Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (+)
ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ:
Η ΛΥΡΑ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Τον 5° μ.Χ. αιώνα υπήρχε στην Κωνσταντινούπολι ένας ναός αφιερωμένος στην Παναγία που (ονομαζόταν «εν τοις Κύρου». Κάποιος ευλαβής Χριστιανός, ονόματι Κύρος, ήταν εκείνος που οικοδόμησε τον ναό και έτσι πήρε και το όνομά του. Στον τόπο που χτίσθηκε αυτή η εκκλησία είχαν συμβή κάποια θαυμαστά πράγματα, σχετιζόμενα με μία εικόνα της Παναγίας. Αυτή η εικόνα είχε μεγάλη θαυματουργική δύναμι. Αμέτρητα ήταν τα θαύματά της. «Ετέλει μυρία θαυμάσια».
Για κάποιο χρόνο παρέστη ανάγκη να κρυφτή κάπου η εικόνα. Ένας ευλαβής Χριστιανός σκέφθηκε να την κρύψη σ’ ένα κυπαρίσσι. Αφού έμεινε κρυμμένη εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, κατόπιν εδήλωσε την παρουσία της. Αυτό έγινε με υπερφυσικό τρόπο. Δηλαδή έβλεπαν οι Χριστιανοί να εμφανίζεται στο κυπαρίσσι μία θαυμαστή λάμψις. «Πάλαι μεν εκρύβη (η εικών) υπό ευλαβούς τίνος εις την εκεί ευρισκομένην κυπάρισσον, ύστερον δε εφανερώθη, λαμπάδος εν τη κυπαρίσσω φαινομένης». Αυτά τα αναφέρει ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος, ένας εξαιρετικός εκκλησιαστικός ιστορικός του 13ου-14ου αι. Όχι μόνο ιστορικός, αλλά και υμνογράφος και αγιολόγος και λειτουργιολόγος και καταπληκτικός συγγραφεύς. Στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι. ήταν η μορφή που δέσποζε στην Κωνσταντινούπολι για την εν γένει πνευματική της λάμψι και δραστηριότητα. Ανάμεσα στην πολυειδή και ογκώδη συγγραφική του εργασία συγκαταλέγεται και το έργον, «Περί Ρωμανού του Μελωδού και της ποιήσεως αυτού».
Λοιπόν, η φωτεινή λάμψις που εκπεμπόταν από το κυπαρίσσι γνωστοποίησε την ύπαρξι της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας. Το κυπαρίσσι θεωρήθηκε ιερό δένδρο. Κι εκεί δεν άργησε να ανεγερθή ναός προς τιμήν της Παναγίας. Και επειδή ο κτήτωρ ωνομαζόταν Κύρος, η εκκλησία πήρε το όνομα «Ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Κύρου». Πολλοί Χριστιανοί που βρίσκονταν σε δυσκολίες και σε ανάγκες κατέφευγαν στην εν λόγω εκκλησία κι εναπέθεταν τα προβλήματά τους στην Παναγία. Μπροστά στην θαυματουργό εικόνα της γίνονταν οι πιο θερμές προσευχές και χύνονταν καυτά δάκρυα αλλά αναπέμπονταν και μεγάλες ευχαριστίες μετά την εκπλήρωσι των αιτημάτων.
Εκεί τελικά δημιουργήθηκε σπουδαίο μοναστικό κέντρο, η Ιερά Μονή της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Πολλές ψυχές που διψούσαν να αφιερωθούν στον Θεό και στην προσευχή έρχονταν να εγκαταβιώσουν σ’ αυτό το μοναστήρι, που καρδιά του ήταν η θαυματουργός εικών της Παναγίας. Στα τέλη του 5ου αι. ή στις αρχές του 6ου ήρθε να εγκαταβιώση εκεί ένας ευλαβής διάκονος ονόματι Ρωμανός.
Καταγόταν από την Έμεσα της Συρίας. Μία υποσημείωσις του Μεγάλου Συναξαριστή δηλώνει τα ακόλουθα: «Η Έμεσα ήτο πόλις περίφημος της αρχαίας Κοίλης Συρίας επί του ποταμού Ορόντου, του σημερινού Ναρ ελ Ασί. Σήμερον ανήκει εις το κράτος της Συρίας και ονομάζεται Χομς». Στην πόλι της Βηρυτού, στον ναό της Αναστάσεως, χειροτονήθηκε διάκονος. Στην ίδια πόλι έκανε και τις σπουδές του. Από την Βηρυτό έρχεται στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό συνέβη όταν στον αυτοκρατορικό θρόνο ήταν ανεβασμένος ο Αναστάσιος ο Α’ (491-518 μ.Χ.), ο οποίος μπορεί κατά τα αλλά να ήταν καλός, αλλά δυστυχώς έκλινε προς τον Μονοφυσιτισμό.
Επί Αναστασίου του Α’ λοιπόν, ο διάκονος Ρωμανός βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη στο μοναστήρι της Παναγίας της «εν τοις Κύρου». Συχνά ελάμβανε μέρος και στις ολονύκτιες αγρυπνίες που ετελούντο στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Τα πολυάριθμα θαύματα της Παναγίας της εν τοις Κύρου, των οποίων άμεσα ή έμμεσα ήταν μάρτυς, τον συγκλόνισαν.
Έβλεπε Χριστιανούς να πέφτουν με πίστι μπροστά στην αγία εικόνα ζητώντας την βοήθειά της, και η θεομητορική απάντησις ερχόταν σύντομα. Τα αιτήματα των πιστών εύρισκαν την εκπλήρωσί τους. Οι καημοί τους, οι επιθυμίες τους επραγματοποιούντο.
Είχε και ο διάκονος Ρωμανός ένα μεγάλο πόθο. ήθελε να γράφη και να μελοποιή θεϊκά τραγούδια. Είχε καημό να συνθέτη ύμνους προς δόξαν του Θεού και των αγίων. Ζήλευε τον αρχαίο προφήτη και βασιλέα Δαβίδ που συνέθεσε τους απαράμιλλους ψαλμούς. Ο Ρωμανός δεν επιθυμούσε ούτε καλά φαγητά ούτε ωραία ενδύματα ούτε αλλά πράγματα που επιζητούν οι κοσμικοί και υλόφρονες. Η μεγάλη του επιθυμία αφορούσε την εξύμνησι του Θεού.
Σκέφθηκε: «Εδώ στο μοναστήρι μας η Παναγία, μέσω της θαυματουργού εικόνας της, εκπληρώνει τόσα και τόσα αιτήματα των Χριστιανών. Δεν την παρακαλώ κι εγώ να μου κάνη μία χάρι; Τόσο την αγαπώ, τόσο την ευλαβούμαι. Στο μοναστήρι της, στον ναό της υπηρετώ. Ας της ζητήσω κι εγώ κάτι».
Έτσι ξεκίνησε το θέμα. Ο διάκονος Ρωμανός άρχισε να ζητή από την Θεοτόκο το χάρισμα της υμνωδίας και κάτι του έλεγε μέσα του ότι εκείνη δεν θα του χαλάση το χατήρι. Μόνο που η Παναγία περίμενε μία σημαδιακή, μία επίσημη ημέρα να του προσφέρη το ιερό δώρο.
Δια του Χριστού και της Εκκλησίας ο χρόνος αγιάζεται. Έτσι έχουμε κάποιες άγιες ημέρες που ονομάζονται Κυριακές, εορτές αγίων, Δεσποτικές εορτές. Για θυμηθήτε λίγο και την Κ. Διαθήκη. Τα φοβερά αλλά και παραδεισένια δράματα της Αποκαλύψεως τι ημέρα τα αντίκρυσε ο υιός του Ζεβεδαίου; Κυριακή. «Εγενόμην εν τη νήσω τη καλουμένη Πάτμω δια τον λόγον του Θεού και δια την μαρτυρίαν Ιησού Χριστού. Εγενόμην εν πνεύματι εν τη Κυριακή ημέρα, και ήκουσα φωνήν οπίσω μου μεγάλην ως σάλπιγγος κλπ.». (Αποκ. α’ 9-10). Κυριακή, ημέρα του Κυρίου, αξιώθηκε να δη ο άγιος ’Ιωάννης τις μεγάλες οπτασίες. Και ο θεόφρων Ρωμανός, μετά από 400 τόσα χρόνια, σε ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο έλαβε το ιερό χάρισμα. σε Δεσποτική εορτή, στην μητρόπολι των εορτών, δηλαδή τα Χριστούγεννα.
Η Παναγία του έδωσε το χάρισμα κατά την ιερά νύκτα των Χριστουγέννων, μέσα στον ναό της, κατά την Ακολουθία του Όρθρου. Τέτοια χρονική στιγμή πραγματοποιήθηκε το θαυμαστό γεγονός.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θαύμα που έγινε στον διάκονο Ρωμανό, θα χρειασθή να κάνουμε μία αναδρομή σε παλαιές εποχές και να παρατηρήσουμε κάποια παρεμφερή γεγονότα. Λοιπόν ταξειδεύουμε νοερώς προς τα πίσω και φθάνουμε στον 6° π.Χ. αιώνα. Κοντά στην Βαβυλώνα, δίπλα στον Χοβάρ (ή Χεβάρ) παραπόταμο του Ευφράτη. Εκεί κάποιος εξόριστος Ιουδαίος, ο Ιεζεκιήλ, εκλήθη από τον Θεό στο προφητικό έργο. Ήταν Ιούλιος του 593 π.Χ. και ο Ιεζεκιήλ ήταν τριάντα ετών.
Μεταξύ των άλλων θαυμάσιων που είδε και άκουσε ο άνθρωπος του Θεού συγκαταλέγεται και το εξής: Ο Θεός του έδωσε να φάη «κεφαλίδα βιβλίου», δηλ. τόμο βιβλίου. Τότε τα βιβλία ήταν ειλητάρια, τυλιγάδια, τυλίγονταν και ξετυλίγονταν. «Είδα ένα χέρι απλωμένο προς το μέρος μου που κρατούσε βιβλίο. Το ξετύλιξε μπροστά μου… Και μου είπε. «Άνθρωπε, φάγε αυτό το βιβλίο και έπειτα πήγαινε να κηρύξης στους Ισραηλίτες». Και μου άνοιξε το στόμα για να φάω το βιβλίο και είπε. «Άνθρωπε το στόμα σου θα φάη και τα σωθικά σου θα γεμίσουν από αυτό το βιβλίο που δίνω». Καί το έφαγα και έγινε στο στόμα μου σαν ολόγλυκο μέλι» (Ιεζεκιήλ α’ 9-10 και β’ 1-3).
Εκείνα που θα εκήρυττε ο Προφήτης προς τον λαό, έπρεπε να του τα βάλη ο Θεός μέσα του, να χωνευθούν καλά και στην συνέχεια να εξέλθουν από το στόμα του.
Μόλις ο Προφήτης έφαγε το βιβλίο, το στόμα του γέμισε γλυκύτητα. «Και έφαγον αυτήν (την κεφαλίδα του βιβλίου), και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον». Ο Θεός και η χάρις του και τα λόγια του είναι σαν το μέλι. Τα ρήματα του Κυρίου είναι γεμάτα γλυκύτητα. Γι’ αυτό και ο 18ος ψαλμός — ένας ψαλμός που μου αρέσει υπερβολικά — σημειώνει, «γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον». Τα λόγια του Κυρίου είναι πιο γλυκά από το μέλι και την κηρήθρα.
Το βίωμα του προφήτου Ιεζεκιήλ αποτελεί ένα υπερφυές γεγονός, ένα θαυμάσιο του Θεού.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και στον διάκονο Ρωμανό εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων.
Καθώς προχωρούσε η Ακολουθία του Όρθρου, και βρισκόταν στην μέση, ενώ ο Ρωμανός ήταν δίπλα στον άμβωνα, τον κατέλαβε ένας μικρός ύπνος. Αυτός ήταν ο ωραιότερος ύπνος της ζωής του, γιατί αξιώθηκε να αντικρύση την μητέρα του Κυρίου, την βασίλισσα των ουρανών, την προστάτιδά του. Και μόνο που είδε την Θεοτόκο, αρκούσε να νοιώθη πανευτυχής. Αλλά η Θεοτόκος του εμφανίσθηκε για να του κάνη το μεγάλο δώρο, αυτό για το οποίο τόσον καιρό με πάθος την παρακαλούσε, το χάρισμα της υμνωδίας και μελοποιίας. Το έλαβε αυτό, κατά την φράσι του Συναξαριού, «επιφανείσης αυτώ της Υπεραγίας Θεοτόκου κατ’ όναρ, και τόμον χάρτου επιδοούσης και κελευσάσης αυτό καταφαγείν. Έδοξεν ουν ανοίξαι το στόμα και καταπιείν τον χάρτην».
Δηλαδή η Παναγία του έδωσε ένα ειλητάριο — και σ’ αυτά τα χρόνια τα βιβλία είχαν την μορφή ρολού, τυλίγονταν και ξετυλίγονταν — και τον προσέταξε να το φάη. Κι εκείνος άνοιξε το στόμα του και κατέφαγε το βιβλίο. Πάραυτα έλαβε το χάρισμα να συνθέτη ύμνους, κείμενο και μουσική. Μάλιστα η πρώτη εκδήλωσις του χαρίσματος υπήρξε αμεσώτατη. Και είχε χρώμα Χριστουγεννιάτικο.
Και υμνούσε με τα πιο θεσπέσια λόγια και την πιο ωραία μουσική το μέγα μυστήριον της γεννήσεως του Υπερουσίου Θεού εκ της Παρθένου.
Μόλις συνήλθε από τον ιερό ύπνο, σπρωγμένος από θεϊκή ενέργεια ανεβαίνει στον άμβωνα — τότε οι άμβωνες βρίσκονταν στη μέση του ναού — και θεοπνεύστως και θεοκινήτως ανοίγει το στόμα του και βγάζει από μέσα του το υπέροχο και ασύγκριτο υμνολόγημα:
Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω Απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι
δι’ ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός.
Αναφέρεται σε βίους ωρισμένων οσίων ότι με την μεσολάβησι της Παναγίας έλαβαν το χάρισμα της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, Δηλαδή ο εσωτερικός ενδιάθετος λόγος να επικαλείται συνεχώς τον Χριστό — «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» — συνεχώς, ημέρα και νύκτα, και κατά την διάρκεια του ύπνου. Αυτό βέβαια γίνεται όχι με φυσική δύναμι αλλά με την υπερφυσική χάρι του Αγίου Πνεύματος. Όποιος δεν δοκίμασε παρόμοιο βίωμα, δεν μπορεί να καταλάβη περί τίνος πρόκειται.
Δια της Θεοτόκου ο Χριστός διανέμει χαρίσματα. Χαρίσματα και χάρες. Το πρώτο θαύμα που έκανε ο Κύριος στην δημόσια δράσι του ήταν η μεταβολή του νερού σε ωραιότατο κρασί. Αυτό σκόρπισε χαρά και ευφροσύνη σε όσους βρίσκονταν στον γάμο εκείνο της Κανά. Αυτό το θαυμάσιο έγινε με την μεσολάβησι της Μητέρας του, διότι ο Κύριος δεν είχε πρόθεσι να αρχίση εκείνη την ώρα την θαυματουργική του δράσι.
Έτσι και στην ζωή του οσίου Ρωμανού η μεγάλη χαρά και το μεγάλο χάρισμα του δόθηκαν μέσω της Θεοτόκου.
Ας προσπαθήσουμε με την φαντασία μας να παρακολουθήσουμε αυτό το θαυμαστό που συνέβη στον άγιο Ρωμανό. Βλέπει στον ύπνο του την Θεοτόκο, βλέπει στο χέρι της ένα ειλητάριο, ένα μικρό βιβλίο. Εκείνη του το προσφέρει και του λέει να το φάη. Εκείνος το τρώγει. Καθώς το έτρωγε, μόλις το έφαγε, συνέβη μέσα του ένα θαύμα, ένα θαυμάσιο του Θεού. Εμείς δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τι αισθάνθηκε, τι έζησε εκείνη την ώρα ο διάκονος. Μόνο κάποιος που έζησε ανάλογο γεγονός, που είχε παρόμοια εμπειρία μπορεί να νοιώση το πράγμα.
Για τέτοιες εμπειρίες ταιριάζει ο λόγος του Αποστόλου στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή: «Επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (β’ 9). Δηλαδή ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβη αυτές τις καταστάσεις. Ποτέ από ανθρώπινο νου δεν πέρασαν ιδέες για τέτοια παραδεισένια μεγαλεία. Αυτά είναι ασύλληπτα από την ανθρώπινη διάνοια. Αδιανόητα και ανεπινόητα.
Το τι δοκίμασε ο ιερός Ρωμανός εκείνες τις θείες στιγμές μόνο ο ίδιος ξέρει. Ωστόσο και οι Χριστιανοί γεύθηκαν κάτι απ’ αυτό. Όταν ανέβηκε στον άμβωνα του ναού και έψαλλε τον υπέροχο ύμνο, «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…», κατάλαβαν ότι ο ψυχικός κόσμος του Ρωμανού διέφερε από προηγουμένως. Τώρα πια μέσα του σκήνωσε η χάρις του Αγίου Πνεύματος που είχε κατοικήσει και στον όγδοο γυιό του Ιεσσαί, τον Δαβίδ. Τώρα πια δεν ήταν Ρωμανός, αλλά Ρωμανός ο μελωδός.
Γράφει κάπου ο διαπρεπής καθηγητής Νικόλαος Τωμαδάκης: «Ρωμανός ο μελωδός. Ο μέγιστος των ποιητών της χριστιανικής Ελλάδος και του χριστιανισμού εν γένει, ισοστάσιος προς τον προφητάνακτα Δαβίδ, αποκληθείς δε και Πίνδαρος της εκκλησιαστικής ποιήσεως».
Σύμφωνα με την σκέψι του αποστόλου Παύλου η Π. Διαθήκη έχει την σκιά και η χριστιανική Εκκλησία έχει το σώμα που ρίχνει την σκιά (πρβλ. Κολοσ. β’ 16).
Έχουμε λοιπόν αντιστοιχίες. Στον Μωυσή αντιστοιχεί ο Χριστός, στο μάννα αντιστοιχεί η Θεία Ευχαριστία, στον προφήτη Ηλία ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, στον Δαβίδ και στους άλλους υμνωδούς της Π. Διαθήκης αντιστοιχούν ο όσιος Ρωμανός και οι άλλοι μελωδοί της χριστιανικής Εκκλησίας.
Ένα μεγαλυνάριο του οσίου Ρωμανού λέει: «Χαίροις Εκκλησίας η αηδών, και θείων μυστηρίων ο υμνητής, χαίροις η κιννύρα, η μελωδός κιθάρα, ω Ρωμανέ θεόφρον, γλώσσα ισάγγελος».
Η χάρις του Αγίου Πνεύματος άρχισε να δρα μέσα του, να του δίνη ωραίες ποιητικές εμπνεύσεις, διαλεγμένες λέξεις και φράσεις, σχήματα λόγου όμοια με εκλεκτά κοσμήματα, περιεχόμενο λόγου γεμάτο από όμορφες και Ορθόδοξες θεολογικές έννοιες και συγχρόνως μουσικά μοτίβα ταιριαστά στον εκκλησιαστικό χώρο, γλυκύτατα και μελωδικότατα. Πολύ πετυχημένα σημειώνεται σ’ ένα τροπάριο του Εσπερινού της 1ης Οκτωβρίου: «Ο μουσουργέτης, η λύρα του θείου Πνεύματος, η αηδών, ο τέττιξ, ο των θείων ασμάτων, αυλός της Εκκλησίας», παρατιθέμενος «μελωδικάς ευωχίας»… Δηλαδή, ο άγιος Ρωμανός είναι μουσικός, είναι θεϊκή λύρα, είναι αηδόνι, είναι τζιτζίκι, είναι φλογέρα που παίζει θεϊκά τραγούδια και σκορπίζει μελωδικές χάρες και ευωχίες.
Τα ποιήματα του Ρωμανού ονομάζονται ύμνοι ή κοντάκια. Κατά κυριολεξίαν ονομάζονται ύμνοι. Εδώ λέγοντας «ύμνον» εννοούμε ένα υμνογραφικό είδος που το σώμα του αποτελείται από το κοντάκιον (ή προοίμιον ή κουκούλιον) και από τους «οίκους» και που καταλήγει στο εφύμνιον, δηλαδή τον τελευταίο «οίκο». Όλο αυτό το υμνογραφικό σώμα συνδέεται μεταξύ του με την ακροστοιχίδα (ή ακροστοιχίδα μπορεί να είναι και η αλφάβητος, όπως στον Ακάθιστο Ύμνο: Άγγελος πρωτοστάτης… Βλέπουσα η άγια… Γνώσιν άγνωστον γνώναι…). Επίσης συνδέεται μεταξύ του και με το λεγόμενον «ανακλώμενον», που είναι η ίδια κατάληξις και στο προοίμιο και στους «οίκους». Λ.χ. ένας ύμνος προς τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο έχει ως ανακλώμενον την κατάληξι, «ως τα θεία σαφών». Το προοίμιο και οι «οίκοι» καταλήγουν στην φράσι, «ως τα θεία σαφών». Αν οι οίκοι είναι είκοσι, τόσες φορές θα ακουσθή αυτή η φράσις· και μία στο προοίμιο, είκοσι μία φορές.
Ενώ κατά κυριολεξίαν κοντάκιον ονομάζεται το προοίμιο, το πρώτο κομμάτι του ύμνου, επεκράτησε να ονομάζεται όλος ο ύμνος κοντάκιον. Έτσι διαβάζομε στο Μηναίο του Οκτωβρίου, «Τη αυτή ημέρα, (Δηλαδή τη πρώτη Οκτωβρίου), μνήμη του οσίου πατρός ημών Ρωμανού, του ποιητού των κοντακίων».
Μαζί με το κείμενο ο Ρωμανός συνέθετε και την μουσική. Σε περίπτωσι που χρησιμοποιούσε μουσική που είχε βάλει σε κάποιο προηγούμενο ύμνο του, τότε συνέθετε «προσόμοιον» ύμνο. Αν για πρώτη φορά χρησιμοποιούσε την μουσική, τότε συνέθετε «ιδιόμελον» ύμνο.
Όλα τα τμήματα του ύμνου ψάλλονται με το ίδιο μουσικό μέλος. Στους στίχους επικρατεί η ισοσυλλαβία και η ομοτονία, χωρίς να λείπουν και (ορισμένες εξαιρέσεις, για να δίνουν κάποια ποικιλία στην μελωδία και στον ρυθμό.
Τα θέματα των ύμνων του Ρωμανού αναφέρονται σε διηγήσεις της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, σε συνδυασμό με τις εορτές της Εκκλησίας, σε ιερά πρόσωπα όπως η Θεοτόκος, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες και γενικώς οι Άγιοι, σε θαύματα, σε ψυχικές καταστάσεις, σε προσευχές κλπ. Το υμνογραφικό έργο του υπήρξε τεράστιο. Εκάλυψε τις ανάγκες των διαφόρων λατρευτικών συνάξεων του ημερονυκτίου, της Μ. Τεσσαρακοστής, αγίων όλων των μηνών και άλλων ιδιαιτέρων ευχολογικών περιστάσεων.
Αναφέρεται ότι στο μοναστήρι της Θεοτόκου «εν τοις Κόρου» περισώθηκαν περισσότερο από χίλια έργα του οσίου Ρωμανού. Δυστυχώς τα περισσότερα έχουν απολεσθή. Ούτε το εν δέκατον δεν έχει περισωθή.
Η τεχνική του έργου του είναι θαυμαστή. Μαζί με την ρητορική δεξιοτεχνία συνυπάρχει και η απλότητα της αφηγήσεως και του διαλόγου. Παράλληλα, μέσω των στίχων εκφράζεται και το ορθόδοξο δόγμα, διότι την εποχή εκείνη, 5ος και 6ος αιών, δοκιμαζόταν η Εκκλησία από τις δοξασίες και την δράσι των Μονοφυσιτών.
Ας δούμε λίγο το προοίμιο του περίφημου ύμνου στην Γέννησι του Χριστού.
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Η λέξις «υπερούσιος» δηλώνει έντονα την θεία φύσι του Χριστού. Το «σήμερον» δηλώνει τον λειτουργικό χρόνο. Τα μεγάλα γεγονότα που συνδέονται με την ζωή του Χριστού βιώνονται στην Εκκλησία κατά τρόπο υπερχρονικό. Σήμερα οι Χριστιανοί έχουν ολοζώντανο μπροστά τους το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως. Κάθε έτος αναζή, ζωντανεύει ενώπιόν τους το ιερό γεγονός. Η γη προκειμένου να υποδεχθή τον Θεό, του προσφέρει κάτι, ένα σπήλαιον. Η γη προσωποιείται. Έτσι ο λόγος ζωντανεύει.
Η προσφορά είναι ό,τι πιο αταίριαστο. Οι έννοιες των αντιθέσεων και των παραδόξων χρησιμοποιούνται πολύ από τον υμνογράφο. «Άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι». Εδώ μέσα σε δύο ισοσύλλαβους ομοιοκατάληκτους και ομότονους στίχους, με θαυμαστή φυσικότητα και απλότητα δηλώνεται ότι ενώνονται δύο κόσμοι, ο ουράνιος και ο επίγειος. Στον ένα στίχο, ο ουράνιος κόσμος αντιπροσωπεύεται από τους αγγέλους και ο επίγειος από τους βοσκούς. Στον άλλο στίχο, τα ουράνια εκπροσωπούνται από το αστέρι και τα επίγεια από τους μάγους. Η διάταξις των λέξεων βρίσκεται σε σχήμα χιαστό: Άγγελοι-ποιμένες από πάνω, μάγοι-αστήρ από κάτω. Δηλαδή, ουράνια — επίγεια, επίγεια — ουράνια.
Η ένωσις επιγείου και ουρανίου κόσμου γίνεται εκφραστική με τα ρήματα «δοξολογούσι» και «οδοιπορούσι» Τα αισθήματα των επιγείων προσώπων, των ποιμένων, γίνονται δοξολογία που ενώνεται με την δοξολογία των ουρανίων προσώπων, των αγγέλων. Οι φωνές επιγείων και ουρανίων όντων ενώνονται. Το περπάτημα ενός ουρανίου σώματος, του αστέρος, εναρμονίζεται με το περπάτημα τριών επιγείων προσώπων, των μάγων. Η μία πορεία στον ουρανό, η άλλη πορεία στην γη. Οι δύο όμως πορείες γίνονται μία, με κατεύθυνσι τον γεννηθέντα Υιό του Θεού.
Τόσο οι δοξολογίες, όσο και οι πορείες, οφείλονται στο ότι γεννήθηκε ο Χριστός. Τι θαυμαστή διατύπωσις! «Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Εδώ η αδιανόητη αντίθεσις. Το νεογέννητο παιδίον είναι ο προαιώνιος Θεός. Ο Θεός γίνεται παιδίον. Ο προαιώνιος μπαίνει μέσα στον χρόνο και ξεκινάει μία πορεία σαν την πορεία κάθε ανθρώπου που στα πρώτα στάδιά της μιλούμε για βρέφος, για νήπιον, για παιδίον. Και όλα αυτά για μας. «Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη». Η φράσις αυτή δηλώνει τον σωτηριολογικό χαρακτήρα του γεγονότος. Για να σωθούμε εμείς οι άνθρωποι, γεννάται ως παιδίον νέον αυτός που υπάρχει προαιωνίως.
Μέσα λοιπόν σε πέντε-έξι στίχους δηλώνεται το νόημα της εορτής των Χριστουγέννων, περιγράφονται οι πιο χαρακτηριστικές του σκηνές, με ωραιότατα λόγια, με όλα τα προσόντα του ποιητικού λόγου, με όμορφα σχήματα λόγου, και επί πλέον με υπέροχη μελωδία.
Οι αρχαίοι έλεγαν «εξ όνυχος τον λέοντα» — παροιμιακή φράσις. Από το είδος του νυχιού καταλαβαίνεις ότι το ζώο είναι λιοντάρι. Από κάτι μικρό που φαίνεται, παίρνεις είδησι για κάτι μεγάλο και εντυπωσιακό που δεν φαίνεται.
Λίγο αν ανασκαλέψουμε το πρώτο τμήμα του Χριστουγεννιάτικου κοντακίου του οσίου Μελωδού, αντιλαμβανόμαστε ότι πίσω από αυτό κρύβεται ένας μεγάλος ποιητής, ένας έκτακτος μουσικός, μία υπέροχη ποιητική και μουσική μεγαλοφυΐα. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η επέμβασις μιας γυναίκας, της γυναίκας που γέννησε τον Θεό, η οποία έδωσε εξαίσιο υμνολογικό δώρο στον ευλαβή δούλο της, για να υμνήση και το γεγονός της γεννήσεως του Θεού.
Ψαλμοί του Δαβίδ στην παλαιά οικονομία του Νόμου. Κοντάκια του Ρωμανού στην νέα οικονομία της Χάριτος. Πρόκειται για θαύματα και θαυμάσια του Θεού. Και δίνουν μία αμυδρή πρόγευσι για τους εξαίσιους ύμνους και τις άρρητες μελωδίες που θα απολαμβάνουν οι σεσωσμένοι στην Άνω Ιερουσαλήμ, «ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορώντων του προσώπου του Χριστού το κάλλος το άρρητον».
Εκεί μυριάδες άγγελοι και αναρίθμητοι άνθρωποι, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Δαβίδ, ο ωδικός προφήτης και ο Ρωμανός, η λύρα του θείου Πνεύματος, και οι αγνοί ποιμένες της Βηθλεέμ και οι σοφοί Μάγοι της Ανατολής, μία απέραντη χορωδία θα υμνή το απερίγραπτον κάλλος του προσώπου του Κυρίου της δόξης, που κάποτε γεννήθηκε στην Βηθλεέμ «Παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός».
Από το βιβλίο: Η ΕΚΠΛΗΞΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ – ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Η ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΣΕ ΕΠΙΣΚΟΠΟ