π. Θεόκλητος Διονυσιάτης
ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ
(ΚΟΥΡΑ – ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΣ)
ΔYO είναι κυρίως οι μεγάλες ιεροτελεστίες σ’ ένα κοινόβιο, στις οποίες μπορεί κανείς να δει να εφαρμόζεται απόλυτα το «όλοι για τον ένα»: η κουρά και ο εξοδιαστικός. Με το πρώτο εντάσσεται ο μοναχός στην Αδελφότητα· με το δεύτερο εξάγεται από την επί γης αδελφότητα. Το πρώτο χαρακτηρίζεται ως πνευματική γέννηση· το δεύτερο είναι ο σωματικός θάνατος.
Η ΚΟΥΡΑ
Η ανάδειξη του δοκίμου σε μεγαλόσχημο γίνεται δια της κουράς. Η εμπειρία από την τελετή της κουράς είναι συγκλονιστική, όχι μόνο για τον κειρόμενο, αλλά και για κάθε παριστάμενο.
Την ώρα αυτή, που η αύρα του αγίου Πνεύματος πληρώνει το Ναό και τις καρδιές όλων, είναι αδύνατο να μείνεις ασυγκίνητος.
Η τελετή της κουράς γίνεται πριν ακόμα ψέξει, αμέσως μετά το τέλος του όρθρου. Μέρες κατά τις οποίες πραγματοποιείται η κουρά είναι, κατά κανόνα, τα Σάββατα των σαρακοστών.
Μετά το τέλος της ακολουθίας του όρθρου, οι δύο χοροί αρχίζουν να ψάλλουν τον κανόνα, που προηγείται της κουράς, ενώ ο τυπικάρης (ή ο θυρωρός κατά ένα κανόνα του αγ. Παχωμίου) φέρνει, από το διπλανό παρεκκλήσι στο καθολικό του Ναού το δόκιμο, που σε λίγο θα καρεί σε μεγαλόσχημο.
Να τον περιγράψουμε: φορεί φανέλλα, εσωτερική μακριά περισκελίδα και περιπόδια (κν. τσουράπια), όλα μάλλινα λευκά. Το κεφάλι του είναι ακάλυπτο. Έτσι φέρεται γυμνός μπροστά στο θυσιαστήριο, για να δηλώσει ότι η μοναδική του επιθυμία είναι να φορέσει το Χριστό. Προηγουμένως ο τυπικάρης τον οδηγεί στο μέσο του Ναού, όπου και βάζει μετάνοια στα τέσσερα σημεία του Ναού. Στη συνέχεια τον περιφέρει στις μεγάλες εικόνες των προσκυνηταρίων και του τέμπλου, τις οποίες προσκυνεί και ασπάζεται. Στο τέλος τον παραδίνει στον Ηγούμενο, στον οποίο και βάζει μετάνοια, ασπαζόμενος την χείρα του.
Ο Ηγούμενος, ως ανάδοχός του, του κρατά αναμμένη τη λαμπάδα και τον οδηγεί στην Ωραία Πύλη, όπου θα τελεσθεί το μυστήριο. Τη στιγμή ακριβώς αυτή οι χοροί που τελείωσαν ήδη τον κανόνα και τα αντίφωνα, ψάλλουν σε ήχο α’ το κατανυκτικό τροπάριο «Αγκάλας πατρικάς...».
Στην Ωραία Πύλη τον αναμένει ο «την μοναχικήν επίκλησιν ιερολογών» (κατά τα αεροπαγιτικά συγγράμματα) εφημέριος. Τηρείται μεγάλη σιγή.
Και αρχίζουν ανάμεσα στον εφημέριο και τον κειρόμενο οι παρακάτω ερωταποκρίσεις:
— Τι προσήλθες, αδελφέ προσπίπτων τω αγίω θυσιαστηρίω και τη αγία Συνοδία ταύτη;
— Ποθών τον βίον της ασκήσεως, τίμιε Πάτερ.
— Ποθείς αξιωθήναι του αγγελικού Σχήματος και καταταγήναι εν τω χορώ των μοναζόντων;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
— Όντως καλόν έργον και μακάριον εξελέξω, αλλ’ εάν και τελειώσης· τα γαρ καλά έργα κόπω κτώνται και πόνω κατορθούνται. Εκουσία σου τη γνώμη προσέρχη τω Κυρίω;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
—— Μη εκ τίνος ανάγκης ή βίας;
—- Ουχί, τίμιε Πάτερ.
— Αποτάσση τω κόσμω και τοις εν τω κόσμω, κατά την εντολήν του Κυρίου;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
— Παραμένεις τω Μοναστηρίω και τη ασκήσει, έως εσχάτης σου αναπνοής;
—— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
— Σώζεις μέχρι θανάτου την υπακοήν τω Προεστώτι και πάση τη εν Χριστώ Αδελφότητι;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
—- Υπομένεις πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν του μονήρους βίου, δια την βασιλείαν των ουρανών;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
— Φυλάττεις σεαυτόν εν παρθενία και σωφροσύνη και ευλαβεία;
— Ναι, του Θεού συνεργούντος, τίμιε Πάτερ.
Αναλυόμενοι οι παραπάνω όρκοι μας δίνουν το τρίπτυχο της μοναχικής ζωής: ακτημοσύνη – υπακοή – παρθενία.
Μετά ταύτα αρχίζει η «Κατήχησις» στην οποία περιέχονται αποτυπώσεις της υπερκόσμιας ζωής του Μονάχου. Μετά τις ουσιαστικές συστάσεις: «Βλέπε, τέκνον, οίας συνθήκας δίδως τω δεσπότη Χριστώ…», περνάει η «Κατήχησις» στη μύηση της μοναδικής πολιτείας: «Υφηγούμαι ουν σοι την τελειοτάτην ζωήν, εν η κατά μίμησιν η του Κυρίου πολιτεία διαδείκνυται...».
Θα απαρνηθείς, για να ελευθερωθείς, όχι μόνο τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα, πράγματα και συνήθειες, «αλλ’ έτι και την σεαυτού ψυχήν, κατά την φωνή του Κυρίου…». Γίνε έτοιμος «προς αγώνας πνευματικούς, προς εγκράτειαν σαρκός, προς κάθαρσιν ψυχής…». Ως μοναχός, θα μείνεις νηστικός και διψασμένος, γυμνός και καταφρονεμένος. Ακόμα, θα σε βρίσουν και θα σε χλευάσουν.
Όμως «όταν ταύτα πάντα πάθης, χαίρε...»· για σένα ετοιμάζεται μεγάλη δόξα στους ουρανούς.
Και συνεχίζει η ίδια «Κατήχησις» σε τόνο θριαμβικό: «Ω, της καινής κλήσεως! Ω , της δωρεάς του μυστηρίου! Δεύτερο βάπτισμα λαμβάνεις σήμερον, αδελφέ...», με το οποίο, τονίζει, «και των αμαρτιών σου καθαίρη και Υιός φωτός γίνη». Λοιπόν, «αξίως της κλήσεως περιπάτησαν απαλλάγηθι της των ματαίων προσπάθειας· μίμησον την προς τα κάτω ελχουσάν σε επιθυμίαν· όλον σεαυτού τον πόθον μετάθες προς τα ουράνια».
Γιατί, φιλοσοφεί, δεν είναι μικρό να υποσχεθείς ορκιζόμενος ότι θα τηρήσεις ολ’ αυτά και βαριεστημένος να εγκαταλείψεις τον αγώνα, επιστρέφοντας κατησχυμένος στον «κόσμο» και τα πάθη σου. Ή, ίσως, να μείνεις στη Μονή, ζώντας όμως τη ζωή σου «καταφρονητικώς» (μοναχός στο σχήμα, κοσμικός στο φρόνημα). Μάθε ότι από τώρα σε αναμένουν «μείζονες αγώνες…».
Μη κοσμείσαι με πάθη, που ενεργούμενα, γίνονται αιτία να έρθει η οργή του Θεού, η εγκατάλειψή και στη συνέχεια «ο των ψυχών φθορεύς» διάβολος, αλλά πράττε καλά έργα «τα πρέποντα αγίοις».
Τελειώνοντας την «Κατήχησιν» ο εφημέριος, και πριν αρχίσει να διαβάζει τις τρεις πλούσιες σε περιεχόμενο Ευχές, υποβάλλει την έσχατη ερώτηση στον κειρόμενο, για να πάρει την τελική στερεότυπη καταφατική απάντηση: «Ταύτα πάντα ούτω καθομολογείς επ’ ελπίδι της δυνάμεως του Θεού και εν ταύταις ταις υποσχέσεσι διακαρτερείν συντάσση μέχρι τέλους ζωής, χάριτι Χριστού;»
Στην πρώτη ευχή εύχεται ο ιερεύς να γίνει ο Θεός για τον κειρόμενο «τείχος οχυρόν, πέτρα υπομονής, παρακλήσεως αφορμή, ευτονίας χορηγός, ευψυχίας πορισμός, ανδρείας συναγωνιστής…». Ύστερα απευθύνεται στον κειρόμενο, ερχόμενος: Στην πρόθεση που έχεις για πόθο και θερμή αγάπη υπέρ του Θεού, να σου προστεθεί και η δύναμή Του, ώστε να κατορθώσεις να εκπληρώσεις τις άγιες εντολές Του και είτε μένεις άγρυπνος είτε κοιμάσαι, Αυτός να γλυκαίνει τις ώρες της ζωής σου, ευφραίνοντας την καρδιά σου «τη παρακλήσει του Αγίου Πνεύματος».
Στο τέλος της μικρής αυτής και τόσο περιεκτικής ευχής «σφραγίζει ο ιερεύς την κεφαλήν του κατηχουμένου», όπως σημειώνει το Ευχολόγιο, και αρχίζει να απαγγέλλει τη δεύτερη ευχή, που είναι όλη μια αποστροφή προς την Παναγία Τριάδα: «Ο ων Δέσποτα Παντοκράτορ, ύψιστε βασιλεύ της δόξης… επίβλεψον ιλέω όμματι επί την ταπείνωσιν του δούλου Σου (τούδε)…». Εδώ είναι η στιγμή που ο ανάδοχος δίνει το νέο όνομα, το όνομα το μοναχικό. Συνεχίζει δε να εύχεται εκτενώς ο ιερεύς, στο υπόλοιπο της Ευχής, υπέρ που Μοναχού: «… κατασκεύασαν αυτόν όργανον εναρμόνιον, ψαλτήριον τερπνόν του Αγίου Πνεύματος».
Και ενώ η κουρά βρίσκεται στο απόκρυφο της ιερότητας διαβάζεται η τρίτη Ευχή – αποστροφή προς τον άναρχο Πατέρα. Στο τέλος της ευχής απευθύνεται ο ιερεύς προς τον πάσχοντα τα θεία και συγκλονισμένο από την ιερότητα της τελετουργίας Μοναχό με τα λόγια «Ιδού ο Χριστός αοράτως ενταύθα πάρεστι. Βλέπε ότι ουδείς σε αναγκάζει ελθείν επί τούτο το Σχήμα. Βλέπε, ότι συ εκ προθέσεως θέλεις τον αρραβώνα του μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος».
Και έρχεται η σειρά της τελετής της κουράς, κατά την οποία προτείνει ο ιερεύς προς τον Μοναχό το ιερό Ευαγγέλιο, όπου επάνω βρίσκεται και το ψαλίδι. Το ψαλίδι θα περάσει τρεις φορές από τα χέρια του Μοναχού στα χέρια του αναδόχου κι από κει στα χέρια του ιερέως. Η μεγαλειώδης αργοπορία της συμβολικής αυτής πράξεως έχει σκοπό να τονίσει την ελεύθερη κλήση του Μονάχου και να ελέγξει, όσο τούτο είναι δυνατό, τη σταθερότητα των αισθημάτων του απέναντι στο μοναχικό Σχήμα.
Παίρνοντας για τρίτη φορά το ψαλίδι ο ιερέας κείρει το Μοναχό σταυροειδώς, κόβοντας συμβολικά μερικές τρίχες στα τέσσερα σημεία της κεφαλής του.
Την πανευφρόσυνη αυτή στιγμή, που οι χοροί ψάλλουν υπέρ του νεόκουρου το «Κύριε ελέησον», οι εκκλησιαστικοί αναλαμβάνουν να τον ντύσουν με μοναχικά ενδύματα (όλα καινούργια κατατεθειμένα από την προηγούμενη στο χωνευτήρι του Ιερού). Τα ενδύματα αυτά είναι: χιτών – σανδάλια – σχήμα – ζώνη – ράσον – μανδύας – σκούφος – κουκούλιον.
Διαβάζονται δύο ακόμα ευχές και ο νεόκουρος «ο τω ιερεί παρεστώς ιερολογούντι την επ’ αυτώ μυστικήν επίκλησιν» (κατά τα αρεοπαγιτικά), ακούει στη συνέχεια τα «ειρηνικά» καθώς και τα Ιερά αναγνώσματα: Αποστολικό (Εφεσ. στ’ 10-17) και Ευαγγελικό (Ματθ. ι’ 37 – ΙΑ’ α), που αναφέρονται σ’ αυτόν και την μεγάλη κλήση του.
Το μυστήριο φτάνει στο τέλος του και ο ανάδοχος δίνει στον νέο αδελφό το «κηρίον», τον «σταυρόν», το «κομβοσχοίνιον», λέγοντας και τα αρμόδια ευαγγελικά λόγια. Η τελετή κατακλείεται με το ιδιόμελο του α’ ήχου: «Επιγνώμεν, αδελφοί, του μυστηρίου την δύναμιν…» ενώ ο νεόκουρος δέχεται τους ασπασμούς και τις ευχές των μελών της Αδελφότητος, στην οποία έχει ενταχθεί.
—- «Πως εκλήθης, αδελφέ;»
— «Δείνα»
— «Να ζήσης, να ευαρεστήσης Θεώ και ανθρώποις».
Στη συνεχεία γίνεται η θεία Λειτουργία και ο εξαγνισμένος νεόκουρος κρατώντας την αναμμένη λαμπάδα, το σταυρό και το κομβοσχοίνι, τιμώμενος απ’ όλη την αδελφότητα, καλείται να μεταλάβει πρώτος, όπως γράφει αρχαίο λόγιο: «Πρώτος ήξει επί την μετάληψιν της θεαρχικής κοινωνίας».
Αυτή είναι η τελετή της κουράς, μια τελετή φορτισμένη με όλη την ιερότητα του θείου μυστηρίου και που, με τη μοναδικότητα που έχει, γίνεται η απαρχή νέας ζωής: της μοναχικής.
ΕΞΟΔΙΑΣΤΙΚΟΣ
ΠΕΡΙΓΡΑΨΑΜΕ τη τελετή που αφορά στη πνευματική γέννηση του Μοναχού τώρα θα μιλήσουμε για τον σωματικό θάνατό του. Μόλις διαπιστωθεί η Κοίμησις τον αδελφού, ο νοσοκόμος (ή άλλος ταγμένος γι’ αυτό το έργο μοναχός), με τη βοήθεια και άλλων αδελφών, αναλαμβάνουν να ευπρεπίσουν τη σωρό, ντύνοντας τον απελθόντα με ρούχα καθαρά και πλένοντας το τίμιο πρόσωπό του.
Ακόμα του φορούν τα σανδάλια, το ζωστικό, τα σχήματα, τον σκούφο, το κουκούλι του. Στη συνέχεια τον τυλίγουν στο ράσο του, το οποίο έχουν προηγουμένως διαπλατύνει. Το ράσο του γίνεται το σάβανό του κι επάνω σ’ αυτό κοσμούν τρεις σταυρούς με άσπρη κλωστή: στο μέτωπο, το στήθος, τα γόνατα. Τώρα είναι έτοιμος για τη μεταφορά του στο νάρθηκα του καθολικού (ή του κυριακού).
Η κοίμηση γίνεται αμέσως γνωστή σ’ όλη τη Μονή και στη συνέχεια σ’ όλο τον αγιορειτικό κόσμο. Έτσι ο καθένας που πληροφορείται για την κοίμηση του αδελφού, κάνει το σταυρό τον λέγοντας και μια ευχή: «Ο Θεός να τον αναπαύσει», «Θεός σχωρέσ’ τον» κ.τ.τ. Ο αγαπητός αδελφός θα μείνει στο νάρθηκα όλη νύχτα.
Προς το μέρος της κεφαλής του τοποθετούν μανουάλι με λαμπάδα αναμμένη και θυμιατό με θυμίαμα. Όλοι οι πατέρες της Μονής, με πρώτο τον ηγούμενο, θα περάσουν από τη σωρό και θα διαβάσουν υπό το φως της αναμμένης λαμπάδας από ένα κάθισμα ο καθένας. Πριν όμως και μετά απ’ αυτό θα βάλουν μετάνοια και θα ασπαστούν την εικόνα, που έχει τεθεί στο στήθος του μακαρίτου, και στη συνέχεια το μέτωπό του. Ο Ιερέας επί πλέον θα θυμιάσει.
Η Ακολουθία του εξοδιαστικού γίνεται αμέσως μετά τη λειτουργία, το πρωί ή μετά τον Εσπερινό, το απόγευμα. Συγκεντρώνεται όλη η αδελφότητα. Τότε η σωρός μεταφέρεται από το νάρθηκα στη λιτή (ή στο καθολικό εάν πρόκειται περί Ιερέως) κι ο Εφημέριος «βαλών επιτραχήλιον και θυμίαμα επί τον θυμιατόν, ευλογεί συνήθως» (Μ. Ευχολόγιον), ενώ ο εκκλησιαστικός διανέμει λαμπάδες σε όλους τους παρισταμένους.
Η Ακολουθία είναι, στ’ αλήθεια, στο ξετύλιγμά της μια αποκάλυψη. Ποιητές με μεγάλη ευαισθησία, τρόφιμοι των μοναστηρίων κι αυτοί, είναι οι συνθέτες της. Τα τροπάρια δεν μιλούν μόνο για τη ματαιότητα του βίου (πράγμα που μπορεί κανείς να τα διδαχτεί και από τη σωρό που κείται στο μέσον της λιτής ), αλλ’ υμνούν και τη νίκη της Ζωής, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επί του θανάτου και της φθοράς.
Προς το τέλος της Ακολουθίας, τη στιγμή που αρχίζουν να ψάλλονται τα προσόμοιο με πρώτο το: «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν, δώμεν αδελφοί, τω θανόντι...», προσέρχονται, οι αδελφοί και ασπάζονται τον κεκοιμημένο. «Πάντα τα του σώματος νυνί όργανα, αργά θεωρούνται· τα προ μικρού κινητά πάντα ανενέργητα, νεκρά αναίσθητα. Οφθαλμοί γαρ κατέδυσαν πόδες, χείρες ησυχάζουσι και ακοή συν αυτοίς, γλώσσα τη σιγή συνεκλείσθη· τάφω παραδίδονται· όντως ματαιότης πάντα τα ανθρώπινα». Στη συνέχεια γίνεται η απόλυση της ακολουθίας, για ν’ αρχίσει υπό τις πένθιμες κρούσεις της καμπάνας η εκφορά της σωρού.
Προηγούνται τα εισοδικά και οι Ιερείς· έπεται η σωρός και ακολουθούν, με αναμμένες τις λαμπάδες τους, οι λοιποί πατέρες. Κατά την πορεία προς το κοιμητήριο ψάλλονται τροπάρια και γίνονται δεήσεις. «Φθάσαντες δε εις τον τάφον, αποτίθεται μεν το λείψανον εν τω μνήματι ο δε Ιερεύς χουν λαβών μετά του πτύου, επιρρίπτει τω λειψάνω σταυροειδώς» (Ευχολόγιο), και στη συνέχεια αδειάζει επάνω του το περιεχόμενο μιας κανδήλας, τη στιγμή που ψάλλεται το τροπάριο: «Γη χανούσα υπόδεξαι τον από σού πλασθέντα…».
Με συνηγμένη την αδελφότητα γύρω από τον νεοσκαμμένο τάφο, θα γίνει το πρώτο κομβοσχοίνι από τον τυπικάρη. Κάθε αδελφός θα κάνει κομβοσχοίνι για 40 ημέρες υπέρ του θανόντος, κατά την, ως εκπροσώπου του κεκοιμημένου, παράκληση του ποιητή: «Πνευματικοί μου αδελφοί και συνασκηταί, μη μου επιλάθεσθε, όταν προσευχήσθε προς Κύριον αλλ’ ορώντες μου τον τάφον, μέμνησθέ μου της αγάπης και ικετεύσατε Χριστόν, ίνα κατατάξη το πνεύμα μου μετά των Δικαίων». Οι αιτήσεις και δεήσεις υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του θα συνεχίζονται «επί εν έτος παρρησία εν τω Κυριακώ Ναώ, εν δε τω κοιμητήριω μέχρι της ανακομιδής αυτού, ήτοι επί τριετίαν» (Εσωτερικοί κανονισμοί).
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί ως αξιοθαύμαστο προνόμιο των Αθωιτών μοναχών, είναι ότι, το σώμα του αποιχομένου μένει, μέχρι την ταφή του, μαλακό και ευλύγιστο, αντίθετα με τα σώματα όλων των νεκρών, χωρίς εξαίρεση, που μένουν σκληρά και αλύγιστα.
Η όλη ακολουθία διαρκεί πάνω από δύο ώρες.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΘΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ»
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΣΣΟΜΕΝΟΝ ΥΠΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ .
Διανέμεται ως ευλογία υπό της Ι. Κοινότητας του Αγίου Όρους
Υπεύθυνος: Μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, Καρυαί – Αγ. Όρος
ΤΕΥΧΗ 65-66 – ΙΟΥΝΙΟΣ/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1979
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ