π. Γεωργίου Μεταλληνού (+)
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ο αγώνας του δεν ήταν καρπός μιας απροϋπόθετης και απροσδιόριστης ηθικής. Κάθε του ενέργεια βλέπουμε να προσδιορίζεται βασικά από την αλήθεια του λόγου του Θεού. Δεν παλεύει στον κόσμο σαν ένας φανατικός λάτρης της δικαιοσύνης και της τάξεως. Είναι ο χριστιανός εκ πεποιθήσεως. «Ο ιδεολόγος, που οι ενέργειές του ήταν πάντα σύμφωνες με τις αρχές του» (Βασίλιεφ). Αποβλέπει σε συγκεκριμένο στόχο. Να αναμορφώσει ευαγγελικά την κοινωνία. Να κάμει το Ευαγγέλιο ζωή. Να ολοκληρώσει το έργο του Χριστού (πρβλ. «τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει, και μείζονα τούτων ποιήσει», Ιωάν. 14,12) στην τρίτη διάστασή του, στην κυριαρχική και βασιλική εξουσία Του.
Κρίνοντας με τα σημερινά κοινωνιολογικά δεδομένα και κριτήρια τη μέθοδο του Χρυσοστόμου ο χριστιανός κοινωνιστής της εποχής μας δεν μένει απόλυτα ικανοποιημένος. Θα ήθελε ίσως τον Χρυσόστομο περισσότερο ριζοσπαστικό, περισσότερο επαναστάτη. Έτσι σκέπτεται όμως οποίος δεν λαμβάνει υπ’ όψη τις αρχές του ιερού Πατέρα. Τούτο θα διευκρινίσει η αναφορά μας σε συγκεκριμένες καταστάσεις.
Πρώτη ουσιαστική ανάμειξη του Χρυσοστόμου σε προβλήματα κοινωνικά είναι η γνωστή επανάσταση στην Αντιόχεια το 387. Ο Λαός υποδέχθηκε μίαν άδικη ενέργεια της πολιτικής εξουσίας, την επιβολή νέων φόρων, με βίαιη αντίδραση και διαδηλώσεις, που οδήγησαν σε έκτροπα και προκλητικές ενέργειες κατά της εξουσίας. Ήταν μια περίπτωση προβοκάτσιας! Τα έκτροπα οδήγησαν στο δικαστήριο και τη φυλακή, όπως συνήθως συμβαίνει, ένοχους και αθώους.
Ο Χρυσόστομος παρ’ ό,τι πρεσβύτερος, ούτε την «συνετή» αδιαφορία προτιμά, ούτε την υστερόβουλη διπλωματία. Παίρνει φανερά και απροκάλυπτα θέση. Θέση όμως αντικειμενική. Αναγνωρίζει το δίκαιο του λαού, όχι όμως και το δικαίωμα της αυτοδικίας. («Και αν ακόμη δεν οργισθεί ο βασιλιάς, λέγει, πως θα υποφέρουμε την εντροπή για όσα έγιναν;»). Όταν όμως γίνονται νέες συλλήψεις και κυκλοφορεί η φήμη, ότι στρατός ανακτορικός βαδίζει εναντίον της πόλεως, ο Χρυσόστομος παίρνει το μέρος του λαού. Τον τονώνει, του συμπαραστέκεται, τον προστατεύει. Μαζί με άλλους κληρικούς που μαζεύει, πιάνει τις θύρες του δικαστηρίου, λέγοντας στους δικαστές, πως μόνο πατώντας στα πτώματά τους θα μπουν μέσα. Η επέμβαση του Χρυσοστόμου συγκρατεί τον λαό και φέρνει την αίσια λύση της τραγωδίας.
Ο Χρυσόστομος, λοιπόν, δεν ενεργεί προκατειλημμένα. Δεν ανήκει σε καμμιά παράταξη. Είναι αλήθεια πως δεν σκύβει το κεφάλι στην άδικη εξουσία. Ούτε όμως συμμερίζεται τις αναρχικές του λαού εκδηλώσεις. Ό,τι κάνει δεν υπαγορεύεται από τη δικαιοσύνη του κόσμου, αλλά του Ευαγγελίου. Ζητεί και από τις δυο πλευρές να υποταχθούν στην αλήθεια του θείου νόμου, αφού και οι δυο ήθελαν να είναι χριστιανοί.
Ανάλογη στάση δείχνει και ως αρχιεπίσκοπος στην Κων/πολη. Έμεινε κι’ εκεί ανεπηρέαστος από τις πολιτικές έριδες της εποχής του. Στην εποχή του Αρκαδίου (395-408) τρία πολιτικά κόμματα επικρατούσαν. Το αντιγερμανικό, το γερμανικό και το κόμμα των γαιοκτημόνων (των κεφαλαιούχων, θα λέγαμε) του Ευτροπίου. Θα μπορούσαμε καλύτερα να τα χαρακτηρίσουμε με την σειρά ως: εθνικιστικό, ξενοκίνητο και αριστοκρατικό.
Ο Χρυσόστομος έμεινε ουδέτερος. Γιατί δεν ήταν παρά χριστιανός. Δεν πολιτικολογούσε, παίρνοντας δηλ. το μέρος κομματικών παρατάξεων. Βάδιζε με κριτήρια εκκλησιαστικά. Γι’ αυτό δεν έγινε όργανο κανενός πολιτικού. Ούτε του Ευτροπίου, που τον έφερε στον πατριαρχικό θρόνο. Γιατί γνώριζε πως η ανάδειξή του οφειλόταν στην αγάπη του λαού και στην φήμη του. Τον Ευτρόπιο μάλιστα τον έβλεπε ως αρχηγό της διεφθαρμένης αριστοκρατικής «δεξιάς». Ούτε με το γερμανικό κόμμα του Γαϊνά συνετάχθη, γιατί ήταν αιρετικό – αρειανικό. Ούτε και με το εθνικιστικό – αντιγερμανικό, γιατί αυτός ήταν ξένος προς τον εξτρεμισμό του.
Ο Χρυσόστομος κάθε άλλο παρά εθνικιστής ήταν, αφού δεν δίστασε να χαρίσει Ναό στους Γότθους και να τους κηρύττει με την βοήθεια διερμηνέα. Ενεπνέετο από γνήσιο οικουμενικό – εκκλησιαστικό πνεύμα, όπως δείχνει άλλωστε και η πολύπλευρη ιεραποστολική του δράση. Με κανένα, λοιπόν, από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα δεν έμενε ευχαριστημένος. Γιατί; Γιατί ήταν όλα ξένα προς τις αρχές του Ευαγγελίου. Γιατί ενεργούσαν βάσει αρχών, με τις οποίες κανείς χριστιανός δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβιβασθεί, έστω και προφασιζόμενος, πως έτσι εργάζεται για το καλό της Εκκλησίας, όπως ακούμε συνήθως… Και αν δεν εσώθη παρόμοιος λόγος του, που μπορεί και να τον είπε, φαίνεται καθαρά πως στα πράγματα – διαχειριστές των κοινών – ήθελε ο Χρυσόστομος Χριστιανούς. Γι’ αυτό θα διακηρύξει στην Αντιόχεια, μέσα μάλιστα στη θύελλα της επαναστάσεως του 387: «Μανθανέτωσαν και Ιουδαίοι (=ψευδόπιστοι, κάπηλοι της πίστεως, θα λέγαμε μείς…) και Έλληνες (=άθεοι, υλιστές, θάλεγε κανείς σήμερα), ότι σωτήρες είσι της Πόλεως οι Χριστιανοί, και κηδεμόνες και προστάται και διδάσκαλοι…» (ΕΠ. 49,32).
Ενεργεί, λοιπόν, με κριτήρια καθαρά ευαγγελικά. Επιθυμία του ήταν σε ένα κράτος, που έφερε μανδύα χριστιανικό, έστω και αν τούτο δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα, να κάμει και τη διοίκηση – την εξουσία – γνήσια χριστιανική και τον λαό να ηθικοποιήσει ευαγγελικά. Οι διαθέσεις του αυτές υπομνηματίζονται από την τακτική του.
Για τον αυτοκράτορα Αρκάδιο, ανάξιο γιό άξιου πατέρα, άβουλο όργανο στα χέρια της Ευδοξίας, χρησιμοποιεί πάντα ήπια γλώσσα. Δεν ήταν αυτός η αιτία του κακού. Ο στόχος του έμενε πάντα η Ευδοξία – ανοικτή πληγή για το Κράτος. Φιλόδοξη, φιλήδονη, με ένοχες σχέσεις, ματαιόδοξη, σπάταλη, ασεβής και ασύνετη, ήταν πάντα αληθινή πρόκληση για τον ασκητικότατο και φίλο των πτωχών Πατριάρχη. Όταν όμως παίρνει το μέρος της χήρας του Υπάτου Θεογνώστου, που η Ευδοξία της άρπαξε την περιουσία, δεν το κάνει από προσωπικό πάθος κατά της Ευδοξίας, ούτε από πολιτικά – επαναστατικά κίνητρα. Ως μέλος της Εκκλησίας και η Βασίλισσα πρέπει να δεχθεί τον ποιμαντικό έλεγχό του, όπως και ο τελευταίος πολίτης.
Παντού αντιτάσσει το καλό στο κακό, την αλήθεια στην πλάνη, το δίκαιο στην αδικία, το ηθικό στη διαφθορά. Τα πρόσωπα δεν τον ενδιαφέρουν. Θέλει, ο άρχων που διακηρύσσει ότι είναι χριστιανός, να μην είναι χριστοκάπηλος, αλλά τα έργα του να είναι κι’ αυτά χριστιανικά. Η μορφή του πολιτεύματος – κληρονομιά της Ρώμης – δεν τον απασχολεί, γιατί, όπως θα δούμε, έχει διαμορφωμένη άποψη για την εξουσία. Πιστεύει όμως ότι το παραδεδομένο πολίτευμα δεν έχει λόγο να το πολεμήσει, αν αυτό δεν καταπατεί το Ευαγγέλιο και δεν αδικεί το λαό. Άλλωστε, σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι μόνο το πολίτευμα, που φταίει, αλλά οι άνθρωποι, που όταν δεν είναι «του Χριστού», μπορούν και το τελειότερο πολίτευμα να το μεταβάλουν σε μέσο τυραννίας. Μη λησμονούμε, πως με το Ευαγγέλιο πολιτευόταν και η Ιερά Εξέταση, πρώτη διδάξασα τα μεταγενέστερα «χριστιανικά» δικτατορικά καθεστώτα!
Ο Ευτρόπιος με την ανηθικότητα και τα σκάνδαλά του, τις ραδιουργίες και την επιζήμια επιρροή του στον νεαρό αυτοκράτορα, ήταν πάλι ένα μεγάλο πρόβλημα για τον Πατριάρχη. Επανειλημμένως προσπάθησε ο Χρυσόστομος να τον συνετίσει. Δεν διστάζει να του αντισταθεί εξ αιτίας πάλι μιας χήρας, που αδικούσε ο Ευτρόπιος. Και όμως! Όταν συντετριμμένος και ανίσχυρος ο Ευτρόπιος ζητά άσυλο στην Εκκλησία, ο Χρυσόστομος τον προστατεύει. Αυτόν μάλιστα, που κατά περίεργη σύμπτωση ζήτησε να καταργήσει το εκκλησιαστικό άσυλο! Στην εποχή μας κάτι τέτοιο φαίνεται κυριολεκτικά ανεξήγητο. Δεν θα ήταν λίγοι, που θα κατηγορούσαν σαν προδότη τον Πατριάρχη, που καλύπτει τον εχθρό του Λαού! Ο Χρυσόστομος όμως δεν ήταν από τους ανθρώπους, που τα βάζουν με πτώματα. Προς τους ασεβείς ισχυρούς, όταν ήταν ισχυροί, υπήρξε άτεγκτος. Προς τους αδύνατους, έστω και αν πριν ήταν ισχυροί, γίνεται πατέρας. Αυτή την πολιτεία, όποιος είναι άγευστος της χριστιανικής αγάπης, θα την χαρακτήριζε αντιφατική. Αλλά ο Ευτρόπιος, όταν πηγαίνει στο Ναό, είναι για το Χρυσόστομο ένα κυνηγημένο πουλί και όχι αντίπαλος. Μη νομίσει όμως κανείς, πως με τη στάση του συγκαλύπτει και όσα άδικα έπραξε απέναντι στο Λαό ο μέχρι πριν λίγο Πρωθυπουργός! Στις γνωστές ομιλίες του (Προς Ευτρόπιον…) δεν παραλείπει να του απευθύνει λόγια βαρειά, για να του υπενθυμίσει την αφροσύνη του και να επιτύχει έτσι την μετάνοιά του. Γιατί το πρώτο, που επιδιώκει ένας γνήσιος Ποιμένας, είναι η μετάνοια του αμαρτωλού. Αν δεν μετανοήσει, αν δεν σωφρονισθεί τουλάχιστον ο τύραννος του Λαού, και μέσα στη φυλακή, θα είναι απειλή για την κοινωνία! Το σπουδαιότερο όμως, προστατεύοντας ο Χρυσόστομος τον Ευτρόπιο, υπερασπίζει ουσιαστικά το κύρος της Εκκλησίας (το άσυλο) από την τυφλή βία της πολιτικής εξουσίας.
Τα ίδια ισχύουν και για την σθεναρή αντίδραση του Χρυσοστόμου εξ αιτίας των εξοριών του. Αναγνωρίζει – δέχεται στην πράξη – το δίκαιο της αντιδράσεως και αντιστάσεως σε αντιχριστιανικές ενέργειες της εξουσίας. Τα κίνητρά του όμως δεν παύουν ποτέ να είναι πνευματικά – εκκλησιαστικά. Γι’ αυτό όχι σπάνια επαινεί τις φιλοεκκλησιαστικές διαθέσεις των αυτοκρατόρων. (ΕΠ 63, 467-72). Πρόθεση του Χρυσοστόμου είναι το Ευαγγέλιο να διαποτίζει και να εμπνέει ως καθολικός νόμος τη ζωή του ατόμου και της κοινωνίας. Γιατί, όταν το Ευαγγέλιο πάρει αυτή τη θέση, τότε μόνον είναι δυνατή και η χριστοποίηση της κοινωνίας.
π. Γεωργίου Μεταλληνού – ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΗΝΥΜΑ – ΑΘΗΝΑ 1986
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ : Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ