π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ “ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ”
ΤΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΘΕΟΛΟΓΟΙ άραβες, που εσπούδασαν θεολογία στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, με πληροφόρησαν ότι το βιβλίο του Ζαχαρία Παπαντωνίου με τον τίτλον «Άγιον Όρος» κυκλοφορεί μεταξύ των Χριστιανών στις αραβικές χώρες, μεταφρασμένον από τον τότε Επίσκοπο Χαλεπίου Ηλία και αργότερα Πατριάρχη Αντιόχειας, ο οποίος εκοιμήθη τελευταία εν Κυρίω.
Οι άραβες θεολόγοι διάβασαν το βιβλίο και διεπίστωσαν ότι ο Παπαντωνίου διαστρέφει τον ορθόδοξον Μοναχισμόν και δημιουργεί καταλυτικές εντυπώσεις μεταξύ των αράβων Χριστιανών. Γι’ αυτό με παρεκάλεσαν να γράψω μια κριτική με σκοπό να την μεταφράσουν στα αραβικά και να την δημοσιεύσουν. Επειδή το «Άγιον Όρος» είχα διαβάσει νέος ακόμα μοναχός, εγνώριζα πόσο ξένο είναι προς την αλήθεια του μοναχισμού μας, γι’ αυτό και εξέφρασα την απορία μου, πως ο Χαλεπίου Ηλίας, που κατόπιν άδειας μου μετέφρασε στην αραβική το «Μεταξύ ουρανού και γης», έθεσε σε κυκλοφορία προς χρήση την αράβων Χριστιανών ένα τέτοιο βιβλίο που διαστρέφει κυριολεκτικά τον μοναχισμό; Η απάντηση που πήρα από τους άραβες αδελφούς εξήγησε το παράξενο· ο Ηλίας ήταν και ποιητής και λογοτέχνης. Εκτιμώντας λοιπόν την αναμφισβήτητη δύναμη του λογοτεχνικού αυτού βιβλίου που βλέπει τον μοναχισμό υπό αισθητικό και πεσσιμιστικό πρίσμα, προέβη ο μακαρίτης πλέον Πατριάρχης (ο Κύριος να τον συγχωρήση και να τον αναπαύση) στη μετάφραση και έκδοσή του.
Εν τω μεταξύ το βιβλίο αυτό κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα στον αραβικό κόσμο και διασύρει το μοναχισμό της Ορθοδοξίας, όχι μόνο στις ψυχές των Χριστιανών, που θα ήθελαν να αναπτύξουν τον μοναχικό βίο στην τοπική Εκκλησία τους, αλλά και μεταξύ των μη Χριστιανών. Και σχηματίζεται έτσι η εντύπωση, ότι οι Χριστιανοί αντιγράψαμε τον βουδδισμό!
Αλλά πριν εκθέσω τις απόψεις μου για το «Άγιον Όρος», στο οποίον άριστα θα μπορούσε να ανθέξη ο τίτλος «το Θιβέτ» — γιατί η αποδιδόμενη στο Άγιον Όρος ψυχολογία είναι καθαρά βουδδική — θα πρέπει να πω λίγες σκέψεις για τον συγγραφέα του.
Βέβαια τον μακαρίτη συντοπίτη μου σχεδόν Παπαντωνίου δεν τον γνώρισα στη ζωή. Διάβαζα μόνο ως νέος λαϊκός τις ποιητικές συλλογές του και τα τεχνοκριτικά άρθρα του για τις τοιχογραφίες του Αγίου Όρους στο «Ελεύθ. Βήμα». Η τελευταία «επαφή» μου με το πνεύμα του Παπ. αλλά και κατ’ αίσθηση, ήταν όταν εκηδεύετο.
Βρέθηκα, ένα χρόνο προ της μονάσεώς μου, το 1940, στον Ναόν του αγίου Γεωργίου του Καρύτση, όπου από ένα πλήθος ακαδημαϊκών, επιστημόνων και ανθρώπων των γραμμάτων, που είχαν κατακλύσει το θείον τέμενος, εξεφωνούντο επικήδειοι λόγοι — εντύπωση μου έκανε ο λόγος του Σπ. Μελά— και στη συνέχεια προέπεμψαν τον μακαρίτη στο κοιμητήριο.
Από τότε λοιπόν που εκοινοβίασα στην ι. Μονή του Αγίου Διονυσίου, φυσικά δεν ξαναέπιασα στα χέρια μου όχι μόνο βιβλία του Παπαντωνίου, αλλά κανένα μη πνευματικό, μοναστικό ή θεολογικό βιβλίο. Από τις ποιητικές συλλογές που διάβαζα στον κόσμο, είχα πεισθεί ότι ο Παπ. ζούσε σε ένα καταθλιπτικό και πεσσιμιστικό βουδδικό κλίμα και έβλεπε τον μοναχισμό της Εκκλησίας σαν μια μορφή βουδδική. Έχω πρόχειρα στη μνήμη μου ένα ποίημά του με τον τίτλον «η προσευχή του ταπεινού» στη συλλογή του «Τα θεία δώρα», απ’ όπου αναδύεται ολοκάθαρα η βουδδική ψυχολογία του.
Αφού αρχίζει με τα ταπεινά λόγια ενός φυσιολάτρου: «Κύριε, σαν ήρθε η νυχτιά σού λέω την προσευχή μου. ..», ύστερα από μερικές στροφές τελειώνει: «Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω, δεν περιμένω ανταμοιβή, πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα. Κύριε, ευδόκησε ν’ αφανιστώ δίχως να ξαναζήσω, ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα».
Η επιθυμία να αφανισθή κανείς αποκαλύπτει την νεκρότητα και αζωία της ψυχής, που δεν αισθάνεται τον πόθο της αιωνιότητας, την ζωοποιόν αγάπη του Θεού, τη χαρά της αιωνίου μακαριότητας. Ο Παπ. δεν ήταν άπιστος. Αλλά η «Χριστιανικότης» του ήτο ένα προσωπικό κατασκεύασμα, γι’ αυτό δεχότανε ή απέρριπτε κατά την κρίση του τα δόγματα της Εκκλησίας. Κι’ επειδή δεν ζούσε και δεν εσκέπτετο χριστιανικά, τίποτε δεν τον εμπόδιζε να ζητή από τον Θεόν τον αιώνιον αφανισμό του, χωρίς ελπίδα ζωής.
Επίσης, το ότι έβλεπε τον μοναχισμόν όχι σαν μία μορφή τελειότητας, που ανέκυψεν από την διδασκαλία του Κυρίου και την πνευματική παράδοση, αλλά σαν ένα καταφύγιο «καραβοτσακισμένων», φαίνεται σαφώς τόσο στο υπό κρίση βιβλίο του, όσο και στο ποίημα «Προσευχή στην Κυρία των Αγγέλων» από τη συλλογή «Πεζοί ρυθμοί», που θυμάμαι λίγους στίχους του.
Στο ποίημα αυτό αρχίζει με τα εξής λόγια: «Στο παραθύρι μου ήρθαν χελιδόνια. Στους στοχασμούς μου άκούγονται ψαλμοί για τη δόξα σου. Εύχαριστώ την καταστροφή που με ύψωσε ως έσένα. Εύλογημένες vαv’ οι αποτυχίες που μ’ έκαναν ν’ ακούω τον εσπερινό. Το καράβι της νειότης μου, ξεκινημένο την αυγή. . . προς τον Άθω πλέουν τα συντρίμια του Μητέρα των θλιμμένων. ..».
Βλέπει κανείς πόσον η κατάθλιψη κυριαρχεί στην ψυχή του ποιητού Παπαντωνίου και πόσον ο βουδδικός πεσσιμισμός εμπνέει τους στίχους του, γεγονός πλέον απτό στο βιβλίο του, όπως θα ιδούμε. Ορθότατα δε σχολιαστής του γράφει· «Το έργον του.. . αναδίδει μίαν πνοήν μελαγχολίας και πεσσιμισμού..».
Το «Άγιον Όρος» του Παπ. διάβασα στη βιβλιοθήκη της Μονής μας κατά το 1953, όταν ήμουν βιβλιοθηκάριος. Μου έκανε κατάπληξη η τόλμη του συγγραφέως να αναλάβη την ευθύνη της ερμηνείας του μοναχικού βίου της Ορθοδοξίας αφού ήταν ανίδεος σε τέτοια θέματα.
Ασχέτως προς τις τεχνοκριτικές παρατηρήσεις του στη βυζαντινή Αγιογραφία, που αφιερώνονται στο υπόψη βιβλίον — αναμφιβόλως αξιοπρόσεκτες, αφού ήταν καθηγητής της σχολής Καλών Τεχνών και ακαδημαϊκός — οι απόψεις του για τον μοναχισμό μας είναι τελείως άστοχες.
Και απορεί κανείς, πως ένας επιστήμων και άνθρωπος των γραμμάτων, ειδικός στον τομέα του, αποφασίζει να κρίνη, να αναλύση και ν’ αξιολογήση ένα θεσμό που αγνοεί, να τον ταυτίζει με τον βουδδισμό, αφού και ιστορικώς και θεολογικώς είναι γνωστό και σε κοινούς Χριστιανούς ακόμα, ότι εκπορεύεται κατά το γνησιότερο τρόπον από την ζωή της Εκκλησίας.
Αλλά ας έλθουμε στο βιβλίο του Παπ., όπου οι πεποιθήσεις του εκφράζονται πλέον σταθερά και καθαρά. Έχω μπροστά μου το «Άγιον Όρος», αφού προηγουμένως το ξαναδιάβασα ύστερα από 25 χρόνια. Στο σημείον αυτό θυμάμαι πόσον εσκανδάλισε την ψυχήν μου αυτή η απροσδόκητη κακοποίηση του Ορθοδόξου μοναχισμού. Εθεώρησα δε σαν επιταγή του Θεού την απόφασή μου να αναλάβω την προσπάθεια μιας αναιρέσεως της «προστριβομένης» ύβρεως στον θείο θεσμό, στους αγίους Πατέρας και στις στρατιές των μοναχών.
Το «Μεταξύ ουρανού και γης» οφείλει την γέννησή του στο «Άγιον Όρος» και η απολογητική του μορφή μαζί με την αντιπαράθεση ανατολικών στοιχείων εξηγούνται από την ανάγκη ανατροπής των βουδδικών ιδεών του Παπ. Αλλά και πόση ειρωνεία στην πράξη του μακαρίτη Πατριάρχη Αντιόχειας, να μεταφράση δύο βιβλία συγκρουόμενα, που το ένα εγράφη για να αναιρέση το άλλο! Ας επανέλθουμε. Το μοτίβο του βιβλίου του ποιητού Παπ. είναι η βουδδική νεκρή απραξία — γιατί υπάρχει και ζωοποιός απραξία, ο Ησυχασμός, που δεν μπόρεσε να κατανόηση ο σ. του κρινομένου βιβλίου. «Τούτο μοι πράξις, η απραξία» λέγει ο Γρηγόριος ο θεολόγος.
Το «Βουδδικό προοίμιο» που προτάσσει ο σ. αποκαλύπτει το περιεχόμενο του βιβλίου. Πρόκειται για μια αναφορά στην απόφαση του πρίγκηπα Σιντάρτα να εγκαταλείψη τον κόσμο. Τα ελατήρια είναι η απελπισία εμπρός στα φυσικά κακά, (ασθένειες, αναπηρίες, θάνατος). Ο Σιντάρτα γίνεται μακάριος με τη σιωπή, την ακτημοσύνη και τη νέκρωση των επιθυμιών και θεοποιείται από τα εκατομμύρια των οπαδών του.
Ο Παπ. ανακαλύπτει κοινά στοιχεία, προϋποθέσεις, μέσα και σκοπόν μεταξύ βουδδισμού και χριστιανισμού. Αλλά αν οι μοναχισμοί απορρέουν από τις θρησκείες και τα φιλοσοφικά τους συστήματα, τι ουσιαστικό κοινό μεταξύ τους μπορεί να υπάρχη πλην κάποιων εξωτερικών μορφών; Γι’ αυτό ακριβώς έγραφα στο «Μεταξύ ουρανού και γης»:
«Τίποτε τόσον ανθρώπινον, τόσον βαθύ, χαριτωμένον και εν ταυτώ τραγικόν, το οποίον εκφράζει την ουράνιον καταγωγήν, την αθλιότητα και το μεγαλείον του εξορίστου βασιλέως του παραδείσου, όσον ο εγκάρδιος πόθος «φυγής» και η θρησκευτική ανησυχία, έως ου η ταλαίπωρος ψυχή αναπαυθή εν Θεώ.
«Αληθώς εμβλέπει κανείς εις τας θρησκείας και τας διαφόρους φιλοσοφικάς σχολάς, αφ’ ων δεν απούσιαζε το θρησκευτικόν στοιχείον, μίαν συγκινητικήν αυτοθυσίαν, εν τη απεγνωσμένη προσπάθεια των, όπως ανέλθουν εις τον Θεόν και ικανοποιήσουν τον μεταφυσικόν πόθον και την θρησκευτικήν δίψαν των.
» Εκεί όπου το πυκνόν σκότος της θρησκευτικής και φιλοσοφικής πλάνης επικάθηται εισέτι, αφώτιστα πλάσματα του Θεού λειτουργούν αμέμπτως την πίστιν των και την ιδεολογίαν, και χάριν αυτών υποβάλλονται εις μυρίας κακοπαθείας και στερήσεις εφ’ όρου ζωής, ζώντα με αυστηρόν εγκράτειαν και άσκησιν, Μονασταί και Ερημίται και οπαδοί φιλοσοφιών, κηρύττοντα έργω την δύναμιν του θρησκευτικού συναισθήματος.
»Και ένω υπάρχει κοινή των Μοναχισμών μήτηρ, μολοντούτο ο Χριστιανικός Μοναχισμός είναι όλως τις καπάστασις διάφορος, εφ’ όσον απορρέει από την ζωηφόρον κρήνην του Χριστιανισμού. .. Και αποδεικνύεται, εκ των ανομοίων αιτίων συγκροτήσεως ιδιόμορφων Μοναχισμών, η εντελώς διακεκριμένη θέσις του Χριστιανικού Μοναχισμού.
» Ο θεοσοφιστής, αίφνης, πρίγκηψ Σιντάρτα, ο μετέπειτα Βούδδας, αντήλλαξε την πορφύραν του δια του εντελούς κιτρίνου μανδύου από αίσθημα απαισιοδοξίας, ίνα εύρη την λύτρωσιν (Νιρβάνα), δια μεθόδων παχυλών, νεκρώνων το αίσθημα της ζωής, όλας τας αγαθάς επιθυμίας και την προς παν καλόν βούλησιν. ΟΙ Εσσαίοι, οι αποτελούντες την φίλαγνον μερίδα τον Ιουδαϊσμού, εν τη λατρεία τον «νεκρού γράμματος», έφευγον τας πόλεις άνευ βαθυτέρας τίνος δικαιολογίας, «καύχημα έχοντες εν τη σαρκί» μόνον και «ουχί εις Θεόν». ΟΙ μονάζοντες Στωικοί, περιβαλλόμενοι τον λιτόν φιλοσοφικόν τρίβωνα φιλαρέσκως, ουδεμίαν θετικήν ωφέλειαν εκαρπούντο περιγελώντες την ματαιόσχολον τύρβην των συγχρόνων των υπεροπτικώς και ικανοποιούμενοι εκ της αρνήσεώς των ταύτης.
»Ο Χριστιανικός όμως Μοναχισμός, εσχηματίσθη εις τας διαφόρους ερήμους ουχι εξ απαισιοδοξίας, ούτε εκ του πόθου της «Νομικής λατρείας», ούτε από κενόδοξον φιλοσοφικόν πνεύμα, αλλά από «νουν Χριστού», από νέον τι αίτιον, διότι «τα πάντα γέγονε καινά εν Χριστώ…».
»Ουδεμία, επομένως, εσωτερική σχέσις υφίσταται μεταξύ του Χριστιανικού Μοναχισμού και των χρονικώς πρεσβυτέρων τοιούτων, αλλ’ ούτε και ως αρχικόν δάνειον ελήφθη τι εξ αυτών η ως αντιγραφή ανεπτύχθη εις τους κόλπους της Εκκλησίας, ως υπέθεσάν τινες, μηδεμίαν σχέσιν έχοντες με θρησκειολογικά ζητήματα. Έκαστος Μοναχισμός προέρχεται, ως εκ κυοφορίας, εκ των σπλάγχνων της μητρός του θρησκείας και τόσην αλήθειαν κέκτηται, όσην αλήθειαν περιέχει η μήτηρ του. Συνεπώς οι Μοναχισμοί είναι ιδιότυπα εκμαγεία των θρησκειών των… (Μεταξύ ουρανού και γης», σελ. 148-150).
Επομένως ο Παπαντωνίου διαπράττει θεμελιώδες λογικόν σφάλμα ταυτίζοντας τον Ορθόδοξον Χριστιανικόν Μοναχισμόν με τον βουδδισμόν εξ αιτίας κοινών εξωτερικών γνωρισμάτων, όπως είναι η φυγή από τον κόσμον, η ασκουμένη σιωπή και η ακτημοσύνη. Όπως υπάρχει αληθινό χάσμα μεταξύ Χριστιανισμού και βουδδισμού, έτσι και μεταξύ Ορθοδόξων Μοναχών και των Θλιβερών βουδδιστών καλογήρων, που είναι ντυμένοι τον κόκκινο η κίτρινο χιτώνα του Βισνού.
Εάν λοιπόν ο σ. του βιβλίου «Άγιον Όρος» αρχίζει στο «Προοίμιό» του με την ταύτιση των αγιορειτών με τους βουδδιστάς καλογήρους, είναι φυσικό παντού να βλέπη τον πεσσιμισμό και τη «φρενιτική δίψα για το απόλυτο», κατά την βουδδιστικήν εκδοχή.
Βέβαια ο Παπ. έχει σελίδες περιγραφικές της ασύγκριτης αγιορείτικής φύσεως, που διακρίνονται για την λογοτεχνική τους δύναμη, όπως κανείς μπορεί να συμφωνήση με κάποιες διακρίσεις και παρατηρήσεις του, για την μη ικανοποιητική σάρκωση του μοναχισμού από κάποιες μονάδες. Άλλο πράγμα όμως είναι η ανθρώπινη ραθυμία και άλλο είναι ο θεσμός. Και ο σ. κάνει βασικόν λάθος γιατί αγνοούσε το θεσμό, δεν διάβασε Πατερικά βιβλία ή ήθελε να βλέπη και να κρίνη σύμφωνα με τις προκαταλήψεις του. Όπως ήδη ανέφερα, ο Παπ. δεν εγνώριζε τον Ορθόδοξον Χριστιανισμόν και συνεπώς δεν είχε εμπειρίες και κριτήρια ορθόδοξα για να αποφεύγη τις αυθαίρετες ταυτίσεις.
Πάντως θα πρέπη να ομολογήσωμεν, ότι στις άστοχες κρίσεις του και τις παράλογες συσχετίσεις του με ένα άχροον ιστορικό και προχριστιανικόν ασκητισμόν, έδωσεν αφορμή και η πλεονάζουσα αγραμματωσύνη, που υπήρχε και στο Άγιον Όρος, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα προ μισού αιώνος, όταν ο Παπ. ήλθε στον Άθω. Ένας άλλος όμως στη θέση του, ακόμα κι’ ένας Φαλμεράιερ, θα διέστελλε τον θεσμικό μοναχισμό από τις ασυνεπείς σαρκώσεις του. Αλλά, όπως είπαμε, είδε το Άγιον Όρος σαν ένα τυποκρατικό βυζαντινό κατάλοιπο και υπό πρίσμα πεσιμιστικό.
Στο βιβλίο πολλές σελίδες καλύπτονται με την κριτική της βυζαντινής Αγιογραφίας και την αξιολόγηση των δύο μεγάλων Σχολών, που εργάσθηκαν στο Άγιον Όρος: την Μακεδονική και την Κρητική. Είναι το μόνο κεφάλαιο της ειδικότητας του Παπ. και οι μόνες σελίδες που μπορούν να εκτιμηθούν σαν αξιόλογες. Επιχειρώντας όμως στη συνέχεια να καταπιαστή με το μεγάλο θέμα της μυστικής θεολογίας και να περάση στον άβατο για τους αμυήτους χώρο του Ησυχασμού, δείχνει αδικαιολόγητη σε επιστήμονα επιπολαιότητα, ώστε να χαρακτηρίζη τον Ησυχασμό σαν μια αίρεση που συνετάραξε το Βυζάντιο!
Το δε περίεργον στην προκειμένη υπόθεση είναι, ότι πριν γράψη, άκραις μέσαις, για τον Ησυχασμό και τη μυστική θεολογία, διάβασε το βιβλίο του Γρ. Παπαμιχαήλ «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς», που αποτελεί μία από τις καλλίτερες ορθόδοξες ερμηνείες των Ησυχαστικών ερίδων, μια θεολογική ανάλυση των δογματικών προβλημάτων, που σχετίζονται με τον Ησυχασμόν και αναδεικνύει τον Παλαμά ως ένα μεγάλον Ορθόδοξον θεολόγον.
Παρά ταύτα όμως, ο ανειδίκευτος, ο αθεολόγητος, ο αμύητος,, ο άγευστος Παπαντωνίου, παρακάμπτει τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αφήνεται στην καλλιτεχνούσα φαντασία του και παρασύρεται από τους αναδυομένους λογισμούς της πεσσιμιστικά διαμορφωμένης ψυχής του. Έτσι δεν αφήνει τίποτε όρθιο απ’ όσα πρεσβεύει η Εκκλησία.
Προφανώς ευρισκόμεθα μπροστά σ’ ένα ελευθέριο πνεύμα, αυτονομημένο μέσα στην αυτάρκεια, που του προσφέρει η οίησή του ότι «τα ξέρει όλα», αδίστακτον, αυθαίρετο, τολμηρόν, «επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού», αφού δεν περιορίζεται μόνο στην αβάσιμη ερμηνεία του Μοναχισμού, αλλά ολισθαίνει και σε αιρέσεις, επειδή αρνείται την αυθεντία της Εκκλησίας.
Το βιβλίον «Άγιον Όρος» θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίση ως αντορθόδοξον, επειδή κυριαρχείται από βουδδιστική ψυχολογία κι’ επομένως βρίσκεται σε χαώδη διάσταση από την εν χάριτι ζωή της Εκκλησίας. Πόσοι δοκησίσοφοι δεν στερέωσαν με το βιβλίον αυτό τις ψυχοφθόρες προκαταλήψεις τους για την Ορθοδοξία και τον Μοναχισμόν, αφού οι ωραιολογίες του ωραιοπαθημένου Παπαντωνίου είναι δεδομένες και παρασύρουν τις σε αλογία ευρισκόμενες ψυχές των πολλών που δεν ζουν μέσα στο φως της Χάριτος του Χριστού !
Ο Παπ. με τις 2 -3 εκδόσεις του βιβλίου του έβλαψε και αδίκησεν ένα πολυύμνητο από την Εκκλησία θεσμόν, επειδή ο ίδιος ζούσε στο σκοτάδι της απιστίας στον θεώσαντα τους πιστούς με την Ανάστασή Του Κύριον Ιησούν.
Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός αποτελεί την δόξα της Εκκλησίας και το Άγιον Όρος «την αντίτυπον των επουρανίων σκηνήν» κατά την έκφραση ενός μεγάλου αγίου Αγιορείτου, του Γρηγορίου του Παλαμά.
θ.μ.δ.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ .
Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους
Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί – Αγ. Όρος
ΤΕΥΧΗ 65-66 – ΙΟΥΝΙΟΣ/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ