ενομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζομε έτσι. Αλλά πως; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδιατίθενται και λέγουν το εξής, «Τι λοιπόν; Δεν θα ανάψομε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρομε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσομε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσομε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λέγεις; έτσι, λέγει, προστάζεις;». Δεν εννοώ αυτό, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Άλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών. Ποιο είναι αυτό λοιπόν; Είναι εκείνο που σου δηλώνουν αυτά που γίνονται τυπικώς από σένα.
Οι λαμπάδες δηλαδή σου υποδεικνύουν συμβολικώς το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυχής σου, ο τιμιώτερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να λάμπεται νοητώς, να καίγονται δηλαδή μέσα σου δια του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μη απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν άμοιρος φωτός. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μη εναπομείνει σκοτεινός λογισμός στην οικεία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται ο στεφανοειδής ορμαθός της διακρίσεως των λογισμών σου. Το νοητό μύρο σου το υποδεικνύουν οι εκχύσεις των μύρων και τα σύνθετα των θυμιαμάτων, τα οποία και σε διδάσκουν ότι πρέπει να το αποκτήσεις μέσα σου πολυτελώς. Εκείνο δηλαδή που ραντίζεται άπ’ έξω θα εικονίζει στους πνευματικούς την ρέουσα δροσιά επάνω στα όρη Σιών και σαν εκείνο που κατεβαίνει στον πώγωνα του Άαρών και στην άκρη του ενδύματός του. Ενώ εκείνο που αναβλύζει από μέσα και ως ύδωρ καταψύχει το Πνεύμα, θα είναι σαν πηγή που εκχέει ύδατα αιώνιας ζωής για εκείνον που ενεργείται από θείο Πνεύμα, και το οποίο ανάπτεται και αναπέμπεται σε ευωδιαστό καπνό, αυτό φέγγει λαμπρώς και αρωματίζει μαζί τις αισθήσεις με πνευματική ευωδία, αφ’ ενός μεν ως φως βλέπεται από τους καθαρούς στην καρδιά, και αφ’ ετέρου ως ξύλο ζωής, καθηλώνει τα θελήματα της σαρκός, ευωδιάζει τα σύμπαντά και ευφραίνει πάντοτε μόνο τους πιστούς με πνευματική ευφροσύνη.
Αλλ’ όμως αυτά δεν εξαντλούνται μόνο στα λεγόμενα, αλλ’ υπάρχει γι’ αυτά κι άλλη φάση πνευματικής διδασκαλίας. Εάν δηλαδή ο Θεός εκόσμησε έτσι τα άψυχα με την ευωδία και τα εδόξασε, πόσο μάλλον θα διακοσμήσει εσένα, αν το επιθυμείς, με τις ιδέες των αρετών και θα σε δοξάσει με την ευωδία του άγιου Πνεύματος, εσένα που σ’ έκτισε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Τα μύρα λοιπόν αυτά που κατασκευάσθηκαν από ανθρώπινα χέρια και με την ευωδία τους ευωδιάζουν τις αισθήσεις σου, ζωγραφίζουν την πλάση σου και την αναπαριστάνουν κατά τρόπο σοφό. Όπως ακριβώς δηλαδή τα μύρα που κατασκευάζονται από διάφορα είδη τα δημιουργούν τα χέρια των αρωματοποιών και αποτελούν ένα είδος από πολλά, έτσι και σένα σ’ έπλασαν τα χέρια του Θεού, κατασκευάσθηκες με σοφία και συναρμολογήθηκες με τα νοητά μέλη του νοητού μύρου, δηλαδή με τα χαρίσματα του ζωοποιού και παντουργού Πνεύματος. Και πρέπει να μυρίζεις την ευωδία της γνώσεως και της σοφίας του, ώστε εκείνοι που ακούουν τους λόγους της διδασκαλίας σου να ευωδιάζονται τα αισθητήρια της ψυχής τους και να ευφραίνονται με πνευματική ευφροσύνη.
Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες Αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για την σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο μελωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι Άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος ν’ ανυμνείς ακατάπαυστα με το άυλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σ’ εδημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των Αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των Αρετών συναρίθμιος και ομοδίαιτος με τους Αποστόλους, τους Προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους όσιους.
Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγινες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω Αγγελικές δυνάμεις. Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό ούτε τον εαυτό σου τον έκαμες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιο θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φόβος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις, «θα μετατρέψω», λέγει, «τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη».
Τι λοιπόν; Δεν θα εορτάσομε σωματικώς και αισθητώς, εάν δεν μπορέσομε να γίνομε τέτοιοι, όπως μας υπέδειξες με τον λόγο; Και πάρα πολύ βέβαια. «Εόρταζε», λέγει, και να τελείς τα προς τιμήν του Θεού και των αγίων του με όλη σου τη δύναμη, και κάλεσε, εάν είναι δυνατό, όλους, βασιλείς, άρχοντες, Αρχιερείς, λευΐτες, μοναχούς, λαϊκούς, ώστε δια σου να δοξασθεί από όλους ο Θεός, και η δόξα αυτών, αναπεμπόμενη προς τον Θεό ως από έναν, από εσένα, θα καταλογισθεί σε σένα και θα γίνει ευπρόσδεκτη από αυτόν. Πως δηλαδή; Διότι, λέγει, «εξ αιτίας της υπερβολικής δόξας του16 δεν εδοξάσθηκε το δοξασμένο», ούτε οι Άγιοι στερούνται επίγεια και ανθρώπινη δόξα. Αλλ’ εόρταζε με σκοπό να επιτύχεις έλεος από τον Θεό με την πρεσβεία εκείνων. Ούτε έτσι όμως να υποψιασθείς ότι το γινόμενο είναι για σένα αληθινή εορτή, αλλά σκέψου ότι αυτό είναι μάλλον τύπος, σκιά και σύμβολο εορτής. Διότι, πες μου, ποια κοινωνία θα είχαν ποτέ τα αισθητά και άψυχα και εντελώς άμοιρα αισθήσεως με τα νοητά και θεία και έμψυχα, ή καλύτερα με τα πνευματικά και ζωντανά και παρεκτικά αιώνιας ζωής;
Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρώς η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει την γνώση των θείων και ουρανίων πραγμάτων, και η οποία χορηγείται από το Άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσους ευρίσκονται στην παγκόσμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ήλιου, καθαρό φως του λόγου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος, σύμφωνα με την εντολή που λέγει, «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να ιδούν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που ευρίσκεται στους ουρανούς».
Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έννοιες, με τις οποίες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποικιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του.
Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής.
Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαίρονται πάντοτε για την σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου.
Αντί φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι Άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υποδεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθηκε στους κόπους του τον Λάζαρο, αν και αυτό που ελέχθηκε θεωρείται κι αλλιώς.
Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζων άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, άλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο, τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, άλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη, αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της.
Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως, εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετά-λαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετάλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας, εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσ- κολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. Ας μη φα- ντασθούν λοιπόν εκείνοι που μετέχουν αναξίως στα θεία μυστήρια ότι δι’ αυτών έτσι απλώς προσκολλώνται και ενώνονται με τον αόρατο Θεό, διότι αυτό δεν συμβαίνει σ’ αυτούς καθόλου, ούτε θα συμβεί ποτέ. Πράγματι, μόνον όσοι με την μετουσία της θείας σαρκός του Κυρίου αξιώνονται να ιδούν και να φάγουν την αποκάλυψη της αόρατης θεότητας κατά την νοερή επαφή με το νοερό βλέμμα και στόμα, γνωρίζουν ότι ο Κύριος είναι χρηστός. Αυτοί, τρώγοντας και πίνοντας όχι μόνον αισθητώς αισθητό άρτο, αλλά συγχρόνως και Θεόν νοητώς, τρέφονται με διπλές αισθήσεις τον ένα ορατώς και τον άλλο αοράτως, και ενώνονται και κατά τα δύο με τον διπλό στις φύσεις Χριστό, γενόμενοι σύσσωμοι μ’ αύτόν και συγκοινωνοί της δόξας και της θεότητας. Έτσι λοιπόν ενώνονται με τον Θεό όσοι τρώγουν αξίως και κατά γνώση και θεωρία του μυστηρίου τον άρτο αυτό και με ευαίσθητη ψυχή και καρδιά πίνουν από το ποτήρι αυτό. Όσοι όμως το κάνουν αυτό αναξίως είναι κενοί της δωρεάς του αγίου Πνεύματος, διότι τρέφουν μόνο το σώμα και όχι και την ψυχή τους.
Αλλά μη θορυβηθείς, αγαπητέ, ακούοντας να σου λέμε την αλήθεια. Διότι, εάν ομολογείς ότι η σάρκα του Κυρίου είναι άρτος ζωής και ότι δίνει ζωή, και εάν γνωρίζεις ότι το αίμα του δίνει ζωή σ’ εκείνους που μετέχουν και ότι σ’ εκείνον που το πίνει γίνεται ως πηγή ύδατος που αναβλύζει ζωή αιώνια, πες μου, πως, εσύ που μετέχεις σ’ αυτά, δεν προσθέτεις τίποτε πλέον ψυχικώς, αλλά κι αν αισθανθείς ίσως κάποια μικρή χαρά, μένεις πάλι έπειτα από λίγο όπως ήσουν και πριν χωρίς καμμία προσθήκη ζωής μέσα σου, χωρίς αναβλύζουσα πηγή, χωρίς να βλέπεις αυτό το φως; Διότι ο άρτος αυτός αισθητώς βέβαια φαίνεται ψωμί γι’ αυτούς που δεν ξεπέρασαν την αίσθηση, νοε- ρώς όμως είναι φως αχώρητο και απρόσιτο έτσι και ο οίνος εί-ναι κι αυτός ομοίως φως, ζωή, πυρ και ύδωρ ζων. Εάν λοιπόν, τρώγοντας και πίνοντας τον θείο άρτο και τον οίνο της ευφροσύνης, δεν γνωρίζεις εάν έζησες την ανώλεθρη ζωή, εάν εδέχθηκες, όπως ο προφήτης, φωτοειδή ή πύρινο τον άρτο, εάν ήπιες ως ύδωρ αναβλύζον το δεσποτικό αίμα, εάν δεν έφθασες καθόλου σε θεωρία και μέθεξη κανενός από αυτά, πως νομίζεις ότι έγινες κοινωνός της ζωής; Πως νομίζεις ότι άγγιξες το απρόσιτο πυρ, ή πως πιστεύεις γενικά ότι μετέλαβες τελείως το αΐδιο φως; Ασφαλώς καθόλου δεν έχει συμβεί αυτό σ’ εσένα που δε έχεις συνειδητή αντίληψη γι’ αυτά, αλλά το φως, ενώ είσαι τυφλός, σε καταλάμπει, το πυρ σε θερμαίνει, χωρίς όμως να σ’ έγγισε, η ζωή σε επισκίασε, αλλά δεν ενώθηκε μαζί σου, το ζων ύδωρ επέρασε από την ψυχή σου σαν από ρυάκι, επειδή δεν ευρήκε υποδοχή άξιά του. Λαμβάνοντας λοιπόν και εγγίζοντας έτσι τα άψαυστα και νομίζοντας ότι τα τρώγεις, μένεις χωρίς να τα λαμβάνεις ούτε να τα τρώγεις, χωρίς να έχεις τίποτε τελείως μέσα σου. Διότι ο απρόσιτος Λόγος, ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, δεν περιλαμβάνεται αισθητώς, αλλά μάλλον αυτός συμπεριλαμβάνει και εγγίζει και ενώνεται με εκείνους που είναι άξιοι και καλώς ευτρεπισμένοι προς υποδοχή του.
Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, ή μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσομε αιωνίως και καθαρώς το καθαρώτατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χριστό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στην βασιλεία των ουρανών. Σ’ αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση μαζί με τον Πατέρα και το πανάγιο και ζωοποιό του Πνεύμα/τώρα και πάντοτε και στους άπειρους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΙΚΩΝ 19Γ – ΕΠΕ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ