Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΕΣ ΧΑΡΙΤΕΣ:
ΟΙ ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
A’
Ο Μ. Κωνσταντίνος ανάμεσα στις άλλες ανεκτίμητες ευεργεσίες που προσέφερε στον Χριστιανισμό, έχτισε και ωραίο ναό του αποστόλου Πέτρου στην Ρώμη, στον τόπο όπου υπήρχε ο τάφος του. Μία μεγαλοπρεπής πεντάκλιτος βασιλική με πολύ μεγάλο το μεσαίο κλίτος εδήλωνε την μεγαλωσύνη του Αποστόλου. Μέσα στον ναό, σε πολύ ασφαλισμένο χώρο, κάτι σαν άδυτο, τοποθέτησαν πάνω σε θρόνο το λείψανο του Κορυφαίου, το οποίο είχε χαριτωθή με αφθαρσία. Ολόκληρο ήταν άφθαρτο, αδιαλώβητο, ακέραιο.
Ο χώρος αυτός ασφαλιζόταν με διπλές θύρες, που κλείδωναν καλώς και ασφαλώς. Και δεν άνοιγε συχνά αυτός ο χώρος, παρά μόνο τρεις φορές το έτος. Τότε με λαχτάρα οι Χριστιανοί της Ρώμης και άλλοι από μακρυά έτρεχαν να προσκυνήσουν το άγιο λείψανο του Πρωτοκορυφαίου Αποστόλου, το οποίο, όπως είπαμε, ήταν άφθαρτο. Επί πολλούς χρόνους διετηρείτο σε άφθαρτη κατάστασι. Από κάποιο χρόνο και κατόπιν η άφθαρσία σταμάτησε. Διαβάζουμε στον Μεγάλο Συναξαριστή: «Και το μεν Αποστολικόν λείψανον ευρίσκετο τοιουτοτρόπως εις χρόνους πολλούς. Έπειτα δε με πολυκαιρίαν, δεν ηξεύρω διατί, ωκονόμησεν ο Θεός — τις γαρ έγνω νουν Κυρίου;— και παρέλυσε το άγιον λείψανον και εχωρίσθη η ολοκληρία του σώματος εις κεφαλήν, σπονδύλους, πήχεις, μηρούς, ταρσούς και δακτύλους– ίσως δια να παιδεύση τον λαόν των Ρωμαίων όπου επαρανομούσε».
Όσο το ιερό λείψανο βρισκόταν σε αφθαρσία και ολοκληρία, ήταν περίλαμπρα στολισμένο. Η ευσέβεια και η ευλάβεια των Χριστιανών δεν λυπήθηκε να εξοδεύση μεγάλα χρηματικά ποσά, ώστε η ενδυμασία του ιερού σώματος να λάμπη και να αστράφτη. «Τα μεν υποδήματα των ποδών του ιερού λειψάνου ήσαν κάτωθεν μεν χρυσίον καθαρόν, άνωθεν δε ήσαν μαργαριτάρια λαμπρά και πολύτιμα πετράδια· όλον δε το φόρεμά του ήτο χρυσοΰφαντον και με μαργαριτάρια περικεκοσμημένον και λοιπόν ο πένης και ψαράς ήτον εστολισμένος ωσάν τους μεγαλοπρεπεστάτους βασιλείς και εκείνος οπού δεν είχε τον τρόπον να εύρη από πουθενά το νόμισμα του διδράχμου, δια να πλήρωση τους φορολόγους, εβαρύνετο από το πολύ χρυσίον και εκείνος όπου μόλις εξουσίαζε τα χαλίκια, οπού ευρίσκονται εις τα περιγιάλια, είχε το ένδυμά του όλον μαργαριτοστόλιστον και αληθώς τότε ήτον ωραίος εις τους πόδας εκείνος οπού ευηγγελίζετο εις τον κόσμον ειρήνην και αγαθά».
Το μεν άγιο λείψανο βρισκόταν κλεισμένο και ασφαλισμένο σε εσώτερο χώρο· πιο έξω όμως υπήρχε κάτι άλλο που μπορούσαν οι πιστοί να το απολαμβάνουν σε κάθε καιρό. Ήταν η αλυσίδα του αποστόλου Πέτρου.
Μόλις ήρθε στο νου μας η αλυσίδα του Αποστόλου, θυμηθήκαμε το όνομα Ηρώδης. Ο Ηρώδης ο Μέγας έβαλε στόχο να εξαφανίση τον Χριστό. Ο εγγονός του Ηρώδη, Αγρίππας ο Α’, σκόπευε να εξοντώση τους πιο σπουδαίους αποστόλους. Έτσι το 43 μ.Χ. η χριστιανική Εκκλησία δοκίμαζε δύσκολες ώρες. Ένας από τους τρεις κορυφαίους, ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου, εφονεύθη. Χάρηκαν γι’ αυτό οι Ιουδαίοι. Και ο Ηρώδης, για να γίνη ακόμη πιο αγαπητός σ’ αυτούς, απεφάσισε να θανατώση και τον απόστολο Πέτρο. Το περιστατικό καταγράφεται στο ιβ’ (12°) κεφάλαιο των Πράξεων: «Ον (Πέτρον) και πιάσας έθετο εις φυλακήν, παραδούς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτών (σε τέσσερις τετράδες) φυλάσσειν αυτόν, βουλόμενος μετά το πάσχα αναγαγείν αυτόν τω λαώ» (ιβ’ 4). Ήταν τότε ημέρες του Πάσχα του 43 μ.Χ. Μόλις θα περνούσε η εορτή, ο Απόστολος θα ωδηγείτο στον θάνατο. Μέχρι τότε τέσσερις βάρδιες στρατιωτών τον φύλαγαν ημέρα και νύχτα.
Και σαν να μην έφθαναν οι στρατιώτες, τον είχαν δέσει και με δύο αλυσίδες. Στρατιώτες δεξιά και αριστερά, φρουροί μπροστά στην πόρτα της φυλακής, αλυσίδες, όλα έδειχναν ότι ο Απόστολος σίγουρα περνούσε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. «Δεδεμένος αλύσεσι δυσί». Δεμένος με δύο αλυσίδες. Αλυσοδεμένος. Όταν τον αλυσόδεναν οι εχθροί του Χριστιανισμού, ένοιωθαν χαρά. Αλλά αυτές οι αλυσίδες έμελλε αργότερα να φέρουν μεγάλη θλίψι στους αοράτους και ορατούς εχθρούς της Εκκλησίας. Βιβλία ολόκληρα μπορούσαν να γραφούν για τα μεγαλεία που επετέλεσε ο Θεός μέσω αυτών των αλύσεων.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι στην Ρώμη, στην λεγομένη βασιλική του Αγίου Πέτρου «in vincoiis» (δηλ. εν δεσμοίς, σε δεσμά) υπάρχουν δύο τμήματα από τις αλυσίδες του Αποστόλου. Κατά μία άποψι τα τμήματα αυτά ανήκουν σε μία αλυσίδα που στο ένα άκρο της κατέληγε σε μεγάλο δακτύλιο που περιέκλειε τον λαιμό, ενώ με το άλλο δένονταν τα χέρια. Αυτό το ιερό κειμήλιο υπάρχει στον εν λόγω ναό από τον 5° αιώνα.
Δεν θα ανοιχθούμε σε μεγάλο λόγο για τις δύο αλυσίδες του Αποστόλου, δεν θα κάνουμε λόγο για το πως και η δεύτερη αλυσίδα μετεφέρθη στην Ρώμη. Αλλά θα μιλήσουμε γι’ αυτήν που υπήρχε στην Ρώμη και κατόπιν θαυμαστού γεγονότος κατέληξε στην Κωνσταντινούπολι και κατά την φράσι του Συναξαριού του Μηναίου (16 Ιανουάριου) «κατετέθη εν τω ναώ του αγίου Πέτρου, τω όντι ένδον της μεγάλης Εκκλησίας, ένθα και η σύναξις αυτού τελείται», δηλαδή τοποθετήθηκε η αλυσίδα σε ναό του αποστόλου Πέτρου που βρισκόταν μέσα στην μεγάλη Εκκλησία, προφανώς στην αγία Σοφία, όπου και γινόταν η ετήσια πανήγυρις.
❖ ❖❖
Χέρια ευσεβών Χριστιανών κατώρθωσαν να πάρουν την αλυσίδα μετά την θαυμαστή απελευθέρωσι του αποστόλου Πέτρου από την φυλακή όπου τον είχε κλείσει ο Αγρίππας. Η αλυσίδα τελικά κατέληξε στην Ρώμη. Μάλλον η μία από τις δύο αλυσίδες, γιατί η παράδοσις αναφέρει ότι η άλλη αλυσίδα μετεφέρθη αργότερα (5ος μ.Χ. αι.) στην Ρώμη και τοποθετήθηκε στον ναό του αποστόλου Πέτρου «in vincolis». Τον ναό αυτό ανήγειρε τότε τον 5° μ.Χ. αι. η αυτοκράτειρα Ευδοξία, θυγατέρα του Θεοδοσίου του Β’ και σύζυγος του Βαλεντινιανού Γ’ για την διαφύλαξι της ιεράς αλυσίδας και προς τιμήν αυτής. Η πρώτη αλυσίδα φυλασσόταν στον μεγάλο ναό του αποστόλου Πέτρου, εκεί που βρισκόταν, άφθαρτο τότε, το άγιο λείψανό του ντυμένο με την ωραιότερη ενδυμασία του κόσμου και με τα ακριβώτερα υποδήματα.
Όπως είπαμε, η πρόσβασις στο άγιο λείψανο γινόταν τρεις φορές το έτος, αλλά η προσκύνησις της τιμίας αλυσίδας μπορούσε να γίνεται καθημερινά. Γράφει ο υμνογράφος:
«Στομωθείσα τη προσψαύσει του αχράντου σου σώματος και χαριτωθείσα η περιτεθείσα σοι άλυσις, αγιασμόν ημίν πάσι μεταδίδωσι, προσκυνούσιν αυτήν, δια σε, Πέτρε πάνσεπτε». Δηλαδή: «Η αλυσίδα που περιτέθηκε στο άγιο σώμα σου, αγγίζοντας επάνω του πήρε μεγάλη δύναμι και έλαβε θεϊκή χάρι, και σε όλους μας όσοι την προσκυνούν, πανσεβάσμιε Πέτρε, μας μεταδίδει αγιασμό». Και πάλι, «κεχαρίτωται πας προσαπτόμενος της τιμίας σειράς σου, Απόστολε». Δηλαδή: «Όποιος, Απόστολε, εγγίζει την τιμημένη αλυσίδα σου, γεμίζει από χάρι».
Όλα αυτά μας θυμίζουν το κεφάλαιο της Ορθοδόξου θεολογίας «περί μετοχής υπό κτιστών της άκτιστου θείας χάριτος». Όσοι ανήκουν σε αιρέσεις και σε ιδεολογίες ορθολογιστικές δεν νοιώθουν τι σημαίνει ότι ένα κτιστό αντικείμενο, όπως εν προκειμένω μία σιδερένια αλυσίδα, μπορεί να είναι φορεύς και μεταδότης της θείας χάριτος. Οι απλοί ορθόδοξοι Χριστιανοί, χωρίς να γνωρίζουν τις έννοιες «μετοχή της άκτιστου χάριτος υπό των κτιστών», πλησιάζουν με ευλάβεια τα ιερά και αγιασμένα αντικείμενα και απολαμβάνουν ψυχικά και σωματικά το θείο δώρημα που χορηγείται μέσω αυτών. Όσοι μελετούν την Αγία Γραφή ας θυμηθούν τι κρατούσε στα χέρια του ο προφήτης Ελισσαίος και μ’ αυτό θαυματουργούσε: Ένα πανωφόρι φτιαγμένο από δέρμα προβάτου, την μηλωτή του προφήτου Ηλία, του διδασκάλου του.
❖ ❖❖
Λοιπόν επανερχόμαστε στην Ρώμη, στον ναό του αποστόλου Πέτρου που έχτισε ο Μ. Κωνσταντίνος. Την ιερά αλυσίδα του Αποστόλου μπορούσαν οι Χριστιανοί να την προσκυνήσουν κάθε ημέρα. Μπορούσαν ακόμη να περιτυλίξουν μ’ αυτή το σώμα τους, ώστε ν’ αντλήσουν αγιαστική και θεραπευτική χάρι. Και οι θαυματουργίες που επιτελούνταν ήταν αμέτρητες.
Κάποιος έπασχε από παραλυσία των ποδιών του. Τον επήγαιναν εκεί, τύλιγε την αλυσίδα στα πάσχοντα πόδια του, και αμέσως επερχόταν η θεραπεία. Άλλος υπέφερε στο λαιμό ή στο στήθος. Φορούσε σ’ αυτά τα σημεία την αλυσίδα και γινόταν καλά. Είχε αποβή η τιμία άλυσις «νοσημάτων ιατρείον, θλιβομένων παραμυθία, χειμαζομένων λιμήν», ιατρείο για τους αρρώστους, παρηγοριά για τους θλιμμένους, λιμάνι για τους χτυπημένους από τρικυμίες.
Ωρισμένες φορές επιτελέσθηκαν και μερικές θαυματουργίες ιδιαίτερα εντυπωσιακές. Μία είναι κι αυτή που στην συνέχεια παρουσιάζουμε:
Κάποιος Χριστιανός είχε παραστρατήσει πολύ και είχε διαπράξει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Συνήλθε κάποια φορά, μετενόησε και πήγε στον επίσκοπο της Ρώμης, που ήταν σοφός και άγιος, να δηλώση την μετάνοιά του και να εξομολογηθή τα φοβερά του ανομήματα. Ο πάπας τον άκουσε, τον συμβούλευσε τι πρέπει να κάνη, του έβαλε τον «κανόνα», αλλά δεν του έδωσε την λύσι των αμαρτημάτων. Τον παρέπεμψε στον απόστολο Πέτρο. Του είπε δηλαδή να δεθή χέρια, πόδια, ολόκληρο το σώμα με την αλυσίδα του Αποστόλου και να συρθή επτά φορές σ’ όλο το έδαφος του ναού, και στο τέλος να κατευθυνθή προς το μέρος, όπου φυλασσόταν κλειδωμένο το λείψανο του Αποστόλου και με το κεφάλι του, αφού τα χέρια του ήταν δεμένα, να κτυπά τις κλεισμένες πόρτες.
Πρώτη φορά ο επίσκοπος Ρώμης άκουσε τέτοια φοβερά αμαρτήματα, και πρώτη φορά συνέστησε τέτοιες κινήσεις σε μετανοημένο Χριστιανό.
Πράγματι εκείνος δέθηκε με την αγιασμένη αλυσίδα, σύρθηκε επτά φορές στο δάπεδο και στο τέλος βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του κλειστού χώρου, όπου φυλασσόταν το ιερό και άφθαρτο λείψανο του αγίου Πέτρου. Άρχισε τώρα με το μέτωπό του να κτυπά την πόρτα και να επικαλείται την βοήθεια του Αποστόλου. Και τότε έγινε κάτι το θαυμαστό και απίστευτο. Ξαφνικά κόπηκαν αυτά που σφράγιζαν τις πόρτες, ξεκλειδώθηκαν οι κλειδαριές, άνοιξαν οι πόρτες και ο αλυσοδεμένος σπρώχνεται και μπαίνει μέσα στον ιερό χώρο. Και στην συνέχεια λύνεται και από τις αλυσίδες.
Ο επίσκοπος κατάλαβε ότι έγινε δεκτή η μετάνοιά του. Με την θαυματουργική επέμβασι του αποστόλου Πέτρου δηλώθηκε ότι συγχωρήθηκαν από τον Θεό οι τόσες αμαρτίες του. Ο Χριστιανός μπροστά στην τόση ευλογία που του έδωσε ο Απόστολος, κατασυγκινήθηκε και δεν ήξερε πως να εκδηλώση την απέραντη ψυχική του αγαλλίασι. Αισθάνθηκε ότι με την αποστολική ευλογία απαλλάχθηκε από εκείνο το βαρύ και ασήκωτο φορτίο των παραπτωμάτων και εγκλημάτων του.
Ο πάπας πληροφορήθηκε εσωτερικά ότι γνήσια μετενόησε ο άνθρωπος και ότι η θεία χάρις δέχθηκε την μετάνοιά του και τον απήλλαξε από κάθε ένοχή.
Μάλιστα από τότε συνήθισε κι άλλες φορές σε περιπτώσεις μεγάλων αμαρτιών να συνιστά το ίδιο πράγμα. Και όταν τελικά ο Απόστολος άνοιγε τις πόρτες και δεχόταν μέσα τον μετανοημένο Χριστιανό, γινόταν γνωστό ότι ο Κύριος πήρε πάλι στην αγκαλιά του το χαμένο πρόβατο. Έτσι και ο πάπας και οι εξομολογούμενοι Χριστιανοί είχαν ένα εξωτερικό απτό σημείο του θείου ελέους.
❖ ❖❖
Κάποιος θαλασσινός και έμπορος που ώργωνε τις θάλασσες ασκώντας εμπόριο, ένας πάμπλουτος άνθρωπος, είδε τον πλούτο του να χάνεται. Μερικές επανειλημμένες τρικυμίες και κάποια ναυάγια — τα έχει κάτι τέτοια η θάλασσα — τον οδήγησαν σε φτώχεια και σε μεγάλη δυστυχία. Μάλιστα το πως γλύτωσε τον εαυτό του από το τελευταίο ναυάγιο, θαύμα ήταν. Και τώρα πως θα ζούσε την οικογένειά του; Ζαλισμένος σκεπτόταν τι μπορούσε να κάνη, για να ξεπεράση την δύσκολη κατάστασί του. Από που να ζητούσε βοήθεια; Σκέφθηκε τον άλφα, τον βήτα. Στο τέλος σταμάτησε το μυαλό του στον απόστολο Πέτρο, στην αλυσίδα του και στο άφθαρτο λείψανό του. Κάτι σκέφθηκε. Αφού προσευχήθηκε πολύ στον Κορυφαίο, ένοιωσε ότι θα είχε την βοήθειά του. Σε όλη του αυτήν την ενέργεια θα χρησιμοποιούσε και κάποια ψέματα, αλλά καταλάβαινε ότι θα του τα συγχωρούσε ό Απόστολος.
Πηγαίνει λοιπόν στον επίσκοπο της Ρώμης και αρχίζει να του λέγη ότι διέπραξε βαρύτατες αμαρτίες. Μόλις άκουσε ο πάπας τόσο μεγάλα παραπτώματα, δίνει εντολή να φορέση την αλυσίδα του Αποστόλου και στο τέλος να κτυπήση αλυσοδεμένος την πόρτα του ιερού χώρου του αγίου λειψάνου — ό,τι συνέστησε και στον προηγούμενο. Πράγματι οι πόρτες άνοιξαν και ο άνθρωπος βρέθηκε μέσα. Και τώρα με αγωνία περίμενε να δη τι θα γένη με το αίτημά του. Είχε ζητήσει από τον Απόστολο να προβή σε μια ευσπλαχνική ενέργεια, που θα του έλυνε το οικονομικό πρόβλημα. Είχε πει στον Απόστολο: «Άγιε μου Πέτρε, εσύ έζησες φτωχός, εσύ βοηθούσες τους φτωχούς. Εγώ ήμουνα πολύ πλούσιος και τώρα έγινα πάμπτωχος. Και κανείς δεν μου συμπαραστέκεται σ’ αυτήν την δυστυχία μου. Καταστράφηκα στην θάλασσα. Εσύ ξέρεις από θάλασσα και καράβια και φουρτούνες. Εσύ θα με βοηθήσεις να ανορθωθώ. Εσύ φοράς δύο υποδήματα που από κάτω έχουν χρυσάφι και από πάνω μαργαριτάρια. Θέλω λοιπόν να μου δώσης το ένα σου υπόδημα. Με αυτό θα ανορθωθώ οικονομικά. Με την ευλογία σου θα ξεκινήσω νέο ταξείδι, νέο εμπόριο, και όλα θα πάνε καλά. Και σού υπόσχομαι ότι θα σού επιστρέψω άλλο υπόδημα καλύτερο και λαμπρότερο από το τωρινό. Να μου το δανείσης θέλω. Βοήθησέ με, άγιε Απόστολε»!
Αυτό είχε ζητήσει. Και τώρα —ω των θαυμάτων του Κυρίου!— μόλις βρέθηκε μπροστά στον θρόνο με το άγιο λείψανο του Πρωτοκορυφαίου, συνέβη κάτι το αδιανόητο. Ο απόστολος Πέτρος απλώνει λίγο το πόδι του και δίνει στον έμπορο το υπόδημά του. Εκείνος το κρύβει κάτω από την μασχάλη του, βγαίνει έξω, ενώ με θαυμαστό τρόπο οι διπλές θύρες κλείνουν μόνες τους, και περιχαρής επιστρέφει σπίτι του. Και δεν άργησε να ανορθωθή από την φτώχεια του και συν τω χρόνω, να γίνη πάλι πάμπλουτος.
Όταν ήρθε η καθωρισμένη ημέρα ν’ ανοίξη το δωμάτιο με το λείψανο του Αποστόλου, για να προσκυνήση ο λαός — είπαμε άνοιγε τρεις φορές τον χρόνο — ο πάπας βρέθηκε προ μεγάλης εκπλήξεως και λύπης, αλλά και απορίας. Πως έγινε να λείπη το ένα υπόδημα από το άγιο λείψανο; Έγινε ιεροσυλία; Αλλά οι πόρτες και οι κλειδαριές ήταν άθικτες. Μετά από πολλούς και διαφόρους λογισμούς ηρέμησε, σκεπτόμενος ότι «αυτό που έγινε θα το ήθελε ο Απόστολος, διότι διαφορετικά δεν θα το επέτρεπε». Φρόντισε μόνο να παραγγείλη την κατασκευή νέου υποδήματος, για να μη μείνη ο Απόστολος… μονοσάνδαλος!
Ας γυρίσουμε λίγο στον έμπορο. Εκείνος, σαν πλούτισε πολύ, δεν σκεπτόταν και τόσο τον ευεργέτη του. Δεν έλεγε να εκπληρώση το τάμα του. Μάλιστα καθώς έμαθε ότι ο πάπας αντικατέστησε το υπόδημα που έλειπε, ενισχύθηκε πιο πολύ στην αδιαφορία του. «Ο Απόστολος», έλεγε, «δεν χρειάζεται τρία παπούτσια. Του φτάνουν δύο».
Κάποια νύχτα όμως βλέπει σε όνειρο τον άγιο Πέτρο, ο οποίος του θύμισε το χρέος του.
Τότε φτιάχνει ωραίο, ωραιότατο το υπόδημα, το ευπρεπίζει και ξεκινάει για την Ρώμη. Εφάρμοσε την ίδια μέθοδο. Πρώτα, εξομολόγησις στον πάπα, έπειτα ένδυσις με τις αλυσίδες, κτύπημα στην πόρτα και πάλι θαυματουργικό άνοιγμα της εισόδου.
Για τα κατόπιν, ας δώσουμε τον λόγο στον Συναξαριστή: «Εμβήκε μέσα. Τότε, ω του θαύματος! άπλωσε πάλιν το ποδάρι του ο Απόστολος και ο πραγματευτής βγάζων εκείνο το υπόδημα οπού του κατεσκεύασεν ο πάπας, του φόρει εκείνο οπού έκαμεν αυτός, το καινούργιον το δε υπόδημα του πάπα, το έβαλε με μεγάλην συστολήν και φόβον ανάμεσα εις τα δύο ποδάρια του Αποστόλου, τα οποία μονάχα τους, ωσάν να ήτο ζων, εμάκρυναν ολίγον το εν από το άλλον και έκαμαν τόπον να βαλθή το τρίτον υπόδημα· και ούτω πληρώνων την υπόσχεσίν του εβγήκεν έξω χαίρων και αγαλλόμενος».
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ