Απόστολου Βακαλόπουλου
ΑΠΟ ΤΟ: Ελληνικό Ημερολόγιο
Η ΕΞΟΡΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
1. Προς τις εστίες της ορθοδοξίας.
Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των καθολικών και διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.
Η κίνηση των καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της ορθοδοξίας. Ήταν αυτός πού είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τούς καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, πού συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.
Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ο ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τούς χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».
Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, πού αποτελούσαν την κύρια εστία της ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ. λ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .
Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τούς μοναχούς του τάγματος τού Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των καθολικών, πού καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.
Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες καθολικών, πού εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται ή καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη ή και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια καθολικοί επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρα, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ.. Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ο Λατίνος πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του καθολικισμού.
2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων.
Πραγματικά η καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αί, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, προ πάντων της ανατολικής εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τούς λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, της Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.
Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς της Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, πού επισημαίνουν τούς τόπους και καθοδηγούν τούς μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μιά ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, πού φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μιά ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τούς πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαγιές κατέστρεφαν κάθε μέρα -εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων- πολύτιμα χειρόγραφα.
Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τούς Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ο Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη πού ν’ αποτελείται από αρχαία χειρόγραφα πού να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της ανατολικής εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τούς οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…».
Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ο μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».
Οι Έλληνες, κατά τούς καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τούς ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τούς άλλους χριστιανούς της Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τούς Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον της ρωμαϊκής εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα- ή γνωστή ερμηνεία της παρακμής τού βυζαντινού κράτους.
Τώρα λοιπόν οι ορθόδοξοι βρίσκονται σε μιά συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία πού γεννιέται ή πού κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τούς σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τούς σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, πού υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση της μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων πού μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μιά ατελείωτη σειρά ανθρώπων, πού εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τούς Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο πού δεν μπορούν να πάνε μαζί με τούς άλλους χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυό θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή πού ευλογεί ο ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους πού κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.
Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία πού βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά -και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και χριστιανών- και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους χριστιανούς: έτσι ο Θεός τούς επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.
Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πώς μπόρεσε να επιζήση ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, πού θυμίζουν τούς διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι χριστιανοί (εννοεί βέβαια τούς ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τούς αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μιά καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές πού τούς παρουσιάζουν, αντί να τούς εγκαρδιώνουν, τούς εκθηλύνουν και τούς κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.
Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τούς ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τούς πιστούς σε μιά νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης εκκλησίας, φαινόμενο πού παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Πώς όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα πού γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τούς εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο τού ανταγωνιστή του το ίδιο παρατηρείται με όλους τούς παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα πού γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, πού δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τούς αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου ή γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία πού έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».
Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τούς «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τούς ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τούς οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς πού έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής πού είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»
Και έτσι, με την υποστήριξη τού πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων ή άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τούς πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους -κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις πού μας δίνουν.
Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι η βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, πού ήταν στην υπηρεσία του σελιχτάρ αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα πού είχαν όλα σχεδόν τυπωθή. Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τούς τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην, έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.
Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως η σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ο Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), πού έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, πού ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τούς καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές πού βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές πού ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος πού θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ο Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρή τις επιγραφές πού τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ο χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή της αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρή αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου πού έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και η Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα πού θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μιά πόλη πού είχε κτιστή από τούς προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τούς σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση πού προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τούς Τούρκους να θαυμάζουν, τούς Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τούς Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος…». Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση των Ελλήνων, πού δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ο ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τούς καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.
Β. Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΜΙΣΣΙΟΝΑΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
1. Η εγκατάσταση των Ιησουιτών στο Πέραν, στην Χίο και στο Άγιον Όρος.
1. Την εξόρμηση του καθολικισμού προς την καρδιά της ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν τα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τούς συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια -περιποιούμενοι πανωλοβλήτους- πεθαίνουν ο ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέση κανείς τον Mancinelli πού ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αί. η Γαλλία -συγκεκριμένα ο Ερρίκος Δ’- εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίση την Πύλη, για να διατηρήση και διευρύνη τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τούς αποπέμψουν, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνον αυτόν. Επίσης ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.
Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μιά ζωηρή εστία καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «… Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ο πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους». Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και ορθόδοξοι. Ιερωμένοι, ο κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ο γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός πατριάρχης, ο μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ο λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τούς σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.
Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής τού ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.
Η δράση των ιησουιτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των χριστιανών σκλάβων, πού βρίσκονται τις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες πού είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπον εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τούς δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τούς κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.
Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες πού ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων πού απελευθερώνονταν ή πού δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.
Οι καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του θεού με γραφικές λιτανείες μέσ’ από τούς στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά-πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς διαμαρτυρομένους ή ορθοδόξους, πού έμεναν μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τούς δικούς των ιερείς ή μοναχούς.
2. Δεύτερος στόχος των ιησουιτών ήταν η Χίος, που ζωντανή ήταν ακόμη η φραγκική ανάμνηση με την καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο (βλ. Πίν. ΧΙΧ, 1*), το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani (Πίν. ΧΥΙΙ, 1 καί 2*), των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων πού περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, πού θυμίζει ιταλικό χώρο.
Η Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση των ιησουιτών. Το έδαφός της αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η φραγκοκρατία, πού μόλις πρόσφατα είχε καταλυθή (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια πού περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του καθολικισμού.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή η ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τούς οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί πού ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλλονται στην Μεσσήνη στην Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο ή στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου ως θερμοί κήρυκες του καθολικισμού.
Το σχολείο της Χίου φαίνεται πώς ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και ιταλικά.
Η κατάσταση όμως των καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α’ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθή αχαλίνωτος ο βρασμός των Τούρκων εναντίον των χριστιανών (ιδίως εναντίον των καθολικών), να τούς διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τούς κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβη στους χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε την θέση τους.
Τελικά πραΰνεται η οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες πού είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 καθολικοί πού κατοικούσαν στο προάστειο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστειο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες «Βλέποντας (τούς καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες της Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τούς τρόπους ζωής τους».
Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον καθολικισμό, ώστε ο Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση της αποστολής καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli, pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά η έγκριση δεν αργεί και έτσι ο στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.
Παράλληλα δρουν και μοναχές, δομηνικανές, φραγκισκανές κ. λ., πού διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων. Οι μισσιονάριοι της Χίου με τον ζήλο της πρώτης ορμής είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο ορθόδοξος επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, δομηνικανοί, ιησουίτες και καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές πού δεν κάνουν κήρυγμα κ. λ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.
Ο πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των ιησουιτών πού «έσυραν τούς ήμισυ παπάδες και χριστιανούς εις την γνώμην τως. . . ». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: να στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύω τις διάφορες αδελφότητες πού διευκολύνουν πολύ το έργο των μισιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσηλύτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7.000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ο ιεραπόστολος Richard. Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4.000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, η μητρόπολη, ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των καπουκίνων και μία των ιησουιτών. Πάντως αρκεί να διαβάση κανείς όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani για την καθολική κοινότητα της Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, πού είχαν αναπτύξει εκεί οι καθολικοί μοναχοί.
Οι πρόοδοι αυτοί του καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στην «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ο Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα ώστε ν’ απασχολή σοβαρά την Congregazione di propaganda η ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τούς ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι ορθόδοξοι (ακόμη και ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των ιησουιτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.
Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τούς έβλεπαν σαν πράκτορες της μεγάλης προστάτριάς τους, της Γαλλίας. Έτσι ο στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυό – δυό στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους πού φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».
Η ακτινοβολία όμως το καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί η Σικελία πού ήταν επιφορτισμένη με την «mission» της Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί η αντίδραση πού έβρισκαν οι ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνη με το πέρασμα των χρόνων. Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες το δυτικού δόγματος ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αί, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, η ορθόδοξη εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα η θέση της καθολικής εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.
3. Επιφανής στόχος των ιησουιτών είναι επίσης η ίδια η εστία της ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ο γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628 :
«Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα της ανατολικής εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τούς μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση της εκκλησίας αυτής με την δυτική κι’ αυτό γιατί τούς μοναχούς αυτούς τούς έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι επίσκοποι και ο πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πώς αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως η Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους μοναχούς αυτούς και τούς συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».
Οι σχέσεις ιησουιτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αί, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των ιησουιτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των ιησουιτών Θεσσαλονίκης, όπου τούς αποδέχονται φιλόξενα. Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνη την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται η αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα. Αποτέλεσμα:
η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθή εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Ιγνάτιος, πού επισκέπτεται την Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των καπουκίνων Peres Joseph και Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.
Έτσι την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, πού είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κε.), είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυό χρόνια θεολογία. Πραγματικά ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21) μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα ο πρώην πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια ότι θα προχωρήση στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβή στον θρόνο. Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι πού μέσα σε μιά ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τούς Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, πού έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού πού είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς πού ακολουθούσαν τον δρόμο του θεού.
Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούση τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.
Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μάς δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, πού συμπληρώνουν εκείνες πού παραθέσαμε στον προηγούμενο τόμο για την εσωτερική οργάνωση του Άθω, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια πού δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς πού έγιναν χριστιανοί, προς τούς νέους πού ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια πού δεν τα κατονομάζει και τα αίτια της παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα πού την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιάς τυραννικής εξουσίας για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στην Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια ή για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας πού δεν το εξαφάνισε η φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, πού εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.
Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση ιησουιτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα η Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνη την προσέλευση ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 – 1641 δυο μοναχούς το Άθω, τον Βενιαμίν και Δημήτριο, καθώς και να διάκο από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.
Τα σχέδια όμως των ιησουιτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά ο Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση της καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών το Αγ. Όρους με τούς ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μιά μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά η αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθή και ο τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.
Ο d’ Autry, θέλοντας να φανή ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του πού έθετε την μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος ο d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τούς μοναχούς το Άθω – και προ πάντων της Λαύρας – να ιδρύση μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθή από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ο Pere Francois Richard, πού έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.
Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή της καθολικής εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή. Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει την σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου, του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657 – 1719) 1, οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών.
2. Η εγκατάσταση των καπουκίνων στον ελληνικό Χώρο.
Εκτός από τούς ιησουίτες, με την πρωτοβουλία του Pere Joseph de Paris εγκαθίστανται και καπουκίνοι, στην Κωνσταντινούπολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακας στα 1637), στην Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρα (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ. λ., όπου ιδρύουν μοναστήρια (βλ. χάρτη). Οι καπουκίνοι, πού ας σημειωθή ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τούς τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρα, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον καθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι καπουκίνοι είναι οι πρώτοι πού εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, την διδασκαλία θηλέων. Οι Γάλλοι, ιδίως με τούς καπουκίνους, θέτουν τα θεμέλια της πολιτικής τους αίγλης και επιρροής στην Ανατολή. «Όλη η καθολική νεολαία, πού γεννιέται σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους, τονίζει ανήσυχος ο βάιλος Alv. Contarini στα 1640, ανατρέφεται και μορφώνεται από Γάλλους καπουκίνους».
Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώση σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάση την ψυχή των νέων σύμφωνα με το πνεύμα της καθολικής εκκλησίας. Η κύρια ξένη γλώσσα πού δίδασκαν ήταν η ιταλική, η γλώσσα όχι μόνο της καθολικής εκκλησίας, αλλά και του εμπορίου στην Ανατολή. Και στον 17 αι. ακόμη η γλώσσα αυτή εξακολουθούσε να είναι η πιο διαδεδομένη στην Ανατολή, υπόλειμμα της εμπορικής και πολιτικής δραστηριότητας της Βενετίας, Γένουας, Πίζας, καθώς και των μικρών ιταλικών κρατιδίων, πού ιδρύθηκαν στις ελληνικές χώρες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Από τα μέσα όμως του 17 αί., με την βαθμιαία παρακμή των εμπορικών εκείνων δημοκρατιών και την παράλληλη εξάπλωση των Γάλλων και Άγγλων στην Ανατολή, αρχίζει να διαδίδεται η γαλλική γλώσσα.
Οι μισσιονάριοι αυτοί, όπως και οι Ιησουίτες, προσφέρουν ακόμη τις ιατρικές τους συμβουλές και γνώσεις με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση στους ταλαιπωρημένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, όπου οι αρρώστιες και οι επιδημίες βέβαια δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Γενικώς δεν είναι φανατικοί, επομένως δεν είναι αντιπαθείς, όπως οι Ιησουίτες. Ορισμένοι μάλιστα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητοί.
Γι’ αυτό ίσως η εγκατάσταση των καπουκίνων προκαλεί την δυσφορία και δυσαρέσκεια των Ιησουιτών, με τούς οποίους έρχονται και σε προστριβές και διενέξεις σε ορισμένους τόπους, εκδηλώσεις πού τούς εκθέτουν στα μάτια των Ελλήνων. Οι Γάλλοι βασιλείς, Ερρίκος Δ’ (1589-1610) και οι διάδοχοί του με τις Capitulations υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τόσο τούς ιησουίτες, όσο και τούς καπουκίνους, γιατί έτσι υποβοηθούν όχι μόνον την εξάπλωση του καθολικισμού, αλλά και την ακτινοβολία του γαλλικού ονόματος. Αποτέλεσμα να στερεώνεται συνεχώς η θέση της Γαλλίας στην Ανατολή και ν’ αποκτά τις συμπάθειες των χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ (1610 – 1643) παραγγέλλει στον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη και στους προξένους του στα μεγάλα κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τούς προστατεύουν και να τούς βοηθούν κάθε φορά πού θ’ αντιμετώπιζαν δυσκολίες και θα είχαν την ανάγκη τους.
Ιδίως ο πρεσβευτής της Γαλλίας Philippe de Harlay, comte de Cesy, κατά το μακροχρόνιο διάστημα της παραμονής του στην Τουρκία (1619 – 1641) δείχθηκε θερμότατος υποστηρικτής των καθολικών μισσιοναρίων, ιησουιτών, καπουκίνων κ. λ. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την παπική αυλή, παρακολουθούσε άγρυπνα τις κινήσεις των προτεσταντών και τις σχέσεις τους με την ορθόδοξη εκκλησία και είναι αυτός κυρίως, πού με τις συνεχείς μηχανορραφίες του προκάλεσε την πτώση του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, όπως θα έχουμε την ευκαιρία ν’ αναπτύξουμε αργότερα στο οικείο κεφάλαιο. Στην εγκατάσταση μάλιστα των καπουκίνων, η συμπαράσταση και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Cesy είχαν εκδηλωθή τόσο θερμά, ώστε συχνά να προκαλούν την ευγνωμοσύνη του P. Joseph.
Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση των καπουκίνων από τον Γάλλο πρεσβευτή αντανακλούσε ασφαλώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βασιλιά, χωρίς την βοήθεια του οποίου οι καπουκίνοι θα ήταν να μεγάλο βάρος για την Propaganda Fide, όπως ομολογούσε ο P. Joseph. Ήταν και αυτός ακόμη ένας λόγος, για τον οποίο οι ιησουίτες αντιδρούσαν στις ελληνικές χώρες.
Οι δυσκολίες πού συναντούσαν οι καπουκίνοι και ο ανταγωνισμός των ιησουιτών κούρασαν πολλούς και τούς έκαναν να λιποψυχήσουν. Και εφόσον ζούσε ο P. Joseph, οι καπουκίνοι, παρά τις αδυναμίες πού παρουσίαζε το τάγμα τους, μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με τον θάνατό του όμως χάνουν να πολύτιμο στήριγμα και οργανωτικό πνεύμα. Έτσι οι ιησουίτες με την σιδερένια πειθαρχία τους παραμένουν οι κύριοι στρατιώτες του καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή. Είναι οι πιο πολλοί και οι πιο φανατικοί.
Γενικές παρατηρήσεις για την δράση των μισσιοναρίων.
Οι μισσιονάριοι βρήκαν θερμούς προστάτες στην Ανατολή τούς πειρατές της Μάλτας, δηλαδή τούς μοναχούς ιππότες του Αγ. Ιωάννου, πού εξακολουθούσαν ακόμη να εμπνέωνται από τις ιδέες για ένα ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων και για την κραταίωση της καθολικής πίστης. Η ευλαβική αυτή στάση των ιπποτών απέναντι των μισσιοναρίων έβρισκε μιμητές και μερικούς άλλους καθολικούς πειρατές . Γι’ αυτούς, καθώς και για τούς δυτικοευρωπαίους ναυτικούς και ταξιδιώτες, ήταν απερίγραπτα συγκινητικό να συναντούν στην μακρινή και ξένη γη δικούς των ανθρώπους και ν’ ακούουν τις γνώριμες από την τρυφερή τους ηλικία μελωδίες της θείας λειτουργίας. Ιδίως οι Γάλλοι πειρατές και στρατιωτικοί πού έπαιρναν μέρος στο πλευρό των Βενετών κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κρήτη, καταδιωκόμεναι κάποτε, έβρισκαν άσυλο μέσα στις εκκλησίες και εκεί κρύβονταν ώσπου να περάση ό κίνδυνος. Μέσα στην ειρηνική και ειδυλλιακή συνήθως γωνιά των ερημητηρίων απολάμβαναν την γλυκιά ανάπαυση ύστερ’ από την τόσο ταραγμένη ζωή τους μέσα στην θάλασσα. Σπάνια βέβαια, αλλά συνέβαινε κάποτε, κάποιος από τούς τυχοδιώκτες εκείνους ν’ αλλάζη την αρματωσιά του πολεμιστή με το ράσο του μοναχού.
Από το άλλο μέρος οι ιεραπόστολοι, ιδίως οι Γάλλοι, θαύμαζαν το πληθωρικό θάρρος και τούς ηρωισμούς των σκληρόκαρδων εκείνων ανθρώπων, ήταν περήφανοι γι’ αυτούς – ιδίως όταν ήταν γόνοι ευγενών -και εγκωμίαζαν τα κατορθώματά τους. Τα αισθήματα λοιπόν φιλίας και αγάπης ιεραποστόλων και ιδίως Γάλλων πειρατών ήταν αμοιβαία έτσι πού οι πρώτοι είχαν το θάρρος να συμβουλεύουν τούς δεύτερους, όταν πια κουράζονταν από την μακροχρόνια θαλασσινή πορεία τους, «ν’ αρχίσουν στο εξής έναν άλλο δρόμο χωρίς ν’ αναπαυθούν και χωρίς να σταθούν, ώσπου να κατακτήσουν τον αιώνιο στέφανο. . . .Sic currite, ut comprehendatis» .
Το έργο τους όμως δεν ήταν εύκολο, δεν είχε ως το τέλος επιτυχίες. Μάλιστα επειδή ο προσηλυτισμός στην Τουρκία απαγορευόταν, συχνά εργάζονταν και στα κρυφά. Πολλές φορές πάλι ήταν αναγκασμένοι να το ξαναρχίσουν από την αρχή, γιατί στο δρόμο τους βρισκόταν ένας αγράμματος, αλλά φλογερός μοναχός από το Αγ. Όρος ή από την Ιερουσαλήμ πού σκόρπιζε γαλήνη στις ψυχές των νησιωτών πού κλονίζονταν ή τις αναστάτωνε και παρακινούσε σε αναβαπτισμό εκείνους πού είχαν προσέλθει στον καθολικισμό. Ένας σιωπηλός ανταγωνισμός συνεχιζόταν επί αιώνες.
Αν εξαιρέσουμε τούς μοναχούς αυτούς, ο εντόπιοι ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τούς μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τούς επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τούς ακούσουν ή τούς άφηναν, αλλά συχνά τούς καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495 – 1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι ορθόδοξοι επίσκοποι) και να εξομολογούν. Έτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και Ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19 αί. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο τού θεού, ομολογεί ο Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τούς επαναφέρουμε στην υποταγή της Αγίας Έδρας». Θα ανέχονταν άραγε οι δυτικοί παρόμοια κηρύγματα ορθοδόξων στην Δύση: Γενικά οι Ιεραπόστολοι βρίσκουν θρησκευτική ανοχή στα νησιά, εκτός αν θίξουν τούς κατοίκους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία πού αφορούν το δόγμα ή τούς αγίους των, όπως π. χ. τα επεισόδια και η αναταραχή πού προκάλεσε κατά τα μέσα του 17 αί. στις Κυκλάδες ο P. Franccois Rossiers της Σαντορίνης με τις επιθέσεις του εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά.
Οι Ιεραπόστολοι ενόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τούς δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τούς κατώτερους κληρικούς, να τούς εξομολογούν, να τούς κάνουν κηρύγματα και να τούς διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».
Η φτώχεια των νησιωτών είναι πραγματικά ολοφάνερη, όπως άλλωστε έχουμε δει. Μόνο μέσα στην Σαντορίνη ζούσαν 500 άτομα, πού περνούσαν δυό και τρεις μήνες, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους και τρέφονταν σαν τούς ερημίτες με άγρια χόρτα, πού φύτρωναν στους αγρούς ύστερ’ από τα πρωτοβρόχια (ραφανίδες, κάρδαμο, αγριοσέλινο κ. λ.). Και οι ιεραπόστολοι, ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι, για να τούς βοηθήσουν. Η φτώχεια έσπρωχνε και τις γυναίκες στην εκπόρνευση. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι οι κλοπές και οι απάτες ήταν σχεδόν άγνωστες. Έκλυση ηθών από φτώχεια, αλλά και εγκληματικότητα παρατηρούμε μόνο στα πειρατοκρατούμενα νησιά.
Μολαταύτα η θρησκευτικότητα των νησιωτών κάνει εντύπωση. Οι ιεραπόστολοι θαυμάζουν την ευλάβειά τους, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη λατρεία πού τρέφουν προς την Παναγία, την οποία εκδηλώνουν με τις εικόνες, με τα λόγια, με τις πράξεις τους, με τα ποικίλα γνωστά ως σήμερα ακόμη επίθετά της και γραπτά εγκώμια. Εντύπωση τούς κάνουν επίσης οι νηστείες τους, οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι πολλές εκκλησίες (οι περισσότερες στο όνομα της Παναγίας) και τα παρεκκλήσια τους (μόνο στην Σαντορίνη πάνω από 50, που στις ημέρες των γιορτών μοίραζαν μερίδες φαγητού στους πολλούς φτωχούς ή τουλάχιστον ψωμί και κρασί), οι δωρεές κτημάτων στις εκκλησίες κ. λ..
Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, πού είχε συνυφάνει καθολικούς και ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα της καθολικής εκκλησίας, δεν αντιδρούν ή δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την ορθόδοξη εκκλησία ή και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π. χ. Έλληνες της Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στην γιορτή της Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν η υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τούς δρόμους. Κανείς ορθόδοξος δεν εργάζεται ή δεν τολμά να εργαστή την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάση το αρτοφόριο από πάνω τους οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ που θα περάση η πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα τον Χριστό να τούς θεραπεύση. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, πού τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι ορθόδοξοι και οι καθολικοί ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, όπως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξη. Η συστηματική διερεύνηση των αμοιβαίων σχέσεων αποτελεί ενδιαφέρον θέμα της ιστορίας του νέου ελληνισμού.
Εκτός από τις επιδράσεις της δυτικής εκκλησίας στον αιγαιοπελαγιτικό χώρο, πρέπει να σημειωθή και η επιρροή των μεγάλων καθολικών δυνάμεων της εποχής, της Βενετίας και ιδίως της Γαλλίας. Επειδή οι περισσότεροι μισσιονάριοι είναι γαλλικής καταγωγής, προβάλλουν μαζί με την παρεχόμενη παιδεία και το όνομα της Γαλλίας, καλλιεργούν τις συμπάθειες των Αιγαιοπελαγιτών, ιδίως των Κυκλαδιτών, προς την δύναμη αυτή και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της επιρροής της. Το γεγονός αυτό δεν μένει απαρατήρητο από τούς Βενετούς πού ενδιαφέρονται άμεσα για τον ζωτικόν αυτό χώρο. Έτσι ο βάιλος Giovanni Morosini στα 1680 εφιστούσε την προσοχή της βενετικής γερουσίας στο σημείο αυτό σημειώνοντας ότι οι ιησουίτες και οι καπουκίνοι «όλοι Γάλλοι. . . συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον στο καίριο σημείο της παιδείας κάνουν προσφιλές το όνομα της Γαλλίας στις ψυχές εκείνων των κατοίκων».
Παρά την δραστηριότητα και τον ζήλο πού ανέπτυξαν οι καθολικοί ιεραπόστολοι ως ιερείς, ως διδάσκαλοι, γιατροί, κήρυκες, ως παρηγορητές των σκλάβων και παρά την ηθική και υλική ενίσχυσή τους από την Αγία Έδρα και από τούς Φράγκους άρχοντες και από τούς Γάλλους πειρατές, δεν εσημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην αποστολή τους όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν, να μεγαλώσουν τα ποίμνια των πιστών, αλλά ούτε καν να συγκρατήσουν την διαρροή τους προς την ορθοδοξία. Η κατάλυση μάλιστα της φραγκικής κυριαρχίας είχε επιδράσει αισθητά στην μείωση του αριθμού των καθολικών. Όπου μάλιστα υπήρχαν λίγοι, όπως π. χ. στην Κέα, αυτοί αποσύρονται στα άλλα νησιά, όπου υπήρχε πυκνός πληθυσμός ομοδόξων. Ακόμη και μέσα στην Τήνο, πού μόνη από τα νησιά το Αιγαίου έμεινε υπό την βενετική κυριαρχία, πολλοί καθολικοί ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα και γίνονται πολλά συνοικέσια χωρίς την νόμιμη άδεια. Το σπουδαίο μάλιστα είναι, όπως ομολογεί ο ίδιος ο καθολικός επίσκοπος Περπινιάν γύρω στα 1614, ότι ανάμεσα στους καθολικούς είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η μετάβασή τους στο ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν ατόπημα.
Ενώ η νέα κατάσταση μετά την τουρκική κατάκτηση δεν ευνοεί την επιβολή της φραγκικής μειονότητας, από το άλλο η φανατική αντίδραση της ορθόδοξης πλειοψηφίας και η κατά παράδοση διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου από τούς καθολικούς για λόγους εμπορικούς (αν εξαιρέση κανείς τούς δυτικούς της Νάξου, Σύρας και Τήνου) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την βαθμιαία θρησκευτική αφομοίωση των Φράγκων ή Ελλήνων καθολικών. Στην περίπτωση αυτή οι μεικτοί γάμοι έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο. Εξακολουθεί λοιπόν και μετά την επιβολή των Τούρκων η βαθμιαία προσέλευση των δυτικών στην ορθοδοξία, γεγονός πού διαπιστώσαμε και κατά τούς τελευταίους αιώνες τού Βυζαντίου.
Μιά σιωπηλή πάλη διεξάγεται ανάμεσα στα δύο δόγματα, στο ανατολικό και στο δυτικό. Οι ορθόδοξοι μπορεί να παρακολουθούν τις κοινές λειτουργίες, ν’ ακούουν τα κηρύγματα των μισσιοναρίων, να εξομολογούνται σ’ αυτούς, να θαυμάζουν την πολυμερή μόρφωσή τους και να τούς εμπιστεύωνται τα παιδιά τους, αλλά δεν μετατοπίζονται εύκολα από το πάτριο έδαφος. Δεν τούς συγκρατεί μόνο το ευαίσθητο θρησκευτικό συναίσθημα και η υποβλητική φωνή της παράδοσης, πού την εκφράζουν οι αγράμματοι, αλλά θερμοί ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί. Είναι και οι παράλληλα εξελισσόμενοι πολιτικοί και οικονομικοί όροι, πού ευνοούν την άνοδο και επικράτηση των ορθοδόξων, πού άλλωστε είναι και οι περισσότεροι. Οι πολλοί λοιπόν θ’ απορροφήσουν τούς λίγους με τούς μεικτούς γάμους, πού μάταια αποδοκιμάζονται και αποκηρύσσονται και από τις δύο πλευρές. Έτσι συνεχίζονται ακατάπαυτα οι προσελεύσεις των δυτικών προς το ορθόδοξο δόγμα. Επομένως οι μισσιονάριοι είναι σαν ν’ αγωνίζωνται αντίθετα προς το ρεύμα και την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλες λοιπόν οι προσπάθειές τους και όλα τα μέτρα τους είναι φυσικό να ναυαγήσουν εμπρός στην νέα πραγματικότητα πού προβάλλει.
Μολαταύτα δεν μπορεί κανείς να μη βυθιστή σε σκέψεις εμπρός στον ζήλο, στην καρτερικότητα και στην επιμονή των ιεραποστόλων αυτών, πού άφησαν τα εγκόσμια, το Παρίσι τις άλλες πόλεις της Γαλλίας και Ιταλίας, και κατοίκησαν στα απομονωμένα νησιά του Αιγαίου για την πραγμάτωση ενός ιδανικού.
Οι μισσιονάριοι στις ελληνικές ακτές της Ευρώπης και της Ασίας.
Η δραστηριότητα των μισσιοναρίων δεν περιορίζεται μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά εκτείνεται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Μονή Σινά, πού συντηρεί στενές σχέσεις με τον πάπα, στην Αλεξάνδρεια κ. λ., καθώς και στο εσωτερικό της Βαλκανικής. Έτσι π.χ. στα 1581 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ στέλνει στον Λίβανο και στην Κύπρο δυό μοναχούς πού έχουν επιτυχίες. Επίσης από τις αρχές του 17 αί. ιησουίτες μοναχοί επισκέπτονται, κατά καιρούς, διάφορες χώρες της Εγγύς Ανατολής, την Μιγγρελία στα 1614, την Κύπρο, την Σόφια και Φιλιππούπολη και σκέπτονται πολύ την εγκατάστασή τους στην Μ. Ασία . Πραγματικά στα 1624 εγκαθίστανται στην Σμύρνη. Εκεί βρίσκουν έδαφος ευνοϊκό και ανάμεσα στους ξένους εμπόρους, αλλά κυρίως ανάμεσα στους εντόπιους Έλληνες και εποίκους από τα νησιά του Αιγαίου, Χίο, Νάξο, Τήνο, Σαντορίνη, Πάρο κ. λ. Όλοι αυτοί, δυτικοί και ορθόδοξοι, πού είχαν εγκατασταθή στο μεγάλο αυτό λιμάνι της Μ. Ασίας (τα διάφορα άρθρα των διομολογήσεων εγγυόταν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων), εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στους μισσιοναρίους. Ακόμη και ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Ιάκωβος συνηγορεί στον βασιλιά της Γαλλίας να τούς δοθούν καταλύματα και μέσα διατροφής.
Γενικά κατά τα μέσα του 17 αι. η Σμύρνη θεωρείται η μόνη πόλη της Τουρκίας, που η άσκηση της λατρείας των χριστιανών, ορθοδόξων και Καθολικών, γίνεται με την μεγαλύτερη ελευθερία, ώστε οι θρησκευτικές πομπές των καθολικών να περνούν ήσυχα μέσα από τούς δρόμους. Η ελευθερία έφθανε σε τέτοιο σημείο, ώστε μερικοί ορθόδοξοι την Μεγάλη Πέμπτη κατά την περιφορά του Επιταφίου ν’ αυτομαστιγώνωνται ή να ξεσχίζουν τις σάρκες τους από τούς ώμους ως την μέση τους τόσο άγρια, ώστε να τούς πλημμυρίζουν τα αίματα. Η μεγάλη αυτή πόρτα της απέραντης και άγνωστης Ανατολής, προσφέρει στους μισσιοναρίους «ένα ευρύχωρο πεδίο, όπου έχει κανείς πολλές σοδειές», όπως γράφει αργότερα (αρχές 18 αί) παραστατικά ανώνυμος μισσιονάριος προς τον Pere Fleuriau.
Στα 1627 εγκαθίστανται και καπουκίνοι στην Σμύρνη , οι οποίοι εξομολογούν τούς ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του οικουμενικού πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη την Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν τον θάνατο επάνω στην φωτιά.
Με τόλμη και θερμό ζήλο οι μισσιονάριοι αναλαμβάνουν επικίνδυνες ιεραποστολές μέσα από την Τραπεζούντα ως τα βάθη της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, Περσίας, της Μεσοποταμίας ή και σ’ αυτήν ακόμη την Αιθιοπία. Έτσι Ιησουίτες μοναχοί έχουν εγκατασταθή στην Μογγολία, στο Θιβέτ, στο Χαλέπι, στην Δαμασκό, μιά αλυσίδα ζηλωτών του τάγματος αυτού, πού δεν παραλείπουν να βρίσκωνται σε επαφή ο ένας με τον άλλο.
Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση η ενίσχυση των ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο.
Στο Ναύπλιο εγκαθίστανται στα 16402. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ανατολή de la Haye στέλνει εκεί τον ιησουίτη Francois Blaiseau και τον Rene de la Saint-Cosme, για να εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες 500 καθολικών σκλάβων, Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Γερμανών, Πολωνών, πού δούλευαν στην γαλέρα του μπέη του Ναυπλίου και είχαν 20 – 30 χρόνια ν’ ακούσουν θεία λειτουργία ή να εξομολογηθούν. Εκεί μερικοί επίσης καθολικοί κάτοικοι, πού είχαν δεχθή την ορθοδοξία, υπόσχονταν να ξαναγυρίσουν στους κόλπους του καθολικισμού, αν είχαν μόνιμο καθολικό ιερέα. Οι ιησουίτες φιλοδοξούν να ιδρύσουν σταθμούς και σε ορισμένα άλλα σημεία της Πελοποννήσου. Στα 1642 βρίσκουμε επίσης στο Ναύπλιο εγκαταστημένους και καπουκίνους, πού περιέρχονται διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και κηρύττουν σ’ αυτές τον θείο λόγο. Ιδιαίτερα επισκέπτονται την Πάτρα, όπου έμεναν λίγοι καθολικοί.
Τον Δεκέμβριο του 1641 ο Francois Blaiseau εμφανίζεται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη πού το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Εκεί γίνεται δεκτός με πολλήν εκτίμηση από Έλληνες και Τούρκους, πού θέλουν να τον κρατήσουν και του διευκολύνουν την εγκατάσταση. Οι νέοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα μαθηματικά πού διδάσκει.
Οι ιησουίτες δεν έμειναν πολύν καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως η έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, η απουσία πολλών καθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τούς αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι το Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας της μονής των καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», πού έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου ως την επανάσταση του 1821. Είναι η μονή, όπου φιλοξενήθηκε ο λόρδος Βύρων κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα (1810-1811). Ο Francois Blaiseau λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα επισκέπτεται την Χαλκίδα. Εκεί οι ιησουίτες έχουν να κάνουν πολλά για τούς Έλληνες και Αλβανούς, και ιδίως για τούς Ευρωπαίους σκλάβους των γαλερών, Γάλλους, Ιταλούς, Μαλτέζους, Πολωνούς κ. λ. «Quelle musique ce m’ est que le leurs fers» γράφει ο εκεί Ιησουίτης Francois Lucas.
Μολαταύτα οι αλλεπάλληλοι θάνατοι, πολλών Ιησουιτών λόγω του ανθυγιεινού κλίματος της εποχής εκείνης, όπως αναφέρεται, ανάγκασαν τούς μισσιοναρίους αυτούς ν’ αναστείλουν το έργο τους και να το ασκούν μόνο σε υγιεινότερες εποχές του έτους. Στα μέσα του 17 αί. εκτελεί ολομόναχος τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο μεγάλο νησί ο Pere Francois Lucas με επιτυχία και ζητεί την συνδρομή και άλλων για ν’ ανταποκριθή στο παρηγορητικό του έργο. Σ’ αυτόν εξομολογούνται και Έλληνες ακόμη.
Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί στα 1706. Ψυχή της τελευταίας αυτής αποστολής είναι ο Pere Bracconier από την Champagne, ο οποίος είχε το δώρο να μαθαίνη γρήγορα ξένες γλώσσες και γενικά έγινε ο supereur όλων των αποστολών στις ελληνικές χώρες. Ο Bracconier επισκέπτεται το Αγ. Όρος, την Καβάλα, την Θάσο, την Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη οι ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν να βήμα και μέσα στο θρησκευτικόν αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, πού πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους. Τον Bracconier διαδέχθηκε ο Pere Francois Tarillon.
Άρρηκτα συνδεδεμένες με το θρησκευτικό και εκπαιδευτικό έργο των καθολικών ιεραποστολών είναι οι υπηρεσίες τους και στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι δογματικές διαφωνίες τους με τούς προτεστάντες, με το Port – Royal ή με τούς Ζανσενιστές, θα τούς κάνουν ν’ αναζητήσουν και να μελετήσουν τα έργα των θεολόγων της ορθοδοξίας, να διευρύνουν τις θεολογικές και φιλοσοφικές τους γνώσεις και έτσι να διαποτίσουν το πετρωμένο πεδίο της θεολογικής επιστήμης και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα. Μέσα στην χώρα των κλασσικών αναμνήσεων είτε μόνοι τους είτε και με την παρακίνηση επίσημων προσώπων της πατρίδας τους ή και εταιρειών αναζητούν χειρόγραφα όχι μόνο των πατέρων της εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων συγγραφέων, μελετούν αντικείμενα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και έτσι συμβάλλουν και αυτοί κατά το μέρος τους όχι μόνο στην αναζωπύρωση της αρχαιολατρείας, αλλά και στην γένεση της βυζαντινολογίας. Έτσι οι πιο καλοί εργάτες του νέου αυτού φιλολογικού κλάδου θα γίνουν οι δομηνικανοί και ιησουίτες, πού θα ετοιμάσουν ένα λαμπρό πεδίο με νέους πνευματικούς ορίζοντες.
Ακόμη η ανάγκη να μάθουν την γλώσσα των κατοίκων των ελληνικών χωρών, όπου πήγαιναν να διδάξουν, και μάλιστα την γλώσσα του λαού, τούς έκανε να εγκύψουν στην μελέτη της δημοτικής και της γραμματικής. Οι ιησουίτες προ πάντων μοναχοί, ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις της συνόδου του Trento, πού παραγγέλλει την χρήση της γλώσσας του λαού, όταν έρχωνται στις ελληνικές χώρες, για να μπορέσουν να γνωρίσουν καλά τον τόπο και τούς ανθρώπους, για να μιλήσουν μαζί τους, να τούς διδάξουν και να τούς κάνουν το θρησκευτικό κήρυγμα στις εκκλησίες τους, ρίχνονται με ζήλο στην σπουδή της και μερικοί σημειώνουν εκπληκτικές προόδους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλοι πάλι μελετούν συστηματικά την γραμματική και το λεξιλόγιό της με την επιθυμία να διευκολύνουν τούς σπουδαστές της, πρώτα πρώτα βέβαια τούς ομοϊδεάτες τους μοναχούς. Μέσ’ απ’ αυτές τις ανάγκες είδε το φως το πιο παλαιό ιταλοελληνικό λεξικό και η στοιχειώδης γραμματική το ιησουίτη μοναχού Gerolamo Germano. Το βιβλίο του, παρά τις ατέλειές του, πρόσφερε υπηρεσίες στους καθολικούς μοναχούς πού έφταναν στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθούν έπειτα και άλλες γραμματικές της δημοτικής, Ελλήνων και ξένων, πού είτε δημοσιεύθηκαν είτε έμειναν ανέκδοτες. Αξίζει να μνημονευθή η γραμματική του Έλληνα Σίμωνος Πορτίου, πού είναι ουνίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Την γραμματική του αυτή την εκδίδει στα 1638 και την αφιερώνει στον πανίσχυρο καρδινάλιο Richelieu. Στην αφιέρωσή του (όπου του παρουσιάζει την αγνώριστη πια νέα Ελλάδα, πεσμένη ικετευτικά στα πόδια του) του εξομολογείται ανάμεσα στα άλλα και τον μεγάλο καϋμό των σκλαβωμένων: «Συμπάθησε, παρακαλώ σε, εξοχώτατε άρχοντα, την πολλά ζεστήν δούλεψιν και προσκύνησιν της Ελλάδας σου κάμε μόνον ότι, ως καθώς εκείνη με την λάμψιν σου δοξασμένη απολαύει το κοινόν φως του ηλίου με τον τύπον, έτσι παραδοσμένη στα χέρια σου, κάμε να μεταστρέψη στην παλαιά της λαμπρότητα και ελευθερίαν». Ορισμένοι καθολικοί μοναχοί γράφουν μερικά έργα τους με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με τα λεγόμενα φ ρ α γ κ ο χ ι ώ τ ι κ α, για να ευκολύνουν την ανάγνωση και την διάδοση των γραπτών τους. Πραγματικά το φραγκοχιώτικο αλφάβητο με την εύκολη ορθογραφία του προσείλκυσε τούς καθολικούς, ιδίως τούς ξένους τούς εγκαταστημένους στην Εγγύς Ανατολή, τούς κοινώς ονομαζομένους φραγκολεβαντίνους, τούς παρακίνησε στην σπουδή της ελληνικής και συνέβαλε στην διατήρηση και εξάπλωσή της ανάμεσά τους.
6. Ανταγωνισμός των δυτικών θρησκευτικών ιδεών κατά τα τέλη του 16 και κατά το πρώτο μισό το 17 αι. και η απέναντι αυτών στάση των ορθόδοξων ιεραρχών.
Οι έντονες ζυμώσεις, έρριδες και πόλεμοι καθολικών και διαμαρτυρομένων στην Δυτική Ευρώπη, καθώς και η δραστηριότητα της προπαγάνδας τους στην Ανατολή, προκαλούν, πως είναι επόμενο, ποικιλότροπες επιδράσεις στα πνεύματα των ορθόδοξων θεολόγων του 16 και ιδίως του 17 αι. Η ορθόδοξη εκκλησία συγκλονίζεται από την σφοδρότητα των νέων κυμάτων. Οι Θεολόγοι της, εκτεθειμένοι μέσα στην θύελλα, οφείλουν όχι μόνον να πάρουν θέση, αλλά και ν’ αγωνιστούν οι ίδιοι και να καθοδηγήσουν το πλήρωμά τους. Οι περισσότεροι, μολονότι έχουν κάνει τις σπουδές τους μένουν στην Ιταλία και γνωρίζουν πολύ καλά τούς αντιπάλους και τις μεθόδους των, δοκιμάζουν για πρώτη φορά την ορμή των ιδεών μιας Ευρώπης πού περνά βαθύτατη κρίση και βαίνει προς την διαμόρφωσή της. Οι Έλληνες βρίσκονται ανέτοιμοι και μάλλον αμύνονται. Ο μόνος ισχυρός φορέας φιλοσοφικών ιδεών είναι, όπως είδαμε στον δεύτερα τόμο, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, περισσότερο κοσμικός φιλόσοφος παρά θεολόγος, ο οποίος προετοιμάζει το έδαφος της Ανατολής για την διείσδυση της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Μολαταύτα η πάλη των ιδεών και οι ανάγκες των τότε συνθηκών γονιμοποιούν την διάνοια των Ελλήνων θεολόγων και οξύνουν την μαχητικότητά τους. Ορισμένοι απ’ αυτούς, ευφυείς και μορφωμένοι, μελετούν τις νέες θρησκευτικές ιδέες και επηρεάζονται λίγο ή πολύ απ’ αυτές ή τις απορρίπτουν και εξελίσσονται σε κορυφαίους προμάχους της ορθοδοξίας. Ο καθένας τους διαμορφώνει την δική του προσωπικότητα και κάτι έχει να προσφέρη. Τα έργα τους, τα περισσότερα αντιρρητικά, αναζωογονούν την θεολογική φιλολογία, αποτελούν την πρώτη ορμητική εκδήλωσή της στα χρόνια της τουρκοκρατίας και φέρνουν το προδρομικό μήνυμα της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού. Αυτήν ακριβώς την προσφορά των πιο αξιόλογων θεολόγων στην υπόθεση της εκκλησίας και του έθνους πρέπει ν’ αναζητήσουμε.
α) Γαβριήλ Σεβήρος και Μάξιμος Μαργούνιος.
Ορισμένοι μετριοπαθείς και φωτισμένοι άνδρες έχουν την γνώμη ότι μερικά βήματα θα μπορούσαν να γίνουν προς το μέρος της δυτικής εκκλησίας, χωρίς να ζημιώσουν το πνεύμα της ορθοδοξίας. Έτσι ο προϊστάμενος της ελληνικής κοινότητας Βενετίας μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος (1541 – 1616)2, μολονότι φανατικός πρόμαχος της ορθοδοξίας και των παραδεδομένων, νομίζει ότι θα έπρεπε ν’ αποφεύγεται η χρήση ορισμένων εκκλησιαστικών βιβλίων της ανατολικής εκκλησίας που έθιγαν τους καθολικούς, προ πάντων η ακολουθία του Γρηγορίου του Παλαμά, και τα άλλα ν’ αποκαθαρθούν από ορισμένες δυσφημιστικές εκφράσεις. Επίσης, έχοντας υπ’ όψη του την ορθότητα των μεταρρυθμίσεων του γρηγοριανού ημερολογίου και επηρεαζόμενος ασφαλώς από το ορθολογιστικό περιβάλλον της βενετικής πολιτείας και από τους ανώτατους εκπροσώπους της καθολικής εκκλησίας, προτείνει επανειλημμένα στον πατριάρχη Ιερεμία Β’ τον Τρανό την εισαγωγή του και στις χώρες των ορθόδοξων εκκλησιών. Ο πατριάρχης όμως με την επιστολή του της 6 Ιουλίου 1583 τον επιτιμά για τις λογικές, αλλά πρωτόφαντες για την εποχή εκείνη, προτάσεις του και του συνιστά εμμονή στα παραδεδομένα. Και συνεχίζει με τα παρακάτω, που σκοπό έχουν να του δώσουν θάρρος, αν υφίσταται πιέσεις απ’ έξω: «Εί δ’ αυτοί, ως εκ των γεγραμμένων ημίν τεκμαίρεται, σκοπόν έχουσιν ενοχλήσαι, όπερ (οίμαι) απίθανον, φέρειν οφείλετε ό μεν γάρ παρών καιρός οδυνών και θλίψεων, ό δε μέλλων χαράς και ανταποδόσεως».
Τολμηρότερα ήταν τα βήματα του επίσης εγκαταστημένου στην Βενετία Κρητικού Μαξίμου Μαργουνίου (1549 – 1602), επιφανούς θεολόγου της εποχής, επισκόπου Κυθήρων. Η πυκνή αλληλογραφία του με διακεκριμένες προσωπικότητες του ορθόδοξου και δυτικού κόσμου, όπως με τον Ιερεμία Β’ τον Τρανό, τον Μελέτιο Βλαστό, τους ανθρωπιστές David Hoeschel, Friedrich Syburg, Ascanio Persio κ.α., καθώς και τα ποικίλα θέματα που τον απασχολούν, δείχνουν το κύρος και την βαθιά θεολογική και φιλολογική του μόρφωση. Επομένως οι επιστολές του, πολλές από τις οποίες είναι ανέκδοτες, αποτελούν πηγές για την γνώση της πνευματικής ιστορίας της εποχής του και ειδικά των ελληνικών χωρών. Ο Μαργούνιος είναι γνωστός επίσης ως εκδότης πολλών φιλολογικών και θεολογικών κειμένων, τα οποία έκαναν εντύπωση στους δυτικούς λογίους και έδωσαν κάποια αίγλη στο αμαυρωμένο ελληνικό όνομα. Αξίζει να μνημονεύσουμε την μετάφρασή του του έργου του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος στην δημοτική γλώσσα (χαρακτηριστική είναι η αφιερωτική του επιστολή προς τον πατριάρχη Ιερεμία Β’), καθώς και διαφόρων συναξαρίων με σύντομους βίους αγίων (Βενετία 1607). Η συλλογή των συναξαρίων αυτών, πού γνώρισε έξι εκδόσεις μέσα στον 17 αι, χρησίμευσε ως βάση για παρόμοια μεταγενέστερα έργα.
Ο Μαργούνιος, καθαρός και άμεμπτος, είναι από τις σπάνιες εκείνες φυσιογνωμίες του ελληνικού κόσμου, πού συγκεντρώνουν μεγάλα ηθικά και πνευματικά χαρίσματα: την πολυμάθεια, την ευρύτητα των ιδεών και την έμμονή στις αρχές τους, αλλά και την έλλειψη δογματισμού και την ανοχή των ιδεών των άλλων. Μέσα του, όπως και στον Χρυσολωρά και στον Βησσαρίωνα, είχε συντελεσθή η αρμονική σύλληψη και σύνθεση του ελληνοχριστιανικού κόσμου.
Ο Μαργούνιος είχε την γνώμη ότι θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθή η ένωση των εκκλησιών, αν γινόταν «η του δόγματος θεραπεία», αν δηλαδή τα δύο μέρη συμβιβάζονταν ως προς το ζήτημα της διδασκαλίας για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Η αντίληψή του όμως αυτή παρεξηγήθηκε και προκάλεσε, στα 1583, την αντίδραση του ευερέθιστου Γαβριήλ Σεβήρου, του οποίου το πάθος τον σκοτίζει τόσο, ώστε να κατηγορήση τον Μάξιμο ότι λατινοφρονεί. Έτσι ξέσπασε μεταξύ τους μιά οξεία διένεξη, την οποία με πολύ κόπο και παρακλήσεις κατόρθωσαν να κατασιγάσουν οι Ιερεμίας Β’ και προ πάντων ό Μελέτιος Πηγάς. Ο Πηγάς καταλαβαίνει καλά πόσα δεινά μπορεί να προκύψουν από την έριδα των δύο αυτών επιφανών θεολόγων, οι οποίοι κατά την έκφρασή του αποτελούν τας «ιεράς και ζώσας πλάκας της του Χριστού Εκκλησίας» και τον «δίδυμον οφθαλμόν της ορθοδόξου πίστεως». «Ω πόνοι μάταιοι, γράφει προς τον Φιλαδελφείας Σεβήρο, φροντίδες έωλοι! Ξένοι και πάροικοι άμφω ούκ αισχύνεσθε περί της παροικίας φιλονεικούντες; Αλλά καταλλάγητε, προς Θεού, μη γίνεσθε το φως υμείς σκότος, εν καιροίς ούτω χαλεποίς όποι των πραγμάτων πάντων δεινή τις γίνεται εξέτασις. Οι διαπληκτιζομένους υμάς δρώντες τους προέχοντας Γραικών, ούτως ατόπως, ούτως εκθύμως, τι περί των Γραικών νομιούσιν;… Μη προσταράττετε το ταλαίπωρον γένος καταχρησάμενοι και τα της ευσεβείας αυτής και αυτόν τον Χριστόν εις τας υμετέρας κενάς δόξας. Ελαβήθητε το φοβερόν βήμα, ένθα τα κρυπτά κρίνεται δίχα παραπετασμάτων».
Μέσα στην ταραχή αυτή των πνευμάτων πολύ αισθητός γίνεται ο θάνατος του Ιερεμία Β’ (1595) «Οίμοι, γράφει στον θρήνο του ο Πηγάς, πολλαί και μεγάλαι αί τω αθλίω ημών επισκήψασαι γένει συμφοραί τε και δυστυχίαι (δηλ. η κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Άλωση, οι πολυειδείς διωγμοί και κακώσεις του Γένους, η ταπείνωση της Εκκλησίας και η περιφρόνησή της από οικείους και ξένους, η εξαφάνιση των λογίων κ. λ.). Αλλ’ η νυν δυστυχία τας προγεγενημένας εκείνας πάσας δεινώς υπερήρεν, ως ο σφοδρότατος τον ελάσσονα πόνος. . . Σεσίγηκεν ή καθ’ εκάστην υπέρ ημών αγωνιζομένη γλώττα.
β) Μελέτιος Πηγάς.
Τώρα η μόνη δυνατή προσωπικότητα, πού θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίση αποτελεσματικά τις κρίσιμες εσωτερικές και εξωτερικές περιστάσεις της ορθοδοξίας, να δώση πνοή και ν’ αναζωογονήση την πνευματική της ζωή, είναι ο μεγάλος για την ταπεινοσύνη, για την μόρφωση και για το κύρος του Μελέτιος ο Πηγάς (1549 – 1601) από τον Χάνδακα ή Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης. Ο Μελέτιος, ύστερ’ από τις πρώτες σπουδές στην πατρίδα του, πηγαίνει στην Πάδοβα, όπου σπουδάζει κλασσική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα του κείρεται μοναχός στην περίφημη μονή της Αγκαράθου, όπου ηγουμένευε ο Σίλβεστρος, μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας.
Ο νεαρός μοναχός γρήγορα διακρίθηκε για το σεμνό του ήθος, για την αφοσίωσή του στις θεολογικές μελέτες και προ πάντων για το καρποφόρο κήρυγμά του εναντίον της καθολικής προπαγάνδας. Εκτιμώντας οι συμπατριώτες του την μεγάλη μόρφωση και τους αγώνες του του ανέθεσαν την διεύθυνση της ελληνικής σχολής του Χάνδακα. Δεν γνωρίζουμε πόσο έμεινε εκεί. Πιθανόν στα 1578 έφυγε για την Αίγυπτο και απ’ εκεί για το ερημητήριο της Αγίας Αικατερίνης στο «θεοβάδιστον» όρος Σινά. Εκεί έμεινε μόνον ένα ή ενάμιση χρόνο, γιατί ο γέρος πατριάρχης Αλεξανδρείας και άλλοτε πνευματικός του πατέρας Σίλβεστρος, έχοντας ανάγκη βοηθού για την άσκηση των διοικητικών του καθηκόντων τον κάλεσε κοντά του, τον χειροτόνησε πρεσβύτερο, κατόπιν τον προβίβασε σε πρωτοσύγκελλο (πιθανότατα τέλη του 1579) και λίγο αργότερα σε επίσημο ιεροκήρυκα του πατριαρχείου. Όπως και στην Κρήτη, έτσι και εδώ το κήρυγμά του στην ελληνική και αραβική του χάρισε μεγάλη φήμη. Επίσης προσπάθησε να επαναφέρη τούς Κόπτες στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας και ν’ ανορθώση τον μοναχικό βίο στην Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια ο Πηγάς ίδρυσε την πρώτη ελληνική σχολή, όπου και δίδαξε. Για τούς μαθητές του έγραψε το εγχειρίδιο «Στοιχειώσεις», πού διαιρείται σε 3 μέρη
1) γραμματική, 2) διαλεκτική και 3) ρητορική. Άλλην επίσης σχολήν ίδρυσε στο κοινόβιο της Αλεξανδρείας και διόρισε δάσκαλο τον Μάξιμο Πελοποννήσιο, τον γνωστό για τον «στηλιτευτικόν» του εναντίον του μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου.
Στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να γνωριστεί με επιφανείς προτεστάντες, με τον Salomon Schweigger (Σιωπικός ) στα 1581 και τον επόμενο χρόνο με τον Φραγκίσκο Billerbek και τον Ροβέρτο Dorndof, στους οποίους έκαναν μεγάλη εντύπωση οι ευγενείς τρόποι και η σπάνια για Έλληνες της εποχής εκείνης μόρφωση και γλωσσομάθειά του. Με την μεσολάβηση αυτών αλληλογραφεί με επιφανείς διαμαρτυρομένους, αλλά κρατεί απέναντί τους επιφυλακτική στάση και δεν αφίσταται από το πνεύμα της ορθοδοξίας. Είναι ευγενής και ήπιος στις εκφράσεις του απέναντι των διαμαρτυρομένων, ενώ δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι των καθολικών, κι’ αυτό ασφαλώς, γιατί από την περίοδο αυτή εντείνεται η καθολική προπαγάνδα στην Ανατολή, όπως είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε διεξοδικά στα προηγούμενα οικεία κεφάλαια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται, μεταξύ άλλων, η «Ορθόδοξος διδασκαλία» (1582), έργο δογματικό με πολεμικό χαρακτήρα, αφιερωμένο στην Μαργαρίτα της Ναβάρρας, γυναίκα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας, και ο «Πρώτος Στρωματεύς», αφιερωμένο στον υπέρμαχο της ορθοδοξίας τσάρο Θεόδωρο Α’ (1584 – 1598). Ο σκοπός ιδίως το πρώτου έργου, το οποίο τυπώθηκε δυό φορές (στα 1596 στην Βίλνα της Ρουθηνίας και 1769 στο Ιάσιο) είναι πολύ καθαρός: βλέπει ότι η Εκκλησία έχει περιέλθει σε δεινή θέση «και αυτό το της ορθοδοξίας σύνθημα, το της πίστεως, φημί, σύμβολον εν συγχύσει πολυσχιδεί» και θέλει να βοηθήση, ώστε να επιστρέψουν στους κόλπους της εκείνοι πού είχαν παρασυρθή από την καθολική προπαγάνδα. Το έργο αυτό αποτελεί να είδος κατήχησης στην ορθοδοξία. Είναι η εποχή των νέων κλυδωνισμών της Εκκλησίας από την απήχηση του γρηγοριανού ημερολογίου, από την σύγκληση της συνόδου του 1583 στην Κωνσταντινούπολη για την αντιμετώπιση το ζητήματος αυτού, από την έκδοση του Τόμου του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και του «ετέρου τόμου Αλεξανδρινού», πού συντάσσει ο Μελέτιος Πηγάς και αποστέλλει στην Νοτιοδυτική Ρωσία, για να διαφωτίση τούς κατοίκους σχετικά με την μεταρρύθμιση του ημερολογίου από την εξορία του Ιερεμία Β’ στην Ρόδο, από την άνοδο του φαύλου Παχωμίου Πατέστα του Λεσβίου στον πατριαρχικό θρόνο από τις απαιτήσεις του πρώην Αντιοχείας Μιχαήλ (πού είχε παραιτηθή) να επανέλθη στον πατριαρχικό θρόνο πού κατείχε τότε ο Ιωακείμ Β’. Δεν είχε καθησυχάσει ακόμη ο σάλος της εκκλησίας, όταν ο Μελέτιος, προσκαλεσμένος από τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Δ’ τον Τρομερό (1533 – 1584), ταξιδεύει στην Ρωσία με σκοπό να προσφέρη τις υπηρεσίες του στην ομόδοξη εκκλησία της. Όταν όμως φθάνη στην Κωνσταντινούπολη, αναγκάζεται να διακόψη το ταξίδι του, γιατί διαπιστώνει ότι η ορθόδοξη εκκλησία κινδυνεύει από τον σάλο των εσωτερικών ανωμαλιών. Επί δυό χρόνια (1586 – 1587) ο Μελέτιος αγωνίζεται με σύνεση για ν’ αποκαταστήση την γαλήνη στην έδρα της ορθοδοξίας, ενώ με το γραπτό και προφορικό του κήρυγμα ανανεώνει την δραστηριότητα, πού είχε επιδείξει στην Κρήτη. Με κέντρο την Κωνσταντινούπολη επισκέπτεται τούς κατοίκους διαφόρων μερών της Θράκης και της Μ. Ασίας αποστέλλει σε άλλους επιστολές και τονώνει το θρησκευτικό τους αίσθημα. Το έργο του θυμίζει την δράση των αποστόλων των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Στις αρχές του 1588 ο Μελέτιος καλείται ν’ αναλάβη την διοίκηση του πατριαρχείου Αλεξανδρείας με τον τίτλο του πατριαρχικού εξάρχου και μετά τον θάνατο του Σιλβέστρου εκλέγεται «πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας» (5 Αυγούστου 1590).
Ο Μελέτιος ξαναγυρίζει δυό φορές ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, την πρώτη για να λάβη μέρος στην σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως της 12 Φεβρουαρίου 1593 (η οποία μεταξύ άλλων σκοπό είχε να κυρώση σύμφωνα με τούς κανόνες της Εκκλησίας την ανακήρυξη του πατριαρχείου της Μόσχας) και την δεύτερη το 1594, για να ενισχύση με την παρουσία του ηθικά τον πατριάρχη Ιερεμία Β’ και να συντελέση πάλι στην αποκατάσταση της γαλήνης μέσα στο οικουμενικό πατριαρχείο. Γίνονται τώρα περισσότερο αισθητοί μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας οι κλονισμοί από την δράση των Ιησουιτών. Κατά τα ταξίδια του προς την Κωνσταντινούπολη είχε την ευκαιρία να διαπιστώση τον ζήλο και τις επιτυχίες τους. Και τρομαγμένος σημειώνει: «Παρασύρονται των ακεραιοτέρων αι ακοαί. Εις συνήθειαν ήλθον της διεστραμμένης διδασκαλίας… βαπτίσματα παρ’ εκείνων, προπομπαί των εξοδευόντων (αποθνησκόντων), επισκέψεις των ασθενούντων, παρακλήσεις των λυπουμένων, βοήθειαι των καταπονουμένων, αντιλήψεις παντοδαπαί, μυστηρίων κοινωνίαι, α πάντα δι’ εκείνων (των ιησουιτών) επιτελούμενα σύνδεσμος γίνεται τοις πολλοίς της προς αυτούς ομονοίας, ώστε μικρού χρόνου παρελθόντος μηδέ (εί γένοιτό τις άδεια) ελπίδα λοιπόν είναι τούς υπό χρονίας απάτης κατασχεθέντας πάλιν προς την επίγνωσιν της αληθείας ανακληθήναι». Στην Χίο οι ιησουίτες, όπως είδαμε, είχαν σημειώσει τόσες επιτυχίες, ώστε ν’ αναγκαστή να στείλη εκεί, κατά τα τέλη του 1589, τον ανεψιό και πρωτοσύγκελλό του Κύριλλο Λούκαρι και τον (ιερομόναχο Σωφρόνιο Παπαδόπουλο, για ν’ αναστείλουν τις προόδους των. Η παραμονή τους εκεί ήταν εφήμερη και είναι βέβαιο ότι δεν άφησε ουσιαστικές επιδράσεις, αλλά μάλλον σπέρματα αναταραχής και δυσάρεστες συνέπειες για τον Σωφρόνιο. Φαίνεται ότι Χιώτες λατινόφρονες με την υποκίνηση ασφαλώς των ιησουιτών, πού αμύνονταν, αντεπιτέθηκαν και κατόρθωσαν να διαβάλουν στο πατριαρχείο τον νεωτερίζοντα ίσως Σωφρόνιο για Λουθηροκαλβινισή με αποτέλεσμα να προκαλέσουν την καθαίρεσή του. Τον Λούκαρι τον στέλνει επίσης ο Μελέτιος το 1593 στην Πολωνία, για ν’ ανταπεξέλθη στην προπαγάνδα των Ιησουιτών, πού κλόνιζαν εκεί τα θεμέλια της ορθοδοξίας.
Κατά την επιστροφή του στην έδρα του διαπιστώνει ο Μελέτιος με μεγάλη λύπη της ταλαιπωρίες των Ελλήνων και την αναξιότητα των αρχιερέων «πολύς εσμός εκχείται παρά των ημετέρων τουτωνί, των αρχιερατευόντων, τη οικουμένη των κακιών». Και για να παρηγορήση τον Ιερεμία του γράφει «Ου Θράκη μόνον πλουτεί των κακών, αλλά Θράκην Αίγυπτος υπερακοντίζει».
Στην Αίγυπτο τον αναμένουν νέοι αγώνες. Με επιμονή τώρα συνεχίζει τις προσπάθειες (πού είχε αρχίσει άλλοτε ως πρωτοσύγκελλος) και κατορθώνει να φέρη στους κόλπους της ορθοδοξίας πολλούς μονοφυσίτες Κόπτες. Δεν στέφθηκε όμως με την ίδια επιτυχία και το διάβημά του προς τον βασιλιά των Αβησσυνών Sagad Α’ (1563 – 1597), προς τον οποίο είχε γράψει (1595) προσκαλώντας τον να μιμηθή το παραπάνω παράδειγμα. Κατόρθωσε όμως ν’ αντιταχθή μ’ επιτυχία στην προπαγάνδα των ιησουιτών ανάμεσα στους Κόπτες και να την ανακόψη. Το κύρος του Μελετίου την εποχή αυτή έχει επιβληθή όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Μετά τον θάνατο του Ιερεμία Β’, υπείκοντας στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις και πρεσβείες των κύκλων του πατριαρχείου, κληρικών και κοσμικών, έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και αναλαμβάνει στις 26 Μαρτίου 1597 την διακυβέρνηση τού οικουμενικού θρόνου ως «επιτηρητής» (τοποτηρητής), ωσότου εκλεγή ο νέος πατριάρχης. Τότε τον γνωρίζει ο περιηγητής Dousa, πού μας δίνει το πορτραίτο του: «ήταν πια ηλικιωμένος, το πρόσωπό του αξιοπρεπές και τα ψυχικά του χαρίσματα τόσο μεγάλα, ώστε να μη θεωρήται ότι ανάξια κατείχε την ανώτατη θέση τής ανατολικής εκκλησίας γενικά με την εμφάνισή του κατακτούσε τις ψυχές των ανθρώπων».
Κατά το εικοσάμηνο περίπου διάστημα της τοποτηρητείας του ο Μελέτιος κατόρθωσε να οργανώση άριστα το πατριαρχικό δικαστήριο, πού εκδίκαζε τελεσίδικα τις υποθέσεις των χριστιανών ραγιάδων, να εξαγοράση το μοναστήρι του Μεγάλου Δημητρίου στην Ξυλόπορτα, όπου με δωρεές του ηγεμόνα της Μολδαβίας Ιερεμία (1595-1606) κτίστηκε το νέο πατριαρχικό οίκημα, και με τούς εράνους και συνδρομές των χριστιανών να εξοφλήση το μεγαλύτερο, φαίνεται, μέρος του πατριαρχικού χρέους προς Εβραίους τοκογλύφους, πού το ονόμαζε «θηρίον της Εκκλησίας». Οι αντιδράσεις όμως πού προκαλούσε η ανεξαρτησία της γνώμης του και η αυστηρότητα των μέτρων του εναντίον των παρεκτρεπομένων, καθώς και η αδυναμία του τελικά να επιβληθή στους ιδιοτελείς και ταπεινούς συνεργάτες του, του δημιούργησαν μιά ανυπόφορη ατμόσφαιρα, γεμάτη από στεναχώριες και ψυχικές αναστατώσεις. Αυτοί ακριβώς κινήθηκαν εναντίον του και κάλεσαν ξαφνικά στον θρόνο, τον Απρίλιο του 1598, τον απαίδευτο επίσκοπο Ιωαννίνων Ματθαίο, τον οποίο με την σύμπραξη των Τούρκων τον έκαναν πατριάρχη. Απογοητευμένος ο Μελέτιος εγκατέλειψε οριστικά την Κωνσταντινούπολη και ξαναγύρισε στην έδρα του, κατά το τέλος του 1598 αρχές του 15991. Επικρατούν οι εγωπαθείς και διεφθαρμένοι του πατριαρχικού περιβάλλοντος και συνεχίζονται οι μηχανορραφίες και οι αλλαξοπατριαρχείες. Οι νέοι αυτοί γραικύλοι εμπρός στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους κάνουν ότι μπορούν, για να επιβαρύνουν τα οικονομικά του πατριαρχείου και να σπιλώνουν την υπόληψη της εκκλησίας του Χριστού. Ο φατριασμός και οι διχόνοιες είναι καθημερινή απασχόλησή τους. Η ελεεινή όμως αυτή κατάσταση αποκαρδίωνε και έσπρωχνε πολλούς χριστιανούς κάθε χρόνο στον Ισλαμισμό.
Ο Μελέτιος πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1601 στις αγκάλες του πνευματικού του τέκνου Κυρίλλου Λούκαρι (1572 – 1638), πού μόλις είχε φτάσει από την δεύτερη αποστολή του στην Πολωνία, όπου μάταια είχε προσπαθήσει ν’ αναστείλη την πρόοδο του καθολικισμού.
Τα έργα του Μελετίου είναι δογματικά, απολογητικά της ορθοδοξίας, και ιδίως πολεμικά, όπως ήταν φυσικό για την εποχή εκείνη. Κεντρικό σημείο του έργου του αποτελεί η υπεράσπιση των θέσεων της ορθοδοξίας απέναντι των αποφάσεων της Φλωρεντινής συνόδου. Από τα έργα του η «Ορθόδοξος διδασκαλία», είχε, φαίνεται, την μεγαλύτερη απήχηση στον λαό, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε σε απλή γλώσσα. Ενδιαφέρουσες είναι και οι πάμπολλες επιστολές του, εκδεδομένες και ανέκδοτες, πού είναι ανάγκη να συγκροτηθούν σε σώμα και να εκδοθούν, γιατί απευθύνονται όχι μόνο σε επίσημα πρόσωπα, βασιλείς, ανώτερους κληρικούς, λογίους, αλλά και σε κατώτερους κληρικούς και απλούς ανθρώπους του λαού, και περιέχουν πλήθος ειδήσεων χρήσιμων για την γνώση της κοινωνικοπολιτικής, θρησκευτικής και πνευματικής ιστορίας του τόπου.
Πολύ μεγαλύτερη σπουδαιότητα όμως παρουσιάζουν τα κηρύγματά του, οι σωζόμενες ομιλίες με τον τίτλο «Ευαγγελικής διδασκαλίας περίοδος», γιατί άσκησαν μεγάλη επίδραση στον ελληνικό λαό. Το μυστικό της γοητείας του Μελετίου ήταν, κατά τον αυτόπτη μάρτυρα Dousa, ότι «μιλούσε με ευγλωττία και χρησιμοποιούσε διαλεχτές λέξεις, απαλλαγμένες από κάθε τάση για επίδειξη». Ο Πηγάς δηλαδή συνεπαρμένος από την επιθυμία του να πλησιάση τον λαό απομακρύνεται από την συνηθισμένη παλαιότερη παράδοση του κηρύγματος, την επηρεασμένη από την δυτική σχολή, πού πρόσεχε πολύ την τεχνική επεξεργασία του κειμένου, δηλαδή την εσωτερική δομή του λόγου, την καλλιέπεια και το ύφος, και – παραμελώντας τούς καθιερωμένους κανόνες τού είδους αυτού της γραμματείας – αποβλέπει στην πηγαία απόδοση των συναισθημάτων του, στην ζωντανή εξεικόνισή τους με όργανο την δημοτική γλώσσα. Έτσι με τον αυθορμητισμό του ανανεώνει το κήρυγμα, του δίνει μορφή δική του, ελληνική, και ανοίγει να δρόμο πολύ δύσκολο και επικίνδυνο για θεολόγους πού δεν είχαν ούτε την δική του θερμή πίστη ούτε και μην βαθιά φιλολογική και φιλοσοφική του κατάρτιση.
Οι ομιλίες του Πηγά αποτελούν να ζωντανό εθνικοθρησκευτικό κήρυγμα για εγκαρδίωση και ανάνηψη καταδικάζει την πολυτέλεια, την τροφή, την μέθη, πού οδηγούν τούς νέους στο παραστράτημα και στην παραλυσία στιγματίζει τις σωματικές ηδονές και εξαίρει τις πνευματικές, αποδοκιμάζει τις γυναίκες πού τρέχουν στους μάγους, στις γητεύτρες, στις γύφτισσες κ. λ., ή εκείνες πού πιστεύουν σε διάφορες δεισιδαιμονίες, κ. λ. Καταδικάζει τις αδικίες: «Ω άνθρωπε άσπλαχνε…, τι ελπίζεις να πάθης εσύ, οπού αρπάζεις τα αλλότρια, κλέπτεις τα ξένα, ιεροσυλείς τα θεία; Και πάντα διατί; Άλλος διά να μεθύση, άλλος διά να σπαταλήση, άλλος διά να λαμπροφορέση, άλλος διά να κερδίση, λέγει, θρόνους – ξεύρω για τι θρόνους – να δοξασθή και να κλονήται η εκκλησία του θεού, διά να ξοδιάζωνται τα στάμενα εις τούς ασεβείς, εις τούς εχθρούς του Χριστού, να ξεκουμπίση τον αδελφόν, να χαλάση την εκκλησίαν, διά να στήση το θέλημά του». Με αυστηρότητα καυτηριάζει τούς ανάξιους κληρικούς: «Άνθρωπος κράζεται εκείνος του θεού, χριστιανός το όνομα, και τάχα και φορεί και σχήμα, δεν ηξεύρω πώς να τον ειπώ τον ανίερον. Έπειτα τρέχει οπίσω σαρκός τέρας και δεν φοβάται θεόν, μήτε το πυρ εκείνο ενθυμείται και τες φλόγες εκείνες σοδομιτικές, ώ ουρανέ και ήλιε!.. Τις σε αναγκάζει να πωλήσης ή να αγοράσης ανάξιος ιερωσύνην ή αρχιερωσύνην και να θησαυρίσης κόλασιν; Η δεν γνωρίζεις πώς είναι πολλών κολάσεων άξιον το επιχείρημα; . . ». Υπάρχει έπειτα και η στιγμή της κρίσεως: «Πώς να απολογηθούμεν εκεί, όταν έλθη ο κριτής, όταν καθίση το κριτήριον το φοβερόν, όταν τεθώσι θρόνοι, όταν ανοιχθώσι τάφοι, οι βίβλοι των συνειδήσεών μας;»
Δεν ξεχνά την καταγωγή του και είναι περήφανος γι’ αυτήν. Το γένος του εξακολουθεί να είναι το φως του κόσμου: «Εσείς είσθε το γένος εκείνο το περιφρονημένον των Ρωμαίων, το οποίον ποτέ εκυρίευσεν όλην την Οικουμένην με την δύναμιν των αρμάτων. Η πρώτη μοναρχία των Περσών μετετέθη εις Αιγυπτίους, από τούς Αιγυπτίους εις Μακεδόνας, ο ι ο π ο ί ο ι ή σ α ν Έ λ λ η ν ε ς, τ ο γ ν ή σ ι ο ν γ έ ν ο ς σ α ς. Α π ό ε κ ε ί ν ο υ ς δ έ ε ι ς τ ο ύ ς Ρ ω μ α ί ο υ ς, α π ό τ ο ύ ς ο π ο ί ο υ ς ε σ ε ί ς κ α ι κ ρ α τ ά τ ε κ α ι λ έ γ ε σ θ ε.
Εσείς είσθε εκείνοι, των οποίων οι πατέρες εφώτισαν την οικουμένην, την ορθοδοξίαν τής Χριστού πίστεως. Τα λείψανα είστε εσείς της βασιλείας των Ρωμαίων, εσείς τα λείψανα της ορθοδοξίας. Από εσάς όλα τα έθνη, όσα ομολογούσι τον Χριστόν, αναμένουσι να πάρουσι το στερέωμα των δογμάτων τής πίστεως και τούς θεσμούς των εκκλησιαστικών πράξεων, τα ήθη και την πολιτείαν τής θεαρέστου ζωής. Όλος ό κόσμος εις εσάς αναδρανίζει, εσάς ως φως του κόσμου».
Όπως βλέπουμε, ο ιερωμένος αυτός γνωρίζει καλά τις πηγές της πνευματικής και της εθνικής του υπόστασης, την αρχαία Ελλάδα μαζί με την Μακεδονία και το χριστιανικό Βυζάντιο. Κλαίει όμως τώρα για την κατάπτωση του γένους πού έγινε περίπαιγμα των λαών της Δυτικής Ευρώπης και των «απίστων»: «Κλαίω και εγώ την συμφοράν του γένους μας και θέλω την κλαύσει, διά να μη θαρρούσιν οι αιρετικοί και οι ασεβείς, οπού μας περιπαίζουσι και μας ονειδίζουσι ή πώς δεν βλέπομεν την παντερημίαν μας ή πώς την στέργομεν».
Αλλά δεν πρέπει ν’ απελπίζωνται οι Έλληνες, αρκεί να μετανοήσουν για όσα έγιναν. Η μετάνοια είναι η σωτηρία. Ο Πηγάς αντιπαραθέτει την αξία της μετάνοιας προς την απαξία της αμαρτίας: «Η αμαρτία εξορίζει, η μετάνοια προσοικειοί. Η αμαρτία πτωχαίνει, πλουτίζει η μετάνοια. Η αμαρτία σκορπίζει, η μετάνοια περιμαζώνει. Ασχημίζει η αμαρτία, καλλωπίζει . Εκείνη κατασταίνει βοσκούς χοίρους, ετούτη μας κατασταίνει πάλιν υιούς». Ας μην είναι λοιπόν οι Έλληνες απαισιόδοξοι. Μόνο στην μετάνοια και στα καλά έργα βρίσκεται η σωτηρία τους: «. . . ας κλαύσωμεν από το ένα μέρος διά τας αμαρτίας μας, επιστρέφοντες εις μετάνοιαν, και από το άλλο μέρος, μη απελπίζου, μη απελπίζου ο λαός του θεού, το έθνος το άγιον, βλέποντες πώς σε κακουχούσιν και σκληραγωγούσιν οι ασεβείς. Αναθυμήσου, πώς και το σπέρμα του Αβραάμ, το σπέρμα της επαγγελίας, παρέδωκεν ο Θεός ό δίκαιος εις δουλείαν τόσους χρόνους. Έπειτα ο αυτός Θεός έκρινε (καθώς είπα του Αβραάμ) το έθνος εκείνο των ασεβών… Πλην, παρακαλώ, να σπουδάσωμεν ημείς, να προφθάσωμεν με τα καλά έργα τες ασέβειες αυτών, διά να παρακινηθή ογληγορήτερα ο Θεός, διά την εργασίαν των καλών μας έργων, διά την ασέβειαν των εχθρών, να χαλάση και τόσην τυραννίαν και τόσον κακόν, ως επιθυμείτε, και να μας αξιώση των αγαθών εκείνων τής βασιλείας των ουρανών. . . ».
Απέραντη η πίστη του στην ορθοδοξία. Αυτή θα σώση τούς Έλληνες: «Μόνον μ η α μ ε λ ή σ ω μ ε ν, α δ ε λ φ ο ί, τ ο ι ς ί χ ν ε σ ι ν ε π ι β α ί ν ε ι ν των π ρ ο γ ό ν ω ν η μ ώ ν, ε ι δ ό τ ε ς, ό τ ι ο υ π ρ ο σ φ ά τ ο ι ς π ό μ ε θ α δ ό γ μ α σ ι ν, α λ λ’ α ρ χ α ί ο ι ς και π α τ ρ ο π α ρ α δ ό τα ο ι ς, τ ο ν Σ ω τ ή ρ α Χ ρ ι σ τ ό ν έ χ ο υ σ ι ν ο μ ο δ ό τ η ν κ α ι ν ο μ ο θ έ τ η ν, τ ο ύ ς Α π ο σ τ ό λ ο υ ς δ ε κ α ι τ ο ύ ς Α γ ί ο υ ς Π α τ έ ρ α ς ε κ φ ά ν τ ο ρ α ς…». Παρακαλεί τον Χριστό να μην παύση να βασιλεύη και να μην επιτρέψη να βασιλεύη άλλος στην θέση του – φράση πού υπαινίσσεται τον φόβο για την ενδεχόμενη επικράτηση του μουσουλμανισμού.
Ύστερ’ από όσα αναφέραμε παραπάνω, ήταν επόμενο, οι τρεις κορυφαίοι κληρικοί, ο Μελέτιος Πηγάς, ο Γαβριήλ Σεβήρος και ο Μάξιμος Μαργούνιος να θεωρηθούν πρόμαχοι της ορθοδοξίας από τις μάζες των ορθοδόξων και η φήμη τους να σκορπιστή και στις ορθόδοξες χώρες της Βαλκανικής, κυρίως στην Ρουμανία. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ματθαίος Μυρέων συνέθεσε «Ακολουθίαν εις τούς νεοφανείς αστέρας και θεολόγους και διδασκάλους της Εκκλησίας Μελέτιον πατριάρχην Αλεξανδρείας, τον από Κρήτης και Γαβριήλ Φιλαδελφείας, τον από Μονεμβασίας, και Μάξιμον Κυθήρων τον Μαργούνιον, τον και αυτόν από Κρήτης, τούς εν ενί καιρέ επί στηριγμ των της Εκκλησίας δογμάτων και πατρικών παραδόσεων διαλάμψαντας».
γ) Ο Κύριλλος Λούκαρις και οι αγώνες του.
δ) Μητροφάνης Κριτόπουλος
Με το πρόσωπο του Κυρίλλου Λούκαρι συνδέεται, όπως είπαμε, και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος, ο οποίος ύστερ’ από πενταετείς ευδόκιμες σπουδές στην Οξφόρδη είχε αρχίσει – με την εντολή ασφαλώς του Λούκαρι – μιά περιοδεία άλλων πέντε ετών (1623 – 1627) στις σπουδαιότερες χώρες του μεταρρυθμιστικού κινήματος, στην Αγγλία, Γερμανία και Ελβετία, από την οποία αποκόμισε ιδιαίτερο λεύκωμα με ενδιαφέροντα αυτόγραφα των διαπρεπέστερων φίλων του, λογίων της εποχής, την ονομαστή «φιλοθήκη» του. Σκοπός του ήταν να μελετήση από κοντά τις διάφορες προτεσταντικές εκκλησίες, τον αγγλικανισμό, λουθηρανισμό και τον καλβινισμό, να γνωρίση τις θεολογικές σχολές, να συγκεντρώση τα σχετικά με τις απόψεις και τις ιδέες τους βιβλία και να προπαρασκευάση το έδαφος για διαπραγματεύσεις, πού θα είχαν αντικείμενο την προσέγγιση και την ένωση ορθοδόξων και διαμαρτυρομένων. Πραγματικά ό Κριτόπουλος είχε την ευκαιρία να εξετάση επί τόπου την κατάσταση των Εκκλησιών αυτών, να κάνη γνωστό στους εκπροσώπους των το πνευματικό περιεχόμενο και την οργάνωση της ορθόδοξης εκκλησίας, να την υπερασπίση εναντίον των σπερμολογιών των δυτικών, να συζητήση με τούς διαμαρτυρομένους διάφορα θεολογικά θέματα και να δεχθή ή ν’ αποκρούση ορισμένες απόψεις τους.
Οι συμπάθειές του προς τούς «εκλαμπροτάτους και μεγαλοπρεπεστάτους Γερμανούς», τούς «ανέκαθεν» φίλους του ελληνικού γένους και της ορθοδοξίας, και η απόκλισή του προς τις μεταρρυθμιστικές τους ιδέες τον κάνουν να νομίζη ότι οι διαφορές ορθοδόξων και διαμαρτυρομένων είναι λίγες και «ιάσιμοι» και να πιστεύη ότι η ένωσή τους δεν θ’ αργήση να πραγματοποιηθή. Έτσι του «προμηνύει το πνεύμα το άγιον».
Πραγματικά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι οι επαφές και οι συζητήσεις του Κριτοπούλου με διαπρεπείς Γερμανούς θεολόγους τον είχαν πείσει ότι η ένωση είναι δυνατή. Στις συζητήσεις αυτές ο Κριτόπουλος – παρά την σταθερή έμμονή του στα δόγματα της ορθοδοξίας – φαίνεται ότι, επηρεασμένος από το περιβάλλον και κουρασμένος ίσως από την συνεχή προβολή των ιδεών των διαμαρτυρομένων, δείχθηκε διαλλακτικός και υποχωρητικός εμπρός σε μερικές απόψεις τους. Με το πνεύμα αυτό έχει γραφή και η «Ομολογία» του. Χαρακτηριστικό είναι ότι και ο Ελβετός ιερέας Ant. Leger την θεωρεί συγκεχυμένη από τις διάφορες αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και τον ίδιο ακόμη ταλαντευόμενο.
Γενικά όμως μεγάλες υποχωρήσεις δεν έγιναν ούτε από το ένα ούτε και από το άλλο μέρος και έτσι οι συζητήσεις δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα, όπως και οι παλαιότερες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πατριάρχη Ιερεμία Β’ και στους θεολόγους της Βυρτεμβέργης. Εκκρεμείς επίσης έμειναν και οι συζητήσεις του Κριτοπούλου με τούς εκπροσώπους της καλβινικής εκκλησίας, στην Βασιλεία, Βέρνη, Γενεύη και Ζυρίχη.
Όπως άλλοτε ο Θεοδόσιος Ζυγομαλάς, έτσι και ο Μητροφάνης Κριτόπουλος θαυμάζει την ακμή της αρχαίας ελληνικής παιδείας στην Γερμανία και την οικείωση των κατοίκων με το ελληνικό πνεύμα πού τούς φέρνει ως τον ταυτισμό τους με τούς αρχαίους Έλληνες. Ο Κριτόπουλος συγκινείται και ενθουσιάζεται από την άνθηση αυτή των κλασσικών σπουδών στην ξένη χώρα και περιμένει να γίνουν και στην Ελλάδα πολλά, ή μάλλον τα πάντα, από την αναβίωσή τους. Δεν έχει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό είναι απόλυτα αισιόδοξος. Η λατρεία του αυτή για τούς αρχαίους Έλληνες εκφράζεται με έναν ύμνο (οι Έλληνες πρώτοι απ’ όλους πλησίασαν πάρα πολύ την αλήθεια και πρώτοι δέχθηκαν τον ευαγγελικό λόγο, αλλά το άστατο και αβέβαιο της τύχης έφεραν την κατάπτωσή τους) στον πρόλογο της γραμματικής της δημοτικής, της αφιερωμένης στον καθηγητή το Στρασβούργου Bernegger, από την οποία βλέπουμε ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες μιλούσαν, ακριβώς όπως κι’ εμείς.
Αν τώρα ο Κριτόπουλος τούς συμπατριώτες του τούς ονομάζει συνεχώς «ιδιώτας και αγραμμάτους», το κάνει από αγανάκτηση για την κατάντια τους, από πόνο, από πρόθεση να τούς πληγώση, να τούς λυπήση και έτσι να προκαλέση την αντίδρασή τους, την αφύπνισή τους και να τούς αναγκάση ν’ αρχίσουν να διορθώνουν «την παρακεκομμένην και άσημον ταύτην διάλεκτον (δηλαδή την δημοτική) επί το πρεπωδέστερον και γλαφυρώτερον συνελαύνοντας σφας αυτούς επί την πάτριον και έμφυτον ευφράδειαν».
Η αρχαιολατρεία του, όπως βλέπουμε, τον κάνει να βλέπη την γεμάτη από ξένες λέξεις δημοτική της εποχής του σαν ασήμαντη (αντίθετα προς τον Νικ. Σοφιανό (16 αί.), πού δεν την θεωρεί κατώτερη από την αρχαία ελληνική του Πλάτωνος, του Δημοσθένη και του Ξενοφώντος ) και να νομίζη ότι είναι ανάγκη να την διορθώσουμε βαθμιαία με σκοπό να την φέρουμε κοντά προς την αρχαία- σκέψεις πού επρόκειτο να επικρατήσουν κατά τα τέλη του 18 αί. με το κύρος του Κοραή και να οδηγήσουν στην κάθαρση της δημοτικής και στην δημιουργία της καθαρεύουσας.
Αν έφτασε στην κατάσταση αυτή η ελληνική γλώσσα αιτία είναι η σκλαβιά: «Ο δε εποίησαν οι δυσμενείς τούτο έστιν ότι ημάς τής πατρίου φωνής μικρού απεξένωσαν τω τε κωλύειν τα ελληνικά μαθήματα ελληνιστί παραδίδοσθαι και τω τας βίβλους ημών αφανίσαι τε και κατακρύψαι… Αύτη εστίν αιτία τού τούς νυν Έλληνας απολέσαι μεν την πάτριον διάλεκτον, την πασών των επί γης διαλέκτων ωραιοτέραν προς πάσας τε τας ελευθερίους τέχνας και επιστήμας επιτηδειοτέραν, αντί δε αύτης χρήσθαι τη νυν αλλοκότω και ασήμω, ή πολλά μεν οθνεία και βάρβαρα προσίεται λεξείδια, ά δε κατέχει εκ της ελληνικής ούτω κολοβά και διεφθαρμένα προφέρει, ως μηδέ γιγνώσκεσθαι το παράπαν ότι ελληνικά έστι».
ε) Ιωάννης Καρυοφύλλης.
Ανάμεσα στους Έλληνες κληρικούς και λογίους πού καταγγέλλονται για καλβινισμό πρέπει να μνημονευθή και ο Ιωάννης Καρυοφύλλης, πού ακολουθούσε προφανώς τον δάσκαλό του Θεόφ. Κορυδαλλέα. Συγκεκριμένα ο Καρυοφύλλης δεν δέχεται τον λατινικό όρο transubstantio (μετουσίωσις), δηλαδή το μυστήριο του μετασχηματισμού του άρτου και οίνου σε γνήσιο σώμα και αίμα του Χριστού, ζήτημα πού είχε προκαλέσει στην Γαλλία νέες έριδες μεταξύ των καθολικών, προ πάντων του Porte-Royale πού υποστηρίζουν την μετουσίωση, και των προτεσταντών Glaude, Aymon, καθώς και των Αγγλικανών πού την αρνούνται. Τις απόψεις των αρνητών της μ ε τ ο υ σ ι ώ σ ε ω ς υποστηρίζει και ο ιερέας της βρεττανικής πρεσβείας, μεταξύ 1670 – 1677, στην Κωνσταντινούπολη John Covel, ο οποίος είχε γνωρίσει πολλούς εξέχοντες Έλληνες λαϊκούς και κληρικούς, ίσως και τον Ιωάννη Καρυοφύλλη, και είχε ανανεώσει από το 1670 τις προσπάθειες για την προσέγγιση της αγγλικανικής και ορθόδοξης εκκλησίας, όπως άλλωστε πριν από 100 χρόνια είχε μεσολαβήσει ό St. Gerlach για την έναρξη των συζητήσεων των θεολόγων τής Τυβίγγης με τούς κύκλους του οικουμενικού πατριαρχείου.
Ο Καρυοφύλλης, ο οποίος είχε πλουτίσει και εξελιχθή σε σπουδαία προσωπικότητα (είχε καταλάβει το ένα ύστερ’ από το άλλο πολλά αξιώματα και τελευταία του μ ε γ ά λ ο υ λ ο γ ο θ έ τ ο υ), καταδικάζεται στα 1691 ως αιρετικός από σύνοδο πού συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη και κατακρημνίζεται απότομα από την υψηλή του θέση, όταν δημοσιεύη στο Βουκουρέστι ένα μικρό βιβλίο για την Θεία Πρόνοια, πού κρίθηκε επηρεασμένο από τον καλβινισμό. Στην κίνηση αυτή πρωτοστατούν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και ο άλλοτε μαθητής του Καρυοφύλλη Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο εξ απορρήτων, ο οποίος επιδίωκε να του πάρη το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτου. Αυτός μάλιστα, την επαύριο, Κυριακή της Ορθοδοξίας, μολονότι ο δάσκαλός του είχε αποκηρύξει τα γραφόμενά του και είχε υπογράψει μάλιστα τον όρο της συνόδου, τον έδιωξε από την πατριαρχική εκκλησία χτυπώντας τον με τις γροθιές. Και κάποιος, φαίνεται από τούς εκκλησιαζομένους, καταπικραμένος από την κατάπτωση της Εκκλησίας, ονόμασε την ημέρα εκείνη Κυριακή της γ ρ ο ν θ ο δ ο ξ ί α ς. Τρομοκρατημένος ο Καρυοφύλλης κατέφυγε στην Βλαχία, στον ευσεβή και καλοκάγαθο ηγεμόνα της Κωνσταντίνο Basarab, ορθόδοξο, ο οποίος εκτιμώντας την σοφία του δεν τον θεώρησε αιρετικό, αλλά θύμα μηχανορραφιών. Το επεισόδιο Καρυοφύλλη είναι η μόνη ασθενής ηχώ φιλοκαινικών τάσεων στους λόγιους ορθοδόξους ύστερ’ από τον θάνατο του Κυρίλλου Λούκαρι.
Χαρακτηριστικό της ταραχής πού δημιούργησαν στα πνεύματα των ορθοδόξων τα προβλήματα και τα ζητήματα πού έθεσε η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση, του σφοδρού ανταγωνισμού των οπαδών των διαφόρων δογμάτων στην Ανατολή, της σύγχυσης και ρευστότητας των συνειδήσεων πολλών ορθοδόξων είναι η εμφάνιση κατά τον 17 αί. ποικίλων, μικρών ή μεγάλων, ομολογιών πίστεως ορθοδόξων, επηρεασμένων από την απόκλιση των συντακτών τους ή προς τον καθολικισμό ή προς τον προτεσταντισμό. Πίσω από τις γραμμές τους διακρίνει κανείς την ανάγκη των ομολογητών να εδραιώσουν οι ίδιοι πρώτα τις δικές τους πεποιθήσεις πού κλονίζονται με την πνοή των δύο μεγάλων θρησκευτικών ρευμάτων. Οι ομολογίες όμως αυτές αποτελούν την έκφραση προσωπικών γνωμών, εφόσον δεν περιβάλλονται με το κύρος μιας οικουμενικής συνόδου. Είναι ανάγκη να γίνη ειδική μελέτη πού να διερευνήση τις συνθήκες, μέσα από τις οποίες πρόβαλαν οι ομολογίες αυτές.
Η κατάσταση αυτή κατά τα μέσα του 17 αί. ευνοεί την άνοδο ευπροσάρμοστων και καιροσκόπων κληρικών, οι οποίοι βρίσκουν την ευκαιρία να κινηθούν άλλοτε προς την μία κατεύθυνση και άλλοτε προς την άλλη μη λαμβάνοντας υπ’ όψη τους ούτε όσια ούτε και ιερά παρά μόνο τις προσωπικές τους φιλοδοξίες και τα συνυφασμένα με αυτές υλικά συμφέροντα. Από τα πιο γνωστά μάλιστα πρόσωπα, πού μολονότι είχαν προσέλθει στον καθολικισμό παρουσιάζονταν στις ελληνικές χώρες και γενικότερα στην Ανατολή ως ορθόδοξοι, ήταν οι δύο όμοιοι ως προς τις υψηλές πνευματικές τους ικανότητες, αλλά και συγγενείς ως προς τον ελεεινό τους χαρακτήρα λόγιοι, ο μαθητής του ιησουϊτικού σχολείου του Πέραν Κύπριος μοναχός Αθανάσιος ο Ρήτωρ (1571 – 1663), ο λεηλάτης των βιβλιοθηκών των ελληνικών μονών, και ο τρόφιμος επίσης του αντίστοιχου σχολείου της Χίου φιλοχρήματος Παϊσιος Λιγαρίδης (1610 – 1678), ο οποίος κατορθώνει τον Σεπτέμβριο του 1652 να χειροτονηθή μητροπολίτης Γάζης και αργότερα, μεταξύ 1662 – 1678, να παρουσιαστή στην Ρωσία ως σύμβουλος του τσάρου Αλεξίου Μιχαήλοβιτς και υπέρμαχος της ορθοδοξίας, ενώ σύγχρονα διατηρεί την αλληλογραφία του με τούς καθολικούς! Η αναίδεια των δύο αυτών προσώπων έφτασε ως το σημείο να καταγγείλη ο ένας τον άλλον για διπροσωπία.
Ενώ συχνά θαυμάζει κανείς την έξαρση ανθρώπων του λαού ως την αυτοθυσία, όταν έχουν να εκλέξουν ανάμεσα στην εξωμοσία και στην σωτηρία, από το άλλο μέρος θλίβεται παρακολουθώντας την κατάπτωση ορισμένων ηγετών της ορθοδοξίας: πόσο ασταθείς είναι στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, πώς παρασύρονται από την πνοή του μεταρρυθμιστικό ή αντιμεταρρυθμιστικού ανέμου, πόσο οι φιλοδοξίες ν’ ανεβούν ή να παραμείνουν στον πατριαρχικό ή στον μητροπολιτικό θρόνο ή άλλα πιο ταπεινά ακόμη ελατήρια, ν’ αποκτήσουν δηλαδή προσοδοφόρες εκκλησιαστικές επαρχίες ή και χρήματα, τούς κάνουν να προσφεύγουν προς τούς διπλωματικούς αντιπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων με αποτέλεσμα να μπλέκωνται στα δίχτυα αυτών και των εκκλησιών τους.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.